«Μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί…· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ματθ. 6,16)
Σήμερα,
ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Ἀπόκρεω ἢ ἀκριβέστερα τῆς
Τυρινῆς.
Αὔριο Δευτέρα μπαίνουμε σὺν Θεῷ στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Αὔριο Δευτέρα μπαίνουμε σὺν Θεῷ στὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Ὅπως πάντα τὶς καλὲς μέρες ἡ νοικοκυρὰ καθαρίζει ὅλο τὸ
σπίτι καὶ ἰδιαιτέρως τὴν εἴσοδο, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς αὔριο νὰ πάρουμε μιὰ
πνευματικὴ σκούπα καὶ νὰ σκουπίσουμε τὸ σπίτι αὐτὸ ποὺ λέγεται ψυχή·
πρέπει νά ᾽νε καθαρὸ ὅλη τὴν ὡραία αὐτὴ περίοδο, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως
αὔριο, ποὺ γίνεται ἡ
εἴσοδος στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
εἴσοδος στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Γι᾽ αὐτὸ ἀκριβῶς, ἀπὸ ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ ἔτους, ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὀνομάζεται Καθαρὰ Δευτέρα. Καὶ τὸ σπίτι λοιπὸν ἀλλὰ προπαντὸς ἡ καρδιά μας καὶ ἡ ζωή μας, ὅλα νὰ εἶνε καθαρά.
Ἐρωτῶ ὅμως· εἶνε αὔριο ἡ ἡμέρα καθαρή;
Τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τὰ ἡμερολόγια τὴ λένε «Καθαρὰ Δευτέρα», ἀλλ᾽ ἐὰν κοιτάξουμε ἔξω
θὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἀκάθαρτη, ὄχι καθαρή. Καθαρὴ μέσα στὴν
ἐκκλησία, ἔξω ὅμως ἀκάθαρτη.
Γιατὶ ὀνομαζόμαστε μὲν Χριστιανοί, ἀλλὰ
ζοῦμε εἰδωλολατρικά.
Ἂν ἤμασταν εἰδωλολάτρες, αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν παράδοξο· τώρα ὅμως τὸ νὰ ὀνομαζώμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ γιορτάζουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε εἰδωλολατρικά, αὐτὸ εἶνε μεγάλη ὑποκρισία.
Ἂν ἤμασταν εἰδωλολάτρες, αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν παράδοξο· τώρα ὅμως τὸ νὰ ὀνομαζώμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ γιορτάζουμε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε εἰδωλολατρικά, αὐτὸ εἶνε μεγάλη ὑποκρισία.
Ταιριάζει λοιπὸν καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ τίτλος τοῦ ὑποκριτοῦ, αὐτὸ ποὺ λέει
σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· «Μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί·
ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις
νηστεύοντες» (Ματθ. 6,16).
Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ὑποκρισία αὐτή, ποὺ
δείχνουμε στὴ ζωή μας, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια.
* * *
Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα,
ἀγαπητοί μου;
Οἱ Ἰουδαῖοι νήστευαν, εἶχαν κι αὐτοὶ ἡμέρες νηστείας.
Ἀλλὰ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτούς, οἱ φαρισαῖοι, μολονότι δὲν ἦταν πραγματικὰ
εὐλαβεῖς ὅπως θέλει ὁ Θεός, νήστευαν ὄχι γιὰ τὸν Κύριο ἀλλὰ γιὰ νὰ
φανοῦν στὴν κοινωνία, νὰ κάνουν ρεκλάμα ὡς τάχα εὐσεβεῖς· γι᾽ αὐτὸ
ἄφηναν τὰ μαλλιά τους ἀπεριποίητα, τὸ πρόσωπό τους ἄπλυτο,
κάνοντας ἔτσι πὼς πενθοῦν.
Αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸ καταδικάζει· δὲν πρέπει, λέει, νὰ «ἀφανίζουν», νὰ ἀλλοιώνουν δηλαδή, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τους, ἀλλὰ νὰ φαίνωνται εὐχάριστοι, ὅπως καὶ τὶς ἄλλες μέρες.
Κάτι τέτοιο ὅμως γίνεται δυστυχῶς καὶ σήμερα.
Σὲ ὑποκρισία πέφτουν καὶ ὡρισμένοι λεγόμενοι Χριστιανοί, κινούμενοι βέβαια τώρα ὄχι ἀπὸ θρησκευτικὰ ἀλλὰ ἀπὸ κοσμικὰ κίνητρα.
Αὐτοὶ δηλαδὴ δὲν παρουσιάζονται μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός.
Ἀλλοιώνουν, «ἀφανίζουσι», ἐξαφανίζουν τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τους.
Αὐτὸ ὁ Χριστὸς τὸ καταδικάζει· δὲν πρέπει, λέει, νὰ «ἀφανίζουν», νὰ ἀλλοιώνουν δηλαδή, τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τους, ἀλλὰ νὰ φαίνωνται εὐχάριστοι, ὅπως καὶ τὶς ἄλλες μέρες.
Κάτι τέτοιο ὅμως γίνεται δυστυχῶς καὶ σήμερα.
Σὲ ὑποκρισία πέφτουν καὶ ὡρισμένοι λεγόμενοι Χριστιανοί, κινούμενοι βέβαια τώρα ὄχι ἀπὸ θρησκευτικὰ ἀλλὰ ἀπὸ κοσμικὰ κίνητρα.
Αὐτοὶ δηλαδὴ δὲν παρουσιάζονται μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός.
Ἀλλοιώνουν, «ἀφανίζουσι», ἐξαφανίζουν τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου τους.
Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς κατηγορίες τέτοιων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς πρώτης κατηγορίας εἶνε ὅσοι μεταμφιέζονται
καὶ ἢ κρύβουν ἢ παραποιοῦν τὴ μορφή τους. Τί κάνουν αὐτοί; Ἐμένα ρωτᾶτε;
Βγῆτε αὐτὲς τὶς μέρες ἔξω, στὴν Ἀθήνα, στὴν ἐπαρχία, σὲ πόλεις καὶ
χωριά, ἰδιαιτέρως ὅμως στὴ μεγάλη πόλι τῶν Πατρῶν· θὰ δῆτε πῶς οἱ
ἄνθρωποι «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν».
Δηλαδή; τί θὰ πῇ «ἀφανίζουσι»; Δὲν ἐμφανίζονται ὅπως τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀλλάζουν ἢ σκεπάζουν τὸ πρόσωπό τους.
Δηλαδή; τί θὰ πῇ «ἀφανίζουσι»; Δὲν ἐμφανίζονται ὅπως τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀλλάζουν ἢ σκεπάζουν τὸ πρόσωπό τους.
Παίρνουν π.χ. χρῶμα ἢ καπνιὰ καὶ μουτζουρώνουν καὶ
παραμορφώνουν τὴν ὄψι τους· ἄλλοι φοροῦν διάφορες μάσκες ἀνθρώπων ἢ
ζῴων (ἄλλος κάνει τὸ λῄσταρχο, ἄλλος τὸν πειρατή, ἄλλος τὸν
γελοτοποιό…· ἄλλος τὸν πίθηκο, ἄλλος τὴν καμήλα, ἄλλος τὸ ἄλογο, ἄλλος
κάποιο θηρίο, μὲ οὐρὲς καὶ κέρατα). Λένε καὶ κάνουν πράγματα ἀντίθετα
μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ποὺ κατεβάζουν τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο
ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ψαλμῳδός·
«Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.
48,13,21). Τὸ ἀκόμη χειρότερο εἶνε ὅτι ντύνονται ἄντρες γυναικεῖα καὶ
γυναῖκες ἀντρικὰ –δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὴν ἀδερφή σου ἢ τὴ μάνα
σου– καὶ ὀργιάζουν.
Μπορεῖ κάποιος νὰ γελάῃ, ἀλλ᾽ αὐτὰ εἶνε φρικώδη.
Παρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου τὸ εἶπα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω. Δὲν πᾶμε καλά.
Ποδοπατοῦμε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ἐμπαίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, κοροϊδεύουμε
τοὺς ἱεροκήρυκες καὶ γελᾶμε· ἀλλὰ γι᾽ αὐτὰ τὰ ὄργια, ποὺ γίνονται ἰδίως
στὴν πόλι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, δὲν ἀποκλείεται καμμιὰ βραδιὰ νὰ σεισθῇ ἡ
γῆ, καὶ τότε θὰ κλάψουμε· δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε,
ἐλέησον» καὶ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»
(Λουκ. 23,42).
Ὅπως οἱ φαρισαῖοι, λοιπόν, μιὰ κατηγορία ποὺ «ἀφανίζουσι τὰ
πρόσωπα αὐτῶν» εἶνε οἱ μεταμφιεσμένοι τῶν Ἀπόκρεω.
Δεύτερη κατηγορία,
ποὺ δὲν περιμένουν κἂν τὶς ἡμέρες αὐτὲς ἀλλὰ μεταμφιέζονται ὅλο τὸ
χρόνο, εἶνε πολλὲς γυναῖκες. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν κάθε ἄνθρωπο μία μορφὴ
μοναδική, ἕνα πρόσωπο ἀνεπανάληπτο. Τὰ ζῷα ἔχουν μία μορφή, ἀλλὰ
ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο διαφέρει· ἂν ψάξῃς ὅλο τὸν κόσμο, δὲν θὰ βρῇς δυὸ
ἀνθρώπους ποὺ νὰ μοιάζουν ἀπολύτως. Εἶνε κι αὐτὸ δῶρο τῆς θείας
προνοίας· διότι ἂν δύο ἄνθρωποι ἔμοιαζαν τελείως, θὰ ἐγκληματοῦσε ὁ
ἕνας καὶ θὰ ἔπιαναν τὸν ἄλλο τὸν ἀθῷο. Ὁ καθένας φέρει μία προσωπικὴ
σφραγῖδα – βοῦλλα, τὸ δικό του πρόσωπο. Ἀλλὰ τί κάνουν οἱ γυναῖκες· μὲ
ποικίλες βαφές, καλλυντικὰ καὶ αἰσθητικὲς ἐπεμβάσεις ἀλλάζουν τὴν
ἐμφάνισί τους. Εἶνε σὰν νὰ λένε· Θεέ, δὲν μὲ ἔφτειαξες καλά!
Γίνονται ζωγράφοι καὶ μὲ τὰ ἐργαλεῖα τους ἀλλάζουν –στὴν οὐσία ἀσχημίζουν– τὴ φάτσα τους· γίνονται ἀγνώριστες. Ἡ ὀμορφιὰ εἶνε κάτι φυσικό. Καὶ ἡ πιὸ ὄμορφη γυναίκα, ἅμα βάλῃ τὸ χέρι καὶ πειράξῃ τὸ φυσικό, τὸ χαλάει, γίνεται ἄσχημη. Τὸ φυσικὸ ἔχει μεγαλεῖο, κινεῖ θαυμασμό· τὸ ἄλλο, τὸ πειραγμένο, εἶνε ἀπάτη καὶ παγίδα γιὰ ἀνόητους ἄντρες.
Καὶ ἐμφανίζονται ἔτσι ὄχι μόνο ἔξω ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ναό! Ἀσπάζονται μὲ βαμμένα χείλη τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὁ νεωκόρος μετὰ πρέπει νὰ τὰ καθαρίζῃ. Τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν ἀκόμη ἔτσι! καὶ δὲν ὑπάρχει κάποιος νὰ τὶς ἐπιτιμήσῃ καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσῃ ὅτι «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Πότε θὰ μπῇ τάξις στὴν ἐκκλησία μας; Καλά, κυρά μου, τὰ ἀνέχονται αὐτὰ ὁ ἄντρας σου, ὁ κύκλος σου, ἡ γειτονιά σου· μὰ νά ᾽ρχεσαι ἔτσι καὶ στὴν ἐκκλησία εἶνε βαρύ. Δὲν τὸ καταδικάζω ἐγώ, τὸ καταδικάζει ὁ Χριστὸς σήμερα κι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ποὺ ἑρμηνεύει τὸ χωρίο «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν» καὶ λέει· Ἂν εἶνε ἁμαρτία νὰ ἀλλοιώνουμε τὸ πρόσωπό μας γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους, πολὺ περισσότερο εἶνε ἁμαρτία νὰ τὸ κάνουμε γιὰ κοσμικοὺς λόγους.
Δὲν εἶνε βέβαια ὅλες ἔτσι· ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες σεμνές, ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν συρμὸ τοῦ Λονδίνου καὶ τῆς Νέας Ὑόρκης, ἀλλὰ ἔχουν ἕνα μόνο χρῶμα, τὸ χρῶμα τῆς ἀρετῆς, τὸ χρῶμα τῆς Χριστιανῆς Ἑλληνίδος.
Γίνονται ζωγράφοι καὶ μὲ τὰ ἐργαλεῖα τους ἀλλάζουν –στὴν οὐσία ἀσχημίζουν– τὴ φάτσα τους· γίνονται ἀγνώριστες. Ἡ ὀμορφιὰ εἶνε κάτι φυσικό. Καὶ ἡ πιὸ ὄμορφη γυναίκα, ἅμα βάλῃ τὸ χέρι καὶ πειράξῃ τὸ φυσικό, τὸ χαλάει, γίνεται ἄσχημη. Τὸ φυσικὸ ἔχει μεγαλεῖο, κινεῖ θαυμασμό· τὸ ἄλλο, τὸ πειραγμένο, εἶνε ἀπάτη καὶ παγίδα γιὰ ἀνόητους ἄντρες.
Καὶ ἐμφανίζονται ἔτσι ὄχι μόνο ἔξω ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ μέσα στὸ ναό! Ἀσπάζονται μὲ βαμμένα χείλη τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὁ νεωκόρος μετὰ πρέπει νὰ τὰ καθαρίζῃ. Τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν ἀκόμη ἔτσι! καὶ δὲν ὑπάρχει κάποιος νὰ τὶς ἐπιτιμήσῃ καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσῃ ὅτι «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Πότε θὰ μπῇ τάξις στὴν ἐκκλησία μας; Καλά, κυρά μου, τὰ ἀνέχονται αὐτὰ ὁ ἄντρας σου, ὁ κύκλος σου, ἡ γειτονιά σου· μὰ νά ᾽ρχεσαι ἔτσι καὶ στὴν ἐκκλησία εἶνε βαρύ. Δὲν τὸ καταδικάζω ἐγώ, τὸ καταδικάζει ὁ Χριστὸς σήμερα κι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ποὺ ἑρμηνεύει τὸ χωρίο «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν» καὶ λέει· Ἂν εἶνε ἁμαρτία νὰ ἀλλοιώνουμε τὸ πρόσωπό μας γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους, πολὺ περισσότερο εἶνε ἁμαρτία νὰ τὸ κάνουμε γιὰ κοσμικοὺς λόγους.
Δὲν εἶνε βέβαια ὅλες ἔτσι· ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες σεμνές, ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν συρμὸ τοῦ Λονδίνου καὶ τῆς Νέας Ὑόρκης, ἀλλὰ ἔχουν ἕνα μόνο χρῶμα, τὸ χρῶμα τῆς ἀρετῆς, τὸ χρῶμα τῆς Χριστιανῆς Ἑλληνίδος.
Τέλος, σὲ μία τρίτη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ «ἀφανίζουσι τὰ
πρόσωπα αὐτῶν», ἀνήκει καὶ καθένας ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ κάποιο πάθος.
Βλέπεις ἄλλον νὰ κοκκινίζῃ ἀπὸ θυμό, ἄλλον νὰ κιτρινίζῃ ἀπὸ φθόνο, ἄλλον
νὰ ἀγριεύῃ ἀπὸ μῖσος, ἄλλον νὰ ἀποκτηνώνεται ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία
κ.τ.λ.. Ὁ καθρέφτης τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τὸ πρόσωπο. Ἂν πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος,
θὰ δῇς ἀσκητὰς ποὺ κρατοῦν τὸ κομποσχοίνι καὶ προσεύχονται, καὶ δὲν
ἔχουν καμμιά κακία μέσ᾽ στὴν καρδιά τους· τὸ πρόσωπό τους εἶνε
ἀγγελικό.
Ἐνῷ, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος πέσῃ στὴν ἁμαρτία, τότε «ἀφανίζει τὸ
πρόσωπον αὐτοῦ», ἀλλάζει ἡ μορφή του. Ὅπως λέει ἡ Γραφή, «καρδίας
εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει» (Παρ.
15,13). Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄνθρωπος ἀλλάζεις τὸ πρόσωπό σου. Τὸ πρωὶ εἶσαι
εὐχάριστος, μὲ χαρὰ σὲ βλέπει ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου· ἀλλὰ τὸ
μεσημέρι ποὺ γυρίζεις εἶσαι ὠργισμένος κι ἀπ᾽ τὸ θυμὸ ἔχεις ἀλλάξει
πρόσωπο, ἔχεις μιὰ ἀγριάδα. Θέλεις νὰ τὸ δῇς; Τὴν ὥρα ἐκείνη βάλε
μπροστά σου ἕνα καθρέφτη καὶ θὰ τρομάξῃς· εἶσαι ἕνα ἄγριο θηρίο ἕτοιμο
νὰ ξεσκίσῃ.
* * *
Εἴδαμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πῶς ὁ
καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάζεται ὄχι μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός,
ἀλλὰ μ᾽ ἕνα πρόσωπο διαφορετικό. Εὔχομαι, αὔριο Καθαρὰ Δευτέρα, ὅπως οἱ
νοικοκυρὲς καθαρίζουν τὸ σπίτι γιὰ νά ᾽νε πεντακάθαρο, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ
πάρουμε τὴν «ἠλεκτρικὴ» σκούπα ποὺ λέγεται μετάνοια, καὶ νὰ καθαρίσουμε
τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν οἰκογένειά μας, τὶς σκέψεις, τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ
ἔργα μας, ὥστε νὰ εἶνε ὅλα καθαρά· τὸ σπίτι , ἡ οἰκογένεια, ἡ πατρίδα
μας.
Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ περάσουμε ὅλη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φτάσουμε νὰ ἑορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του· ἀμήν.
Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ περάσουμε ὅλη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φτάσουμε νὰ ἑορτάσουμε τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 12-3-1967augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου