Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

ΛΥΤΡΩΜΕΝΟΙ ἢ ΔΕΣΜΩΤΑΙ;

Tώρα ποὺ ὁ διεθνισμὸς μᾶς ἀπειλεῖ, νὰ μείνουμε ὅλοι προσήλωμενοι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη στοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας, τὸν ὑπέρλαμπρο Ἀστέρα τῆς Βηθλεέμ καὶ τὸν φωτεινὸ ἀστέρα τῆς Ἑλλάδος, καὶ νὰ μὴν ἀπατηθοῦμε ἀπὸ τὰ ἀπατηλὰ φῶτα τῶν ζοφερῶν πλανητῶν τῆς Ε.Ο.Κ.

(Χριστουγεννιάτικη εὐχή τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου, τοῦ 1990)
«Καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (Γεν. 49, 10)

Ἡ ἀθλιότης τῆς πτώσεως

Ω, Ποιός δὲν θὰ θρηνήσῃ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου; …Ἐπάνω εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου ἐκάθησεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔκλαιε. Ἔκλαιεν ἐπὶ αἰῶνας καὶ χιλιετηρίδας,…διότι έβλεπε τὸ χάος, εἰς τὸ ὁποῖο κατέπεσε, καὶ αναζητοῦσε τὰ ὕψη.

Ἀδυναμία ἀνορθώσεως
ΑΛΛ᾽ ἐνῷ ἔβλεπε καὶ συναισθάνετο τὴν πτῶσίν του ο άνθρωπος, δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ ἀνορθωθῇ. Δὲν ἠμποροῦσε ἡ διάνοια καὶ τοῦ
μεγαλυτέρου φιλοσόφου νὰ εἴπῃ « Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια ». Διότι ἀμέσως οἱ ἐχθροὶ του θὰ άνοιγαν τὰ συγγράμματά του καὶ ευκολα θὰ ἀπεδείκνυαν, ὅτι εἰς πάρα πολλά σημεῖα ἔσφαλε καὶ ἀντὶ να πεῖ ἀλήθειες εἶπε ψεύδη, ψεύδη ποὺ εἰς μὲν τὴν ἐποχήν του ἐφαίνοντο ὡς ἀλήθειαι, ἀλλ᾽ οἱ μετέπειτα αἰῶνες τὰ ἀπεκάλυψαν ὡς προΐόντα νοσηρᾶς διανοίας. Δὲν μποροῦσε ἡ καρδία καὶ τοῦ εὐγενεστέρου τέκνου τῆς γῆς νὰ εἴπῃ «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀγάπη », ἡ ὁποία ἔχω ἐξαγνίσει ὅλα τὰ ἐλατήρια τῶν πράξεών μου καὶ ὅ,τι πράττω ἔχει τὴν σφραγῖδα τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἐξυπηρετήσεως τοῦ πλησίον. 
Μὲ τέτοια γλῶσσα δὲν μποροῦσε νὰ ὁμιλήσῃ κανείς, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἐπαρουσίαζαν οἱ ἐκλεκτοὶ τῆς ἀρχαιότητος ἦτο σκωρία, τρίμματα ἀγάπης, κάποιος κεκαλυμμένος ἐγωϊσμός, ἀνίκανος νὰ θερμάνῃ τὴν καρδίαν τοῦ ἄλλου. Δὲν μποροῦσε ἡ θέλησις καὶ τοῦ ἰσχυροτέρου ἀνθρώπου νὰ πῃ «Ἐγώ εἰμι ἡ δύναμις», διότι ἕνα βλέμμα εἰς τὰς βιογραφίας τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, ποὺ ἐφημίσθησαν ὡς ἰσχυραὶ φυσιογνωμίαι, ἀρκεῖ νὰ πείσῃ ὅτι ὑπῆρξαν ἡγεμόνες, βασιλεῖς καὶ αὐτοκράτορες, οἱ ὁποῖοι ἐντὸς μὲν μικροῦ διαστήματος ὑπέταξαν λαοὺς καὶ ἔθνη, ἐξήπλωσαν τὰ κράτη των, ἀλλὰ καθ᾽ ὅλον τὸν βίον των δὲν μπόρεσαν νὰ ὑποτάξουν ἕνα βάρβαρον, τὸν βάρβαρον ποὺ κατῴκει ὄχι εἰς τὴν Περσία καὶ τὴν Σκυθία καὶ τὴν Ἀφρική, ἀλλ᾽ ἐντὸς τῆς καρδίας των. Αὐτοκράτορες τοῦ κόσμου, ἦσαν αἰσχροὶ δοῦλοι τῶν παθῶν των, τῶν ὁποίων τίς ἁλυσίδες ματαίως προσπαθοῦσαν νὰ σπάσουν. Καὶ αὐτοί, μαζὶ μὲ φιλοσόφους καὶ ποιητάς, ὡς νεκροὶ καὶ τραυματίες, βρίσκονταν ξηπλωμένοι εἰς τίς χρυσές πλατεῖες τοῦ κόσμου τούτου, ἀναστενάζοντες καὶ ἀνιχνεύοντες τὸν ὀρίζοντα διὰ νὰ ἴδουν μήπως ἔρχεται ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Πόθος λυτρώσεως

Η ΙΔΕΑ ὅτι ἡ ἐκ τοῦ χάους καὶ τῶν ἐρειπίων ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων θὰ προήρχετο ἄνωθεν, διὰ μιᾶς θείας, ὑπερφυσικῆς δυνάμεως, ἡ ἰδέα αὕτη τῆς λυτρώσεως εὑρίσκεται κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον διαδεδομένη εἰς ὅλους τοὺς λαοὺς τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Ἐπέσαμεν εἰς χάος, ἀλλὰ καὶ πάλιν θὰ ἀνορθωθῶμεν, εἶνε ὁ πυρήν, ἡ κεντρικὴ ἰδέα, ποὺ ἀνακαλύπτει τις ἐρευνῶν τοὺς μύθους καὶ τὰς παραδόσεις τῶν ἀρχαίων λαῶν. Ὅταν ἀνεκαλύφθη ὑπὸ τοῦ Κολόμβου ὁ νέος κόσμος, μὲ ἔκπληξίν των οἱ περιηγηταὶ τῆς Ἀμερικῆς εἶδον, ὅτι εἰς τὴν πλέον πρωτόγονον φυλὴν τῶν ἀγρίων, ποὺ κατῴκουν εἰς τὰ πυκνὰ δάση καὶ παρὰ τοὺς μεγάλους ποταμούς, διεσῴζετο ὑπὸ μορφὴν μύθου ἡ πρώτη, ἡ παρήγορος ἐκείνη ὑπόσχεσις, ποὺ ἔδωκε μετὰ τὴν πτῶσιν εἰς τὸ ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων ὁ Θεός· «Καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γεν. 3, 15).  
Ἔρχεται, ἔρχεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου! 
Αὐτὴ ἡ φωνὴ ἠκούετο ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς ὑφηλίου. Καὶ ὅσον οἱ αἰῶνες περνοῦσαν καὶ ἡ κακία καὶ ἡ διαφθορὰ τοῦ κόσμου αυξάνετο, τόσο περισσότερο  ἡ φωνὴ αὐτὴ ακούετο ἐντονωτέρα καὶ οἱ καρδιές ὅλων τῶν πονεμένων, ὡς τὸ φυτὸ ἡλιοτρόπιο, ἐστρέφοντο πρὸς ἀνατολάς, ὅπου κατὰ κοινὴν προσδοκίαν θ᾽ ἀνέτελλε ὁ λαμπρὸς Ἥλιος τῶν ψυχῶν, ποὺ θὰ διέλυε τὰ σκότη καὶ θὰ ἔκανε νὰ θερμανθοῦν καὶ αὐτές οἱ κατεψυγμένες χῶρες τοῦ Βορρᾶ. Ὦ Ἥλιε, ἐλθὲ διὰ νὰ φωτίσῃς τὰ σκότη μας!

Προσδοκία Ἰσραηλιτῶν καὶ Ἑλλήνων

ΕΡΧΕΤΑΙ ὁ Μεσσίας! Ἡ φωνὴ αὕτη καθαρά, διαυγὴς ὡς ἦχος μεταλλικῆς σάλπιγγος, ἠκούετο θεσπεσίως ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς πεδιάδας τῆς ἱερᾶς γῆς τῆς Παλαιστίνης. 
Ἔξοχοι ἄνδρες, τοὺς ὁποίους ἐφώτιζε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, προέλεγον τὴν ἀνατολὴν τῆς λαμπρᾶς ἡμέρας, περιέγραφον μέχρι καὶ τῶν ἐλαχίστων λεπτομερειῶν τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Λυτρωτοῦ, ἐσκίρτων ἀπὸ χαρὰν καὶ ἔψαλλον ὕμνους εἰς Ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ ἵδρυε τὸ βασίλειόν του εἰς τις καρδίες καὶ θὰ ἐντυνε μὲ στολὴν εὐπρεπείας καὶ ἀφθαρσίας τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὸ ψαλμικό· «Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν, εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο» (Ψαλμ. 92,1).  
Σοῦ συνιστῶ, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, κατὰ τὰς ἁγίας αὐτὰς ἡμέρας τῆς χριστιανοσύνης ν᾽ ἀνοίξῃς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ νὰ μελετήσῃς μὲ προσοχὴν ὅλους τοὺς προφήτας, διὰ νὰ ἰδῇς ἐκεῖ νὰ προβάλλῃ ἡ σκιαγραφία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν μέσα εἰς ἕνα χρονικὸν πλαίσιον χιλίων καὶ πλέον ἐτῶν ἐζωγράφιζον οἱ εἰς διαφόρους τόπους καὶ χρόνους ζήσαντες, ἕκαστος τῶν ὁποίων ἐχάρασσε καὶ νέας γραμμὰς καὶ προσέδιδε εἰς τὴν εἰκόνα τοσαύτην ζωηρότητα, ὥστε πᾶς ἀπροκάτάληπτος ἀναγνώστης τοῦ ἱεροῦ κειμένου τῶν προφητειῶν δύναται νὰ εἴπͺη· Ἐδῶ βλέπω καὶ ἀκούω τὸν Χριστόν. Καὶ ἐνῷ ἐκλεκτοὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀνέμενον ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν τὴν ἔλευσίν Του καὶ διαπύρως ηὔχοντο νὰ μὴ ἀποθάνουν πρὶν ἢ οἱ ὀφθαλμοὶ των ἴδουν «τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. 40, 5· πρβλ. Λουκ. 2, 30), οἱ κάτοικοι μιᾶς ἄλλης χώρας τῆς Μεσογείου θαλάσσης συνεκλονίζοντο καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὰ προαισθήματα ὅτι μία νέα ἐποχὴ διὰ τὴν ἀνθρωπότητα θ᾽ ἀνέτελλεν. 
Ἡ χώρα αὐτὴ ἦτο ἡ Ἑλλάς. Βεβαίως καὶ ἡ Ἑλλάς, ὅπως καὶ αἱ ἄλλαι χῶραι, ἐστερεῖτο τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας καὶ ἐκυλίετο εἰς τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρίας· ἀλλὰ συχνὰ τὸν οὐρανὸν τῆς Ἑλλάδος διέσχιζον, ὡς πύραυλοι, φωτεινὰ μετέωρα, ποὺ μὲ τὸν ἰδικόν των τρόπον ἐξέφραζον τὸν μύχιον πόθον διὰ τὴν ἔλευσιν Λυτρωτοῦ. 

Διὰ τοῦ στόματος ποιητῶν καὶ φιλοσόφων τῆς Ἑλλάδος, πολλάκις μέσα εἰς τὸ πυκνὸν σκότος τῆς εἰδωλολατρίας, ἠκούσθη ἡ φωνή· Ἔρχεται!
 
Ἡ Ἑλλὰς προφῆτις. Ὑπὸ τὴν ἐπιγραφὴν αὐτὴν θὰ ἠδύνατο νὰ συγγραφη βιβλίον ὁλόκληρον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ καταχωρισθοῦν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ στίχοι τῶν ποιητῶν καὶ αἱ περικοπαὶ τῶν διαφόρων συγγραφέων ποὺ ἐκαθρέπτιζον τὸν πόθον τῶν ἀρχαίων προγόνων μας διὰ τὴν λύτρωσιν τῆς ψυχῆς. Λύτρωσιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἠδυνήθησαν οἱ πρόγονοί μας νὰ ἐπιτύχουν οὔτε διὰ τῆς τέχνης οὔτε διὰ τῆς ἐπιστήμης, καὶ δι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς, ὡς παρετήρησαν ἀρχαιολόγοι, αἴσθημα μελαγχολίας ἐπεκάθητο εἰς τὰ ἀγάλματα ποὺ ἐξῆλθον ἀπὸ τὰ ἐργαστήρια τοῦ Σκόπα, τοῦ Πραξιτέλους καὶ τόσων ἄλλων περιφανῶν τεχνιτῶν.

 augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου