Πατριάρχης της κλωστοϋφαντουργίας, αυτοδημιούργητος
επιχειρηματίας, πατέρας του ελληνικού επιχειρηματικού μάρκετινγκ, ο πιο
ειλικρινής φορολογούμενος, ο πιο επιτυχημένος βιομήχανος με ρεκόρ
εξαγορών και μια σειρά άλλοι χαρακτηρισμοί, συνόδευαν καθ’ όλη τη
διάρκεια του βίου του το όνομα του Ελευθερίου Μουζάκη
Ο Χρήστος Κορφιάτης θα γράψει στο ΒΗΜΑ για τον πιο ειλικρινή Ελληνα φορολογούμενο.
Γεννημένος στη Σμύρνη τις 25 Μαρτίου του 1913, γιος τσαγκάρη που
μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βίωσε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, αντιμετωπίζοντας με περηφάνια τις στερήσεις και τη φτώχεια, προτού στραφεί και μεγαλουργήσει στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας. Σε ηλικία 10 ετών έγινε ο μικρότερος υπαίθριος μανάβης του Πειραιά.
Το πρωί πήγαινε σχολείο και το απόγευμα πουλούσε είδη μαναβικής, αλλά κατά διαστήματα και ό,τι άλλο έβλεπε πως άξιζε να πουλάει κανείς στους δρόμους – από μυγοπαγίδες και ναφθαλίνες ως σοκολάτες.
Αργότερα, όταν τελείωσε το δημοτικό και γράφτηκε σε σχολαρχείο, κουβαλούσε νερό στους ώμους σε νταμιτζάνες στα βαπόρια σερβίριζε καφέδες στην Τρούμπα και πουλούσε γλυκά του κουταλιού, λουκούμια, στραγάλια, καραμέλες, λεμόνια.
Είχε συλληφθεί να πουλάει ντομάτες χωρίς άδεια. «Τις πούλαγα για να ζήσω, σπουδάζω και ο πατέρας μου δεν έχει λεφτά να ζήσουμε» είχε προλάβει να πει στο δικαστήριο προτού τον πιάσουν τα κλάματα. Γλίτωσε τα χειρότερα με ένα πρόστιμο 25 δραχμών της εποχής, που θα έπρεπε να πληρώσει όταν ενηλικιωνόταν. «Θεωρώ τον εαυτό μου περήφανο που αξιώθηκα να κάνω το καθήκον μου στην πολιτεία» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωνε ότι ο Ελευθέριος Μουζάκης ήταν ο ειλικρινέστερος έλληνας φορολογούμενος μεταξύ όλων των επιχειρηματιών.
Δήλωνε και πλήρωνε περισσότερα από όλους τους «βαρύγδουπους» βιομηχάνους.
Στα 21 του χρόνια, το 1934, κρίθηκε ώριμος να αναλάβει καθήκοντα διευθυντή ενός εργοστασίου που απέκτησε η εταιρεία αυτή.
Ηταν το μικρό εργοστάσιο κλωστών «Τριών Αστέρων» που αποτέλεσε το ερέθισμα για τη δημιουργία της μεγαλύτερης ελληνικής κλωστοβιομηχανίας και της τρίτης μεγαλύτερης στην Ευρώπη.
Χάρη σε αυτό έμαθε την τέχνη και τα μυστικά των κλωστών. Η κλωστική εταιρεία Ραζή, αντιμέτωπη τότε με τον παντοδύναμο Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, τον μετέπειτα εφοπλιστή που έλυνε και έδενε στην αγορά με τις κλωστές «Κιθάρα», έμελλε να ήταν το τελευταίο αφεντικό του.
Αρνήθηκε πρόταση του Θεοδωρακόπουλου να δουλέψει για αυτόν και να πολεμήσει τον Ραζή, αλλά το 1939, χωρίς να αποχωρήσει από αυτόν, ανοίχτηκε στην αγορά των κλωστών με δική του, συμπληρωματική δουλειά.
Εχοντας την υποστήριξη του Ραζή και άλλων επιχειρηματιών που είχαν εκτιμήσει τις αρετές του, έβγαλε μια πρώτη παρτίδα νημάτων και ακολούθησε με διορατικότητα πολιτική συγκέντρωσης νημάτων και μετάταξης για ράψιμο.
Η φίρμα Ραζή αρνήθηκε στη διάρκεια του πολέμου να χορηγεί, ως ώφειλε, κάποιο εισόδημα στην οικογένειά του. Επιστρέφοντας λοιπόν από το αλβανικό μέτωπο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βάδισε στον δικό του επιχειρηματικό δρόμο, με εμπόριο κλωστών αλλά και κάθε είδους ενδυμάτων. Μια μονοκέφαλη χειροκίνητη μηχανή ήταν η πρώτη που απέκτησε και έκανε «χρυσές δουλειές». Προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος είχε νοικιάσει ένα εργοστάσιο στην οδό Αδριανού 61 με δύο ποδοκίνητες μηχανές, τις οποίες λειτουργούσαν τα δύο αδέλφια του.
Η «Πεταλούδα» του, το σήμα κατατεθέν της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, κυκλοφόρησε πρώτη φορά κουβαρίστρα το 1950 και ήταν τέτοια η απήχηση της δουλειάς του και η φήμη που αποκτούσε, ώστε το 1951 ο γαλλικός κολοσσός των κλωστών DMC τού πρότεινε να συσκευάζει στην Ελλάδα ορισμένα προϊόντα του, ενώ μεγάλοι ως τότε εισαγωγείς των προϊόντων αυτών κερδοσκοπούσαν κάνοντας μαύρη αγορά.
Γρήγορα αντιμετώπισε έναν, όπως έλεγε, ανελέητο πόλεμο.
Καθώς απέκτησε μεγάλους πελάτες, προκάλεσε την οργίλη αντίδραση ισχυρών οίκων της εποχής και τελικά και του ίδιου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών υπό τον Χριστόφορο Κατσάμπα της Πειραϊκής Πατραϊκής, αφού συγκρούστηκε ανοικτά με πασίγνωστα «τζάκια» που κυριαρχούσαν στην κλωστοϋφαντουργία.
«Ο Μουζάκης θα καταπιεί όλους τους άλλους…» τον κατηγορούσαν.
«Προτιμώ να πέσω μαχόμενος για μια έντιμη δημιουργία παρά να γίνω βορά ενός ανέντιμου ανταγωνισμού» ήταν η απάντησή του σε όσους του ζητούσαν «για το καλό του» να αλλάξει επάγγελμα και απειλούσαν ακόμη και τη ζωή του, όπως αρκετά χρόνια αργότερα θα εξομολογηθεί.
Ηταν τέτοια η επιτυχία της «Πεταλούδας» και της συνεργασίας του με την DMC ώστε άλλοι γάλλοι ανταγωνιστές που διατηρούσαν εργοστάσιο στον Βοτανικό το έκλεισαν.
Ο ένας μετά τον άλλον οι έλληνες ανταγωνιστές συνθηκολόγησαν, εξαγοράστηκαν από την «Πεταλούδα», συχνά παρακαλώντας την.
Δεκαεπτά εργοστάσια-βιοτεχνίες κλωστών ραφής περιήλθαν υπό τον έλεγχό της.
Το 1954, ύστερα από έναν διαφημιστικό και εμπορικό «πόλεμο μέχρις εσχάτων», τέθηκαν και οι «Κλωστές Κιθάρα» υπό τον έλεγχο του Ελ. Μουζάκη, ο οποίος κατέληξε να κατέχει το 95%-97% της αγοράς σε κλωστικά είδη οικιακής και βιομηχανικής χρήσης.
Το 1962 αποδέχθηκε πρόταση τού άλλοτε «φοβερού ανταγωνιστή» του διανοούμενου επιχειρηματία και προέδρου του ΕΒΕΑ επί σειράν ετών Χρήστου Πανάγου και εξαγόρασε και τη δική του κλωστική μονάδα κεντήματος.
Τον είχε ενθουσιάσει, όπως εξηγούσε αργότερα, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το ημερολόγιο ενός Πειραιώτη επιχειρηματία του 5ου αιώνα π.Χ.», το οποίο είχε γράψει ο Χρήστος Πανάγος. Ισως επειδή ο ήρωας του βιβλίου Θεαγένης, δημιουργός ενός Θεαγένειου Εμπορικού Κέντρου στον Πειραιά το 500 π.Χ., στα γεράματά του είχε θέσει το εξής ερώτημα:
«Γιατί να θεωρούμε ήρωες μόνο αυτούς που νίκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις και όχι και όσους με τη δραστηριότητά τους εξουδετέρωσαν ξένες εμπορικές και βιομηχανικές δυνάμεις, οι οποίες σκόπευαν να υποτάξουν οικονομικά την πατρίδα τους ή και όσους με τα πλούτη τους, προϊόν τίμιων, πολύχρονων και κοπιαστικών αγώνων, θωράκισαν αμυντικά την πόλη τους με τους φόρους που πλήρωναν και ακόμη με τα πλούτη τους έδωσαν τη δυνατότητα στους συμπολίτες τους να κάνουν χρήση τόσων έργων κοινής ωφελείας και να θαυμάζουν τόσα καλλιτεχνικά αριστουργήματα;».
Εντύπωση προκάλεσε πρόσφατη
ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του προέδρου της Eurobank κ.
Νίκου Καραμούζη, που καυτηρίασε (και εμμέσως προειδοποίησε...) όσους επιχειρηματίες αδιαφορούν για το μέλλον των υπερχρεωμένων εταιρειών τους.
«Αποτελούν πρόκληση οι εύποροι μέτοχοι που επιρρίπτουν σε τρίτους τα βάρη εξυγίανσης των εταιριών τους, υπονομεύουν την αναδιάρθρωση και απαιτούν να διοικούν.
Αν δεν συμμετέχουν στο κόστος διάσωσης των επιχειρήσεών τους και δεν συνεργάζονται, τότε οι πιστωτές πρέπει να αποκτούν τον έλεγχο-διοίκηση των εταιρειών», ήταν το περιεχόμενο της σχετικής ανάρτησης.
Γενικότερα, αν και κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, έντονα παράπονα υπάρχουν για ορισμένους βασικούς μετόχους που διαθέτουν πολύ υψηλά ποσά καταθέσεων στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιούν μέρος αυτών προκειμένου να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους.
Αντιδιαμετρική ωστόσο είναι η στάση που κρατάει για την ομώνυμη εισηγμένη εταιρεία ο ιδρυτής της Ελευθέριος Μoυζάκης, ακόμη και... δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του!
Η ουσία είναι πως ο Ελευθέριος Μoυζάκης, που κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε ο υψηλότερα φορολογούμενος πολίτης της χώρας, ο πρωτοπόρος των ελληνικών εξαγωγών και ο «πατριάρχης» της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, ξεχώρισε και για κάτι ακόμη:
Συνέταξε τη διαθήκη του με πρόνοια να στηρίξει τη βιωσιμότητα της εταιρείας που ίδρυσε για πολλά πολλά χρόνια, ακόμη και μετά τον θάνατό του!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στις εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις της Μoυζάκης, ο καθαρός δανεισμός της εισηγμένης περιορίζεται μόλις στα 4,45 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα στο μακροπρόθεσμο παθητικό υπάρχει ο λογαριασμός «Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς μετόχους», με υπόλοιπο 16,528 εκατ. ευρώ!
Πώς όμως έχει συμβεί αυτό;
Πρώτον, το 2004 ο εκλιπών είχε τοποθετήσει ως προκαταβολή έναντι μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ποσό της τάξεως των 9,6 εκατ. ευρώ. Η συγκεκριμένη ΑΜΚ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και τα χρήματα αυτά παρέμειναν (άτοκα) στην εταιρεία και
δεύτερον (και κυριότερο) ο εκλιπών όρισε στη διαθήκη του -υπόψη των τραπεζών- προσωπικό του λογαριασμό με υπόλοιπο άνω των 18 εκατ. δολαρίων, από τον οποίο οι τράπεζες θα μπορούσαν να εισπράξουν χρήματα σε περίπτωση που η εισηγμένη αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας στο μέλλον!
«Αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της ζωής μου, με τιμήσατε δίδοντάς μου δάνεια μόνο με την υπογραφή μου», φέρεται να αναγράφει στη διαθήκη ο εκλιπών, απευθυνόμενος προς τους τραπεζίτες.
Από τον θάνατο του Ελευθέριου Μουζάκη (το 2006) έως σήμερα, δύο φορές οι τράπεζες έχουν κάνει χρήση του συγκεκριμένου λογαριασμού.
Η πρώτη ήταν τον Φεβρουάριο του 2014, όταν υπήρξε κατάπτωση εγγύησης από πλευράς Εθνικής Τράπεζας για αποπληρωμή χρεολυσίου και τόκων ύψους 3,71 εκατ. ευρώ της θυγατρικής Μουζάκης-Εκκοκκιστήρια Σερρών.
Και η δεύτερη φέτος, με την αποπληρωμή συνολικού δανείου 3,2 εκατ. ευρώ της μητρικής εταιρείας.
Ως αποτέλεσμα, οι υποχρεώσεις της εισηγμένης προς τους μετόχους από τα 9,6 αυξήθηκαν στα 16,5 εκατ. ευρώ.
Το θετικό για το μέλλον της κλωστοβιομηχανίας Μoυζάκης είναι πως υπάρχει ακόμη στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό ένα επιπλέον ποσό που υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια δολάρια και μπορεί να διατεθεί ως άτοκο δάνειο για την ενίσχυση του εισηγμένου ομίλου.
Η ύπαρξη αυτού του ποσού θεωρείται πολύ σημαντική σε μια περίοδο έντονης κρίσης που χαρακτηρίζει τόσο τον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, όσο και την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Όμως, τα δύο ερώτημα που τίθενται είναι τα εξής:
Πρώτον, πότε θα πρέπει να αποπληρωθεί αυτό το άτοκο δάνειο που σήμερα ανέρχεται στα 16,5 εκατ. ευρώ και που μελλοντικά θα μπορούσε να αυξηθεί έως και κατά δέκα εκατ. δολάρια;
Και δεύτερον, αν αποπληρωθεί, σε ποιους θα αποδοθεί;
Το δάνειο αυτό θα αποδοθεί στους κληρονόμους του Ελευθερίου Μουζάκη (συγγενικά πρόσωπα, αλλά και ιστορικά στελέχη της εισηγμένης εταιρείας) ουσιαστικά από το έτος 2021 και μετά, καθώς μέχρι τότε οι κληρονόμοι στερούνται -βάσει της διαθήκης- μιας σειράς δικαιωμάτων, όπως αυτά της ψήφου και της μεμονωμένης πώλησης μετοχών.
Αυτά στη θεωρία, καθώς εκτιμάται πως ακόμη και μετά το 2021 οι κληρονόμοι δεν θα απαιτήσουν τα χρήματα, καθώς προτεραιότητά τους είναι η επιβίωση της ιστορικής βιομηχανίας.
ΥΓ: Αυτό τον μήνα έκλεισαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Ελευθερίου Μουζάκη.
Ο Χρήστος Κορφιάτης θα γράψει στο ΒΗΜΑ για τον πιο ειλικρινή Ελληνα φορολογούμενο.
Γεννημένος στη Σμύρνη τις 25 Μαρτίου του 1913, γιος τσαγκάρη που
μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βίωσε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προσφυγιάς, αντιμετωπίζοντας με περηφάνια τις στερήσεις και τη φτώχεια, προτού στραφεί και μεγαλουργήσει στον χώρο της ελληνικής βιομηχανίας. Σε ηλικία 10 ετών έγινε ο μικρότερος υπαίθριος μανάβης του Πειραιά.
Το πρωί πήγαινε σχολείο και το απόγευμα πουλούσε είδη μαναβικής, αλλά κατά διαστήματα και ό,τι άλλο έβλεπε πως άξιζε να πουλάει κανείς στους δρόμους – από μυγοπαγίδες και ναφθαλίνες ως σοκολάτες.
Αργότερα, όταν τελείωσε το δημοτικό και γράφτηκε σε σχολαρχείο, κουβαλούσε νερό στους ώμους σε νταμιτζάνες στα βαπόρια σερβίριζε καφέδες στην Τρούμπα και πουλούσε γλυκά του κουταλιού, λουκούμια, στραγάλια, καραμέλες, λεμόνια.
Είχε συλληφθεί να πουλάει ντομάτες χωρίς άδεια. «Τις πούλαγα για να ζήσω, σπουδάζω και ο πατέρας μου δεν έχει λεφτά να ζήσουμε» είχε προλάβει να πει στο δικαστήριο προτού τον πιάσουν τα κλάματα. Γλίτωσε τα χειρότερα με ένα πρόστιμο 25 δραχμών της εποχής, που θα έπρεπε να πληρώσει όταν ενηλικιωνόταν. «Θεωρώ τον εαυτό μου περήφανο που αξιώθηκα να κάνω το καθήκον μου στην πολιτεία» θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωνε ότι ο Ελευθέριος Μουζάκης ήταν ο ειλικρινέστερος έλληνας φορολογούμενος μεταξύ όλων των επιχειρηματιών.
Δήλωνε και πλήρωνε περισσότερα από όλους τους «βαρύγδουπους» βιομηχάνους.
Στα 21 του χρόνια, το 1934, κρίθηκε ώριμος να αναλάβει καθήκοντα διευθυντή ενός εργοστασίου που απέκτησε η εταιρεία αυτή.
Ηταν το μικρό εργοστάσιο κλωστών «Τριών Αστέρων» που αποτέλεσε το ερέθισμα για τη δημιουργία της μεγαλύτερης ελληνικής κλωστοβιομηχανίας και της τρίτης μεγαλύτερης στην Ευρώπη.
Χάρη σε αυτό έμαθε την τέχνη και τα μυστικά των κλωστών. Η κλωστική εταιρεία Ραζή, αντιμέτωπη τότε με τον παντοδύναμο Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, τον μετέπειτα εφοπλιστή που έλυνε και έδενε στην αγορά με τις κλωστές «Κιθάρα», έμελλε να ήταν το τελευταίο αφεντικό του.
Αρνήθηκε πρόταση του Θεοδωρακόπουλου να δουλέψει για αυτόν και να πολεμήσει τον Ραζή, αλλά το 1939, χωρίς να αποχωρήσει από αυτόν, ανοίχτηκε στην αγορά των κλωστών με δική του, συμπληρωματική δουλειά.
Εχοντας την υποστήριξη του Ραζή και άλλων επιχειρηματιών που είχαν εκτιμήσει τις αρετές του, έβγαλε μια πρώτη παρτίδα νημάτων και ακολούθησε με διορατικότητα πολιτική συγκέντρωσης νημάτων και μετάταξης για ράψιμο.
Η φίρμα Ραζή αρνήθηκε στη διάρκεια του πολέμου να χορηγεί, ως ώφειλε, κάποιο εισόδημα στην οικογένειά του. Επιστρέφοντας λοιπόν από το αλβανικό μέτωπο, ο Ελευθέριος Μουζάκης βάδισε στον δικό του επιχειρηματικό δρόμο, με εμπόριο κλωστών αλλά και κάθε είδους ενδυμάτων. Μια μονοκέφαλη χειροκίνητη μηχανή ήταν η πρώτη που απέκτησε και έκανε «χρυσές δουλειές». Προτού ξεσπάσει ο Εμφύλιος είχε νοικιάσει ένα εργοστάσιο στην οδό Αδριανού 61 με δύο ποδοκίνητες μηχανές, τις οποίες λειτουργούσαν τα δύο αδέλφια του.
Η «Πεταλούδα» του, το σήμα κατατεθέν της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, κυκλοφόρησε πρώτη φορά κουβαρίστρα το 1950 και ήταν τέτοια η απήχηση της δουλειάς του και η φήμη που αποκτούσε, ώστε το 1951 ο γαλλικός κολοσσός των κλωστών DMC τού πρότεινε να συσκευάζει στην Ελλάδα ορισμένα προϊόντα του, ενώ μεγάλοι ως τότε εισαγωγείς των προϊόντων αυτών κερδοσκοπούσαν κάνοντας μαύρη αγορά.
Γρήγορα αντιμετώπισε έναν, όπως έλεγε, ανελέητο πόλεμο.
Καθώς απέκτησε μεγάλους πελάτες, προκάλεσε την οργίλη αντίδραση ισχυρών οίκων της εποχής και τελικά και του ίδιου του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών υπό τον Χριστόφορο Κατσάμπα της Πειραϊκής Πατραϊκής, αφού συγκρούστηκε ανοικτά με πασίγνωστα «τζάκια» που κυριαρχούσαν στην κλωστοϋφαντουργία.
«Ο Μουζάκης θα καταπιεί όλους τους άλλους…» τον κατηγορούσαν.
«Προτιμώ να πέσω μαχόμενος για μια έντιμη δημιουργία παρά να γίνω βορά ενός ανέντιμου ανταγωνισμού» ήταν η απάντησή του σε όσους του ζητούσαν «για το καλό του» να αλλάξει επάγγελμα και απειλούσαν ακόμη και τη ζωή του, όπως αρκετά χρόνια αργότερα θα εξομολογηθεί.
Ηταν τέτοια η επιτυχία της «Πεταλούδας» και της συνεργασίας του με την DMC ώστε άλλοι γάλλοι ανταγωνιστές που διατηρούσαν εργοστάσιο στον Βοτανικό το έκλεισαν.
Ο ένας μετά τον άλλον οι έλληνες ανταγωνιστές συνθηκολόγησαν, εξαγοράστηκαν από την «Πεταλούδα», συχνά παρακαλώντας την.
Δεκαεπτά εργοστάσια-βιοτεχνίες κλωστών ραφής περιήλθαν υπό τον έλεγχό της.
Το 1954, ύστερα από έναν διαφημιστικό και εμπορικό «πόλεμο μέχρις εσχάτων», τέθηκαν και οι «Κλωστές Κιθάρα» υπό τον έλεγχο του Ελ. Μουζάκη, ο οποίος κατέληξε να κατέχει το 95%-97% της αγοράς σε κλωστικά είδη οικιακής και βιομηχανικής χρήσης.
Το 1962 αποδέχθηκε πρόταση τού άλλοτε «φοβερού ανταγωνιστή» του διανοούμενου επιχειρηματία και προέδρου του ΕΒΕΑ επί σειράν ετών Χρήστου Πανάγου και εξαγόρασε και τη δική του κλωστική μονάδα κεντήματος.
Τον είχε ενθουσιάσει, όπως εξηγούσε αργότερα, ένα βιβλίο με τον τίτλο «Το ημερολόγιο ενός Πειραιώτη επιχειρηματία του 5ου αιώνα π.Χ.», το οποίο είχε γράψει ο Χρήστος Πανάγος. Ισως επειδή ο ήρωας του βιβλίου Θεαγένης, δημιουργός ενός Θεαγένειου Εμπορικού Κέντρου στον Πειραιά το 500 π.Χ., στα γεράματά του είχε θέσει το εξής ερώτημα:
«Γιατί να θεωρούμε ήρωες μόνο αυτούς που νίκησαν σε πολεμικές επιχειρήσεις και όχι και όσους με τη δραστηριότητά τους εξουδετέρωσαν ξένες εμπορικές και βιομηχανικές δυνάμεις, οι οποίες σκόπευαν να υποτάξουν οικονομικά την πατρίδα τους ή και όσους με τα πλούτη τους, προϊόν τίμιων, πολύχρονων και κοπιαστικών αγώνων, θωράκισαν αμυντικά την πόλη τους με τους φόρους που πλήρωναν και ακόμη με τα πλούτη τους έδωσαν τη δυνατότητα στους συμπολίτες τους να κάνουν χρήση τόσων έργων κοινής ωφελείας και να θαυμάζουν τόσα καλλιτεχνικά αριστουργήματα;».
Ελ. Μουζάκης: Πώς φροντίζει την εισηγμένη... από τον άλλο κόσμο!
«Αποτελούν πρόκληση οι εύποροι μέτοχοι που επιρρίπτουν σε τρίτους τα βάρη εξυγίανσης των εταιριών τους, υπονομεύουν την αναδιάρθρωση και απαιτούν να διοικούν.
Αν δεν συμμετέχουν στο κόστος διάσωσης των επιχειρήσεών τους και δεν συνεργάζονται, τότε οι πιστωτές πρέπει να αποκτούν τον έλεγχο-διοίκηση των εταιρειών», ήταν το περιεχόμενο της σχετικής ανάρτησης.
Γενικότερα, αν και κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, έντονα παράπονα υπάρχουν για ορισμένους βασικούς μετόχους που διαθέτουν πολύ υψηλά ποσά καταθέσεων στο εξωτερικό και δεν χρησιμοποιούν μέρος αυτών προκειμένου να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους.
Αντιδιαμετρική ωστόσο είναι η στάση που κρατάει για την ομώνυμη εισηγμένη εταιρεία ο ιδρυτής της Ελευθέριος Μoυζάκης, ακόμη και... δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του!
Η ουσία είναι πως ο Ελευθέριος Μoυζάκης, που κατά τη διάρκεια της ζωής του υπήρξε ο υψηλότερα φορολογούμενος πολίτης της χώρας, ο πρωτοπόρος των ελληνικών εξαγωγών και ο «πατριάρχης» της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, ξεχώρισε και για κάτι ακόμη:
Συνέταξε τη διαθήκη του με πρόνοια να στηρίξει τη βιωσιμότητα της εταιρείας που ίδρυσε για πολλά πολλά χρόνια, ακόμη και μετά τον θάνατό του!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στις εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις της Μoυζάκης, ο καθαρός δανεισμός της εισηγμένης περιορίζεται μόλις στα 4,45 εκατ. ευρώ, ενώ παράλληλα στο μακροπρόθεσμο παθητικό υπάρχει ο λογαριασμός «Μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς μετόχους», με υπόλοιπο 16,528 εκατ. ευρώ!
Πώς όμως έχει συμβεί αυτό;
Πρώτον, το 2004 ο εκλιπών είχε τοποθετήσει ως προκαταβολή έναντι μελλοντικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου ποσό της τάξεως των 9,6 εκατ. ευρώ. Η συγκεκριμένη ΑΜΚ δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και τα χρήματα αυτά παρέμειναν (άτοκα) στην εταιρεία και
δεύτερον (και κυριότερο) ο εκλιπών όρισε στη διαθήκη του -υπόψη των τραπεζών- προσωπικό του λογαριασμό με υπόλοιπο άνω των 18 εκατ. δολαρίων, από τον οποίο οι τράπεζες θα μπορούσαν να εισπράξουν χρήματα σε περίπτωση που η εισηγμένη αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας στο μέλλον!
«Αυτό γιατί κατά τη διάρκεια της ζωής μου, με τιμήσατε δίδοντάς μου δάνεια μόνο με την υπογραφή μου», φέρεται να αναγράφει στη διαθήκη ο εκλιπών, απευθυνόμενος προς τους τραπεζίτες.
Από τον θάνατο του Ελευθέριου Μουζάκη (το 2006) έως σήμερα, δύο φορές οι τράπεζες έχουν κάνει χρήση του συγκεκριμένου λογαριασμού.
Η πρώτη ήταν τον Φεβρουάριο του 2014, όταν υπήρξε κατάπτωση εγγύησης από πλευράς Εθνικής Τράπεζας για αποπληρωμή χρεολυσίου και τόκων ύψους 3,71 εκατ. ευρώ της θυγατρικής Μουζάκης-Εκκοκκιστήρια Σερρών.
Και η δεύτερη φέτος, με την αποπληρωμή συνολικού δανείου 3,2 εκατ. ευρώ της μητρικής εταιρείας.
Ως αποτέλεσμα, οι υποχρεώσεις της εισηγμένης προς τους μετόχους από τα 9,6 αυξήθηκαν στα 16,5 εκατ. ευρώ.
Το θετικό για το μέλλον της κλωστοβιομηχανίας Μoυζάκης είναι πως υπάρχει ακόμη στον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό ένα επιπλέον ποσό που υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια δολάρια και μπορεί να διατεθεί ως άτοκο δάνειο για την ενίσχυση του εισηγμένου ομίλου.
Η ύπαρξη αυτού του ποσού θεωρείται πολύ σημαντική σε μια περίοδο έντονης κρίσης που χαρακτηρίζει τόσο τον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, όσο και την ελληνική οικονομία γενικότερα.
Όμως, τα δύο ερώτημα που τίθενται είναι τα εξής:
Πρώτον, πότε θα πρέπει να αποπληρωθεί αυτό το άτοκο δάνειο που σήμερα ανέρχεται στα 16,5 εκατ. ευρώ και που μελλοντικά θα μπορούσε να αυξηθεί έως και κατά δέκα εκατ. δολάρια;
Και δεύτερον, αν αποπληρωθεί, σε ποιους θα αποδοθεί;
Το δάνειο αυτό θα αποδοθεί στους κληρονόμους του Ελευθερίου Μουζάκη (συγγενικά πρόσωπα, αλλά και ιστορικά στελέχη της εισηγμένης εταιρείας) ουσιαστικά από το έτος 2021 και μετά, καθώς μέχρι τότε οι κληρονόμοι στερούνται -βάσει της διαθήκης- μιας σειράς δικαιωμάτων, όπως αυτά της ψήφου και της μεμονωμένης πώλησης μετοχών.
Αυτά στη θεωρία, καθώς εκτιμάται πως ακόμη και μετά το 2021 οι κληρονόμοι δεν θα απαιτήσουν τα χρήματα, καθώς προτεραιότητά τους είναι η επιβίωση της ιστορικής βιομηχανίας.
ΥΓ: Αυτό τον μήνα έκλεισαν δέκα χρόνια από τον θάνατο του Ελευθερίου Μουζάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου