Ως αναγκαιότητα περιγράφει την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να
επισπεύσει την διαδικασία για την εκλογή προέδρου της δημοκρατίας η
Nomura σε ανάλυσή της με χθεσινή ημερομηνία, παρά σαν μια ένδειξη
εμπιστοσύνης ότι διαθέτει τον απαραίτητο αριθμό των 180 βουλευτών που
χρειάζονται για να εκλεγεί πρόεδρος της δημοκρατίας.
Όπως υποστηρίζει, με αυτή την κίνησή της η κυβέρνηση αυξάνει την
πίεση στους βουλευτές από τη στιγμή που η αξιολόγηση της τρόικας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και η πιστωτική γραμμή δεν βρίσκεται ακόμη στη θέση της. Επίσης, αυξάνει την πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση που δεν εκλεγεί πρόεδρος και ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις επακόλουθες κοινοβουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα με τη Nomura, μια «αναστροφή» θα είναι πιο δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σενάριο όπου θα πρέπει να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν το μνημόνιο για την πιστωτική γραμμή (ECCL) υπό την πίεση των περιορισμένων ταμειακών διαθεσίμων.
Επίσης, αποφεύγει το να υποχρεωθεί η κυβέρνηση συνασπισμού να ψηφίσει μέτρα πριν από τις προεδρικές εκλογές, και τέλος, μειώνει τον χρόνο που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία συμμαχιών κατά της διαδικασίας εκλογής προέδρου.
Αναφέρει δε ότι η κυβέρνηση έχει τη στήριξη (για τον υποψήφιο της προεδρίας) περίπου 173-175 βουλευτών. «Ωστόσο, οι υπόλοιποι 5-7 βουλευτές θα είναι πιο δύσκολο να βρεθούν, καθώς απαιτείται η προσέλκυση πέντε ψήφων από τους ΑΝΕΛ».
Συνολικά, εκτιμά ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου χρειάζεται επιπλέον στήριξη είτε από τους ΑΝΕΛ είτε από τη ΔΗΜΑΡ. «Η επιλογή του Σταύρου Δήμα, ο οποίος είναι μια σεβαστή προσωπικότητα από τον χώρο της δεξιάς, στόχο έχει να προσελκύσει κάποιους από τους βουλευτές των ΑΝΕΛ ώστε να τον ψηφίσουν, χωρίς την ίδια στιγμή να αποθαρρύνει τους αριστερούς βουλευτές της ΔΗΜΑΡ να κάνουν το ίδιο».
Η Nomura συνεχίζει να διατηρεί το βασικό της σενάριο για πρόωρες εκλογές μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια εκλογής προέδρου της δημοκρατίας. «Χθες (την Δευτέρα) υποβαθμίσαμε αυτή την πιθανότητα στο 60% από το 70%, αν και ομολογουμένως, τα νέα που έρχονται αυξάνουν τον κίνδυνο μιας αποτυχημένης προσπάθειας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας».
HSBC: Ο νικητής των εκλογών θα διαπραγματευτεί με την τρόικα
Η αποτυχία εκλογής προέδρου της δημοκρατίας θα οδηγήσει στην διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα, επισημαίνει η HSBC σε ανάλυσή της με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου. Όπως υποστηρίζει, ο νικητής των κοινοβουλευτικών εκλογών θα είναι αυτός που θα πρέπει να διαπραγματευτεί την παράταση του προγράμματος με την τρόικα, «κάτι που είναι δίκοπο μαχαίρι για τον ΣΥΡΙΖΑ».
Όπως υποστηρίζει, με αυτή την κίνησή της η κυβέρνηση αυξάνει την
πίεση στους βουλευτές από τη στιγμή που η αξιολόγηση της τρόικας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και η πιστωτική γραμμή δεν βρίσκεται ακόμη στη θέση της. Επίσης, αυξάνει την πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση που δεν εκλεγεί πρόεδρος και ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις επακόλουθες κοινοβουλευτικές εκλογές.
Σύμφωνα με τη Nomura, μια «αναστροφή» θα είναι πιο δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα σενάριο όπου θα πρέπει να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν το μνημόνιο για την πιστωτική γραμμή (ECCL) υπό την πίεση των περιορισμένων ταμειακών διαθεσίμων.
Επίσης, αποφεύγει το να υποχρεωθεί η κυβέρνηση συνασπισμού να ψηφίσει μέτρα πριν από τις προεδρικές εκλογές, και τέλος, μειώνει τον χρόνο που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για τη δημιουργία συμμαχιών κατά της διαδικασίας εκλογής προέδρου.
Αναφέρει δε ότι η κυβέρνηση έχει τη στήριξη (για τον υποψήφιο της προεδρίας) περίπου 173-175 βουλευτών. «Ωστόσο, οι υπόλοιποι 5-7 βουλευτές θα είναι πιο δύσκολο να βρεθούν, καθώς απαιτείται η προσέλκυση πέντε ψήφων από τους ΑΝΕΛ».
Συνολικά, εκτιμά ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου χρειάζεται επιπλέον στήριξη είτε από τους ΑΝΕΛ είτε από τη ΔΗΜΑΡ. «Η επιλογή του Σταύρου Δήμα, ο οποίος είναι μια σεβαστή προσωπικότητα από τον χώρο της δεξιάς, στόχο έχει να προσελκύσει κάποιους από τους βουλευτές των ΑΝΕΛ ώστε να τον ψηφίσουν, χωρίς την ίδια στιγμή να αποθαρρύνει τους αριστερούς βουλευτές της ΔΗΜΑΡ να κάνουν το ίδιο».
Η Nomura συνεχίζει να διατηρεί το βασικό της σενάριο για πρόωρες εκλογές μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια εκλογής προέδρου της δημοκρατίας. «Χθες (την Δευτέρα) υποβαθμίσαμε αυτή την πιθανότητα στο 60% από το 70%, αν και ομολογουμένως, τα νέα που έρχονται αυξάνουν τον κίνδυνο μιας αποτυχημένης προσπάθειας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας».
HSBC: Ο νικητής των εκλογών θα διαπραγματευτεί με την τρόικα
Η αποτυχία εκλογής προέδρου της δημοκρατίας θα οδηγήσει στην διεξαγωγή πρόωρων εκλογών στην Ελλάδα, επισημαίνει η HSBC σε ανάλυσή της με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου. Όπως υποστηρίζει, ο νικητής των κοινοβουλευτικών εκλογών θα είναι αυτός που θα πρέπει να διαπραγματευτεί την παράταση του προγράμματος με την τρόικα, «κάτι που είναι δίκοπο μαχαίρι για τον ΣΥΡΙΖΑ».
Σύμφωνα με την HSBC, η αβεβαιότητα πιθανώς θα
παραμείνει στις εκλογές μέχρι τις προεδρικές εκλογές, και θα μπορούσε να
αυξηθεί εάν η βουλή δεν κατορθώσει να εκλέξει πρόεδρο. Πιθανές
καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος θα μπορούσαν επίσης να
επηρεάσουν την οικονομική ανάκαμψη.
Η HSBC αναφέρει ότι η κυβέρνηση χρειάζεται να
προσελκύσει άλλες 25 ψήφους στο κοινοβούλιο για να εκλέξει πρόεδρο.
Κύριος στόχος θα είναι οι 23 ανεξάρτητοι βουλευτές και τα μέλη των
μικρότερων κομμάτων.
«Επίσης, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έχουν ζητήσει πρόωρες εκλογές, ενώ οι τελευταίες δημοσκοπήσεις τους
δίνουν προβάδισμα έναντι της Νέας Δημοκρατίας –αν και το τωρινό
προβάδισμα μπορεί να μην είναι αρκετό για να του δώσει την αυτοδυναμία-
ωστόσο, με το νέο χρονοδιάγραμμα δεν μπορούν πλέον να βρίσκονται στην
πίσω θέση, και θα πρέπει να εξηγήσουν στους πολίτες πώς σκοπεύουν να
διαπραγματευτούν με την τρόικα, όταν η τεχνική παράταση λήξει, τον
Μάρτιο του 2015» αναφέρει η HSBC.
Προσθέτει ότι η κατάσταση αυτή αναμένεται να
δημιουργήσει κάποια νευρικότητα στις αγορές εν όψει της εκλογής
προέδρου, που αποτυπώνεται ήδη. Περισσότερη αβεβαιότητα θα πρέπει να
αναμένεται εάν η βουλή δεν κατορθώσει να εκλέξει πρόεδρο της
δημοκρατίας, καθώς το πολύ κατακερματισμένο εκλογικό σώμα θα οδηγήσει σε
μια κατάσταση όπως αυτή του 2012.
«Δεν βλέπουμε ωστόσο έναν άμεσο κίνδυνο χρεοκοπίας,
λαμβάνοντας επίσης υπόψη την ανθεκτικότητα που επέδειξε η Ελλάδα στο
παρελθόν, στις καθυστερήσεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με
την τρόικα, αλλά οι μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2015 (21 δισ.
ευρώ, συμπεριλαμβανομένης και της αποπληρωμής του ΔΝΤ), συνιστούν ένα
ρίσκο σε περίπτωση μιας παρατεταμένης καθυστέρησης», αναφέρει η HSBC.
Citigroup: Μεγάλες πολιτικές αβεβαιότητες στην Ελλάδα
Το ρίσκο διεξαγωγής πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών, επισημαίνει σε ανάλυσή της με χθεσινή ημερομηνία η Citigroup, ύστερα από την επίσπευση της διαδικασίας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας από την ελληνική κυβέρνηση.
Citigroup: Μεγάλες πολιτικές αβεβαιότητες στην Ελλάδα
Το ρίσκο διεξαγωγής πρόωρων κοινοβουλευτικών εκλογών, επισημαίνει σε ανάλυσή της με χθεσινή ημερομηνία η Citigroup, ύστερα από την επίσπευση της διαδικασίας εκλογής προέδρου της δημοκρατίας από την ελληνική κυβέρνηση.
Τονίζει δε ότι η κίνηση αυτή έχει αναβιώσει τους
φόβους της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, «δεδομένης της υψηλής
δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά μέσο όρο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον
ΣΥΡΙΖΑ να προηγείται και να κερδίζει τις κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά
πιθανώς χωρίς αυτοδυναμία. Το follow-up του προγράμματος διάσωσης
πρόκειται να διαπραγματευτεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, και η κατάληξή
του μπορεί ως εκ τούτου, να εξαρτηθεί από την έκβαση των πιθανών
κοινοβουλεθτικών εκλογών».
Προσθέτει ακόμη ότι η κίνηση του Αν. Σαμαρά, δεν
αποκλείει το γεγονός τα mainstream κόμματα να συγκεντρώσουν από κοινού
την πλειοψηφία που χρειάζεται για να λάβουν τη στήριξη για τον προεδρικό
υποψήφιο. Οι πολιτικές προοπτικές για την Ελλάδα παραμένουν εξαιρετικά
ανησυχητικές, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να
λάβει την αυτοδυναμία στις νέες κοινοβουλευτικές εκλογές.
Αντιθέτως, συνεχίζει, όπως αναμένεται και αλλού στην
Ευρώπη, η κατακερματισμένη υποστήριξη θα οδηγήσει πιθανώς σε μια αδύναμη
νέα κυβέρνηση και πιθανώς σε μια εύθραυστη βουλή. «Κατά την άποψή μας,
οι νέες εξελίξεις αναδεικνύουν τις μεγάλες πολιτικές αβεβαιότητες στην
Ελλάδα, που σε κάθε περίπτωση υπήρχαν, παρά τις αυξάνουν».
Σύμφωνα με την Citigroup, η κυβέρνηση επίσπευσε την
εκλογική διαδικασία διότι επιθυμεί να μειώσει τον χρόνο πολιτικής
αβεβαιότητας, «όπως υποστήριξε η κυβερνητική εκπρόσωπος. Δεύτερον, η
κίνηση της κυβέρνησης μοιάζει να έχει στόχο να μεγιστοποιήσει τις
πιθανότητές της, τόσο στην προεδρική εκλογή όσο και στο ενδεχόμενο
κοινοβουλευτικών εκλογών. Για την προεδρική εκλογή, διαχωρίζοντας την
ψηφοφορία από τις διαπραγματεύσεις της τρέχουσας αξιολόγησης και την
διάσωση μετά (η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την ανάγκη συμφωνίας σε
πολιτική μη δημοφιλείς επιπλέον περικοπές και διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις), ίσως αυξήσει τις πιθανότητες συγκέντρωσης των ψήφων που
χρειάζονται για να αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές».
Η Citigroup αναφέρει ότι εάν διεξαχθούν πρόωρες
εκλογές, «πιθανώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωθεί –ο οποίος μέχρι τώρα έχει
απορρίψει τη συνέχιση της διάσωσης- να λάβει μια ξεκάθαρη στάση
αναφορικά με μια ενδεχόμενη follow-up διάσωση. Επίσης θα παρουσιάσει
στους ψηφοφόρους μια επιλογή μεταξύ της τρέχουσας κυβέρνησης και μιας
πιο αβέβαιης προοπτικής υπό μιας πιθανής κυβέρνησης της οποίας θα
ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ».
Barclays: Ποια τα επόμενα βήματα για την Ελλάδα
Ως «συγκρατημένα θετικές» σχολιάζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα η Barclay’s σε ανάλυσή της με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου, παρά το ότι το πολιτικό outlook παραμένει δύσκολο για την κυβέρνηση συνασπισμού.
Ο χαρακτηρισμός έρχεται λόγω του ότι έτσι της δίνεται μια ευκαιρία να ολοκληρώσει την αξιολόγηση του προγράμματος και να λάβει την τελευταία δόση από την ΕΕ Και το ΔΝΤ. Επίσης, εκτιμά ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεσμεύουν οικονομικούς πόρους για ένα επακόλουθο πρόγραμμα με τη μορφή μιας πιστωτικής γραμμής. «Οι όροι που συνδέονται με αυτό το πρόγραμμα, προφανώς εξορθολογισμένοι και ενδεχομένως με μεγαλύτερη εστίαση στις φιλό-αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, θα τις διαπραγματευτούν οι ελληνικές αρχές μετά από τις εκλογές».
Η Barclays επισημαίνει ότι ο πρωθυπουργός Αν. Σαμαράς κάνει λόγο για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας καθώς και για την λήξη του προγράμματος της τρόικας. Ωστόσο, οι σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2015-2016 –άνω των 20 δισ. ευρώ- υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα πιθανώς να πρέπει να παραμείνει σε ένα πρόγραμμα για τα επόμενα δύο χρόνια.
«Μπορεί να μην είναι ένα πλήρες πρόγραμμα όπως το τρέχον. Η προτεινόμενη πιστωτική γραμμή (το έχει ήδη υποσχεθεί το Eurogroup, αναμένεται επίσης και το ΔΝΤ να παράσχει χρηματοδότηση), θα περιλαμβάνει πιο περιορισμένους όρους, και θα μπορούσε να παρουσιαστεί από την κυβέρνηση ως ένα σημάδι οικονομικής αποτυχίας και «αποφοίτησης» από τη λιτότητα, για φιλοαναπτυξιακές τακτικές», αναφέρει η Barclays.
Αναφορικά με τις αποφάσεις του Eurogroup, η Barclays σχολιάζει ότι η επίσημη ανακοίνωση δεν περιλαμβάνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με ένα OSI. «Θεωρούμε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν βιάζονται να προτείνουν στα κοινοβούλιά τους περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους του επισήμου τομέα. Εκτιμούμε ότι θα συζητήσουν μόνο αφότου ολοκληρωθεί η πέμπτη αξιολόγηση, συμφωνηθεί ένα νέο πρόγραμμα, και η υλοποίηση των δεσμεύσεων είναι ικανοποιητική.
Ένα βασικό ερώτημα είναι τι συμβαίνει εάν η κυβέρνηση δεν λάβει την στήριξη που χρειάζεται για την εκλογή προέδρου και η χώρα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές στο α΄ τρίμηνο του 2015. «Τι θα συμβεί εάν ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού;».
Η Barclays θεωρεί ότι είναι πιθανή μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στο ενδεχόμενο εκλογών, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο ότι θα πάρει την αυτοδυναμία. Για να πάρει την αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πάρει το λιγότερο των 33,7% των ψήφων, που αντιστοιχούν σε 101 έδρες, οι οποίες αν προστεθούν στο bonus των 50 εδρών, θα του δώσουν μια μικρή απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.
«Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση συνασπισμού του ΣΥΡΙΖΑ θα δημιουργήσει κάποιες αναταράξεις στις αγορές, δεδομένης της στάσης του σε διάφορα οικονομικά θέματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν τρία βασικά ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι έχει μαλακώσει τη στάση του τους τελευταίους μήνες: έξοδο από την ευρωζώνη, χρεοκοπία, πρόγραμμα της τρόικας».
Για το πρώτο ζήτημα, η Barclays επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκάθαρα δεν ζητά πλέον να βγει η Ελλάδα από το ευρώ. Για το δεύτερο, τονίζει πως ο Αλ. Τσίπρας έχει επανειλημμένως δηλώσει πως θα ήταν πρόθυμος να επιδιώξει μια διεθνή διαγραφή του ενός τρίτου (περίπου) του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά, προσθέτει ότι θα προτιμούσε μια συναινετική λύση από το να κάνει χρήση της επιλογής για μια χρεοκοπία της Ελλάδας ως όπλο.
«Εκτός αυτού, πιο πρόσφατα, δήλωσε ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να ελαφρύνουν το χρέος της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι το χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί σε ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ, δίνοντας ένα κίνητρο στις άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης να τονώσουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα. Μια τέτοια δήλωση φαίνεται να είναι εξέλιξη από την αρχική του πρόταση που ανακοινώθηκε τον Ιανουάριο του 2014, όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία της ΕΕ», αναφέρει η Barclays.
Υπενθυμίζει δε ότι στο μανιφέστο των 10 σημείων του, ανέφερε την ανάγκη διεξαγωγής ενός συνεδρίου για το ευρωπαϊκό χρέος. «Θεωρούμε ότι ένα OSI παραμένει προτεραιότητα για την Ελλάδα, αλλά όχι βραχυπρόθεσμα, και μόνο στο πλαίσιο της επιτυχημένης ολοκλήρωσης του προγράμματος και της θέσπισης νέων όρων για μια νέα πιστωτική γραμμή από τον ESM (και ξεχωριστή χρηματοοικονομική στήριξη από το ΔΝΤ). Πιστεύουμε ότι μια ξεκάθαρη χρεοκοπία παραμένει απίθανη αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς. Παρόμοια με την έξοδο από την ευρωζώνη, μια τέτοια έκβαση θα έφερνε πολύ σημαντική οικονομική πίεση, και η εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της Ελλάδας θα αντιστρεφόταν, ιδιαίτερα καθώς η χώρα παραμένει ιδιαίτερα εξαρτημένη από την εξωτερική χρηματοδότηση».
Αναφορικά με το πρόγραμμα της τρόικας, η Barclays τονίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα ήδη ισχυρά αντίθετος στην παρέμβαση της τρόικας. Τώρα ωστόσο, επισημαίνει, έχει τελευταίως μαλακώσει τη στάση του, περιορίζοντας την αντίθεσή του στον σχεδιασμό του υπάρχοντος προγράμματος. στο πρόγραμμά του των 10 σημείων, ζήτησε μια άμεση λήξη της λιτότητας, αναστέλλοντας το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο. Επιπλέον, φέρεται να είναι πρόθυμος να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης 11 δισ. ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση του μηνιαίου μισθού στα 750 ευρώ, την αποκατάσταση των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.
«Σύμφωνα με την άποψή μας, φαίνεται απίθανο οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας να συμφωνήσουν με αυτά τα μέτρα (κυρίως να ακυρωθούν κάποια μέτρα που αφορούν την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας). Αντιθέτως, θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να διαπραγματευτεί τους μακροοικονομικούς όρους με την τρόικα, για να απελευθερώσει την απαραίτητη οικονομική στήριξη. Οι όροι αναμένεται να επικεντρωθούν στις διαρθρωτικές και φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα τα προηγούμενα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Barclays: Ποια τα επόμενα βήματα για την Ελλάδα
Ως «συγκρατημένα θετικές» σχολιάζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα η Barclay’s σε ανάλυσή της με ημερομηνία 9 Δεκεμβρίου, παρά το ότι το πολιτικό outlook παραμένει δύσκολο για την κυβέρνηση συνασπισμού.
Ο χαρακτηρισμός έρχεται λόγω του ότι έτσι της δίνεται μια ευκαιρία να ολοκληρώσει την αξιολόγηση του προγράμματος και να λάβει την τελευταία δόση από την ΕΕ Και το ΔΝΤ. Επίσης, εκτιμά ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεσμεύουν οικονομικούς πόρους για ένα επακόλουθο πρόγραμμα με τη μορφή μιας πιστωτικής γραμμής. «Οι όροι που συνδέονται με αυτό το πρόγραμμα, προφανώς εξορθολογισμένοι και ενδεχομένως με μεγαλύτερη εστίαση στις φιλό-αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, θα τις διαπραγματευτούν οι ελληνικές αρχές μετά από τις εκλογές».
Η Barclays επισημαίνει ότι ο πρωθυπουργός Αν. Σαμαράς κάνει λόγο για βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας καθώς και για την λήξη του προγράμματος της τρόικας. Ωστόσο, οι σημαντικές χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2015-2016 –άνω των 20 δισ. ευρώ- υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα πιθανώς να πρέπει να παραμείνει σε ένα πρόγραμμα για τα επόμενα δύο χρόνια.
«Μπορεί να μην είναι ένα πλήρες πρόγραμμα όπως το τρέχον. Η προτεινόμενη πιστωτική γραμμή (το έχει ήδη υποσχεθεί το Eurogroup, αναμένεται επίσης και το ΔΝΤ να παράσχει χρηματοδότηση), θα περιλαμβάνει πιο περιορισμένους όρους, και θα μπορούσε να παρουσιαστεί από την κυβέρνηση ως ένα σημάδι οικονομικής αποτυχίας και «αποφοίτησης» από τη λιτότητα, για φιλοαναπτυξιακές τακτικές», αναφέρει η Barclays.
Αναφορικά με τις αποφάσεις του Eurogroup, η Barclays σχολιάζει ότι η επίσημη ανακοίνωση δεν περιλαμβάνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με ένα OSI. «Θεωρούμε ότι τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν βιάζονται να προτείνουν στα κοινοβούλιά τους περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους του επισήμου τομέα. Εκτιμούμε ότι θα συζητήσουν μόνο αφότου ολοκληρωθεί η πέμπτη αξιολόγηση, συμφωνηθεί ένα νέο πρόγραμμα, και η υλοποίηση των δεσμεύσεων είναι ικανοποιητική.
Ένα βασικό ερώτημα είναι τι συμβαίνει εάν η κυβέρνηση δεν λάβει την στήριξη που χρειάζεται για την εκλογή προέδρου και η χώρα προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές στο α΄ τρίμηνο του 2015. «Τι θα συμβεί εάν ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση συνασπισμού;».
Η Barclays θεωρεί ότι είναι πιθανή μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στο ενδεχόμενο εκλογών, αν και δεν ήταν ξεκάθαρο ότι θα πάρει την αυτοδυναμία. Για να πάρει την αυτοδυναμία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να πάρει το λιγότερο των 33,7% των ψήφων, που αντιστοιχούν σε 101 έδρες, οι οποίες αν προστεθούν στο bonus των 50 εδρών, θα του δώσουν μια μικρή απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.
«Σε κάθε περίπτωση, μια κυβέρνηση συνασπισμού του ΣΥΡΙΖΑ θα δημιουργήσει κάποιες αναταράξεις στις αγορές, δεδομένης της στάσης του σε διάφορα οικονομικά θέματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν τρία βασικά ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι έχει μαλακώσει τη στάση του τους τελευταίους μήνες: έξοδο από την ευρωζώνη, χρεοκοπία, πρόγραμμα της τρόικας».
Για το πρώτο ζήτημα, η Barclays επισημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκάθαρα δεν ζητά πλέον να βγει η Ελλάδα από το ευρώ. Για το δεύτερο, τονίζει πως ο Αλ. Τσίπρας έχει επανειλημμένως δηλώσει πως θα ήταν πρόθυμος να επιδιώξει μια διεθνή διαγραφή του ενός τρίτου (περίπου) του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά, προσθέτει ότι θα προτιμούσε μια συναινετική λύση από το να κάνει χρήση της επιλογής για μια χρεοκοπία της Ελλάδας ως όπλο.
«Εκτός αυτού, πιο πρόσφατα, δήλωσε ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα πρέπει να ελαφρύνουν το χρέος της Ελλάδας, υποστηρίζοντας ότι το χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί σε ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ, δίνοντας ένα κίνητρο στις άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης να τονώσουν την ανάπτυξη στην Ελλάδα. Μια τέτοια δήλωση φαίνεται να είναι εξέλιξη από την αρχική του πρόταση που ανακοινώθηκε τον Ιανουάριο του 2014, όταν ήταν υποψήφιος για την προεδρία της ΕΕ», αναφέρει η Barclays.
Υπενθυμίζει δε ότι στο μανιφέστο των 10 σημείων του, ανέφερε την ανάγκη διεξαγωγής ενός συνεδρίου για το ευρωπαϊκό χρέος. «Θεωρούμε ότι ένα OSI παραμένει προτεραιότητα για την Ελλάδα, αλλά όχι βραχυπρόθεσμα, και μόνο στο πλαίσιο της επιτυχημένης ολοκλήρωσης του προγράμματος και της θέσπισης νέων όρων για μια νέα πιστωτική γραμμή από τον ESM (και ξεχωριστή χρηματοοικονομική στήριξη από το ΔΝΤ). Πιστεύουμε ότι μια ξεκάθαρη χρεοκοπία παραμένει απίθανη αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς. Παρόμοια με την έξοδο από την ευρωζώνη, μια τέτοια έκβαση θα έφερνε πολύ σημαντική οικονομική πίεση, και η εκκολαπτόμενη ανάκαμψη της Ελλάδας θα αντιστρεφόταν, ιδιαίτερα καθώς η χώρα παραμένει ιδιαίτερα εξαρτημένη από την εξωτερική χρηματοδότηση».
Αναφορικά με το πρόγραμμα της τρόικας, η Barclays τονίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ πάντα ήδη ισχυρά αντίθετος στην παρέμβαση της τρόικας. Τώρα ωστόσο, επισημαίνει, έχει τελευταίως μαλακώσει τη στάση του, περιορίζοντας την αντίθεσή του στον σχεδιασμό του υπάρχοντος προγράμματος. στο πρόγραμμά του των 10 σημείων, ζήτησε μια άμεση λήξη της λιτότητας, αναστέλλοντας το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο. Επιπλέον, φέρεται να είναι πρόθυμος να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής τόνωσης 11 δισ. ευρώ, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση του μηνιαίου μισθού στα 750 ευρώ, την αποκατάσταση των συντάξεων και των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων.
«Σύμφωνα με την άποψή μας, φαίνεται απίθανο οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας να συμφωνήσουν με αυτά τα μέτρα (κυρίως να ακυρωθούν κάποια μέτρα που αφορούν την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας). Αντιθέτως, θεωρούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να διαπραγματευτεί τους μακροοικονομικούς όρους με την τρόικα, για να απελευθερώσει την απαραίτητη οικονομική στήριξη. Οι όροι αναμένεται να επικεντρωθούν στις διαρθρωτικές και φιλοαναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, διατηρώντας παράλληλα τα προηγούμενα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης».
Επιμέλεια: Έφη Ευθυμίου
απο το capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου