Κάποτε
ήταν ένας μεγάλος Βασιλιάς, όμοιός του δεν είχε ξαναϋπάρξει, κάνεις δεν
τολμούσε να του αντιταχθεί, άρχοντες και λαός τον σέβονταν και τον
τιμούσαν.
Ακόμα οι βασιλιάδες των γύρω βασιλείων τον φοβόντουσαν και του επέδιδαν τιμές, ένας Βασιλιάς των Βασιλέων.
Κάποια στιγμή ο μεγάλος Βασιλιάς ερωτεύτηκε μια χωριατοπούλα από την πιο
φτωχή οικογένεια του πιο φτωχού χωριού του Βασιλείου του.
Σκέφτηκε λοιπόν να πάει να την συναντήσει στην καλύτερη του άμαξα, μαζί με όλη την βασιλική του φρουρά και την βασιλική ορχήστρα και να την ντύσει με τα πιο όμορφα ρούχα του και να λούσει όλη την οικογένεια της με τα δώρα του.
Δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί μια τέτοια πρόταση καμία γυναίκα του Βασίλειου, πόσο μάλλον η πιο φτωχή των πιο φτωχών.
Τότε όμως του ήρθε μια σκέψη που τον τάραξε! Θα με αγαπάει όμως; Δεν ήθελε να δεχτεί την πρόταση του από φόβο ή σεβασμό, ήθελε να τον αγαπήσει πραγματικά. Δεν ήθελε η αγαπημένη του να τον δοξάσει, λόγω της δύναμης και του μεγαλείου του, αλλά ήθελε εκείνος να την δοξάσει και να την ανυψώσει. Ήθελε την αγαπημένη του ως Βασίλισσα και συνοδοιπόρο στην ζωή του ως Βασιλιά, δεν ήθελε μια άβουλη, τρομαγμένη δούλα. Κατάλαβε λοιπόν ότι ο έρωτας χρειάζεται ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ισότητα.
Έπειτα χαρούμενος του ήρθε μια άλλη σκέψη: «Θα την ανυψώσω και θα την κάνω όμοιά μου και μετά θα της κάνω την πρότασή μου. Θα της δώσω τίτλους, τιμές και δώρα και θα την κάνω την πιο πλούσια αρχοντοπούλα του Βασιλείου μου».
Μετά όμως συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα συνέχιζε να υπάρχει. Στην καλύτερη περίπτωση να τον εκτιμήσει και να τον αγαπήσει από ευγνωμοσύνη για τα πλούσια δώρα του και στην χειρότερη περίπτωση θα έβλεπε όλες τις κινήσεις του, ως πονηρό τρόπο για να την κάνει να τον αγαπήσει, έναν τρόπο για να εξαγοράσει την αγάπη της.
Έτσι, συνειδητοποίησε την τραγικότητα του μεγαλείου και της δύναμής του, που ήταν για πρώτη φορά εμπόδιο. Ναι, εμπόδιο μπροστά στην μεγάλη επιθυμία του.
Προβληματισμένος και λυπημένος περνούσε την ώρα μην ξέροντας τι να κάνει, μέχρι που άξαφνα σκέφτηκε για μια λύση στα διλήμματα του.
Η λύση όμως αυτή όμως θα απαιτούσε από αυτόν να κάνει την υπέρτατη θυσία. Εφόσον δεν μπορούσε να αναβιβάσει την αγαπημένη του στο ύψος του, χωρίς να την σκλαβώσει η χειρονομία του, σκέφτηκε να κατεβεί αυτός στο ύψος της.
Να απεκδυθεί όλα τα πλούτη, την δόξα και την δύναμή του και να γίνει ένας φτωχός κάτοικος του φτωχότερου χωριού της αγαπημένης του. Να βρει εκεί μια δουλειά, για να ζήσει δίπλα της, να την γνωρίσει, να την προσεγγίσει και αν πήγαιναν όλα καλά, να αγαπηθούνε και μετά να την αναβιβάσει στην δόξα του και να την κάνει βασίλισσά του.
Αυτή είναι μια όμορφη ιστορία του Δανού Χριστιανού Φιλοσόφου Søren Kierkegaard μέσα από την οποία εικονίζεται η ενανθρώπηση του Θεού.
Ο μεγάλος Βασιλιάς είναι ο Θεός και η φτωχή χωριατοπούλα, η πεσμένη ανθρωπότητα.
Δεν ήταν δυνατόν να τον αγαπήσουμε:
(α) αν έρχονταν με όλη την δόξα και την δύναμή Του, θα τον δεχόμασταν από φόβο, θα μας στερούσε την ελευθερία να τον απορρίψουμε,
(β) ούτε και αν μας έκανε αμέσως Θεούς θα τον αγαπούσαμε πραγματικά γι’ αυτό που είναι, αλλά για αυτό που μας έδωσε.
Έτσι, ο Θεός αποφάσισε να πάρει την μορφή ενός φτωχού ανθρώπου, να κατοικήσει μεταξύ μας, να μας δείξει ποιος είναι πραγματικά, ώστε να τον αγαπήσουμε και να μας αναβιβάσει μετά στο ύψος Του, να μας κάνει παιδιά και αδέλφια Του, Θεούς κατά χάρη.
Πως είναι δυνατόν να μην τον αγαπήσεις;
Και όμως πολύ δεν τον αγάπησαν, αντίθετα πολλοί τον παρεξήγησαν, γιατί δεν τον είδαν με την βασιλική του ενδυμασία, έτσι τον θεώρησαν μια ταλαίπωρη φυσιογνωμία της ιστορίας και ακόμα χειρότερα έναν απατεώνα…. Εμείς άραγε πως τον βλέπουμε;
Η μεγάλη Του θυσία κέρδισε την δική μας σκληρή καρδιά;
απο το orthmad.gr
Ακόμα οι βασιλιάδες των γύρω βασιλείων τον φοβόντουσαν και του επέδιδαν τιμές, ένας Βασιλιάς των Βασιλέων.
Κάποια στιγμή ο μεγάλος Βασιλιάς ερωτεύτηκε μια χωριατοπούλα από την πιο
φτωχή οικογένεια του πιο φτωχού χωριού του Βασιλείου του.
Σκέφτηκε λοιπόν να πάει να την συναντήσει στην καλύτερη του άμαξα, μαζί με όλη την βασιλική του φρουρά και την βασιλική ορχήστρα και να την ντύσει με τα πιο όμορφα ρούχα του και να λούσει όλη την οικογένεια της με τα δώρα του.
Δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί μια τέτοια πρόταση καμία γυναίκα του Βασίλειου, πόσο μάλλον η πιο φτωχή των πιο φτωχών.
Τότε όμως του ήρθε μια σκέψη που τον τάραξε! Θα με αγαπάει όμως; Δεν ήθελε να δεχτεί την πρόταση του από φόβο ή σεβασμό, ήθελε να τον αγαπήσει πραγματικά. Δεν ήθελε η αγαπημένη του να τον δοξάσει, λόγω της δύναμης και του μεγαλείου του, αλλά ήθελε εκείνος να την δοξάσει και να την ανυψώσει. Ήθελε την αγαπημένη του ως Βασίλισσα και συνοδοιπόρο στην ζωή του ως Βασιλιά, δεν ήθελε μια άβουλη, τρομαγμένη δούλα. Κατάλαβε λοιπόν ότι ο έρωτας χρειάζεται ελευθερία και η ελευθερία χρειάζεται ισότητα.
Έπειτα χαρούμενος του ήρθε μια άλλη σκέψη: «Θα την ανυψώσω και θα την κάνω όμοιά μου και μετά θα της κάνω την πρότασή μου. Θα της δώσω τίτλους, τιμές και δώρα και θα την κάνω την πιο πλούσια αρχοντοπούλα του Βασιλείου μου».
Μετά όμως συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα συνέχιζε να υπάρχει. Στην καλύτερη περίπτωση να τον εκτιμήσει και να τον αγαπήσει από ευγνωμοσύνη για τα πλούσια δώρα του και στην χειρότερη περίπτωση θα έβλεπε όλες τις κινήσεις του, ως πονηρό τρόπο για να την κάνει να τον αγαπήσει, έναν τρόπο για να εξαγοράσει την αγάπη της.
Έτσι, συνειδητοποίησε την τραγικότητα του μεγαλείου και της δύναμής του, που ήταν για πρώτη φορά εμπόδιο. Ναι, εμπόδιο μπροστά στην μεγάλη επιθυμία του.
Προβληματισμένος και λυπημένος περνούσε την ώρα μην ξέροντας τι να κάνει, μέχρι που άξαφνα σκέφτηκε για μια λύση στα διλήμματα του.
Η λύση όμως αυτή όμως θα απαιτούσε από αυτόν να κάνει την υπέρτατη θυσία. Εφόσον δεν μπορούσε να αναβιβάσει την αγαπημένη του στο ύψος του, χωρίς να την σκλαβώσει η χειρονομία του, σκέφτηκε να κατεβεί αυτός στο ύψος της.
Να απεκδυθεί όλα τα πλούτη, την δόξα και την δύναμή του και να γίνει ένας φτωχός κάτοικος του φτωχότερου χωριού της αγαπημένης του. Να βρει εκεί μια δουλειά, για να ζήσει δίπλα της, να την γνωρίσει, να την προσεγγίσει και αν πήγαιναν όλα καλά, να αγαπηθούνε και μετά να την αναβιβάσει στην δόξα του και να την κάνει βασίλισσά του.
Αυτή είναι μια όμορφη ιστορία του Δανού Χριστιανού Φιλοσόφου Søren Kierkegaard μέσα από την οποία εικονίζεται η ενανθρώπηση του Θεού.
Ο μεγάλος Βασιλιάς είναι ο Θεός και η φτωχή χωριατοπούλα, η πεσμένη ανθρωπότητα.
Δεν ήταν δυνατόν να τον αγαπήσουμε:
(α) αν έρχονταν με όλη την δόξα και την δύναμή Του, θα τον δεχόμασταν από φόβο, θα μας στερούσε την ελευθερία να τον απορρίψουμε,
(β) ούτε και αν μας έκανε αμέσως Θεούς θα τον αγαπούσαμε πραγματικά γι’ αυτό που είναι, αλλά για αυτό που μας έδωσε.
Έτσι, ο Θεός αποφάσισε να πάρει την μορφή ενός φτωχού ανθρώπου, να κατοικήσει μεταξύ μας, να μας δείξει ποιος είναι πραγματικά, ώστε να τον αγαπήσουμε και να μας αναβιβάσει μετά στο ύψος Του, να μας κάνει παιδιά και αδέλφια Του, Θεούς κατά χάρη.
Πως είναι δυνατόν να μην τον αγαπήσεις;
Και όμως πολύ δεν τον αγάπησαν, αντίθετα πολλοί τον παρεξήγησαν, γιατί δεν τον είδαν με την βασιλική του ενδυμασία, έτσι τον θεώρησαν μια ταλαίπωρη φυσιογνωμία της ιστορίας και ακόμα χειρότερα έναν απατεώνα…. Εμείς άραγε πως τον βλέπουμε;
Η μεγάλη Του θυσία κέρδισε την δική μας σκληρή καρδιά;
απο το orthmad.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου