Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Τι σημαίνουν οι αποφάσεις της ΕΚΤ και οι δηλώσεις της Κρ. Λαγκάρντ

Του Λεωνίδα Στεργίου

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Κριστίν Λαγκάρντ, επιβεβαίωσε την προαναγγελία για αύξηση επιτοκίων κατά 0,25% της μονάδας τον Ιούλιο και προχώρησε ένα βήμα ακόμα. Προετοίμασε τις αγορές για τα επόμενα βήμα: Επιπλέον αύξηση επιτοκίων κατά 0,25 της μονάδας ή περισσότερο αν χρειαστεί τον Σεπτέμβριο και νέες αυξήσεις στη συνέχεια, ανάλογα με τα

δεδομένα που θα έρχονται από το μέτωπο του πληθωρισμού.

Πρόκειται για ένα νέο μοτίβο επικοινωνίας της νομισματικής πολιτικής, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη Μαΐου, όταν η κυρία Λαγκάντ, σε ανάρτησή της στο blog της ΕΚΤ προανήγγειλε το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων (APP) στις αρχές Ιουλίου (όπως και αποφασίστηκε σήμερα) και την πρώτη αύξηση επιτοκίων τον Ιούλιο (όπως επιβεβαίωσε και μάλιστα με αριθμητική τιμή σήμερα).

Τι πέτυχε σήμερα

Η τακτική αυτή αποτελεί ένα νέο εργαλείο νομισματικής πολιτικής με στόχο:

α) Να κάνει η αγορά τη μισή δουλειά της ΕΚΤ, μέσα από την αύξηση του κόστους χρήματος και την ενίσχυση της ισοτιμίας του ευρώ. 

Πράγματι, τις τελευταίες ημέρες το euribor 3 μηνών ενσωμάτωσε την αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ τον Ιούλιο και από το επίπεδο του -0,5% έφτασε στο -0,3%. Η αύξηση των επιτοκίων στην αγορά περνά στα τελικά επιτόκια των τραπεζών λειτουργώντας αντιπληθωριστικά, στον βαθμό που ο πληθωρισμός ενισχύεται από τη ζήτηση. Όπως δείχνουν τα στοιχεία και όπως δήλωσε η κυρία Λαγκάρντ, ήδη έχει αυξηθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού προς επιχειρήσεις και προς νοικοκυριά.

Την ίδια στιγμή, η ισοτιμία του ευρώ ενισχύθηκε έναντι του δολαρίου, κάτι που έγινε πιο εμφανές λίγες ώρες πριν από την ανακοίνωση των αποφάσεων της ΕΚΤ. Η άνοδος της ισοτιμίας του ευρώ περιορίζει τις επιπτώσεις από τον εισαγόμενο πληθωρισμό, δηλαδή από τις τιμές ενέργειας που αποτελούν τον κύριο πληθωριστικό παράγοντα. Οι αυξήσεις επιτοκίων από τις άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως από τη Fed που είχαν προηγηθεί, είχαν αποδυναμώσει την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, ενισχύοντας τις εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις (πληθωρισμός κόστους ή προσφοράς). 

β) Περιορίζει την αβεβαιότητα και, κατά συνέπεια, τους κινδύνους στις αγορές και την οικονομία της Ευρωζώνης, ώστε να προστατευτεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να επιβαρυνθεί η ανάπτυξη όσο το δυνατόν λιγότερο από την άνοδο των επιτοκίων.

Από τη μία πλευρά, η κυρία Λαγκάρντ προειδοποίησε για αυξημένους κινδύνους, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, του πολέμου και της αβεβαιότητας που μπορεί να πλήξουν την εμπιστοσύνη (ανάπτυξη) και τη ρευστότητα (αύξηση spread, πτώση αγορών κ.λπ.). Από την άλλη, υπενθύμισε και τα θετικά στοιχεία που υποστηρίζουν την ανάπτυξη (απασχόληση, υψηλή αποταμίευση, ισχυρή ανάκαμψη των υπηρεσιών και του τουρισμού κ.λπ.). Ενισχυτικά, καθησυχάζει τις αγορές σημειώνοντας ότι το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων PEPP δεν σταματά να επαναγοράζει ομόλογα που λήγουν, ενισχύοντας οικονομίες, όπως της Ελλάδας με υψηλό δημόσιο χρέος, έως το 2024. Και προχωρά ακόμα δύο βήματα παραπέρα: Υπόσχεται σταδιακές προσαρμογές και μέγιστη ευελιξία, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεκινήσει πάλι το PEPP να κάνει νέες καθαρές αγορές ομολόγων αν χρειαστεί. Το δεύτερο βήμα περιλαμβάνει τη χρήση νέων εργαλείων που θα τεθούν σε λειτουργία εφόσον αυτό χρειαστεί, δηλαδή αν διαπιστωθούν προβλήματα τις αγορές που θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοδότηση κρατών, επιχειρήσεων και του χρηματοοικονομικού συστήματος. 

γ) Περιορίζει τις πληθωριστικές προσδοκίες ώστε να προλάβει ανατιμήσεις από την αγορά και κυρίως υψηλές μισθολογικές αυξήσεις. Η κυρία Λαγκάρντ τόνισε πολλές φορές και με όλους τους τρόπους ότι η εντολή της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα των τιμών και ότι αυτό θα επιτευχθεί. Για του λόγου το αληθές, προαναγγέλλει αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες θα συνεχιστούν και ίσως να είναι υψηλότερες από 0,25 μονάδες βάσης τη φορά εάν ο πληθωρισμός επιμένει.

Τι σημαίνουν οι αποφάσεις για την Ελλάδα

Η αύξηση των επιτοκίων σημαίνει άνοδο του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και Δημόσιο. Δηλαδή ακριβότερα δάνεια και αύξηση των δόσεων για εκείνα που συνδέονται με κυμαινόμενο επιτόκιο.

Δημόσιο χρέος

Για το δημόσιο χρέος δεν υπάρχει άμεση επίπτωση, λόγω του ευνοϊκού επιτοκιακού προφίλ με μεγάλες διάρκειες. Ωστόσο, αν ο δανεισμός γίνει συχνός με υψηλότερα επιτόκια, το προφίλ αυτό θα επιδεινωθεί και το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα αυξηθεί.

Νοικοκυριά και επιχειρήσεις

Για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, η συνολική επιβάρυνση από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25 της μονάδας δεν αναμένεται να ξεπεράσει τα 160 εκατ. ευρώ (εξυπηρέτηση δανείων). Η επιβάρυνση αυτή διπλασιάζεται με επόμενη αύξηση κατά 0,25 της μονάδας τον Σεπτέμβριο. Στη συνέχεια, κάθε νέα αύξηση επιτοκίων μετριάζει τις συνολικές επιβαρύνσεις, διότι ένα μέρος περνά στα επιτόκια καταθέσεων.

Δάνεια

Σε ό,τι αφορά στα δάνεια, η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ (ή η πρόθεσή της) επηρεάζει το euribor 3 μηνών το οποίο βρίσκεται σήμερα στο -0,3%. Τα περισσότερα δάνεια στην ελληνική αγορά είναι συνδεδεμένα με το euribor 3 μηνών (σχεδόν 95%). Πολλά από αυτά, το τελικό επιτόκιο δεν λαμβάνει υπόψη αρνητικές τιμές του euribor, οπότε δεν θα υπάρχουν μεταβολές στις δόσεις μέχρι αυτό να φτάσει στο μηδέν. Ενδεχομένως αυτό να γίνει μέχρι τον Σεπτέμβριο.

Επιπλέον, η πλειονότητα των δανείων στην Ελλάδα είναι τοκοχρεολυτικά. Αυτό σημαίνει ότι όσο παλαιότερα είναι, τόσο μικρότερο κομμάτι των τόκων αποπληρώνεται. Άρα, η συνέπεια από την άνοδο των επιτοκίων θα είναι μικρότερη. Μεγαλύτερη θα είναι στα νέα δάνεια. 

Στα δάνεια με σταθερό επιτόκιο, η επίπτωση αφορά στα νέα δάνεια, καθώς τα νέα σταθερά επιτόκια θα είναι υψηλότερα. Τα σταθερά επιτόκια επηρεάζονται από τις καμπύλες αποδόσεων στα ομόλογα, όπου οι αυξήσεις έχουν φτάσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο τις 1,5-2 ποσοστιαίες μονάδες.

Καταθέσεις

Οι αυξήσεις των επιτοκίων από την αγορά περνούν πρώτα στα επιτόκια των δανείων, σχεδόν η μισή αύξηση, σε διάστημα ενός μηνός. Η αναπροσαρμογή των σταθερών επιτοκίων στα δάνεια είναι πιο άμεση, εκτός κι αν οι τράπεζες για λόγους ανταγωνισμού απορροφούν μέρος του κόστους για λόγους ανταγωνισμού.

Στις καταθέσεις, οι αυξήσεις επιτοκίων είναι μικρότερες και περνούν στον αποταμιευτή αφού η ΕΚΤ αποφασίσει άνοδο μεγαλύτερη των 50 μονάδων βάσης. Οι αυξήσεις στα επιτόκια καταθέσεων γίνονται πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερο βαθμό στις μακρινές διάρκειες, ενώ αργούν οι βραχυπρόθεσμες, π.χ. στις καταθέσεις όψεως. Αυτό διότι η βραχυπρόθεσμη ρευστότητα είναι υψηλή λόγω των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων, των πακέτων στήριξης και της αύξησης των καταθέσεων. Εξάλλου, το euribor σε πιο βραχυπρόθεσμες διάρκειες, όπως 1 μήνα ή 1 εβδομάδας παραμένει χαμηλότερα από το -0,5% της ΕΚΤ.

Κόστος χρήματος

Οι τραπεζες εκτιμούν ότι αυτή η ρευστότητα ίσως χρειαστεί ένα με ενάμιση χρόνο μέχρι να απορροφηθεί. Όμως, όταν συμβεί αυτό, το euribor θα ακολουθήσει το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ που είναι σήμερα στο 0%. Ύστερα από τις αυξήσεις του Ιουλίου και του Σεπτεμβρίου, το επιτόκιο αυτό θα είναι υψηλότερο, επομένως, αναμένεται απότομη προσαρμογή του euribor. H προσαρμογή αυτή θα επηρεάσει και τα επιτόκια δανείων, κυρίως αυτά που είναι συνδεδεμένα με euribor 1 μήνα.

Ανάπτυξη, απασχόληση

Η άνοδος των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη, καθώς κάνει πιο ακριβή τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει αρνητικά την απασχόληση και την κατανάλωση. Έτσι, περιορίζεται η ζήτηση και ο πληθωρισμός.

Ωστόσο, μέρος της αρνητικής επίπτωσης στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει ήδη εμφανιστεί από τον πληθωρισμό (αύξηση κόστους παραγωγής, μείωση διαθέσιμου εισοδήματος). Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία αναμένει σημαντικά έσοδα από την ανάκαμψη του τουρισμού και σημαντικές επενδύσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης.

Εξαγωγές

Από την άλλη, η άνοδος των επιτοκίων που μπορεί να ενισχύσει την ισοτιμία του ευρώ μπορεί να κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές τις ελληνικές εξαγωγές.

Κόκκινα δάνεια, επισφάλειες

Ο πληθωρισμός έχει περιορίσει, σε ετήσια βάση το διαθέσιμο εισόδημα των δανειοληπτών κατά 8%-9%. Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 20% μπορεί να οδηγήσει σε νέα κόκκινα δάνεια μέχρι 300-400 εκατ. ευρώ. Υπάρχουν εκτιμήσεις για υψηλότερα ποσά, καθώς δάνεια περίπου 9 δισ. ευρώ (περιλαμβανομένων των εξυπηρετούμενων) στηρίζονται άμεσα ή έμμεσα με κάποιο είδος στήριξης κρατικής ή τραπεζικής, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ. 

capital.gr

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου