Το συγκριτικό
πλεονέκτημα που θα οδηγήσει σε νίκη έναν από τους δύο κυρίαρχους
πολιτικούς σχηματισμούς και τους αρχηγούς τους αυτή τη στιγμή στην
Ελλάδα, δηλ. τον Αντώνη Σαμαρά, ή τον Αλέξη Τσίπρα, δεν είναι άλλο από
την ξεκάθαρη διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση του πιο καυτού προβλήματος
των Ελλήνων πολιτών: την παραμονή τους ή όχι στην ευρωζώνη και την
ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας έτσι ώστε να υπάρξουν επενδύσεις και
να ενισχυθεί η απασχόληση, για να επιστρέψει η Ελλάδα πλέον στην
κανονικότητα.
Περνώντας από την εποχή της απλής προπαγάνδας, που
στερείται οποιασδήποτε αμοιβαιότητας, οι πολιτικοί μας εδώ και αρκετά χρόνια έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν στην επικοινωνία τους με τους ψηφοφόρους το πολιτικό μάρκετινγκ, το οποίο είναι πλέον ζωτικό και αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της επικοινωνίας, καθώς καλούνται, υπό κανονικές συνθήκες, να πουλήσουν το «προϊόν» τους κάθε τέσσερα χρόνια.
Βεβαίως, υπό συνθήκες κρίσης, και ο ρυθμός αυτός ανετράπη, δεδομένης της αδυναμίας των μεταμνημονιακών κυβερνήσεων να ακολουθήσουν το πρόγραμμα τους, υπό την πίεση που ασκούσε κάθε φορά η αξιωματική αντιπολίτευση, ώστε να πάει η χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Με αποτέλεσμα, να βλέπουμε συνεχώς το πολιτικό «προϊόν» να διαφημίζεται καθημερινά, μέσω της τηλεόρασης και των «παραθύρων» σε θέση μόνιμης αντιπαράθεσης και καταλογισμού ευθυνών.
Η εφαρμογή της ιδέας του μάρκετινγκ στην πολιτική θα έπρεπε να οδηγεί σε βαθύτερο εκδημοκρατισμό τόσο των ίδιων των κομμάτων όσο και της διακυβέρνησης της χώρας καθώς και σε πιο συναινετικές επιλογές.
Διότι το «προϊόν» ενός κόμματος δεν εξαντλείται μόνο στην πολιτική του επικοινωνία, αλλά περιλαμβάνει ολόκληρη την ιδεολογική του πλατφόρμα με το σύνολο των πολιτικών του προτάσεων, τον επικεφαλής του κόμματος, τους υποψήφιους, τα κομματικά στελέχη ακόμα και τα μέλη του κόμματος γενικότερα.
Σαφώς δεν συγκρίνουμε τη διακυβέρνηση της χώρας με το μάνατζμεντ ενός προϊόντος.
Ωστόσο, το πολιτικό μάρκετινγκ θα μπορούσε να βελτιώσει την ροή των πληροφοριών (ποσοτικά και ποιοτικά) από το εκλογικό σώμα προς τα κόμματα και τους υποψηφίους, ευαισθητοποιώντας τους ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.
Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τον τελευταίο καιρό δεν έχει να κάνει με όλα τα παραπάνω αλλά στηρίζεται κυρίως στην έννοια της αρνητικής διαφήμισης.
Είναι διεθνώς παραδεκτό ότι η πολιτική διαφήμιση αποβλέπει στο να διασφαλίσει ότι το κοινό/στόχος θα έχει επίγνωση των αδυναμιών του αντιπάλου, ενώ παράλληλα προωθεί τα δυνατά σημεία του διαφημιζόμενου υποψήφιου καθώς και τις διαφορές του σε πολιτικό επίπεδο. Καταγράφονται τρεις τύποι πολιτικής διαφήμισης: η επιθετική, η συγκριτική και η αρνητική.
Το σύνολο, λοιπόν, της πολιτικής επικοινωνίας που βλέπουμε σε αυτές τις εκλογές, στηρίζεται στις αρχές της αρνητικής διαφήμισης, ήτοι στο «μαύρισμα» της εικόνας ενός κόμματος, από τους εκπροσώπους ενός άλλου κόμματος.
Δεν ακολουθεί την ηθική και τις αρχές που θα έπρεπε, κατά την άποψή μου, να διέπουν το πολιτικό μάρκετινγκ, αλλά στηρίζεται, στον κυνισμό, την εκτόξευση λάσπης, την κινδυνολογία, τον λαϊκισμό και την απαξίωση, καθώς και την άγνοια πολλές φορές των σημαντικών θεμάτων που απασχολούν τους Έλληνες πολίτες, από ορισμένους εκπροσώπους κομμάτων.
Επιπροσθέτως, δεν προσφέρει προς τον προσδοκώμενο πελάτη / ψηφοφόρο εκείνο που αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή του μάρκετινγκ - τη δυνατότητα δηλαδή επιλογής των συγκριτικών πλεονεκτημάτων ενός «προϊόντος», αλλά τον μπερδεύει, με αποτέλεσμα τον αποπροσανατολισμό και μοιραία την απομάκρυνση του από αυτό.
Στο εμπορικό μάρκετινγκ, οι marketers των προϊόντων, κοπιάζουν καθημερινά για να προσφέρουν αυτή τη δυνατότητα επιλογής στους προσδοκώμενους πελάτες τους, ανταγωνιζόμενοι σε συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως ποιότητα, τιμή, ευκαιρία κλπ. είτε από το ράφι ενός σουπερμάρκετ, είτε από τη βιτρίνα ενός πολυκαταστήματος, φαρμακείου κλπ. ή μέσω των social media.
Το πολιτικό μάρκετινγκ, διεθνώς, στηρίζεται στην υποβάθμιση του έργου και της προσωπικότητας του ενός υποψηφίου έναντι του άλλου, ενώ, θα έπρεπε να στηρίζεται στις αρχές που διαφοροποιούν τη μια πολιτική θέση από την άλλη, τη διαφοροποίηση στις προτάσεις - λύσεις και το διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των καυτών προβλημάτων των πολιτών.
Έτσι, θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα και να προσφέρουν στους προσδοκώμενους ψηφοφόρους τους τη δυνατότητα να επιλέξουν αυτό που πραγματικά τους εκφράζει.
Στην περίπτωση του εμπορικού μάρκετινγκ, ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα, αν το προϊόν που αγόρασε δεν πληροί τις προδιαγραφές που του υποσχόταν, να το αλλάξει.
Στην περίπτωση του πολιτικού μάρκετινγκ, θα πρέπει να περιμένει τέσσερα ολόκληρα χρόνια με το ίδιο «προϊόν» που επέλεξε ο ίδιος ή η πλειοψηφία των υπολοίπων πολιτών.
Και αν δεν κατάλαβε καλά τι ακριβώς είναι αυτό που «αγόραζε» τόσο το χειρότερο για τον ίδιο και για τη χώρα.
απο τον Πάνο Τσαγκαράκη
Πηγή:www.reporter.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου