Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Τί φωνάζεις καὶ τοὺς βρίζεις
ἀφοῦ πᾶς καὶ τοὺς ψηφίζεις»
Τώρα ποὺ τέλειωσε τὸ πανηγύρι, τὸ θέατρο σκιῶν, «ἡ γιορτὴ τῆς
Δημοκρατίας» ὅπως λένε καὶ οἱ συνήθεις κολοκυθολογοῦντες – οἱ πολιτικοὶ νάνοι
καὶ ἀρλεκίνοι – μποροῦμε, συνοψίζοντας, νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτὸ τὸ ἀνθρωπολογικὸ
εἶδος ποὺ
«ἔλαμψε» ὅλη τὴν προεκλογικὴ περίοδο: τὸν ὑποκριτή.
«ἔλαμψε» ὅλη τὴν προεκλογικὴ περίοδο: τὸν ὑποκριτή.
Ἐλάχιστες φορές,
δένοντας κόμπο τὴν καρδιά μου, στάθηκα ν’ ἀκούσω, τὶς οὐρανομήκεις ἀνοησίες καὶ
ἀερολογίες τῶν ὑποψηφίων.
Ἂν προσθέταμε τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ὀνειροφαντασίες τους, τὴν
ἐπίδειξη ἤθους καὶ ἐντιμότητας, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ μισοὶ
περίπου Ἕλληνες κατέβηκαν στὸν «στίβο», θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ζοῦμε σὲ χώρα καὶ
κράτος πρότυπό τῆς οἰκουμένης.
Καὶ ἀναρωτιέσαι περίλυπος πῶς καταντήσαμε
περιγελῶς της...
Ἂν ὅλοι αὐτοί, καὶ κυρίως οἱ παχύτεροι, ἐννοῶ... πολιτικῶς,
πίστευαν αὐτὰ ποὺ λένε καὶ ἔπρατταν τὸ ἐλάχιστο, θὰ ἤμασταν κάτι σὰν Ἐλβετία τῶν
Βαλκανίων.
Ὅμως κάτω ἀπὸ τὴν εὐώδη κρούστα τῶν λόγων κρύβεται τὸ δυσῶδες
τέρας τῆς ὑποκρισίας.
Ἀφιερώνουμε λοιπόν, τὸ παρὸν ἄρθρο στὸν....
ἀληθινὸ νικητὴ τῶν
ἐκλογῶν: τὸν ὑποκριτή. (Μιὰ παρατήρηση γιὰ τὰ ἀποτελέσματα. Πρώτευσαν στὶς εὐρωεκλογὲς οἱ τηλεοπτικὲς ἐπωνυμίες. «Αὐτοὺς βλέπουν κάποιοι, αὐτοὺς ἐμπιστεύονται». Ὀρθῶς μᾶς κανοναρχεῖ ἡ λαϊκὴ μούσα: «Τὴν τύχη του κάθε λαὸς τὴν κάνει μοναχός του/ καὶ ὅτι τοῦ φταίει ἡ κούτρα του/ δὲν τοῦ τὰ κάνει ὁ ἐχθρός του».
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι περιττὲς ἀκαιρολογίες...
Ὁ ὑποκριτής, λοιπόν:
Βασιλεύει παντοῦ.
Βρίσκει ρωγμὲς καὶ εἰσχωρεῖ στὸν κοινωνικὸ
ἱστό, μολύνοντας τοὺς πάντες. Ἐξαπλώνεται σὰν νόσος λοιμική.
Λόγω τῆς ἐλαφράδας
της ἐπιχωριάζει κυρίως στὰ ἀνώτερα κοινωνικὰ στρώματα. Εἶναι τόσο διαδεδομένο τὸ
ψυχικὸν τοῦτο πάθος, ὥστε πλάστηκαν ἀρκετὰ συνώνυμά του, γιὰ νὰ περιγραφοῦν ὅλες
οἱ ἐκφάνσεις του.
Ἔτσι ὁ ὑποκριτὴς λέγεται ἀλλιῶς: ἀνειλικρινής, κρυψίνους,
διπρόσωπος, ἰησουΐτης, ταρτοῦφος, ἀναξιόπιστος, κάλπικος, φαρισαῖος, σουπιά,
φίδι κολοβό, δόλιος, κίβδηλος, ψεύτικος, σκάρτος καὶ ἄλλα πολλά, παρόμοια καὶ ἠχηρά.
Καὶ λαϊκὲς παροιμίες καυτηριάζουν τὸ ἀπεχθὲς αὐτὸ ἐλάττωμα.
«Ἀπ’ ἔξω κούκλα κι ἀπὸ
μέσα πανούκλα». «Ἀπὸ σιγανὸ ποτάμι νὰ φοβᾶσαι». «Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρό».
«Ἀλλὰ στὰ χείλη καὶ ἄλλα στὴν καρδιά».
Ἀρχαιότατο νόσημα ἢ ὑποκρισία, συνομήλικό τῆς ἀνθρωπότητας.
Ὁ
προπάτωρ Ἀδὰμ κρύβει ὑποκριτικὰ τὴν παρακοὴ στὸν Θεὸ καὶ προβάλλει ὡς αἰτία τοῦ
φόβου του, τὴν γύμνια του. «...τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ
παραδείσω καὶ ἐφοβήθην ὅτι γυμνὸς εἰμί..» (Γένεση 3,10). Καὶ ὅπως ὅλοι οἱ ὑποκριτὲς
φορτώνει τὸ κακὸ στὸν πλησίον: «ἡ γυνὴ ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ...».
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες
ὀξυδερκεῖς καὶ παρατηρητικοί, στηλιτεύουν κι αὐτοὶ τὴν ὑποκρισία. «Νόσημα γὰρ αἴσχιστον
εἶναι φημὶ συνθέτους λόγους».
Δὲν ὑπάρχει χειρότερο κακὸ ἀπὸ τὰ ὡραῖα λόγια ποὺ
σὲ ξεγελᾶνε, γράφει ὁ Αἰσχύλος στὸν «Προμηθέα Δεσμώτη». (στίχ. 685-686).
«Πολλοὶ
δρῶντες τὰ αἴσχιστα, λόγους ἀρίστους ἀσκεύουσιν», πολλοὶ ἐνῶ κάνουν τὶς αἰσχρότερες
πράξεις, μιλοῦν μὲ πολὺ ὡραῖο τρόπο, ἀποφαίνεται ὁ Δημοκριτος.
Ὁ μαθητὴς καὶ
διάδοχός τοῦ Ἀριστοτέλη στὸ Λύκειο, ὁ χαρακτηρογράφος Θεοφραστος, στὸ περίφημο
σύγραμμά του «Χαρακτῆρες», πραγματεύεται μὲ σατιρικὸ τρόπο καὶ τὸν ὑποκριτή.
«Ὁ
ὑποκριτής», γράφει, «ὅταν πλησιάζει τοὺς ἐχθρούς του, δείχνει τάχα πὼς δὲν τοὺς
μισεῖ, ἀλλὰ πὼς τοὺς ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἐπαινεῖ μπροστά τους, ἐνῶ στὰ κρυφά τους
κατατρέχει».
Συμβουλεύει στὸ τέλος νὰ φυλαγόμαστε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ὑποκριτὲς
παρὰ τὰ φίδια. «Φυλάττεσθαι μᾶλλον δεῖ ἢ τοὺς ὄφεις». (Θεοφραστου, «Χαρακτῆρες» εκδ. Ζαχαρόπουλου, σέλ. 27).
Δριμύτατα ὅμως διαπομπεύονται οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι στὸ Εὐαγγέλιο.
«Οὐαὶ ὑμίν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί».
Ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς
συγχώρησης, καταδικάζει μὲ τὸ τρομερὸ «οὐαὶ» (= ἀλίμονό σας) τοὺς ὑποκριτές.
Τοὺς
ὀνομάζει «ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν», ποὺ «διυλίζουν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουν τὴν
κάμηλον».
Τοὺς παρομοιάζει μὲ τάφους ποὺ «ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ
γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας». (Ματθ. Κγ’).
Ἡ ὑποκρισία εἶναι τὸ
ἀπόστημα, ἡ σαπίλα ποὺ κατατρώει τὰ θεμέλια τῆς κοινωνίας, ὕπουλα καὶ κρυφά,
γι’ αὐτὸ ἐπισύρει καὶ τὴ θεϊκὴ «ὀργή».
Στὴν νεότερη Ἑλλάδα ὁ ὑποκριτὴς τράβηξε
τὴν προσοχὴ τοῦ μυστήριου αὐτοῦ Κεφαλλονίτη Λασκαράτου, ὥστε νὰ τὸν
συμπεριλάβει στὸ περίφημο βιβλίο τοῦ «Ἰδοὺ ὁ Ἄνθρωπος».
Γράφει: «Ὁ ὑποκριτὴς προσποιεῖται ἁγιοσύνη καὶ
εἶναι ἀνόσιος, φιλία καὶ εἶναι ἀδιάφορος, αὐταπάρνηση καὶ εἶναι ἐγωιστής,
πατριωτισμὸ καὶ εἶναι πλάνος.
Ὅλα τα εἴδη τῆς ἀρετῆς τὰ προσποιεῖται ὁ ὑποκριτής....
κατακρίνει τὴν διαφθορὰ τῆς κοινωνίας καὶ εἶναι οὐσιωσῶς διεφθαρμένος...». (Ἀνδρέα
Λασκαράτου, «Ἰδοὺ ὁ Ἄνθρωπος», ἔκδ. Ἀλμωπός, σέλ. 150).
Ὁ κοινωνιολόγος Εὐάγγελος Λεμπέσης στὸ περιβόητο βιβλίο του
«Ἡ τεραστία κοινωνικὴ σημασία τῶν βλακῶν ἐν τῷ συγχρόνω βίω», πιὸ
παρηγορητικός, θεωρεῖ, μᾶλλον ταυτίζει, τὴν ὑποκρισία μὲ τὴν βλακεία.
Τὸ ἔργο
γραμμένο στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, τέμνει μὲ ὀξύτητα καὶ εὐθυκρισία, τὴν
λιμνάζουσα κοινωνία, ποὺ ἀποτελεῖ «ἕνα συνονθύλευμα ἀθλίων καὶ μετρίων ποὺ ἐπικαλεῖται
καὶ καπηλεύεται τὸ λαό, μωραίνει τὴν ζύμη καὶ ἀλλοιώνει τὸ φύραμα».
Ὁ ὑποκριτὴς
– βλάκας, σημειώνει, «προοδεύει» στὴν κοινωνία ἢ στὸ κράτος, γιατί «τὴν ἄνοδον
αὐτοῦ διευκολύνουν πλεῖστα πρὸς τοῦτο εἰδικὰ προσόντα: παντελὴς ἔλλειψις
προσωπικότητος, ἥτις ἐκδηλοῦται εἰς τὴν χρονίαν ἀπουσίαν γνώμης ἐπὶ παντὸς
ζητήματος ἢ ἡ ὀλιγόλογος ἀνιαρότης αὐτοῦ, ἐκλαμβομένης ὑπὸ τῶν ἀφελῶν ὡς βαθύνοια
καὶ σοβαρότης. Ἡ ἀνεπανόρθωτος ἔλλειψις πνεύματος καὶ πολιτισμοῦ».
Τὰ
συνηθέστερα, γράφει, ὅπλα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι τὸ ψεῦδος, ἡ ραδιουργία, ἡ
διαστροφὴ καὶ ἡ συκοφαντία. Ἀξιοσημείωτη καὶ ἡ παρατήρησή του ὅτι «ἡ παραγωγὴ
βλακῶν (τοὺς ὁποίους ἐπαναλαμβάνω, ταυτίζει μὲ τοὺς ὑποκριτὲς) δὲν εἶναι
ταξική. Ἡ ὑποκρισία καὶ ἡ βλακεία ἀνθοῦν σ’ ὅλα τα κοινωνικὰ στρώματα. «Ἡ πονηρὰ
φύσις δὲν ἔδωκεν εἰς ὠρισμένην τινὰ κοινωνικὴν τάξιν τὸ ἐπίζηλον τοῦτο
προνόμιον... δὲν ἐστέρησε ἀπὸ οὐδεμία κοινωνικὴν τάξιν τῆς σοβαρᾶς συμβολῆς
των».
Μὲ τὸ ἔργο του στρέφεται κυρίως κατὰ τῶν φαύλων μὲ τὰ προσωπεῖα τοῦ ἤθους,
τῆς ἀξίας καὶ τῆς ἐντιμότητας, ποὺ ὅταν βροῦν εὐκαιρία διαποτίζουν τὰ πάντα μὲ
τὴν ὀσμὴ καὶ τὸ δηλητήριο τῆς διαφθορᾶς.
Σήμερα ἰδίως μπουκώσαμε ἀπὸ «ἀναστήματα»
πνευματικά, πολιτικά, ἀθλητικά, ὅλους αὐτοὺς τοὺς σοβαροφανεῖς Φαρισαίους, ποὺ
ψυχοπονοῦν γιὰ τὸν τόπο καὶ τὸν πολιτισμό του καὶ τὸν κλέβουν ἀνενδοίαστα
διαπλεκόμενοι ἢ πατοῦν ἐπὶ πτωμάτων, γιὰ νὰ ἀνέλθουν στὰ ὑψηλὰ στρώματα. Ἐκεῖ,
«ψηλὰ» ἀναπνέουν «οἱ δῆθεν», οἱ ὑποκριτές, ἐλεύθερα.
Ἐκκολαπτήριο τῆς ὑποκρισίας
εἶναι ἡ ἐξουσία, ἡ δοξομανία, ἡ ἐπωνυμολαγνεία.
Καὶ ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος
καθ. Ἄπ. Βακαλόπουλος, ὡς πότε τὸ φάντασμα τοῦ Διογένη θὰ τριγυρνᾶ τὴν Ἑλλάδα,
μέρα μεσημέρι, μὲ τὸ φανάρι στὸ χέρι, ζητώντας πραγματικούς, γνήσιους ἀνθρώπους!
Τὸ ἔργο τοῦ Λεμπέση
περὶ τῆς σημασίας τῶν βλακῶν στὸν σύγχρονο βίο ἑρμηνεύει καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν
ἐκλογῶν.
Τὰ Μνημόνια καὶ λοιπὲς ξεσκονίστρες τῆς ἐξουσίας διατήρησαν τὶς δυνάμεις τους. Τὸ κοπάδι δὲν εἶναι ζαλισμένο,
ἀλλὰ φοβισμένο καὶ συγχυσμένο...
απο το orthodoxia-ellhnismos.g
απο το orthodoxia-ellhnismos.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου