Ἀπόστολος: Γαλ. στ´ 11-18
Εὐαγγέλιον: Λουκ. η´ 41-56
Ἦχος: πλ. α´.— Ἑωθινόν: ΙΑ´
Ἡ
σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀναφέρεται σὲ δύο θαύματα, τὰ ὁποῖα, γιὰ νὰ ἐπιτελεσθοῦν
ἀπὸ τὸν Κύριο, προϋποθέτουν τὸ στοιχεῖο τῆς πίστεως. Στὴν περίπτωση τῆς αἱμορροούσης
γυναικὸς ἀπαιτεῖται ἡ πίστη τῆς ἰδίας, ἐνῶ στὴν περίπτωση τῆς
ἀναστάσεως τῆς νεκρῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου προαπαιτεῖται ἡ πίστη τοῦ πατέρα της στὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
ἀναστάσεως τῆς νεκρῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου προαπαιτεῖται ἡ πίστη τοῦ πατέρα της στὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Βλέπουμε,
λοιπόν, ὅτι καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ Κύριος νὰ ἐπιμένει στὸ ζήτημα τῆς
πίστεως, θέλων ἔτσι νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους στὴν πνευματικὴ οὐσία, νὰ μὴ
παραμείνουν στὴν πρώτη ἐπιφανειακὴ ἐντύπωση, τὸν εὔλογο θαυμασμὸ ἐμπρὸς σὲ ἕνα θαῦμα.
Τὸ θαῦμα πρέπει νὰ ὁδηγεῖ στὴν πίστη, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἰάειρο, ἀλλὰ καὶ μία
ζωή πίστεως ὁδηγεῖ στὸ νὰ ζήσουμε τὸ θαῦμα τοῦ Κυρίου, ὅπως συνέβη μὲ τὴν αἱμορροοῦσα.
Σὲ κάθε περίπτωση, τὸ θαῦμα ἀποτελεῖ σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκφραση
θεϊκῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πονεμένο καὶ θλιβόμενο ἄνθρωπο.
Στὴν
περίπτωση τοῦ Ἰαείρου ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα πατέρα σὲ ἀπόγνωση, ὁ ὁποῖος, ἂν
καὶ ἀρχισυνάγωγος, προσέρχεται ταπεινὸς στὸν Ἰησοῦ, προσπίπτει στὰ πόδια Του καὶ
Τὸν παρακαλεῖ γιὰ τὴν ἑτοιμοθάνατη κόρη του. Ἡ μοναδική του ἐλπίδα στὴν ἐσχάτη ἀπελπισία
εἶναι ὁ Κύριος. Καθὼς ὁ Χριστὸς ἀκολουθεῖ τὸν Ἰάειρο στὴν κατοικία του, τὰ πλήθη
ποὺ εἶχαν περικυκλώσει τὸν Ἰησοῦ, Τὸν ἄγγιζαν, Τὸν πίεζαν ἕως σημείου
συνθλίψεως. Τότε ὁ Ἰησοῦς αἰσθάνεται κάποιο πρόσωπο νὰ Τὸν ἀγγίζει μὲ ἰδιαίτερο
τρόπο, μὲ θερμὴ πίστη, ὥστε δύναμη νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ Αὐτόν. Στὸ ἐρώτημα τοῦ
Χριστοῦ «τὶς ὁ ἁψάμενός μου;», «ποιὸς μὲ ἄγγιξε;», οἱ μαθητὲς εὐλόγως ἀποροῦν τὴν
στιγμὴ μάλιστα ποὺ τὰ πλήθη ἀπὸ παντοῦ πίεζαν τὸν Κύριο.
Ὅμως,
ἐκεῖνο τὸ ἄγγιγμα ἦταν ἰδιαίτερο. Προερχόταν ἀπὸ μία πονεμένη γυναίκα, ποὺ ὑπέφερε
ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀπὸ σοβαρὴ ἀσθένεια καὶ εἶχε δαπανήσει τὶς ἐλπίδες καὶ τὴν
περιουσία της στοὺς ἰατροὺς χωρὶς νὰ ἔχει θεραπεία.Πλησιάζει λοιπὸν ἡ αἱμορροοῦσα
γυναίκα τὸν Χριστὸν μὲ πίστη καὶ σεβασμό, σκύβει καὶ ἀκουμπᾶ τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου
τοῦ Χριστοῦ, καὶ εὐθέως θεραπεύεται. Ἀλλὰ ἀπὸ συστολὴ καὶ ταπείνωση δὲν θέλει νὰ
φανερωθεῖ, ἕως ὅτου ὑποχρεώνεται ἐκ τῶν πραγμάτων καὶ ἐκ τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ νὰ
ὁμολογήσει τὴν θεραπεία της.
Παρατηροῦμε,
λοιπόν, ὅτι ἡ γυναίκα ἐκείνη πλησιάζει τὸν Χριστὸ μὲ συστολή, μὲ σεβασμὸ καὶ
δέος. Ὀφείλουμε νὰ διδαχθοῦμε ἀπὸ τὴν στάση τῆς αἱμορροούσης. Πολλὲς φορὲς ἐμεῖς
αἰσθανόμασθε ἐξοικειωμένοι μὲ τὰ ἱερὰ τῆς πίστεώς μας, προσεγγίζουμε τὸ πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας ὄχι πάντοτε μὲ τὴν δέουσα προσοχὴ καὶ
εὐλάβεια. Ἔχουμε ἀπωλέσει τὴν συναίσθηση
τοῦ ἱεροῦ δέους, ποὺ ὀφείλει νὰ μᾶς διακατέχει ὄντες ταπεινοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
Κύριος ἐπιβραβεύει τὴν πίστη τῆς αἱμορροούσης γυναικός, λέγων: «θάρσει,
θύγατερ· ἡ πίστις σέσωκέ σε». Ἐν τῷ μεταξύ, καθὼς ἡ θεραπεία τῆς γυναικὸς καὶ ὁ
διάλογος μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ Χριστοῦ εἶχαν καθυστερήσει τὴν μετάβαση στὴν οἰκία
τοῦ Ἰαείρου, ἔρχεται κάποιος κομίζων τὴν δυσάρεστη εἴδηση ὅτι ἡ κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου
εἶχε πεθάνει, καὶ ἡ μετάβαση τοῦ Κυρίου ἦταν πλέον ἀνώφελη. Ὁ Κύριος ἀκούει τὴν
εἴδηση καὶ λέγει στὸν ἀρχισυνάγωγο: «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται».
Λό- γος παράδοξος, θεϊκός, ποὺ σκοπὸ ἔχει νὰ ἐνδυναμώσει τὴν πίστη τοῦ Ἰαείρου.
Πλέον,
ἀπὸ τὸν Ἰάειρο ἀπαιτεῖται ἕνα διαφορετικὸ ἐπίπεδο πίστεως ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς αἱμορροούσης,
καθὼς δὲν ὁμιλοῦμε γιὰ ἕνα θαῦμα θεραπείας, ἀλλὰ γιὰ ἀνάσταση νεκροῦ. Ὁ Ἰάειρος
καλεῖται νὰ ὑπερβεῖ τὰ περιορισμένα ὅρια τῆς λογικῆς καὶ τοῦ τετελεσμένου
γεγονότος τοῦ θανάτου τῆς κόρης του. Ἡ διάνοιά του πρέπει νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ὑπέρβαση
τῆς λογικῆς, στὸ ὑπέρλογο, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πιστεύσει στὸ θαῦμα.
Ὅταν
ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ φθάνει στὰ ὅριά της, τότε καλεῖται ἡ πίστη νὰ προσφέρει στὸν
ἄνθρωπο τὴν δυνατότητα νὰ δεχθεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς θεϊκῆς δυνάμεως, νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι
«τὰ ἀδύνατα παρ᾽ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ». Τὸ συγγενικὸ καὶ φιλικὸ περιβάλλον
τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰαείρου ἀδυνατεῖ νὰ κάνει αὐτὴν τὴν ὑπέρβαση πίστεως, καὶ ὅταν
ἀκούουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου ὅτι ἡ κόρη δὲν ἀπέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται, ξεσποῦν
σὲ κοροϊδευτικὰ γέλια ἀπιστίας.
Ἐμπρὸς
ὅμως στὴν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου, οἱ γονεῖς της καὶ ἅπαντες μένουν ἔκπληκτοι.
Ἐμπρὸς στὸν Κύριό της ζωῆς, ὁ θάνατος ἀκυρώνεται καὶ οἱ λογικὲς ἀντιρρήσεις ἀναιροῦνται.
Ὁ Χριστός, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς Ζωῆς, συναντᾶ τὸν πονεμένο ἄνθρωπο, ποὺ ἐμπρὸς στὸν
θάνατο αἰσθάνεται ἀνίσχυρος. Ὅμως, μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, τὴν θυσία
Του πάνω στὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, πλέον ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου πάνω στὸν
ἄνθρωπο παύει νὰ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπόλυτο γεγονός.
Πλέον,
μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀναστάσεως, ὁ θάνατος λογίζεται ὡς μία μετάβαση ἀπὸ τὴν ἐπίγειο
ζωή πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Ὁ νεκρὸς θεωρεῖται ὡς κεκοιμημένος, ποὺ ἀναμένει τὴν
τελικὴ Ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στὴν Δευτέρα Παρουσία.
Αὐτὴν
τὴν νέα ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου παρέχει ὁ Χριστὸς στοὺς ἀνθρώπους. Ἐπιτελεῖ ὁ
Κύριος τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου ἔτσι ἁπλά, μὲ ἕνα Του
λόγο, σὰν νὰ ξυπνάει κάποιο κεκοιμημένο. Ὁ Κύριος παρηγορεῖ τοὺς θλιμμένους συγγενεῖς
λέγοντάς τους ὅτι οἱ ἄνθρωποί τους καθεύδουν, καὶ ὁ Ἴδιος πρόκειται νὰ τοὺς ἐξεγείρει
ἐκ τοῦ ὕπνου τοῦ θανάτου.
Ὡστόσο,
πολλὲς φορὲς καὶ ἡ δική μας λογικὴ ἀδυνατεῖ νὰ παραχωρήσει χῶρο στὴν πίστη, στὴν
δυνατότητα ἑνὸς θαύματος, διότι ἔχουμε μάθει νὰ σκεπτόμαστε λογικὰ καὶ δὲν
δεχόμασθε εὔκολα ὅτι ὁ Θεὸς τὰ πάντα δύναται. Ἐν τέλει, εἶναι ζήτημα πίστεως καὶ
ἀποδοχῆς τοῦ μεγαλείου τῆς θεϊκῆς δυνάμεως. Καλούμαστε νὰ πιστεύσουμε στὸ θαῦμα
καὶ τὴν σωτηρία, ποὺ πηγάζει ἐξ αὐτοῦ.
Ορθόδοξος Τύπος,31/10/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου