Από τον Αλκιβιάδη Κ. Κεφαλά *
Ανατρέχοντας σε παλαιότερες και πρόσφατες αναλύσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαπιστώνονται η συλλογική εκούσια ή ακούσια αποτυχία διάγνωσης του προβλήματος από τους πολιτικούς, τους ακαδημαϊκούς και τις δεξαμενές σκέψης, και η απουσία της συνθετικής και
αναλυτικής λειτουργίας του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να αδυνατεί σήμερα η χώρα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εξ Ανατολών, που απειλεί την ιστορική επιβίωσή της.
Χιλιάδες σελίδες γραφής και χιλιάδες ώρες δημοσίου λόγου επιχείρησαν επί σειράν ετών να πείσουν την κοινή γνώμη ότι ο μοναδικός δρόμος απασφάλισης της τουρκικής επιθετικότητας περνά από τις Βρυξέλλες, αγνοώντας ότι η τουρκική επιθετικότητα εξυπηρετεί τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Βερολίνου.
Όλοι οι αναλυτές αδυνατούν να εκφράσουν τη λογική αντίφαση και παραδοξολογία του εξοπλισμού της Τουρκίας από τη Γερμανία, επειδή τα γερμανικά όπλα θα χρησιμοποιηθούν για να καταληφθεί μέρος της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμα και σήμερα, όπου μονομερώς, με την ισχύ των όπλων, αναθεωρείται η Συνθήκη της Λωζάννης, δημοσιογράφος του γνωστού συγκροτήματος που προωθεί τις τουρκικές θέσεις στην Ελλάδα σε πρόσφατο άρθρο του αμφισβήτησε την αναγκαιότητα των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας, η οποία αποτελεί τη γνωστή θέση του ακαδημαϊκού κατεστημένου και των δεξαμενών σκέψης, που χρησιμοποιεί το πολιτικό σύστημα για να εφαρμόσει τη μονομερή πολιτική του αφοπλισμού, ότι δηλαδή «η χώρα μας δαπανά πολλά χρήματα για εξοπλισμούς».
Σκοπίμως και δολίως αγνοείται η συσχέτιση της τουρκικής επιθετικότητας με τη μείωση της ισχύος της χώρας, ενώ ταυτόχρονα δεν αναφέρεται πουθενά η συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και του επιπέδου της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Πράγματι, δοθέντος ότι η Ελλάδα δαπανά σήμερα το 2%-2,5% του ΑΕΠ της, κατά μέσον όρο, για την άμυνά της, ήτοι περίπου 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, προκύπτει ότι αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε 125.000 θέσεις εργασίας, εάν θεωρήσουμε έναν ετήσιο μισθό 24.000 ευρώ τον χρόνο ανά εργαζόμενο.
Αν κάποιος υπολογίσει και τη μεταφορά της σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους με έναν πολλαπλασιαστικό παράγοντα 5, η αντίστοιχη οικονομική δραστηριότητα θα ήταν σε θέση να συντήρησει περίπου 600.000 θέσεις εργασίας. Σήμερα, σε όλες τις εύρωστες οικονομίες, ο μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης είναι σχεδόν αποκλειστικά η αμυντική βιομηχανία, ενώ, ταυτόχρονα, από την ανάπτυξή της επωφελούνται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, όπως οι κατασκευές, η χημική βιομηχανία, τα ηλεκτρονικά, οι μηχανοκατασκευές, τα τρόφιμα, τα φάρμακα κ.λπ. Την ίδια ώρα, βελτιώνεται και ο δείκτης έρευνας και καινοτομίας της χώρας, η αύξηση του οποίου επιδρά θετικά στην ανταγωνιστικότητά της, μέσω της παραγωγής βελτιωμένων προϊόντων.
Το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με κύριο άξονα την αμυντική βιομηχανία, εκτός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθείται επιτυχώς από το Ισραήλ, την Τουρκία, την Ελβετία, τις ΗΠΑ, την Κίνα, το Πακιστάν, το Ιράν κ.λπ. Το μοντέλο αυτό προϋποθέτει την πολιτική βούληση υιοθέτησης μακροχρόνιου στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, μέσω της επίτευξης εθνικών τεχνολογικών στόχων που εκτός των άλλων θα καταστήσουν ανεξάρτητη την εθνική άμυνα από τον ξένο παράγοντα, όπως π.χ. ο σχεδιασμός και η κατασκευή εθνικού πλοίου, αεροσκάφους, άρματος μάχης, αντιαεροπορικού βαλλιστικού συστήματος κ.λπ.
Η επιτυχής διαχειριστική πρακτική ενός αμυντικού σχεδιασμού οικονομικής ανάπτυξης θα μπορούσε να βασιστεί στην απλή υιοθέτηση πρακτικών διαχείρισης άλλων χώρων. Η χώρα μας απέτυχε ακόμα και να αντιγράψει το σχέδιο διαχείρισης αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας με την ίδρυση δύο οργανισμών, αυτού που διαχειρίζεται την αμυντική έρευνα και τεχνολογία και αυτού του αμυντικού βιομηχανικού σχεδιασμού. Η στρατηγική θέση θα απαιτούσε επίσης την πλήρη αναδιάρθρωση του συστήματος έρευνας και τεχνολογίας, με τη δημιουργία νέων ερευνητικών κέντρων, ώστε να σχεδιαστούν εθνικές στρατηγικές άμυνας και εξουδετέρωσης του ανατολικού κινδύνου.
Η χώρα μας σήμερα στερείται ερευνητικό κέντρο βαλλιστικής τεχνολογίας και ερευνητικό κέντρο τεχνολογίας αισθητήρων Radar, με αποτέλεσμα να είναι ελλιπής ακόμα και η αντίστοιχη μεταφορά τεχνογνωσίας από άλλες χώρες ή η αντιγραφή οπλικών συστημάτων άλλων χωρών (Reverse engineering).
Όποιες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν εξυπηρέτησαν κυρίως κομματικά μικροσυμφέροντα, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τοποθετούνται ως διοικητές αμυντικών οργανισμών οι κομματικοί κηφήνες που διέθεταν πτυχίο Οδοντιατρικής!
Βεβαίως, τέτοιου είδους στρατηγικές αποφάσεις θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνο από κυβερνήσεις που θα εξυπηρετούσαν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας και όχι τους γερμανικούς ή τους τουρκικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Το πολιτικό σύστημα μετά τη Μεταπολίτευση δεν τόλμησε να κινηθεί σοβαρά προς την κατεύθυνση του τεχνολογικού αμυντικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα η χώρα μας να αποτελεί τη μοναδική περίπτωση αμυντικού τεχνολογικού αναλφαβητισμού μεταξύ όλων των χωρών του δυτικού κόσμου.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
newsbreak.gr
Ανατρέχοντας σε παλαιότερες και πρόσφατες αναλύσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διαπιστώνονται η συλλογική εκούσια ή ακούσια αποτυχία διάγνωσης του προβλήματος από τους πολιτικούς, τους ακαδημαϊκούς και τις δεξαμενές σκέψης, και η απουσία της συνθετικής και
αναλυτικής λειτουργίας του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να αδυνατεί σήμερα η χώρα να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εξ Ανατολών, που απειλεί την ιστορική επιβίωσή της.
Χιλιάδες σελίδες γραφής και χιλιάδες ώρες δημοσίου λόγου επιχείρησαν επί σειράν ετών να πείσουν την κοινή γνώμη ότι ο μοναδικός δρόμος απασφάλισης της τουρκικής επιθετικότητας περνά από τις Βρυξέλλες, αγνοώντας ότι η τουρκική επιθετικότητα εξυπηρετεί τους στρατηγικούς σχεδιασμούς του Βερολίνου.
Όλοι οι αναλυτές αδυνατούν να εκφράσουν τη λογική αντίφαση και παραδοξολογία του εξοπλισμού της Τουρκίας από τη Γερμανία, επειδή τα γερμανικά όπλα θα χρησιμοποιηθούν για να καταληφθεί μέρος της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμα και σήμερα, όπου μονομερώς, με την ισχύ των όπλων, αναθεωρείται η Συνθήκη της Λωζάννης, δημοσιογράφος του γνωστού συγκροτήματος που προωθεί τις τουρκικές θέσεις στην Ελλάδα σε πρόσφατο άρθρο του αμφισβήτησε την αναγκαιότητα των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας, η οποία αποτελεί τη γνωστή θέση του ακαδημαϊκού κατεστημένου και των δεξαμενών σκέψης, που χρησιμοποιεί το πολιτικό σύστημα για να εφαρμόσει τη μονομερή πολιτική του αφοπλισμού, ότι δηλαδή «η χώρα μας δαπανά πολλά χρήματα για εξοπλισμούς».
Σκοπίμως και δολίως αγνοείται η συσχέτιση της τουρκικής επιθετικότητας με τη μείωση της ισχύος της χώρας, ενώ ταυτόχρονα δεν αναφέρεται πουθενά η συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και του επιπέδου της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Πράγματι, δοθέντος ότι η Ελλάδα δαπανά σήμερα το 2%-2,5% του ΑΕΠ της, κατά μέσον όρο, για την άμυνά της, ήτοι περίπου 3 δισ. ευρώ τον χρόνο, προκύπτει ότι αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε 125.000 θέσεις εργασίας, εάν θεωρήσουμε έναν ετήσιο μισθό 24.000 ευρώ τον χρόνο ανά εργαζόμενο.
Αν κάποιος υπολογίσει και τη μεταφορά της σχετικής τεχνογνωσίας σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους με έναν πολλαπλασιαστικό παράγοντα 5, η αντίστοιχη οικονομική δραστηριότητα θα ήταν σε θέση να συντήρησει περίπου 600.000 θέσεις εργασίας. Σήμερα, σε όλες τις εύρωστες οικονομίες, ο μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης είναι σχεδόν αποκλειστικά η αμυντική βιομηχανία, ενώ, ταυτόχρονα, από την ανάπτυξή της επωφελούνται και άλλοι κλάδοι της οικονομίας, όπως οι κατασκευές, η χημική βιομηχανία, τα ηλεκτρονικά, οι μηχανοκατασκευές, τα τρόφιμα, τα φάρμακα κ.λπ. Την ίδια ώρα, βελτιώνεται και ο δείκτης έρευνας και καινοτομίας της χώρας, η αύξηση του οποίου επιδρά θετικά στην ανταγωνιστικότητά της, μέσω της παραγωγής βελτιωμένων προϊόντων.
Το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με κύριο άξονα την αμυντική βιομηχανία, εκτός των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακολουθείται επιτυχώς από το Ισραήλ, την Τουρκία, την Ελβετία, τις ΗΠΑ, την Κίνα, το Πακιστάν, το Ιράν κ.λπ. Το μοντέλο αυτό προϋποθέτει την πολιτική βούληση υιοθέτησης μακροχρόνιου στρατηγικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, μέσω της επίτευξης εθνικών τεχνολογικών στόχων που εκτός των άλλων θα καταστήσουν ανεξάρτητη την εθνική άμυνα από τον ξένο παράγοντα, όπως π.χ. ο σχεδιασμός και η κατασκευή εθνικού πλοίου, αεροσκάφους, άρματος μάχης, αντιαεροπορικού βαλλιστικού συστήματος κ.λπ.
Η επιτυχής διαχειριστική πρακτική ενός αμυντικού σχεδιασμού οικονομικής ανάπτυξης θα μπορούσε να βασιστεί στην απλή υιοθέτηση πρακτικών διαχείρισης άλλων χώρων. Η χώρα μας απέτυχε ακόμα και να αντιγράψει το σχέδιο διαχείρισης αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας με την ίδρυση δύο οργανισμών, αυτού που διαχειρίζεται την αμυντική έρευνα και τεχνολογία και αυτού του αμυντικού βιομηχανικού σχεδιασμού. Η στρατηγική θέση θα απαιτούσε επίσης την πλήρη αναδιάρθρωση του συστήματος έρευνας και τεχνολογίας, με τη δημιουργία νέων ερευνητικών κέντρων, ώστε να σχεδιαστούν εθνικές στρατηγικές άμυνας και εξουδετέρωσης του ανατολικού κινδύνου.
Η χώρα μας σήμερα στερείται ερευνητικό κέντρο βαλλιστικής τεχνολογίας και ερευνητικό κέντρο τεχνολογίας αισθητήρων Radar, με αποτέλεσμα να είναι ελλιπής ακόμα και η αντίστοιχη μεταφορά τεχνογνωσίας από άλλες χώρες ή η αντιγραφή οπλικών συστημάτων άλλων χωρών (Reverse engineering).
Όποιες προσπάθειες έγιναν στο παρελθόν εξυπηρέτησαν κυρίως κομματικά μικροσυμφέροντα, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τοποθετούνται ως διοικητές αμυντικών οργανισμών οι κομματικοί κηφήνες που διέθεταν πτυχίο Οδοντιατρικής!
Βεβαίως, τέτοιου είδους στρατηγικές αποφάσεις θα μπορούσαν να υλοποιηθούν μόνο από κυβερνήσεις που θα εξυπηρετούσαν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας και όχι τους γερμανικούς ή τους τουρκικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.
Το πολιτικό σύστημα μετά τη Μεταπολίτευση δεν τόλμησε να κινηθεί σοβαρά προς την κατεύθυνση του τεχνολογικού αμυντικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα η χώρα μας να αποτελεί τη μοναδική περίπτωση αμυντικού τεχνολογικού αναλφαβητισμού μεταξύ όλων των χωρών του δυτικού κόσμου.
*Διδάκτωρ Φυσικής του Πανεπιστημίου του Manchester, UK, δ/ντής Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
newsbreak.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου