Να πεταξουμε ψηλα!
«Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰω. 3,13)
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ἀρκεῖ ὅμως νὰ τ᾽ ἀκούῃ κανείς, πρέπει καὶ νὰ τὸ ἐννοῇ. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶνε ἕνας διάλογος, τμῆμα μᾶλλον ἑνὸς διαλόγου, ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐν καιρῷ νυκτὸς μὲ τὸ Νικόδημο, ἐκεῖνον ποὺ ἀξιώθηκε ἔπειτα μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας νὰ κηδεύσουν τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Κυρίου. Οἱ φιλόσοφοι θαυμάζουν τοὺς
διαλόγους ποὺ ἔκανε ὁ Σωκράτης· ἀλλὰ τί εἶνε οἱ διάλογοι ἐκείνου καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου φιλοσόφου μπροστὰ στὸν διάλογο αὐτόν!Τὸ θέμα τοῦ διαλόγου δὲν εἶνε γήινο, εἶνε οὐράνιο, ὑπερφυσικό· εἶνε ἡ ἀναγέννησις, ζήτημα ποὺ ἔχει νὰ κάνῃ μὲ κάθε ψυχή.
* * *
Ἀναγέννησις! Ποιός –καὶ σήμερα,
μετὰ ἀπὸ δυὸ χιλιάδες χρόνια Εὐαγγελίου– σκέπτεται τὴν ἀναγέννησι; Ἂν
σᾶς μιλήσω γιὰ φουτ-μπώλ, γιὰ φίλμς κ.λπ., θὰ τεντώσετε τ᾽ αὐτιά· ἂν
ὅμως σᾶς πῶ γιὰ ἀναγέννησι, εἶμαι βέβαιος ὅτι ὄχι ἐγὼ ἀλλ᾽
ὁποιοσδήποτε, ὅσο καλὰ καὶ ἂν χειριστῇ τὸ θέμα, καὶ Χρυσόστομος καὶ
Βασίλειος νά ᾽νε, καὶ ἄγγελος ἀπὸ τὰ οὐράνια νὰ τὸ ἐξηγήσῃ, θὰ
χασμουριέστε· ἄλλα εἶνε τὰ ἐνδιαφέροντά σας. Τὸ νὰ μιλήσῃ κάποιος
σήμερα περὶ ἀναγεννήσεως εἶνε σὰν νὰ μιλάῃ κινέζικα.
Ἔτσι ἔνιωθε καὶ ὁ Νικόδημος. Ἄνοιξε μαζί του ὁ Χριστὸς διάλογο
περὶ ἀναγεννήσεως, κι αὐτὸς δὲν καταλάβαινε τίποτε. Τοῦ εἶχε πεῖ·
–Νικόδημε, πρέπει νὰ ἀναγεννηθοῦμε, νὰ ξαναγεννηθοῦμε.
Κι ὁ Νικόδημος ἀπήντησε·
–Μὰ πῶς, Κύριε, θὰ γίνῃ αὐτό; εἶνε δυνατὸν ἕνας γέρος ὅπως ἐγὼ νὰ ξαναμπῇ στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μου καὶ νὰ ξαναγεννηθῇ; (βλ. Ἰω. 3,3-4).
Δὲν μποροῦσε τότε νὰ τὸ καταλάβῃ.
Ἔπρεπε νὰ θυσιασθῇ ὁ Χριστός, νὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του ἐπὶ τοῦ σταυροῦ, ν᾽ ἀνεβῇ στοὺς οὐρανούς, νὰ ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, καὶ τότε νὰ φωτισθῇ ὁ νοῦς. Διότι, ἂν δὲν ἔλθῃ Πνεῦμα ἅγιο, δὲν πά᾽ νά ᾽ρχεσαι στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νὰ ψάλλουν οἱ καλύτεροι ψάλτες καὶ νὰ λειτουργῇ εὐλαβέστατος ἱερεύς, δὲν πά᾽ νὰ κατεβοῦν τὰ οὐράνια στὴ γῆ; τίποτα· ἐσὺ σκοτάδι θά ᾽χῃς. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ Πνεῦμα ἅγιο. Καὶ οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ εἶνε χωρὶς Πνεῦμα ἅγιο. Γι᾽ αὐτὸ τὰ θέματα αὐτὰ φαίνονται σὰν κινέζικα.
* * *
Τί ἐννοοῦσε λοιπὸν ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου; Ὑπάρχουν δύο κοιλιές, κι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται δύο φορές. Ἡ μία κοιλιὰ εἶνε ἡ κοιλιὰ τῆς μάνας μας, ἀπ᾽ τὴν ὁποία βγήκαμε καὶ εἴδαμε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἡ ἄλλη εἶνε κοιλία πνευματική· εἶνε ἡ ἱερὰ κολυμβήθρα, τὰ Ἰορδάνεια ῥεῖθρα τοῦ βαπτίσματος.
Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας βγαίνουμε παιδιὰ τῆς γῆς, μυρίζουμε χωματίλα λόγῳ τῆς ἁμαρτίας καὶ ὁ ψαλμῳδὸς λέει· «ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με (=μὲ συνέλαβε στὴ μήτρα καὶ μὲ γέννησε) ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7).
Ἀπὸ τὴν
ἱερὰ κολυμβήθρα, ποὺ εἶνε σὰν κοιλιά, γεννιῶνται ὅλοι οἱ πιστοί. Ἀπὸ
ἐκεῖ γεννήθηκες κ᾽ ἐσύ. Καὶ μετὰ τὸ ἅγιο βάπτισμα δὲν εἶσαι πλέον
παιδὶ τοῦ ἄλφα ἢ τοῦ βῆτα· εἶσαι παιδὶ τῆς Ἐκκλησίας, πρίγκιπας τοῦ
οὐρανοῦ· ἔχεις χάρι καὶ αἴγλη πνευματική, εὐωδιάζεις τὴν ὀσμὴ τοῦ ἁγίου
Πνεύματος.
Αὐτὰ ἐννοοῦσε ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὁ Νικόδημος δὲν καταλάβαινε. Τὸ
μάθημα ἦταν δύσκολο, ὅπως εἶνε δύσκολο σ᾽ ἕνα μαθητή, ἐνῷ ἔχει
ἀνάγκη νὰ μάθῃ πρῶτα τὸ ἀλφάβητο, ἐσὺ νὰ τοῦ διδάσκῃς ἄλγεβρα ἢ ἀνώτερα
μαθηματικά. Ὁ Νικόδημος δὲν καταλάβαινε, γιατὶ ἐπρόκειτο γιὰ ἀλήθεια
ὑπερφυσική, τὴν ὁποία δὲν ἐπινόησε ἄνθρωπος ἀλλὰ τὴν ἀπεκάλυψε ὁ Θεός.
Ἄλλο ἀνακάλυψις καὶ ἄλλο ἀποκάλυψις· ὑπάρχει διαφορά.
Ποιά; Ἀνακάλυψις εἶνε κάτι, μιὰ ἀλήθεια – μία πραγματικότητα, ποὺ βρίσκει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ μόχθο καὶ τὴν ἐπιστήμη του.
Οἱ ἀλήθειες ὅμως καὶ πραγματικότητες ποὺ ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὶς σκεφθῇ καὶ νὰ τὶς ἐπινοήσῃ τὸ ἀνθρώπινο μυαλό, ὅσο κόπο καὶ ἂν κατέβαλλε. Αὐτὰ δὲν τ᾽ ἀνακαλύψαμε ἐμεῖς· εἶνε ἀποκάλυψις, τὰ φανέρωσε δηλαδὴ ὁ Θεός. Ἐκεῖνος μόνο τὰ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ πῇ. Ὁ Χριστὸς λοιπόν, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχει τὸ θρόνο του στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ κατέβηκε ἀπὸ ἐκεῖ στὴ γῆ, ἐπειδὴ ὡς Θεὸς κατέχει τὶς οὐράνιες πραγματικότητες, αὐτὸς μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς τὶς φανερώσῃ.
Αὐτὸ
λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὢν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰω.
3,13).
–«Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν»; κανένας δὲν ἀναβέβηκε
στὸν οὐρανό; Μπᾶ, θὰ πῇ κάποιος, ἐδῶ τὸ Εὐαγγέλιο διαψεύδεται. Αὐτὸ
μπορεῖ νὰ ἴσχυε «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ» ποὺ λέτε σεῖς οἱ παπᾶδες· ἀλλὰ σήμερα,
ποὺ κοντεύουμε νά ᾽χουμε ἀεροδρόμια στὸ διάστημα, πῶς λέτε «Κανείς δὲν
ἀνέβηκε στὸν οὐρανό»;
Τί ἔχουμε ν᾽ ἀπαντήσουμε;
Πρῶτον. Ἄνθρωπε ὑπερήφανε, τί καυχᾶσαι; Ἐπειδὴ βγῆκες λίγο ἔξω
ἀπὸ τὴ γῆ, νομίζεις ὅτι ἔφτασες καὶ στὰ ἄστρα; Ξέρεις πῶς μοιάζεις;
Σὰν νὰ βγῇ ἕνα μυρμηγκάκι ἀπὸ τὴ φωλιά, νὰ κάνῃ ἕνα περίπατο, καὶ μετὰ
νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι γύρισε καὶ γνώρισε ὅλη τὴ γῆ. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς
παρ᾽ ὅλη τὴν ἐπιστήμη μας· μυρμηγκάκια μπροστὰ στὸ ἀπέραντο σύμπαν,
ποὺ γιὰ νὰ τὸ διατρέξῃ κανεὶς θὰ ἔπρεπε νὰ ζήσῃ ἑκατομμύρια χρόνια καὶ
νὰ τρέχῃ μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός. Τί καυχᾶσαι λοιπόν;
Δεύτερον. Ὅταν πολλοὶ διαβάζουν ἐδῶ γιὰ «οὐρανό»,
καταλαβαίνουν λάθος· καὶ ἰσχύει γι᾽ αὐτοὺς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ἄλλοτε ὁ
Χριστός, «Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφάς» (Ματθ. 22,29). Ὅταν ἡ Γραφὴ
λέῃ «οὐρανός», ἐννοεῖ τριῶν εἰδῶν οὐρανούς.
• Πρῶτος «οὐρανὸς» εἶνε ἡ
γήινη ἀτμόσφαιρα (μὲ τὰ σύννεφα, τὶς ἀστραπές, τὶς βροχές, τοὺς ἀνέμους
κ.τ.λ.). • Δεύτερος «οὐρανὸς», σὲ ἄλλα χωρία, πάνω ἀπὸ τὴ γήινη
ἀτμόσφαιρα ἐννοεῖται ὁ ἀστερώδης οὐράνιος θόλος (μὲ τὰ ἄστρα, τὴ
σελήνη, τὰ πλανητικὰ συστήματα, τοὺς γαλαξίες, κ.τ.λ.). • Καὶ τρίτος
οὐρανός, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸ ὑλικὸ σύμπαν, εἶνε ὁ ἄυλος πλέον κόσμος,
χωρὶς οὔτε γραμμάριο ὕλης, ὁ κόσμος τῶν πνευμάτων· ἐδῶ εἶνε ζήτημα
πίστεως, ἂν θέλῃς πιστεύεις. Πάνω δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τοὺς
γαλαξίες εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι· ὑπεράνω αὐτῶν εἶνε ἡ Παναγία, ἡ
βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, ἡ Παντάνασσα τῶν ἀΰλων καθαρωτάτων πνευμάτων·
καὶ τέλος ὑπεράνω ὅλων ἡ ἁγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ἡ
τρισήλιος Θεότης ποὺ φωτίζει τὸν κόσμο.
Αὐτοὺς τοὺς οὐρανοὺς ἐννοεῖ ὁ Χριστὸς ὅταν λέῃ σήμερα ὅτι
«Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν». Αὐτοὺς ἐννοεῖ καὶ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος ὅταν ὁμιλεῖ περὶ «τρίτου οὐρανοῦ» (Β΄ Κορ. 12,2). Αὐτοὺς
ἐννοοῦμε κ᾽ ἐμεῖς ὅταν λέμε «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ.
6,9).
Καὶ τέτοιους «καινοὺς οὐρανοὺς» μετὰ τὴν ἀνακαίνισι τοῦ σύμπαντος «προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέτρ. 3,13).
* * *
Τὸ συμπέρασμα ποιό εἶνε, ἀγαπητοί μου;
Πρῶτον. Μὴν κλαῖτε τοὺς νεκρούς. Μὴν εἶστε ἄπιστοι. Ὅσο εἶνε
βέβαιο ὅτι ὑπάρχει γῆ, φεγγάρι, ἥλιος καὶ ἄστρα, τόσο βέβαιο εἶνε ὅτι
ὑπάρχει ἄλλη ζωή, μακαρία καὶ αἰωνία, ζωὴ τῶν ἀθανάτων πνευμάτων· ἐκεῖ
ποὺ εἶνε ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι, ἐκεῖ ποὺ ζοῦν οἱ γονεῖς μας, οἱ ψυχὲς
ὅλων τῶν προσφιλῶν μας. Ὅσο εἶνε βέβαιο ὅτι τώρα πατᾷς στὴ γῆ, τόσο
βέβαιο εἶνε ὅτι ὁ Χριστὸς σοῦ ἀνοίγει πόρτα γιὰ νὰ βρεθῇς ἐκεῖ, στὴ χώρα
τῶν ζώντων.
Καὶ δεύτερον· «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας!» (θ. Λειτ.). Ὁ
ἄνθρωπος εἶνε βαρύς, πολὺ βαρύς, καὶ δυσκολεύεται νὰ ὑψωθῇ πάνω ἀπὸ τὴ
γῆ. Καὶ οἱ πύραυλοι εἶνε βαρεῖς, ζυγίζουν πολλοὺς τόννους, ἄνθρωποι
δὲν μποροῦν νὰ τοὺς κινήσουν· ἔρχεται ὅμως ἡ ὠστικὴ ἐνέργεια μιᾶς
ἐκρήξεως καὶ κάνει τὸν πύραυλο νὰ πετάῃ σὰν τὸ πουλί. Ἔ, λοιπόν, ἔτσι
εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς· βαρεῖς καὶ δυσκίνητοι καὶ χρειαζόμαστε μιὰ δύναμι νὰ
μᾶς πετάξῃ ψηλά.
Δός μας, Χριστέ, τὴ δύναμι ν᾽ ἀπαγκιστρωθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη (τὴ
δόξα, τὸ χρῆμα, τὴ σάρκα, τὴν ἁμαρτία ἐν γένει)· δός μας, Χριστέ, φτερὰ
νὰ πετάξουμε ψηλά, νὰ πλησιάσουμε ἐκεῖ ποὺ ψάλλουν τὸ «ἀλληλούϊα»!
Ποιά εἶνε ἡ δύναμις αὐτή; Ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Αὐτὸς παίρνει
τὸν ἁμαρτωλό, τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμά, τὸν ὠθεῖ ἰσχυρὰ καὶ τὸν
ὑψώνει ψηλά.
Ὅποιος πιστεύει, προσεύχεται θερμά, μελετᾷ τὸ Εὐαγγέλιο,
μεταλαμβάνει τὰ θεῖα μυστήρια, λατρεύει στὸ ναὸ ὄχι τυπικὰ ἀλλὰ «ἐν
πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰω. 4,24), αὐτὸς δὲν πατάει στὴ γῆ, ἀκούει τὸ
«ἀλληλούϊα». Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια οἱ πιστοὶ στὴν θεία
λειτουργία μαζὶ μὲ τὸν παπᾶ –δὲν εἶνε ψέμα–, ἄκουγαν φωνὲς ἀγγελικές.
Εἴθε ἡ ζωή μας νὰ γίνῃ ἕνα «ἀλληλούϊα», εἴθε τὸ «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» νὰ γίνῃ καὶ γιὰ ἐμᾶς μιὰ πραγματικότητα.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἀγνοουμένη ἀπὸ τὸν Κατάλογο, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀποστόλων Ὑμηττοῦ – Ἀθηνῶν τὴν 8-9-1967 τὸ πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου