«Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν» (Ἑβρ. 2,1)
Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, κηρύσσεται τακτικὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ κάνετε ὑπομονή, γιὰ ν᾽ ἀκούσετε αὐτὴ τὴν ὁμιλία. Εἶστε ἄξιοι ἐπαίνου τόσο γιὰ τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔχετε ὅσο καὶ γιὰ τὸν
ἐκκλησιασμό σας. Ἀλλὰ φτάνουν αὐτά;
Βεβαίως καὶ ὁ ναὸς χρειάζεται καὶ οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἄμφια, ἀλλὰ ἡ οὐσία εἶνε κάπου ἀλλοῦ· στὴν εὐσέβεια (βλ. Α΄ Τιμ. 2,2· 4,7· 6,11).
Σᾶς παρακαλῶ νὰ κάνετε ὑπομονή, γιὰ ν᾽ ἀκούσετε αὐτὴ τὴν ὁμιλία. Εἶστε ἄξιοι ἐπαίνου τόσο γιὰ τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔχετε ὅσο καὶ γιὰ τὸν
ἐκκλησιασμό σας. Ἀλλὰ φτάνουν αὐτά;
Βεβαίως καὶ ὁ ναὸς χρειάζεται καὶ οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἄμφια, ἀλλὰ ἡ οὐσία εἶνε κάπου ἀλλοῦ· στὴν εὐσέβεια (βλ. Α΄ Τιμ. 2,2· 4,7· 6,11).
Καὶ τί εἶνε ἡ εὐσέβεια; εἶνε ἡ ἐλπίδα, εἶνε ἡ πίστι, εἶνε ἡ
ἀγάπη.
Ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ τρία;
Ὑπάρχει πίστι σὰν τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Μᾶρκ. 2,1-12), ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό; Ὑπάρχει ἐλπίδα σὰν τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ἔλεγε· Κι ἂν ἀκόμη, Θεέ μου, περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου, δὲν θὰ φοβηθῶ, διότι μαζί μου εἶσαι σύ; (βλ. Ψαλμ. 22,4).
Ὑπάρχει ἀγάπη σὰν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔλεγε «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, …οὐδέν εἰμι»; (Α΄ Κορ. 13,1-2). Ἂν ὑπάρχουν αὐτά, τότε ὑπάρχει θρησκεία, ὑπάρχει Ἰησοῦς Ναζωραῖος, ὑπάρχει ζωντανὴ Ἐκκλησία ποὺ κάνει θαύματα. Ἐὰν ὅμως αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν, τότε μᾶς μένει μόνο ὁ φλοιός, ἡ οὐσία ἔχει ἐξατμισθῆ.
Ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ τρία;
Ὑπάρχει πίστι σὰν τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου (βλ. Μᾶρκ. 2,1-12), ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό; Ὑπάρχει ἐλπίδα σὰν τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ἔλεγε· Κι ἂν ἀκόμη, Θεέ μου, περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου, δὲν θὰ φοβηθῶ, διότι μαζί μου εἶσαι σύ; (βλ. Ψαλμ. 22,4).
Ὑπάρχει ἀγάπη σὰν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔλεγε «Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, …οὐδέν εἰμι»; (Α΄ Κορ. 13,1-2). Ἂν ὑπάρχουν αὐτά, τότε ὑπάρχει θρησκεία, ὑπάρχει Ἰησοῦς Ναζωραῖος, ὑπάρχει ζωντανὴ Ἐκκλησία ποὺ κάνει θαύματα. Ἐὰν ὅμως αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν, τότε μᾶς μένει μόνο ὁ φλοιός, ἡ οὐσία ἔχει ἐξατμισθῆ.
Γιά γυρίστε στὰ περασμένα· θυμηθῆτε τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τοὺς διωγμούς! Ἐπάνω στὴ Γῆ δὲν ὑπῆρχε οὔτε μία ἐκκλησία, δὲν χτυποῦσε καμπάνα, μὰ ὑπῆρχε ἕνας ζωντανὸς Χριστιανισμός. Ὅσοι πίστευαν στὸ Χριστὸ πήγαιναν σὲ σπηλιές.
Δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ φῶτα καὶ πολυέλεοι, χρυσᾶ εὐαγγέλια καὶ δισκοπότηρα, καλλίφωνοι ψάλτες· ὑπῆρχε ὅμως πίστι. Ἕνας παπᾶς, ποὺ δὲν εἶχε βγῆ ἀπὸ θεολογικὲς σχολὲς κι ἀκαδημίες μὲ διπλώματα, μὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ χύσῃ τὸ αἷμα του γιὰ τὸ Χριστό· ὅταν κρατοῦσε τὸ ξύλινο δισκοπότηρο ἔκλαιγε καὶ τὰ δάκρυά του ἔπεφταν μέσα κ᾽ ἔσμιγαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας, κι ὅταν ἔπιανε τὸ Εὐαγγέλιο τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
Καὶ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι γονάτιζαν κ᾽
ἔβρεχαν τὸ δάπεδο μὲ τὰ δάκρυά τους· σὰν τὸ ξερὸ χῶμα ποὺ ῥουφάει τὸ
νερό, σὰν τὸ παιδὶ ποὺ μὲ ὄρεξι βυζαίνει τὸ γάλα τῆς μάνας, σὰν τὴ
μέλισσα ποὺ ῥουφάει τὸ νέκταρ ἀπὸ τὰ ἄνθη, ἔτσι οἱ πιστοὶ ῥουφοῦσαν
σὰν σφουγγάρι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. Τὰ πίστευαν. Προσπαθοῦσαν νὰ τὰ
ζήσουν, νὰ τὰ κάνουν πρᾶξι – βίωμά τους, νά ᾽νε ἡ ζωή τους ἕνα ἔμπρακτο
Εὐαγγέλιο.
Συμβαίνει τέτοιο πρᾶγμα σήμερα; ἀκοῦμε ἐμεῖς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ
τέτοια ὄρεξι, τέτοια πίστι, τέτοια ἀπόφασι, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί;
Ἀκριβῶς αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Προσέξτε καλά, μᾶς λέει· ὅταν διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀνοῖξτε τ᾽ αὐτιά σας ν᾽ ἀκούσετε αὐτὴ τὴ μελῳδία καὶ ἁρμονία, νὰ μπῇ μέσα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· διότι, ἂν δὲν προσέξετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ κολασθῆτε, λέει ὁ ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ. 2,1).
Ἀκριβῶς αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀπόστολος. Προσέξτε καλά, μᾶς λέει· ὅταν διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀνοῖξτε τ᾽ αὐτιά σας ν᾽ ἀκούσετε αὐτὴ τὴ μελῳδία καὶ ἁρμονία, νὰ μπῇ μέσα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· διότι, ἂν δὲν προσέξετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, θὰ κολασθῆτε, λέει ὁ ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ. 2,1).
* * *
Μὰ ἔχουν λοιπὸν τόση σημασία τὰ
λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου;
Ναί, ἀγαπητοί μου. Διότι τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶνε γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὸ «Πιστεύω» δὲν εἶνε λόγια ἀνθρώπινα· εἶνε λόγια θεϊκά. Δὲν εἶνε λόγια κάποιων σοφῶν, ποὺ ἔρχονται κατόπιν ἄλλοι καὶ τ᾽ ἀνατρέπουν ἄρδην.
Τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε σὰν τὰ βράχια μέσα στὴ θάλασσα, ποὺ τὸ κῦμα πέφτει ἀφρισμένο πάνω τους μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονίσῃ· εἶνε σὰν τὰ βουνά, σὰν τὸν Ὄλυμπο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανένα χέρι νὰ τὸν κλονίσῃ· εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὸν σβήσῃ· εἶνε σὰν τὰ ἄστρα, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὰ φτάσῃ.
Ἀλλὰ τί λέω; μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄστρα κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν, καὶ ἡ Γῆ θὰ ὑποστῇ μιὰ κοσμογονία· μέσα ὅμως στὴν ἀείρροη τροπὴ τῶν πραγμάτων καὶ στὰ παφλάζοντα κύματα τοῦ κόσμου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο θὰ στέκῃ πάντοτε, θὰ φωσφορίζῃ, θ᾽ ἀστράφτῃ καὶ θὰ λάμπῃ αἰωνίως. «Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν» (Ἑβρ. 2,1). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου περιφρονοῦνται, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πολεμοῦνται μὲ σφοδρότητα καὶ λύσσα.
Τὸν 17ο αἰῶνα κάποιος ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐφυεῖς καὶ δραστηρίους ἀθέους βουτοῦσε τὴν πέννα του σὲ φαρμάκι καὶ ἔγραψε τὰ φοβερώτερα λόγια ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέχρι τοῦ σημείου ν᾽ ἀποκαλέσῃ τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου ἄτιμο!
Προτοῦ νὰ ξεψυχήσῃ ἔγραψε, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια οὔτε Εὐαγγέλιο θὰ ὑπάρχῃ οὔτε Χριστιανοὶ ποὺ νὰ πιάνουν στὰ χέρια τους τὴν ἁγία Γραφή.
Καὶ τί ἔγινε· πέθανε αὐτός, ἐτάφη, καὶ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὸ σπίτι ποὺ καθόταν καὶ ἔγραφε καὶ ὕβριζε τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, τὸ σπίτι ἐκεῖνο –σῴζεται σήμερα– ἔγινε βιβλιοπωλεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς!
Δὲν ἐπαλήθευσε ἡ πρόβλεψί του· ἀντιθέτως ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Λουκ. 21,33). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι σήμερα ὑπάρχουν κράτη ποὺ ἔχουν κηρύξει πόλεμο ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου.
Στὰ κράτη αὐτά, ποὺ ἔχουν προοδεύσει τεχνικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς –δὲν τὸ ἀρνούμεθα–, ὑπάρχει ὠμὴ ἀθεΐα. Καὶ ἐκδίδονται μὲν τόννοι ἀπὸ βιβλία, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τυπωθῇ οὔτε ἕνα κομματάκι χαρτὶ μὲ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὸ Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύεται.
Καὶ ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔσβησε· μέσα σὲ καλύβες, σὲ σπίτια, ἀλλὰ καὶ στὰ παλάτια ὑπάρχουν ψυχές, ποὺ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μουσκεύουν τὶς σελίδες του μὲ δάκρυα. Τὸ 1964 συνάντησα στὴ Φλώρινα μία εὐγενῆ Ἑλληνίδα, ποὺ ἔμενε ὑπὸ τραγικὲς συνθῆκες σὲ γειτονικὴ χώρα ὅπου θριάμβευε ἡ ἀπιστία.
–Δὲν τολμᾶμε, μοῦ ἔλεγε, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ἢ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, γιατὶ μᾶς παρακολουθοῦν· ἀλλὰ δὲν χάσαμε τὴν πίστι στὸ Θεό.
Πρωὶ – πρωί, νύχτα, κατεβαίνουμε στὰ ὑπόγεια, ἀνάβουμε κερί, βάζουμε τὸ ῥαδιόφωνο τῶν Ἀθηνῶν, ἀκοῦμε τὴ θεία λειτουργία τὸ εὐαγγέλιο τὸ κήρυγμα, κ᾽ ἡ ψυχή μας παίρνει φτερά…
Ὅποιος νομίζει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο θὰ σβήσῃ, εἶνε ἀνόητος.
Αὐτὸς μοιάζει μὲ ἕνα παράφρονα ποὺ εἶδα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη· σκαρφάλωσε σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο καὶ τί ἔκανε· ἔφτυνε συνεχῶς. Τὸν πλησίασαν τὰ ὄργανα τῆς τάξεως καὶ τὸν ρώτησαν·
–Τί θέλεις; –Περιμένετε, λέει, θὰ σβήσω τὸν ἥλιο… Ὅσο εἶνε δυνατὸν ἕνας τρελλὸς νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὰ πτύσματά του, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ ὁ νᾶνος ἄνθρωπος, ὅ,τι κι ἂν εἶνε αὐτός, νὰ σβήσῃ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.
«Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν».
Ἀλλὰ γιατί ν᾽ ἀναφέρω παραδείγματα ἀπὸ ἄλλες χῶρες;
Στὶς 25 Μαρτίου ἑορτάζουμε τὴν ἐθνική μας ἑορτή· ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43) κι ἀνέστησε τὸ νεκρὸ φίλο του, ἔτσι ἀνέστησε καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ ἦταν θαμμένο ὄχι τρεῖς μέρες ὅπως ὁ Λάζαρος ἀλλὰ τετρακόσα χρόνια.
Ποιός στάθηκε μπροστὰ στὴν πλάκα τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ εἶπε «Ἑλλάς, “δεῦρο ἔξω”» κ᾽ ἡ Ἑλλὰς ἀναστήθηκε;
Ἦρθε τὸ ῥάσο, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ πίστι, καὶ μετακίνησε τὴν πλάκα τοῦ θανάτου. Εἶνε λόγια αὐτά; δὲν εἶνε μία πραγματικότης; Τὰ χρόνια ἐκεῖνα στὸ Μοριά, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, στὴ Θεσσαλία, στὴ Μακεδονία, στὴν Ἤπειρο, παντοῦ στὴν Ἑλλάδα, σᾶς ἐρωτῶ, ὑπῆρχαν σχολειά, ἀκαδημίες, ξένες γλῶσσες;
Ὄχι. Μέσ᾽ στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ μόνα βιβλία ποὺ κρατοῦσαν ἦταν τὸ Ψαλτήρι, τὸ Ὀχτωήχι, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Μὲ αὐτὰ ἀνατράφηκε, ἔζησε κι ἀναστήθηκε τὸ ἔθνος μας.
Ναί, ἀγαπητοί μου. Διότι τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶνε γραμμένα στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὸ «Πιστεύω» δὲν εἶνε λόγια ἀνθρώπινα· εἶνε λόγια θεϊκά. Δὲν εἶνε λόγια κάποιων σοφῶν, ποὺ ἔρχονται κατόπιν ἄλλοι καὶ τ᾽ ἀνατρέπουν ἄρδην.
Τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε σὰν τὰ βράχια μέσα στὴ θάλασσα, ποὺ τὸ κῦμα πέφτει ἀφρισμένο πάνω τους μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονίσῃ· εἶνε σὰν τὰ βουνά, σὰν τὸν Ὄλυμπο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανένα χέρι νὰ τὸν κλονίσῃ· εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὸν σβήσῃ· εἶνε σὰν τὰ ἄστρα, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὰ φτάσῃ.
Ἀλλὰ τί λέω; μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄστρα κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν, καὶ ἡ Γῆ θὰ ὑποστῇ μιὰ κοσμογονία· μέσα ὅμως στὴν ἀείρροη τροπὴ τῶν πραγμάτων καὶ στὰ παφλάζοντα κύματα τοῦ κόσμου, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο θὰ στέκῃ πάντοτε, θὰ φωσφορίζῃ, θ᾽ ἀστράφτῃ καὶ θὰ λάμπῃ αἰωνίως. «Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν» (Ἑβρ. 2,1). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου περιφρονοῦνται, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πολεμοῦνται μὲ σφοδρότητα καὶ λύσσα.
Τὸν 17ο αἰῶνα κάποιος ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐφυεῖς καὶ δραστηρίους ἀθέους βουτοῦσε τὴν πέννα του σὲ φαρμάκι καὶ ἔγραψε τὰ φοβερώτερα λόγια ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέχρι τοῦ σημείου ν᾽ ἀποκαλέσῃ τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου ἄτιμο!
Προτοῦ νὰ ξεψυχήσῃ ἔγραψε, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια οὔτε Εὐαγγέλιο θὰ ὑπάρχῃ οὔτε Χριστιανοὶ ποὺ νὰ πιάνουν στὰ χέρια τους τὴν ἁγία Γραφή.
Καὶ τί ἔγινε· πέθανε αὐτός, ἐτάφη, καὶ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὸ σπίτι ποὺ καθόταν καὶ ἔγραφε καὶ ὕβριζε τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, τὸ σπίτι ἐκεῖνο –σῴζεται σήμερα– ἔγινε βιβλιοπωλεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς!
Δὲν ἐπαλήθευσε ἡ πρόβλεψί του· ἀντιθέτως ἐκπληρώθηκε ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Λουκ. 21,33). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι σήμερα ὑπάρχουν κράτη ποὺ ἔχουν κηρύξει πόλεμο ἐναντίον τοῦ Εὐαγγελίου.
Στὰ κράτη αὐτά, ποὺ ἔχουν προοδεύσει τεχνικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς –δὲν τὸ ἀρνούμεθα–, ὑπάρχει ὠμὴ ἀθεΐα. Καὶ ἐκδίδονται μὲν τόννοι ἀπὸ βιβλία, περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τυπωθῇ οὔτε ἕνα κομματάκι χαρτὶ μὲ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὸ Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύεται.
Καὶ ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔσβησε· μέσα σὲ καλύβες, σὲ σπίτια, ἀλλὰ καὶ στὰ παλάτια ὑπάρχουν ψυχές, ποὺ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μουσκεύουν τὶς σελίδες του μὲ δάκρυα. Τὸ 1964 συνάντησα στὴ Φλώρινα μία εὐγενῆ Ἑλληνίδα, ποὺ ἔμενε ὑπὸ τραγικὲς συνθῆκες σὲ γειτονικὴ χώρα ὅπου θριάμβευε ἡ ἀπιστία.
–Δὲν τολμᾶμε, μοῦ ἔλεγε, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ἢ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, γιατὶ μᾶς παρακολουθοῦν· ἀλλὰ δὲν χάσαμε τὴν πίστι στὸ Θεό.
Πρωὶ – πρωί, νύχτα, κατεβαίνουμε στὰ ὑπόγεια, ἀνάβουμε κερί, βάζουμε τὸ ῥαδιόφωνο τῶν Ἀθηνῶν, ἀκοῦμε τὴ θεία λειτουργία τὸ εὐαγγέλιο τὸ κήρυγμα, κ᾽ ἡ ψυχή μας παίρνει φτερά…
Ὅποιος νομίζει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο θὰ σβήσῃ, εἶνε ἀνόητος.
Αὐτὸς μοιάζει μὲ ἕνα παράφρονα ποὺ εἶδα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη· σκαρφάλωσε σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο καὶ τί ἔκανε· ἔφτυνε συνεχῶς. Τὸν πλησίασαν τὰ ὄργανα τῆς τάξεως καὶ τὸν ρώτησαν·
–Τί θέλεις; –Περιμένετε, λέει, θὰ σβήσω τὸν ἥλιο… Ὅσο εἶνε δυνατὸν ἕνας τρελλὸς νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὰ πτύσματά του, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ ὁ νᾶνος ἄνθρωπος, ὅ,τι κι ἂν εἶνε αὐτός, νὰ σβήσῃ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου.
«Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν».
Ἀλλὰ γιατί ν᾽ ἀναφέρω παραδείγματα ἀπὸ ἄλλες χῶρες;
Στὶς 25 Μαρτίου ἑορτάζουμε τὴν ἐθνική μας ἑορτή· ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43) κι ἀνέστησε τὸ νεκρὸ φίλο του, ἔτσι ἀνέστησε καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ ἦταν θαμμένο ὄχι τρεῖς μέρες ὅπως ὁ Λάζαρος ἀλλὰ τετρακόσα χρόνια.
Ποιός στάθηκε μπροστὰ στὴν πλάκα τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ εἶπε «Ἑλλάς, “δεῦρο ἔξω”» κ᾽ ἡ Ἑλλὰς ἀναστήθηκε;
Ἦρθε τὸ ῥάσο, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ πίστι, καὶ μετακίνησε τὴν πλάκα τοῦ θανάτου. Εἶνε λόγια αὐτά; δὲν εἶνε μία πραγματικότης; Τὰ χρόνια ἐκεῖνα στὸ Μοριά, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, στὴ Θεσσαλία, στὴ Μακεδονία, στὴν Ἤπειρο, παντοῦ στὴν Ἑλλάδα, σᾶς ἐρωτῶ, ὑπῆρχαν σχολειά, ἀκαδημίες, ξένες γλῶσσες;
Ὄχι. Μέσ᾽ στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ μόνα βιβλία ποὺ κρατοῦσαν ἦταν τὸ Ψαλτήρι, τὸ Ὀχτωήχι, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Μὲ αὐτὰ ἀνατράφηκε, ἔζησε κι ἀναστήθηκε τὸ ἔθνος μας.
* * *
Τελειώνω, ἀδελφοί· ἀλλὰ προτοῦ
τελειώσω θὰ φέρω μπροστά σας τὴν ἡρωικώτερη μορφὴ τοῦ ᾽21, τὸ Γέρο τοῦ
Μοριᾶ, τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι, μίλησε στὰ παιδιὰ
τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ εἶχαν δάσκαλο τὸν σοφὸ Γεννάδιο,
καὶ τοὺς λέει· –Ὅταν πιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ
κατόπιν ὑπὲρ πατρίδος· κ᾽ ἐσεῖς μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζήσετε.
Τώρα μᾶς ἦρθαν σπουδασμένοι παιδαγωγοὶ καὶ εἰρωνεύονται τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ μὴν παραξενεύεστε.
Τὸ λέει τὸ ἱερὸ βιβλίο· θά ᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴν ἀλήθεια, καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε «τοὺς μύθους» τῆς ἀπιστίας (Β΄ Τιμ. 4,4).
Γιατὶ ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Θεό, θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο.
Ἀδελφοί μου, μὴ στενοχωρεῖσθε. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ἡ πίστις. Γράψτε το στὶς ψυχές σας· Ὅποιος πάῃ κόντρα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γίνῃ στάχτη. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ γίνῃ στάχτη· ἔχει ἱστορία, ἔχει τάφους, ἔχει μέλλον καὶ προορισμό. Καὶ ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν πορεία τῆς νίκης, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
Τώρα μᾶς ἦρθαν σπουδασμένοι παιδαγωγοὶ καὶ εἰρωνεύονται τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἀλλὰ μὴν παραξενεύεστε.
Τὸ λέει τὸ ἱερὸ βιβλίο· θά ᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴν ἀλήθεια, καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε «τοὺς μύθους» τῆς ἀπιστίας (Β΄ Τιμ. 4,4).
Γιατὶ ὅποιος δὲν πιστεύει στὸ Θεό, θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο.
Ἀδελφοί μου, μὴ στενοχωρεῖσθε. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ἡ πίστις. Γράψτε το στὶς ψυχές σας· Ὅποιος πάῃ κόντρα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γίνῃ στάχτη. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ γίνῃ στάχτη· ἔχει ἱστορία, ἔχει τάφους, ἔχει μέλλον καὶ προορισμό. Καὶ ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν πορεία τῆς νίκης, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου