Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Ἑβρ. 1,10 – 2,3)- Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης Αὐγουστίνου

«Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρ­ρυῶμεν» (Ἑβρ. 2,1)

Ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, κηρύσσεται τακτικὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. 
Σᾶς παρακαλῶ νὰ κάνε­τε ὑπομονή, γιὰ ν᾽ ἀκούσετε αὐτὴ τὴν ὁμιλία. Εἶστε ἄξιοι ἐπαίνου τόσο γιὰ τὴν ἐκκλησία ποὺ ἔχετε ὅσο καὶ γιὰ τὸν
ἐκκλησιασμό σας. Ἀλλὰ φτάνουν αὐτά; 
Βεβαίως καὶ ὁ ναὸς χρει­άζεται καὶ οἱ εἰκόνες καὶ τὰ ἄμφια, ἀλλὰ ἡ οὐ­σία εἶνε κάπου ἀλλοῦ· στὴν εὐσέβεια (βλ. Α΄ Τιμ. 2,2· 4,7· 6,11).  
Καὶ τί εἶνε ἡ εὐσέβεια; εἶνε ἡ ἐλπίδα, εἶνε ἡ πίστι, εἶνε ἡ ἀγάπη.
 Ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ τρία; 
Ὑπάρχει πίστι σὰν τῶν τεσσάρων ἀνδρῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγε­λίου (βλ. Μᾶρκ. 2,1-12), ποὺ ἔφεραν τὸν παράλυτο μπροστὰ στὸ Χριστό; Ὑπάρχει ἐλπίδα σὰν τοῦ Δαυΐδ, ποὺ ἔλεγε· Κι ἂν ἀ­κόμη, Θεέ μου, περάσω τὸ γεφύρι τοῦ θανάτου, δὲν θὰ φοβηθῶ, διότι μαζί μου εἶσαι σύ; (βλ. Ψαλμ. 22,4). 

Ὑπάρχει ἀγάπη σὰν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἔλεγε «Ἐ­ὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, …οὐ­δέν εἰ­μι»; (Α΄ Κορ. 13,1-2). Ἂν ὑπάρχουν αὐτά, τό­τε ὑ­­πάρχει θρησκεία, ὑπάρχει Ἰησοῦς Ναζωραῖος, ὑπάρχει ζωντανὴ Ἐκκλησία ποὺ κάνει θαύμα­τα. Ἐὰν ὅμως αὐτὰ δὲν ὑπάρχουν, τότε μᾶς μέ­­νει μόνο ὁ φλοιός, ἡ οὐσία ἔχει ἐξατμισθῆ.  

Γιά γυρίστε στὰ περασμένα· θυμηθῆτε τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ τοὺς διωγμούς! Ἐπάνω στὴ Γῆ δὲν ὑπῆρχε οὔ­τε μία ἐκκλησία, δὲν χτυποῦσε καμπάνα, μὰ ὑ­πῆρχε ἕνας ζωντανὸς Χριστιανισμός. Ὅσοι πί­στευαν στὸ Χριστὸ πήγαιναν σὲ σπηλιές.
 Δὲν ὑπῆρχαν ἐκεῖ φῶτα καὶ πολυέλεοι, χρυσᾶ εὐ­αγγέλια καὶ δισκοπότηρα, καλλίφωνοι ψάλτες· ὑπῆρχε ὅμως πίστι. Ἕνας παπᾶς, ποὺ δὲν εἶ­χε βγῆ ἀ­πὸ θεολογικὲς σχολὲς κι ἀκαδημίες μὲ διπλώματα, μὰ ἦταν ἕτοιμος νὰ χύσῃ τὸ αἷ­μα του γιὰ τὸ Χριστό· ὅταν κρατοῦ­σε τὸ ξύλινο δι­σκοπότηρο ἔκλαιγε καὶ τὰ δάκρυά του ἔπεφταν μέσα κ᾽ ἔσμιγαν μὲ τὸ αἷ­μα τοῦ Χριστοῦ μας, κι ὅταν ἔ­πιανε τὸ Εὐαγγέλιο τὰ χέρια του ἔτρεμαν. 
Καὶ οἱ ἐκκλησιαζόμενοι γονάτιζαν κ᾽ ἔβρεχαν τὸ δάπεδο μὲ τὰ δάκρυά τους· σὰν τὸ ξερὸ χῶ­μα ποὺ ῥουφάει τὸ νερό, σὰν τὸ παιδὶ ποὺ μὲ ὄρε­ξι βυζαίνει τὸ γάλα τῆς μάνας, σὰν τὴ μέλισ­σα ποὺ ῥουφάει τὸ νέκταρ ἀ­πὸ τὰ ἄνθη, ἔτσι οἱ πιστοὶ ῥουφοῦσαν σὰν σφουγγάρι τὰ λό­για τοῦ Εὐαγγελίου. Τὰ πίστευαν. Προσπαθοῦ­σαν νὰ τὰ ζήσουν, νὰ τὰ κάνουν πρᾶξι – βίωμά τους, νά ᾽νε ἡ ζωή τους ἕνα ἔμπρακτο Εὐαγγέλιο.  
Συμβαίνει τέτοιο πρᾶγμα σήμερα; ἀκοῦμε ἐ­μεῖς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τέτοια ὄρεξι, τέτοια πί­­στι, τέτοια ἀπόφασι, ὅπως οἱ πρῶτοι Χριστιανοί; 

Ἀ­κριβῶς αὐτὸ τονίζει σήμερα ὁ ἀ­πόστολος. Προσέξτε καλά, μᾶς λέει· ὅταν διαβάζεται τὸ εὐαγγέλιο, ὅταν κηρύττεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀνοῖξτε τ᾽ αὐτιά σας ν᾽ ἀκούσε­τε αὐτὴ τὴ με­λῳ­δία καὶ ἁρμονία, νὰ μπῇ μέσα ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· διότι, ἂν δὲν προσ­έξετε τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγε­λίου, θὰ κολασθῆτε, λέει ὁ ἀπόστολος (βλ. Ἑβρ. 2,1).

* * *

Μὰ ἔχουν λοιπὸν τόση σημασία τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου; 
Ναί, ἀ­γαπητοί μου. Διότι τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶνε γραμμέ­να στὸ Εὐαγγέ­λιο καὶ στὸ «Πιστεύω» δὲν εἶ­νε λόγια ἀνθρώπινα· εἶνε λόγια θεϊκά. Δὲν εἶνε λό­για κάποιων σοφῶν, ποὺ ἔρχονται κατόπιν ἄλ­λοι καὶ τ᾽ ἀνατρέπουν ἄρδην. 

Τὰ λόγια τοῦ Εὐ­αγγελίου εἶνε σὰν τὰ βράχια μέ­σα στὴ θάλασ­σα, ποὺ τὸ κῦμα πέφτει ἀφρισμένο πάνω τους μὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κλονί­σῃ· εἶνε σὰν τὰ βουνά, σὰν τὸν Ὄλυμπο, ποὺ δὲν μπορεῖ καν­ένα χέρι νὰ τὸν κλονίσῃ· εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὸν σβήσῃ· εἶνε σὰν τὰ ἄστρα, ποὺ δὲν μπορεῖ κανείς νὰ τὰ φτάσῃ. 
Ἀλλὰ τί λέω; μιὰ μέρα καὶ τὰ ἄ­στρα κι ὁ ἥλιος καὶ τὸ φεγγάρι θὰ σβήσουν, καὶ ἡ Γῆ θὰ ὑποστῇ μιὰ κοσμογονία· μέσα ὅμως στὴν ἀείρροη τροπὴ τῶν πραγμάτων καὶ στὰ παφλάζον­­τα κύμα­τα τοῦ κόσμου, τὸ ἱ­ερὸ καὶ ἅγιο Εὐαγγέλιο θὰ στέκῃ πάντοτε, θὰ φωσφο­ρίζῃ, θ᾽ ἀ­στράφτῃ καὶ θὰ λάμπῃ αἰωνίως. «Διὰ τοῦτο δεῖ περισ­σοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖ­σι, μή ποτε παραρρυῶμεν» (Ἑβρ. 2,1). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου περιφρονοῦνται, τὰ λόγια τοῦ Κυρίου πολεμοῦνται μὲ σφοδρότητα καὶ λύσσα. 

Τὸν 17ο αἰ­ῶνα κάποιος ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐφυεῖς καὶ δραστη­ρίους ἀθέους βουτοῦσε τὴν πέννα του σὲ φαρ­μάκι καὶ ἔγραψε τὰ φοβερώτερα λό­για ἐναν­τίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέχρι τοῦ ση­μείου ν᾽ ἀ­ποκαλέσῃ τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου ἄτιμο! 
Προτοῦ νὰ ξεψυχήσῃ ἔγραψε, ὅτι μετὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια οὔτε Εὐαγγέλιο θὰ ὑπάρχῃ οὔτε Χριστιανοὶ ποὺ νὰ πιάνουν στὰ χέρια τους τὴν ἁ­γία Γραφή. 
 Καὶ τί ἔγινε· πέθανε αὐτός, ἐτάφη, καὶ ὕ­στερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια τὸ σπίτι ποὺ καθόταν καὶ ἔγραφε καὶ ὕβριζε τὸν Υἱὸν τῆς Παρ­θένου, τὸ σπίτι ἐκεῖνο –σῴζεται σήμερα– ἔγινε βιβλιοπωλεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς! 
Δὲν ἐπαλήθευσε ἡ πρόβλεψί του· ἀντιθέτως ἐκπληρώ­θηκε ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός, ὅτι «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Λουκ. 21,33). Εἶνε ἀλήθεια ὅτι σήμερα ὑπάρχουν κρά­τη ποὺ ἔχουν κηρύξει πόλεμο ἐναντίον τοῦ Εὐ­αγγελίου. 

Στὰ κράτη αὐτά, ποὺ ἔχουν προοδεύ­σει τεχνικῶς καὶ ἐπιστημονικῶς –δὲν τὸ ἀρ­νούμεθα–, ὑπάρχει ὠμὴ ἀθεΐα. Καὶ ἐκδίδον­ται μὲν τόννοι ἀπὸ βιβλία, περιοδικὰ καὶ ἐφημερί­δες, δὲν ἐπιτρέπεται ὅμως νὰ τυπωθῇ οὔ­τε ἕνα κομματάκι χαρτὶ μὲ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου. 
Τὸ Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύεται.
Καὶ ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἔσβησε· μέσα σὲ καλύβες, σὲ σπίτια, ἀλλὰ καὶ στὰ παλάτια ὑ­πάρχουν ψυχές, ποὺ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μουσκεύουν τὶς σελίδες του μὲ δάκρυα. Τὸ 1964 συνάντησα στὴ Φλώρινα μία εὐ­γε­νῆ Ἑλληνίδα, ποὺ ἔμενε ὑπὸ τραγικὲς συνθῆ­κες σὲ γειτονικὴ χώρα ὅπου θριάμβευε ἡ ἀ­πιστία. 
–Δὲν τολμᾶμε, μοῦ ἔλεγε, νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας ἢ νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, γιατὶ μᾶς παρακολουθοῦν· ἀλλὰ δὲν χάσαμε τὴν πίστι στὸ Θεό. 
Πρωὶ – πρωί, νύχτα, κατεβαί­νουμε στὰ ὑπό­γεια, ἀνάβουμε κερί, βάζουμε τὸ ῥαδιόφω­νο τῶν Ἀθηνῶν, ἀκοῦμε τὴ θεία λειτουργία τὸ εὐαγγέ­λιο τὸ κήρυγμα, κ᾽ ἡ ψυχή μας παίρνει φτερά…  

Ὅποιος νομίζει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο θὰ σβή­σῃ, εἶνε ἀνόητος.
 Αὐτὸς μοιάζει μὲ ἕνα παράφρο­να ποὺ εἶδα κάποτε στὴ Θεσσαλονίκη· σκαρφάλωσε σ᾽ ἕνα τηλεγραφόξυλο καὶ τί ἔκανε· ἔ­φτυνε συνεχῶς. Τὸν πλησίασαν τὰ ὄργανα τῆς τάξεως καὶ τὸν ρώτησαν·
 –Τί θέλεις; –Περιμέ­νετε, λέει, θὰ σβήσω τὸν ἥλιο… Ὅσο εἶνε δυνα­­τὸν ἕνας τρελλὸς νὰ σβήσῃ τὸν ἥλιο μὲ τὰ πτύσματά του, ἄλλο τόσο μπορεῖ καὶ ὁ νᾶνος ἄνθρωπος, ὅ,τι κι ἂν εἶνε αὐτός, νὰ σβήσῃ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. 
«Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μή ποτε παραρρυῶμεν».
  Ἀλλὰ γιατί ν᾽ ἀναφέρω παραδείγματα ἀπὸ ἄλλες χῶρες; 

Στὶς 25 Μαρτίου ἑορτάζουμε τὴν ἐθνική μας ἑορτή· ὅτι ὁ Χριστός, ὅπως εἶ­πε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43) κι ἀνέστησε τὸ νεκρὸ φίλο του, ἔτσι ἀνέστησε καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ ἦταν θαμμένο ὄχι τρεῖς μέρες ὅ­πως ὁ Λά­ζαρος ἀλλὰ τετρακόσα χρόνια. 
Ποιός στάθηκε μπροστὰ στὴν πλάκα τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ εἶ­πε «Ἑλλάς, “δεῦρο ἔξω”» κ᾽ ἡ Ἑλλὰς ἀναστή­θηκε;
Ἦρθε τὸ ῥάσο, τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ πίστι, καὶ μετακίνησε τὴν πλάκα τοῦ θανάτου. Εἶνε λόγια αὐτά; δὲν εἶνε μία πραγματικότης; Τὰ χρόνια ἐκεῖνα στὸ Μοριά, στὴν Κρήτη, στὰ νησιά, στὴ Θεσσαλία, στὴ Μακεδονία, στὴν Ἤπειρο, παν­τοῦ στὴν Ἑλλάδα, σᾶς ἐρωτῶ, ὑπῆρχαν σχολειά, ἀκαδημίες, ξένες γλῶσσες;
 Ὄχι. Μέσ᾽ στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ μοναστήρια τὰ μόνα βιβλία ποὺ κρατοῦσαν ἦταν τὸ Ψαλτήρι, τὸ Ὀ­­χτωήχι, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο. Μὲ αὐτὰ ἀνατράφηκε, ἔζησε κι ἀναστήθηκε τὸ ἔθνος μας.

* * *

Τελειώνω, ἀδελφοί· ἀλλὰ προτοῦ τελειώσω θὰ φέρω μπροστά σας τὴν ἡρωικώτερη μορφὴ τοῦ ᾽21, τὸ Γέρο τοῦ Μοριᾶ, τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι, μίλησε στὰ παιδιὰ τοῦ πρώτου Γυμνασίου τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ εἶχαν δάσκαλο τὸν σοφὸ Γεννάδιο, καὶ τοὺς λέει· –Ὅταν πιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶ­τα ὑπὲρ πίστεως καὶ κατόπιν ὑπὲρ πατρίδος· κ᾽ ἐσεῖς μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστι νὰ ζήσετε.  
Τώρα μᾶς ἦρθαν σπουδασμένοι παιδαγωγοὶ καὶ εἰρωνεύονται τὸ Εὐαγγέλιο.
 Ἀλλὰ μὴν παραξενεύεστε. 
Τὸ λέει τὸ ἱερὸ βιβλίο· θά ᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φράξουν τ᾽ αὐτιά τους νὰ μὴν ἀκοῦνε τὴν ἀλήθεια, καὶ θὰ τ᾽ ἀνοίξουν γιὰ ν᾽ ἀκοῦνε «τοὺς μύθους» τῆς ἀπιστίας (Β΄ Τιμ. 4,4). 

Γιατὶ ὅποιος δὲν πιστεύ­ει στὸ Θεό, θὰ πιστέψῃ στὸν διάβολο. 
  Ἀδελφοί μου, μὴ στενοχωρεῖσθε. Δὲν θὰ νι­κήσουν οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι· θὰ νικήσῃ ἡ πίστις. Γράψτε το στὶς ψυχές σας· Ὅποιος πάῃ κόν­τρα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ γίνῃ στάχτη. Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ γίνῃ στάχτη· ἔχει ἱστορία, ἔχει τάφους, ἔχει μέλλον καὶ προορισμό. Καὶ ὅσοι πιστεύουμε στὸ Χριστό, ἂς ἀκολουθήσουμε τὴν πορεία τῆς νίκης, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐ­λογία τῆς ἁγίας Τριάδος· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Δημητρίου Ἀμπελοκήπων – Ἀθηνῶν τὴν Κυριακὴ 21-3-1965

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου