Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία αυτά, συνολικά 2.722.000 άτομα, ήτοι 26,3% του
πληθυσμού της χώρας αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού πέρυσι, έναντι 28,3% το 2021.Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021.
Η κατάταξη της Ελλάδας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία σε σχέση με τις εννέα ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.
Βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), με το ποσοστό τους ωστόσο να εμφανίζεται μειωμένο κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%). Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίστηκε σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, υποχωρώντας κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Το ποσοστό για τους άνδρες ανερχόταν σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12,0%.
Σημειώνεται ότι το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ. Το 2022 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021), το 18,8% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας , ποσοστό μειωμένο κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός, που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012, οπότε και εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα εκτιμώνται σε 742.235, σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας που διαβιοί σε ιδιωτικά νοικοκυριά. Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανερχόταν σε 22,4%, ποσοστό μειωμένο κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (23,7%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω διαμορφώθηκε σε 18,9% (20,6% το 2021) και 15,8% (13,5% το 2021), αντίστοιχα.
Οι περιοχές με τις χειρότερες επιδόσεις
Σε ό,τι αφορά την εικόνα ανά Περιφέρεια, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, σε Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δυτική Ελλάδα (26,7%).
Αλληλένδετο με το επίπεδο εκπαίδευσης το ποσοστό κινδύνου φτώχειας
Όπως αναδεικνύεται από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Ειδικότερα, για το 2022, ο κίνδυνος φτώχειας ανερχόταν σε 25,9% για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και σε 7,2% για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι ομάδες με τα υψηλότερα ποσοστά
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2022 σε σχέση με το 2021. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 ήταν υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%) . Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών άγγιζε το 17,6% για τις γυναίκες και το 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών διαμορφώθηκε πέρυσι στο 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών ήταν 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας 13,0%. Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανερχόταν σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετώπιζαν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω διαμορφώθηκε σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.
Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας ήταν σημαντικά μεγαλύτερος και άγγιζε το 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 %.
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18-64 ετών διαμορφώθηκε σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18-64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,8% και 12,6%.
Σε ό,τι αφορά τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ο κίνδυνος φτώχειας διαμορφώθηκε σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση σε 18,4%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ήταν 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανερχόταν σε 19%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανήλθε σε 23,6%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ήταν 19,0%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ήταν 18,8%.
Αύξηση του μέσου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος
Το 14,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημά του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, το 15% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 70,4% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο.
Tο 26,1% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία του νέου κορωνοϊού (COVID-19), εκ των οποίων το 6,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημά του και το 20% ότι μειώθηκε.
Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.832 ευρώ, αυξημένο κατά 8,8% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου