Του Γεωργίου Ι. Μάτσου
Η μετανάστευση είναι πληγή της νεώτερης μόνον ελληνικής κοινωνίας. Στην αρχαιότητα και στη βυζαντινή περίοδο μεμονωμένα έφευγαν Έλληνες στο εξωτερικό. Η τουρκική κατάκτηση προκάλεσε όμως τεράστιο κύμα φυγής, που η
δημιουργία του ελλαδικού κράτους δεν ανέκοψε.Στην οικονομική ακμή της περιόδου 1970-2009 είχε διαφανεί τάση ανάσχεσης έως και αναστροφής της τάσης αυτής. Δυστυχώς η ελληνική οικονομική κρίση προκάλεσε νέο τεράστιο κύμα μετανάστευσης που δεν λέει να κοπάσει, παρά τις προσπάθειες της περιόδου 2019-2023, όταν είχε έλθει στο πολιτικό προσκήνιο, προσωρινά όπως αποδείχθηκε, ο όρος "brain gain".
Η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας είναι η προφανής ερμηνεία της πλειονότητας περιπτώσεων της μετανάστευσης. Πολλοί όμως είναι και αυτοί που δεν φεύγουν για να επιβιώσουν. Είναι η φυγή από επιλογή αυτή που καθιστά αναγκαία την ερμηνεία των αιτών του φαινομένου.
Χρήσιμη είναι καταρχάς η σύγκριση με τον χώρο της ναυτιλίας. Διότι πρόκειται για χώρο που δύναται να δραστηριοποιηθεί από το εξωτερικό, όμως από επιλογή δραστηριοποιείται πρωτίστως στην Ελλάδα. Γιατί ο χώρος της ναυτιλίας έρχεται στην Ελλάδα, ενώ μπορεί να φύγει, ενώ στην υπόλοιπη οικονομία ο κόσμος φεύγει, ενώ συχνά μπορεί και να παραμείνει;
Πρώτη απάντηση είναι το φορολογικό πλαίσιο. Πέρα από τη μη επιβολή φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ, το βασικό είναι η έλλειψη φορολογικής εξουσίας του ελλαδικού κράτους επί της ναυτιλίας. Ο ειδικός φόρος πλοίων είναι απλός στη λειτουργία του, δεν επιτρέπει την απόκρυψη φορολογητέας ύλης, ενώ το χαμηλό του ύψος είναι αντικίνητρο στη μη συμμόρφωση. Μικρή σημασία έχει η συνταγματική προστασία της φορολογίας της ναυτιλίας, διότι αυτή αφορά μόνον την ελληνική σημαία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του διοικούμενου από την Ελλάδα στόλου φέρει ξένη σημαία. Αυτό αποδεικνύει ευρύτερη συναίνεση για χαμηλή και με ασφάλεια δικαίου φορολογία της ναυτιλίας. Τόσο το πολιτικό σύστημα, όσο και η κοινωνία, βλέπει οφέλη στο ευνοϊκό καθεστώς.
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στην υπόλοιπη οικονομία. Δεν είναι μόνον η ανοικτά εχθρική προς την μικρή επιχειρηματικότητα φορολογία, όπως εκφράστηκε ιδίως από τους Κατρούγκαλο και Χατζηδάκη. Δεν είναι μόνον οι υπέρογκοι φορολογικοί συντελεστές της μισθωτής εργασίας και της έμμεσης φορολογίας. Είναι και ότι ακόμη και με συντελεστή εταιρικής φορολογίας στο ανεκτό 22% με 5% φόρο μερισμάτων (συνολική επιβάρυνση 25,9%), ο φορολογικός έλεγχος από υπηρεσίες, ο βαθμός διαφθοράς των οποίων αυξάνεται αντί να μειώνεται, μπορεί να ανατρέψει όλον τον οικονομικό προγραμματισμό ενός έντιμου φορολογουμένου. Αυτό κατατάσσει την Ελλάδα πολύ χαμηλά στην προτίμηση επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Μείζον αντικίνητρο εσχάτως καθίσταται η ραγδαία ανάπτυξη της ηλεκτρονικής οικονομικής γραφειοκρατίας. Ποιος θέλει να ασχολείται όλη μέρα αντί για τη δουλειά του, με τη διεκπεραίωση των ηλεκτρονικών λογιστικών υποχρεώσεων; Ποιος, επιχειρηματίας ή εργαζόμενος, θέλει τον βραχνά της παγκόσμιας ευρεσιτεχνίας της ψηφιακής κάρτας εργασίας; Ποιος θέλει τον εφιάλτη του επερχόμενου ηλεκτρονικού δελτίου αποστολής; Ποιος θέλει ιθύνοντες που αντί να αντιλαμβάνονται ότι η διεθνής μοναδικότητα τέτοιων εμπνεύσεων κάνει κακό στη χώρα, νομίζουν αντιθέτως ότι καθίστανται και πρωτοπόροι διεθνώς;
Τα μίζερα φορολογικά κίνητρα brain gain που δόθηκαν το 2019 είναι αποκαλυπτικά των διαθέσεων του ελλαδικού κράτους: Θέλουμε, λέει, ψηφιακούς νομάδες, όμως το ευνοϊκό καθεστώς τους διαρκεί επτά χρόνια. Αν μετά δεν τους αρέσει η υπαγωγή στην πλήρη φορολογική εξουσία του ελλαδικού κράτους, πρέπει πάλι να αλλάξουν φορολογική κατοικία. Αυτό που δεν τους λέει το ελλαδικό κράτος πριν κάνουν το λάθος να έλθουν εδώ, είναι το πόσο δύσκολα δέχεται ο Έλληνας εφοριακός φορολογική μετοίκιση στο εξωτερικό. Όσοι δεν το προσπάθησαν, δεν γνωρίζουν.
Το ληστρικό φορολογικό πλαίσιο δεν είναι όμως ο βαθύτερος λόγος της φυγής στο εξωτερικό. Το βαθύτερο "κάτι" που διώχνει τους νέους είναι η έλλειψη ευκαιριών. Κατά κυριολεξία ούτε καν αυτό, διότι ευκαιρίες υπάρχουν και εδώ. Το πρόβλημα είναι κυρίως ηθικό και έγκειται στην έλλειψη ουσιαστικής αξιοκρατίας στην οικονομία και στην κοινωνία.
Καταρχάς η ευνοιοκρατία του πολιτικού συστήματος δεν λειτουργεί μόνον στις δουλειές που σχετίζονται με το δημόσιο. Το πολιτικό σύστημα επιβάλει τους εκλεκτούς του (ακόμη και αργομισθίες) στον ιδιωτικό τομέα, επειδή π.χ. οι επιχειρήσεις συνεχώς χρειάζονται τους υπουργούς. Έτσι, το αδηφάγο πολιτικό σύστημα αφήνει περιορισμένο χώρο, σε επίπεδο και ρόλων και χρηματικό, για πραγματική αξιοποίηση των ικανών ανθρώπων.
Η δε υψηλή, σε σχέση με διεθνώς ισχύοντα, δυνατότητα επιβίωσης επιχειρήσεων με χαμηλό βαθμό συναλλακτικής εντιμότητας επιτείνει την κακή αντιμετώπιση των ταλαντούχων νέων εργαζομένων. Η πιθανότητα, ένας σεμνός και ικανός νέος να υποστεί αδιόρατα κακή μεταχείριση (και μισθολογική) από κακό εργοδότη, με βασική στόχευση να μην συνειδητοποιήσει την αξία του, είναι υπερβολικά υψηλή. Αν ο ταλαντούχος νέος συνειδητοποιεί ότι έχει ικανότητες προτού ξεκινήσει να εργάζεται σε τέτοιες επιχειρήσεις, μεταναστεύει κατευθείαν. Αν το συνειδητοποιήσει αργότερα, είτε επιλέγει τότε τη μετανάστευση, είτε αναζητεί λύση στο (καταδιωκόμενο) ελεύθερο επάγγελμα.
Ακόμη κι αν ο ταλαντούχος νέος πέσει σε έντιμο εργοδότη, οι πιθανότητες ο έντιμος εργοδότης να μπορεί να πληρώσει όσα θα άξιζε ο ταλαντούχος νέος και ενδεχομένως θα ήθελε και ο ίδιος ο έντιμος εργοδότης, είναι μάλλον χαμηλές. Και εδώ υπαίτιος είναι κατεξοχήν το πολιτικό σύστημα, που τείνει να ευνοεί τη μεγέθυνση επιχειρήσεων που υποκύπτουν στην ευνοιοκρατία, παρά όσες απλώς επιδιώκουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Η καλύτερη περιγραφή του ρόλου του πολιτικού συστήματος στη διάχυτη κοινωνική αναξιοκρατία, είναι ο νοερός "διάλογος" του Διονύση Παπαγιαννόπουλου ως κινηματογραφικού "Κοσμά Σκούταρη" στην ταινία "Τζένη Τζένη" με τον βουλευτή που στήριζε έως τότε: "Έκανες κύριε Γκόρτσο μου παπά τον γιο του Γιακουμή; Όχι. Γιατί κύριε Γκόρτσο μου; Επειδή είχε μια καταδίκη για πλαστογραφία; Εμ αν δεν είχε την καταδίκη κύριε Γκόρτσο μου, δεν σε χρειαζόμασταν κύριε Γκόρτσο μου". Το πολιτικό σύστημα, προσιδιάζοντας προς αυταρχικά και όχι προς δημοκρατικά καθεστώτα, αποκτά ευνοιοκρατικό ρόλο, όταν παραβιάζονται, όχι όταν τηρούνται οι κανόνες. Ακόμη κι όταν αυτοί δεν είναι νομικοί κανόνες, όπως ότι ο ιδιώτης εργοδότης πρέπει να προτιμήσει τον αξιότερο εργαζόμενο.
Η έλλειψη αξιοκρατίας στην οικονομία έχει και τη σημαντικότατη έμμεση συνέπεια ότι προκαλεί αντικίνητρο στους νέους να προσπαθήσουν για την απόκτηση ουσιαστικών προσόντων. Κίνητρο υπάρχει μόνον για τυπικά προσόντα, ως ευχερές πρόσχημα για να προτιμηθεί κάποιος αναξιοκρατικά έναντι άλλου ("και οι δύο έχουν μεταπτυχιακά"). Έτσι οι νέοι όχι μόνον αδιαφορούν για πραγματική ανάπτυξη των ικανοτήτων τους, αλλά και υιοθετούν τη συλλογιστική "δεν πας μπροστά με τον Σταυρό στο χέρι".
Γενικά στην Ελλάδα ισχύει το του ποιητή: "Διαβάτη δρόμος δεν υπάρχει, τον δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας". Είναι εύλογο οι περισσότεροι να μην έχουν διάθεση να φτιάξουν μόνοι τους δρόμους περπατώντας. Είτε θα επιλέξουν δρόμους εκτός Ελλάδος που δεν θα προσβάλλουν την αξιοπρέπειά τους, είτε θα επιλέξουν τα εγχώρια ευνοιοκρατικά "shortcuts".
Για να επιστρέψουμε στη ναυτιλία και στις διαφορές της από τη λοιπή οικονομία: Η μεγάλη διαφορά της ποντοπόρου ναυτιλίας ίσως είναι εντέλει η ολοκληρωμένη ένταξή της σε υπερεθνικό θεσμικό πλαίσιο (περιλαμβανομένων και υπερεθνικών δομών Δικαιοσύνης), που ευρίσκεται κατά βάση έξω από το βεληνεκές του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Καλώς ή κακώς (καλώς κατά τη γνώμη μου), η ενωμένη Ευρώπη ουδέποτε παρέσχε γενικό υποκατάστατο στο κακό εγχώριο θεσμικό πλαίσιο. Η λύση του ελληνικού προβλήματος εξακολουθεί λοιπόν να ευρίσκεται στα δικά μας αποκλειστικά χέρια. Πρέπει μόνοι μας να φτιάξουμε σωστό ελληνικό κράτος.
*Δ.Ν., Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου