Οι Δυτικοί διανοούμενοι ανέκαθεν εμφάνιζαν αδυναμία για τη Ρωσία.
Ο Βολταίρος, στενός φίλος της Αικατερίνης της Μεγάλης, δήλωνε ότι ευχαρίστως θα μετοίκιζε στη Ρωσία, εφόσον η πρωτεύουσα βρισκόταν στο Κίεβο και όχι στην παγωμένη Αγ. Πετρούπολη.
Ο Γερμανός φιλόσοφος Χέρντερ, από τη μεριά του, ονειρευόταν δόξα ως
«νέος Λούθηρος και Σόλων» για την Ουκρανία, την οποία θα μετέτρεπε σε «νέα Ελλάδα» εντός της ρωσικής αυτοκρατορίας.
Τον 20ό αιώνα, διανοούμενοι, όπως ο Αντρέ Ζιντ, ο Πάμπλο Νερούντα και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ανέλαβαν τον ρόλο των «χρήσιμων ηλιθίων», όπως κυνικά αποκαλούσε ο Λένιν όσους Δυτικούς δικαιολογούσαν τις ωμότητες του καθεστώτος του. Την παράδοση πολιτικής αφέλειας αυτή συνεχίζει σήμερα η ευρωπαϊκή και αμερικανική Αριστερά, πάντα πρόθυμη να υποβαθμίσει τον κίνδυνο που παρουσιάζει ο Πούτιν.
Γράφοντας στο περιοδικό The Nation, ο ειδικός της Ρωσίας Στίβεν Φ. Κοέν υποστηρίζει ότι ο Πούτιν δεν φέρει σχεδόν καμία ευθύνη για τη διένεξη στην Ουκρανία, ότι κατέβαλε προσπάθειες να την αποφύγει, χωρίς ωστόσο να το πετύχει, λόγω της δυτικής ανάμειξης.
Στα μάτια του Κοέν, η Δύση ταπείνωσε άνευ λόγου τη Ρωσία, προσκαλώντας κράτη όπως η Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ.
Η Ουκρανία, γράφει ο Κοέν, ανήκει στη ρωσική σφαίρα επιρροής και η Δύση οφείλει να αποδεχθεί τις ρωσικές προτάσεις περί ομοσπο νδιοπ οίησης.
Ο Κοέν και άλλοι σαν και αυτόν δεν υπεραμύνονται μόνο των ρωσικών συμφερόντων, αλλά επιτίθενται εναντίον των δημοκρατικών ακτιβιστών στην Ουκρανία.
Ενας ακόμη Αμερικανός ειδικός, ο Μαξ Μπλούμενταλ, περιέγραψε το κίνημα της πλατείας Μαϊντάν ως «γεμάτο ακροδεξιούς τραμπούκους, αποφασισμένους να προστατεύσουν τη φυλετική καθαρότητα της χώρας τους».
Είναι αλήθεια ότι τέτοια εξτρεμιστικά στοιχεία βρίσκονταν στο Ευρω-μαϊντάν, αλλά η θέση τους ήταν περιθωριακή και τα ρατσιστικά συνθήματά τους ουδέποτε έγιναν αποδεκτά.
Η Ουκρανία διαθέτει όντως σκίνχεντς και αντισημίτες, ακόμη και κατά συρροήν δολοφόνους, παιδεραστές και σατανιστές. Τα ποσοστά τους, όμως, δεν είναι μεγαλύτερα από ό,τι σε άλλες χώρες.
Σε ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο εδάφιο του άρθρου του, ο Μπλούμενταλ κάνει λόγο για «την ανοικτά φιλοναζιστική ιδεολογία» του κόμματος Σβόμποντα και του ηγέτη του Ολεγκ Τιαγκνιμπόκ. «Οι θέσεις αυτές του Σβόμποντα δεν εμπόδισαν τον γερουσιαστή Τζον Μακέιν να μιλήσει σε εκδήλωση του κόμματος», λέει ο Μπλούμενταλ. Η περιγραφή αυτή είναι, πάντως, παραπλανητική, καθώς πολλοί Δυτικοί πολιτικοί επισκέφθηκαν το Ευρω-μαϊντάν και σχεδόν όλοι τους φωτογραφήθηκαν με τον κ. Τιαγκνιμπόκ.
Περιέργως, οι Δυτικοί διανοούμενοι δεν ενοχλούνται όταν κάποιος επισημάνει τις ομοιότητες των λεγομένων τους με τη ρωσική προπαγάνδα. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Εβεργκριν Στέιτ, Ζόλταν Γκρόσμαν, έγραψε ότι «είναι εσφαλμένο και ανεύθυνο να ισχυριζόμαστε ότι η παρουσία φασιστών και ναζί στη νέα κυβέρνηση του Κιέβου αποτελεί εφεύρημα της ρωσικής προπαγάνδας».
Ο διορισμός του Ντμίτρι Γιάρος, ηγέτη του ακροδεξιού Δεξιού Τομέα, στο Εθνικό Συμβούλιο Αμυνας, αν και ακούγεται ανησυχητικός, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί καθοριστικός, καθώς ο Γιάρος δεν είναι επισήμως μέλος της κυβέρνησης, ενώ έχει προσφέρει διαβεβαιώσεις νομιμότητας και σεβασμού στον Ισραηλινό πρέσβη στο Κίεβο.
Πηγή: Καθημερινή/New York Times, του Σλάβομιρ Σιαρκόβσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου