Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Κυριακη της Πεντηκοστης (Πραξ. 2,1-11) «Η ΒΙΑΙΑ ΠΝΟΗ»

«Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2)


Εἶνε Πεντηκοστή, ἀγαπητοί μου. Οἱ ἅγιοι ἀ­πόστολοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθηταὶ τοῦ Κυ­ρίου τὴν ἡμέρα αὐτὴ βρίσκονται συγκεν­τρωμένοι στὸ ὑ­περ­ῷο, ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο – μιὰ μικρὴ αἴ­θουσα, στὸν ἐπάνω ὄροφο ἑ­νὸς σπι­τιοῦ τῶν Ἰεροσολύμων. Ἑνωμένοι μεταξύ τους μὲ τὴν ἀ­δελφικὴ ἀ­γάπη καὶ τὴν κοινὴ προσευχή, σὰν ἕνας ἄν­θρωπος, ἀναπολοῦν μὲ ἀγαλλίασι τὸν
γλυκὺ Διδάσκαλό τους, ποὺ πρὶν δέκα ἡμέρες ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς. Ζῶντας μέσα σὲ μιὰ θεϊκὴ ἀτμόσφαιρα, περιμένουν τὴν ἐκπλήρω­σι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή; Ὁ Χριστὸς τὸ βράδυ τοῦ μυστικοῦ δείπνου τοὺς εἶπε ἐπανειλημμένως καὶ πολὺ καθαρά· Ἐγὼ θὰ παρακαλέσω τὸν οὐράνιο πατέρα «καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾽ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀ­ληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύνα­ται λαβεῖν» (ἔ.ἀ. 14,16-17). 

Καὶ πάλι· «Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐ­γὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦ­μα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύ­εται, ἐκεῖ­νος μαρτυρήσει πε­ρὶ ἐμοῦ» (Ἰω. 15,26).
 Καὶ πιὸ κάτω· «ὅταν ἔλθῃ ἐ­κεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑ­μᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13).
 Καὶ ἀρκετὰ νωρίτερα ἀπὸ τὴ σταυρι­κὴ θυσία του τοὺς εἶχε προετοιμάσει· Ὅταν κάπο­τε λόγῳ τῆς πίστεώς σας σ᾽ ἐ­μένα θὰ σᾶς ὁδηγοῦν νὰ δικαστῆ­τε, μὴ μερι­μνᾶ­τε τί θὰ πῆ­τε στὴν ἀπολογία σας, γιατὶ «τὸ ἅγιον Πνεῦ­μα» θὰ σᾶς διδάξῃ «ἐν αὐτῇ τῇ ὥ­ρᾳ ἃ δεῖ εἰ­πεῖν» (Λουκ. 12,12). 
Καὶ ἄλλοτε πάλι τοὺς μίλησε «περὶ τοῦ πνεύματος» ποὺ θὰ ἔπαιρναν «οἱ πιστεύοντες εἰς αὐ­τόν» (Ἰω. 7,39). Αὐτὰ τότε. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασί του ὁ Κύριος, στὸ δι­άστημα τῶν σαράντα ἡμερῶν ποὺ παρέμεινε ἀκόμη ἐ­πάνω στὴ γῆ, τοὺς εἶχε πεῖ κατ᾿ ἐ­πανάληψιν, νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὰ Ἰ­ε­ροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ περιμένουν «τὴν ἐπαγγε­­­λίαν (τὴν πρα­γματοποίησι δηλαδὴ τῆς ὑποσχέσεως) τοῦ πατρός», γιὰ τὴν ὁποία πολλὲς φορές, ὅπως εἴδαμε ἐδῶ, τοὺς εἶχε βεβαιώσει. 
Προσέθεσε μάλιστα τὴν ἑξῆς βαρυσήμαντη δή­­λωσι· «Ἰωάννης μὲν (ὁ Πρόδρομος) ἐβά­­πτισεν ὕ­δατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύ­ματι ἁ­γίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. 1,4-5).  
Τώρα λοιπόν, δέκα μέρες μετὰ τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου, ἡ στιγμὴ ποὺ περίμεναν ἦρθε· τὸ Πνεῦ­μα τὸ ἅγιο κατεβαίνει! Τὸ σπίτι ὅπου ἦ­ταν συν­αθροισμένοι οἱ ἀπόστολοι μεταβάλλε­ται σὲ κολυμβήθρα, μέσα στὴν ὁποία δέχον­­ται τὸ βάπτισμα ὅλοι. Καὶ τὰ ἀποτελέσματα τοῦ βαπτίσματος αὐτοῦ γίνονται ἀμέσως φανερά.
 Οἱ ἀπόστολοι μιλοῦν ὄχι πιὰ σὰν νήπια ἀλλὰ σὰν σοφοί, μυημένοι στὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ· ἀρχίζουν νὰ λένε λόγια ἀσυνήθιστα στὴ γῆ, θεϊκά, ὑπερφυσικά· νὰ «ἀποφθέγγων­ται», ὅ­πως ψάλλει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκ­κλησίας, «ξέ­­νοις ῥήμασι, ξένοις δόγμασι, ξένοις διδάγμασι, τῆς ἁγίας Τριάδος» (αἶνοι Πεντηκ.). Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει. 
Καὶ πῶς κατεβαίνει; «Ὥσπερ ἦχος φερομένης πνοῆς βιαίας» καὶ «ὡς γλῶσσαι πυρός». Ὁ ἱερὸς συγγραφεὺς τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων περιγράφει τὸ θεῖο γεγονὸς ὡς ἑξῆς.
 «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐ­τοῖς διαμεριζόμε­ναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐ­κάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕ­καστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύ­ματος ἁγίου» (Πράξ. 2,2-4). Ἀφήνοντας πρὸς τὸ παρὸν τὸ «γλῶσσαι ὡσ­­εὶ πυρός», ἂς ἐξετάσουμε σήμερα μὲ συντομία, γιατί τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει ὡς «βιαία πνοή», σὰν σφοδρὸς ἄνεμος.

* * *


Ἡ κάθοδος τοῦ παναγίου Πνεύματος, ἀγαπητοί μου, ὡς «βι­αίας πνοῆς», σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔρχεται νὰ φανερώσῃ στὸν κόσμο τὴ δύναμι καὶ τὴν ὁρμητικότητά του. Παρατηρῆστε τί γίνεται ὅταν φυ­σήξῃ δυνατὸς ἄνεμος. 
Ὅπως ἕ­νας τυφώνας ὅπου πνεύσῃ σαρώνει στὸ πέρασμά του ὅ,τι βρῇ κ᾽ ἔχει τὴ δύναμι νὰ παίρνῃ στέγες σπιτιῶν καὶ νὰ ξερριζώνῃ δέντρα, ἔτσι καὶ ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος, ὅταν πνεύσῃ σὲ ψυχὲς δεκτικές, ἔχει τὴ δύναμι νὰ ξερριζώνῃ τ᾽ ἁμαρτωλὰ πάθη, ποὺ σὰν τὰ γέρικα καὶ βαθύρριζα δέντρα τοῦ δάσους φαίνονται πανίσχυρα καὶ ἀνεκρίζωτα. Μπροστὰ στὴ δύναμι τῆς θείας χάριτος καὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἐν­έρ­γεια τοῦ παναγίου Πνεύματος τίποτε δὲν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀντισταθῇ. 
Ὅταν ἡ θεία χάρις πνεύ­σῃ στὴν καρδιὰ τοῦ μετανοημένου ἁμαρτωλοῦ, ἂς ὑ­ψώνων­ται τὰ πάθη σὰν πανύψη­λα δέντρα κι ἂς πιέζουν τ᾽ ἁμαρτήματα σὰν βου­νὰ τὴν καρ­διά· τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο θὰ τὰ παρα­σύρῃ σὰν ἄχυρα καὶ θὰ τὰ θάψῃ γιὰ πάν­τα στὸ πέλαγος τοῦ θεϊκοῦ ἐλέους. Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο κατεβαίνει στὴν ἁμαρτωλὴ Γῆ σὰν «πνοὴ βιαία», γιὰ νὰ δηλωθῇ ἀ­κό­μη καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ ὅλους τοὺς ἐργάτες τοῦ Κυρίου, ὅτι στὴν προέλασι τοῦ εὐαγγελίου καὶ τὴν ἐξόρμησι τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀνὰ τὰ ἔθνη καμμιά δύναμι δὲν θὰ μπορέσῃ ν᾽ ἀντισταθῇ. 
Τὸ κήρυ­­γμα σὰν ζωογόνος πνοὴ θὰ εἰσχωρήσῃ παν­τοῦ καὶ θὰ φέρῃ τέτοια ψυχικὴ ἀνακούφισι, σὰν ἐκείνη ποὺ νιώθει κανεὶς ὅταν, ἐκεῖ ποὺ ἀσφυκτιᾷ ἀπὸ ἔλλειψι ἀέρος καὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνῃ, ἔρχεται σ᾽ ἐπαφὴ μὲ ἕνα δροσερὸ καὶ ζωογόνο ῥεῦμα ἀέρος. Ἀλλὰ θὰ πῇ κανείς· Ὁ κόσμος δὲν θά ᾽νε ὅ­λος δεκτικός. 
Ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχουν πάν­τοτε κ᾽ ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἀρνηθοῦν τὴν εὐεργετι­κὴ πνοὴ τοῦ Παρακλήτου καὶ ἀπὸ συνειδητὴ ἐ­πιλογὴ καὶ ἠθελημένη κακία ὄχι μόνο θὰ κλεί­σουν ὅ­λους τοὺς ψυχικοὺς πόρους των, ὥστε νὰ μὴν αἰσθανθοῦν τὴν δροσοβόλο αὔρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ θὰ θελήσουν νὰ φέρουν προσκόμματα στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησί­ας· τί θὰ γίνῃ λοιπὸν μ᾽ αὐτούς; Θὰ πνεύσῃ, ἀγαπητοί μου, καὶ γι᾽ αὐτοὺς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο ὡς «βιαία πνοή»· ἀλλὰ ἡ πνοὴ αὐτὴ δὲν θὰ εἶνε εὐεργετική, θὰ εἶνε τιμωρη­τική, θὰ εἶνε πνοὴ ποὺ θὰ τοὺς συνταράξῃ καὶ θὰ τοὺς λικμίσῃ. Γιὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ πάρῃ τόση ὁρ­μὴ καὶ τέτοια ὀξύτητα, ὥστε θὰ ἐνεργήσῃ σὰν θύ­ελλα καὶ σὰν ἀνεμοστρόβιλος· θὰ κατεδαφί­σῃ τὰ σαθρὰ οἰκοδομήματα τῆς ἀπιστί­ας καὶ θὰ ἐξευτελίσῃ τὰ γελοῖα ὑποκείμενα ποὺ νόμισαν πὼς μποροῦν ν᾽ ἀνακόψουν τὴν προ­έλασι τοῦ «λευκοῦ ἵππου» τοῦ «λόγου τοῦ Θεοῦ», ποὺ «ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (Ἀπ. 6,1-2· 19,11-13). Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο «ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω. 3,8), ἡ πνοὴ καὶ ἡ κίνησί του εἶνε ἀσύλληπτη. 
Ἔχει μύριους τρόπους γιὰ νὰ διεισδύσῃ καὶ στὶς πιὸ μυστι­κὲς πτυχὲς τῆς ἀν­θρώπινης καρδιᾶς, ὥσ­τε οἱ ἐχθροί του, ποὺ πάνω στὴ μανία τους φράζουν ὡρισμένα ἐξωτερικὰ παράθυρα τοῦ Χριστιανισμοῦ νομίζοντας πὼς ἔτσι ἐμποδίζουν τὴν πίστι νὰ ἐπιδρᾷ στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, φαίνον­ται κωμικοί. 

Ὤ, πόσο μικροὶ καὶ γε­λοῖοι ἀποδεικνύονται! Κλείνουν ἕνα παράθυρο, ἀλ­λὰ νά· ὅπου αὐτοὶ κλείνουν τὸ ἕνα παράθυρο, γιὰ νὰ μὴ εἰσέλθῃ τὸ ζωογόνο ῥεῦμα τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἡ χάρις τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀνοίγει διάπλατα δέκα παράθυρα καὶ θύρες, ἀπ᾽ ὅπου μπαίνει τόσο ὁρμητικὴ ἡ δύναμι τοῦ Χριστοῦ, ὥστε βρισκόμαστε καὶ πάλι ἐμπρὸς στὸ θαῦμα τῆς Πεντηκοστῆς· «καὶ ἐ­πλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ (=ὅπου) ἦσαν καθήμενοι» (Πράξ. 2,2). 
Ναί! Θαυμάζουν οἱ ἄπιστοι τῶν ἡ­μερῶν μας πῶς παρ᾿ ὅλη τὴν ἀντίδρασί τους ὑπάρχουν οἰκογένειες, καὶ χωριά, καὶ πόλεις, ποὺ θρησκεύουν· θαυμάζουν καὶ ἀποροῦν, γιατὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο πνέει στὶς καρδιὲς κατὰ τρόπο ἀόρατο καὶ μυστηριώδη.

* * *


Ὦ Πνεῦμα πανάγιο! σύ, τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς παναγίας Τριάδος· σύ, ποὺ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς «ὡς βιαία πνοὴ» κατέβηκες στὸ ὑπερῷο τῶν Ἰεροσολύμων καὶ ἐτέλεσες τὰ μεγάλα καὶ ὑπερφυσικὰ ἐκεῖνα γεγονότα τῆς Ἐκκλησίας μας· πνεῦσε, σὲ παρα­καλοῦμε, καὶ στὶς δικές μας καρδιές. Πνεῦσε, γιὰ νὰ μᾶς δροσίσῃς· γιατὶ ζοῦμε ἐν μέσῳ «κα­μίνου ἑπταπλασίως καιομένης» (πρβλ. Δαν. 3,19,22), ποὺ πυρακτώνεται ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἁμαρτί­ας.
 Πνεῦσε, γιὰ νὰ ξερριζώσῃς τὰ πάθη· γιατὶ ἡ ψυχή μας ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὴ θανατηφόρο σκιὰ τῶν δέντρων τῆς ἁμαρτίας.
 Πνεῦ­σε μέσα στὴν Ἐκκλησία σου, γιὰ νὰ ἐξαφανιστοῦν τὰ ἕλη τῆς θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας. Πνεῦσε καὶ μέσα στὴν ἀνθρωπότητα σὰν θύ­ελλα, γιὰ νὰ «συντρίψῃς τοὺς ὑπεναν­τίους» καὶ νὰ τοὺς σκορπίσῃς «ὡσεὶ χνοῦν κατὰ πρό­σωπον ἀνέμου» (πρβλ. Ἔξ. 15,7. Ψαλμ. 17,43), αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. 
Πνεῦ­μα πανάγιο, σὲ παρακαλοῦμε, «ἐλθὲ καὶ σκήνω­σον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος· καὶ σῶσον, Ἀγαθέ, τὰς ψυχὰς ἡ­μῶν» (δοξαστ. αἴν. Πεντηκ.)· ἀμήν.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

1940 (16-6-1940 Μεσολόγγι γραπτὸ κήρυγμα)

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου