Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

«Αφανιζουσι τα προσωπα»-Toυ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί…· ἀ­φανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ματθ. 6,16)

Σήμερα, ἀδελφοί μου, εἶνε ἡ τελευταία ἡ­μέ­ρα τῶν Ἀπόκρεω ἢ ἀκριβέστερα τῆς Τυ­ρι­νῆς.
Αὔριο Δευτέρα μπαίνουμε σὺν Θεῷ στὴν ἁ­γία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. 
Ὅπως πάντα τὶς καλὲς μέ­ρες ἡ νοικοκυρὰ καθαρίζει ὅλο τὸ σπίτι καὶ ἰδιαιτέρως τὴν εἴσοδο, ἔτσι κ᾽ ἐ­μεῖς αὔ­ριο νὰ πάρουμε μιὰ πνευματικὴ σκούπα καὶ νὰ σκουπίσουμε τὸ σπίτι αὐ­τὸ ποὺ λέγε­­ται ψυχή· πρέπει νά ᾽νε καθα­ρὸ ὅλη τὴν ὡραία αὐτὴ περί­οδο, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως αὔριο, ποὺ γίνε­ται ἡ
εἴσ­οδος στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

 Γι᾽ αὐ­τὸ ἀκριβῶς, ἀπὸ ὅλες τὶς ἡμέρες τοῦ ἔτους, ἡ ἡ­μέρα αὐτὴ ὀνομάζεται Καθαρὰ Δευτέρα. Καὶ τὸ σπίτι λοιπὸν ἀλλὰ προπαντὸς ἡ καρδιά μας καὶ ἡ ζωή μας, ὅλα νὰ εἶνε καθαρά.
Ἐρωτῶ ὅμως· εἶνε αὔριο ἡ ἡμέρα καθαρή; 
Τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ ἡμερολόγια τὴ λέ­νε «Καθαρὰ Δευτέρα», ἀλλ᾽ ἐὰν κοιτάξου­­με ἔξω θὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἀκάθαρτη, ὄχι καθαρή. Καθαρὴ μέσα στὴν ἐκκλησία, ἔξω ὅ­μως ἀκάθαρτη. 
Γιατὶ ὀνομαζόμαστε μὲν Χριστι­ανοί, ἀλλὰ ζοῦμε εἰδωλολατρικά.
Ἂν ἤ­μασταν εἰδωλολάτρες, αὐτὸ δὲν θὰ ἦ­ταν παράδοξο· τώρα ὅμως τὸ νὰ ὀνομαζώμαστε Χριστιανοὶ καὶ νὰ γιορτάζουμε τὶς ἅγιες αὐ­­­τὲς ἡ­μέρες, ἀλλὰ νὰ ζοῦμε εἰδωλολατρικά, αὐ­­τὸ εἶ­νε μεγάλη ὑποκρισία. 
 Ταιριάζει λοιπὸν καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ τίτλος τοῦ ὑποκριτοῦ, αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· «Μὴ γίνεσθε ὥσ­περ οἱ ὑ­­ποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρό­­σωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νη­στεύοντες» (Ματθ. 6,16).

 Καὶ ἀκριβῶς γιὰ τὴν ὑ­ποκρισία αὐτή, ποὺ δείχνουμε στὴ ζωή μας, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ λίγα λόγια.

* * *

Τί λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα, ἀγαπητοί μου; 
Οἱ Ἰουδαῖοι νήστευαν, εἶχαν κι αὐτοὶ ἡμέρες νη­στείας. Ἀλλὰ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτούς, οἱ φαρισαῖοι, μολονότι δὲν ἦταν πραγματικὰ εὐλαβεῖς ὅπως θέλει ὁ Θεός, νήστευαν ὄχι γιὰ τὸν Κύριο ἀλλὰ γιὰ νὰ φανοῦν στὴν κοινω­­νία, νὰ κάνουν ρεκλάμα ὡς τάχα εὐσεβεῖς· γι᾽ αὐ­τὸ ἄ­φη­ναν τὰ μαλλιά τους ἀ­περιποί­ητα, τὸ πρόσω­πό τους ἄπλυτο, κάνον­τας ἔ­τσι πὼς πεν­θοῦν.
Αὐ­τὸ ὁ Χριστὸς τὸ κα­ταδικάζει· δὲν πρέπει, λέει, νὰ «ἀφανίζουν», νὰ ἀλ­λοιώνουν δηλαδή, τὰ χα­ρακτηρι­στικὰ τοῦ προσώπου τους, ἀλλὰ νὰ φαί­νων­ται εὐ­χάριστοι, ὅπως καὶ τὶς ἄλλες μέρες.
Κάτι τέτοιο ὅμως γίνεται δυστυχῶς καὶ σήμερα.
 Σὲ ὑποκρισία πέφτουν καὶ ὡρισμέ­­νοι λεγόμενοι Χριστιανοί, κινούμενοι βέβαια τώρα ὄ­χι ἀπὸ θρησκευτικὰ ἀλλὰ ἀπὸ κοσμικὰ κίνητρα.
 Αὐτοὶ δηλαδὴ δὲν παρουσιάζονται μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός.
Ἀλλοιώ­νουν, «ἀφανίζουσι», ἐξαφανίζουν τὰ χαρακτη­ρι­­στι­κὰ τοῦ προσώπου τους.

 Μποροῦμε νὰ διακρί­νουμε τρεῖς κατηγορίες τέτοιων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι τῆς πρώτης κατηγορίας εἶνε ὅσοι με­ταμφιέζονται καὶ ἢ κρύβουν ἢ παραποιοῦν τὴ μορφή τους. Τί κάνουν αὐτοί; Ἐμένα ρωτᾶτε; Βγῆτε αὐτὲς τὶς μέρες ἔξω, στὴν Ἀθήνα, στὴν ἐ­παρχία, σὲ πόλεις καὶ χωριά, ἰδι­αιτέρως ὅμως στὴ μεγάλη πόλι τῶν Πατρῶν· θὰ δῆτε πῶς οἱ ἄνθρωποι «ἀφανίζουσι τὰ πρό­σωπα αὐτῶν».
Δηλαδή; τί θὰ πῇ «ἀφανίζουσι»; Δὲν ἐμφανίζονται ὅπως τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, ἀλλὰ ἀλλάζουν ἢ σκεπάζουν τὸ πρόσωπό τους.
Παίρνουν π.χ. χρῶμα ἢ καπνιὰ καὶ μουτζουρώ­νουν καὶ παραμορφώνουν τὴν ὄψι τους· ἄλ­λοι φοροῦν διάφορες μάσκες ἀνθρώπων ἢ ζῴ­ων (ἄλ­λος κάνει τὸ λῄσταρχο, ἄλλος τὸν πειρα­τή, ἄλλος τὸν γελοτοποιό…· ἄλλος τὸν πί­θηκο, ἄλλος τὴν καμήλα, ἄλλος τὸ ἄλογο, ἄλ­λος κά­ποιο θηρίο, μὲ οὐρὲς καὶ κέρατα). Λένε καὶ κά­νουν πράγματα ἀντίθετα μὲ τὴν ἀν­θρώπινη ἀ­ξιοπρέπεια, ποὺ κατεβάζουν τὸν ἄν­θρωπο στὸ ἐπίπεδο ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ ψαλμῳ­δός· 
«Ἄν­θρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλή­θη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48,13,21). Τὸ ἀκόμη χειρότερο εἶνε ὅτι ντύνονται ἄντρες γυναικεῖα καὶ γυναῖκες ἀν­τρικὰ –δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὴν ἀδερφή σου ἢ τὴ μάνα σου– καὶ ὀρ­γιάζουν. 
Μπορεῖ κάποιος νὰ γελάῃ, ἀλλ᾽ αὐ­τὰ εἶνε φρικώδη. Πα­ρὰ τὴν ἁμαρτωλότητά μου τὸ εἶ­πα καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω. Δὲν πᾶμε καλά. Ποδοπατοῦμε τὸ νό­μο τοῦ Θεοῦ, ἐμπαίζουμε τὸ Εὐαγγέλιο, κο­ροϊ­δεύουμε τοὺς ἱεροκήρυκες καὶ γελᾶμε· ἀλλὰ γι᾽ αὐτὰ τὰ ὄρ­για, ποὺ γίνονται ἰδίως στὴν πόλι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, δὲν ἀποκλείεται καμμιὰ βραδιὰ νὰ σεισθῇ ἡ γῆ, καὶ τότε θὰ κλάψουμε· δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» καὶ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ­­ταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ὅπως οἱ φαρισαῖοι, λοιπόν, μιὰ κατηγορία ποὺ «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν» εἶ­νε οἱ μεταμφιεσμένοι τῶν Ἀπόκρεω. 

Δεύτερη κατη­γορία, ποὺ δὲν περιμένουν κἂν τὶς ἡμέρες αὐ­­τὲς ἀλλὰ μεταμφιέζονται ὅλο τὸ χρόνο, εἶνε πολ­λὲς γυναῖκες. Ὁ Θεὸς ἔδωσε στὸν κάθε ἄν­θρω­πο μία μορφὴ μοναδική, ἕνα πρόσωπο ἀν­επανάληπτο. Τὰ ζῷα ἔχουν μία μορφή, ἀλλὰ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄνθρωπο διαφέρει· ἂν ψάξῃς ὅλο τὸν κόσμο, δὲν θὰ βρῇς δυὸ ἀνθρώπους ποὺ νὰ μοιάζουν ἀπολύτως. Εἶνε κι αὐτὸ δῶρο τῆς θείας προ­νοίας· διότι ἂν δύο ἄν­θρωποι ἔ­μοιαζαν τελείως, θὰ ἐγκληματοῦσε ὁ ἕνας καὶ θὰ ἔπιαναν τὸν ἄλλο τὸν ἀθῷο. Ὁ καθένας φέρει μία προσωπικὴ σφραγῖδα – βοῦλλα, τὸ δικό του πρόσωπο. Ἀλλὰ τί κάνουν οἱ γυναῖκες· μὲ ποικίλες βαφές, καλ­λυν­τικὰ καὶ αἰσθητικὲς ἐ­πεμβάσεις ἀλλάζουν τὴν ἐμφάνισί τους. Εἶνε σὰν νὰ λένε· Θεέ, δὲν μὲ ἔφτειαξες καλά!
Γίνονται ζωγράφοι καὶ μὲ τὰ ἐργαλεῖα τους ἀλλάζουν –στὴν οὐσία ἀσχη­μί­ζουν– τὴ φάτσα τους· γίνονται ἀγνώριστες. Ἡ ὀμορφιὰ εἶ­νε κάτι φυσικό. Καὶ ἡ πιὸ ὄμορφη γυναί­κα, ἅ­μα βάλῃ τὸ χέρι καὶ πειράξῃ τὸ φυσικό, τὸ χαλάει, γίνεται ἄσχημη. Τὸ φυσικὸ ἔχει μεγαλεῖο, κινεῖ θαυμασμό· τὸ ἄλλο, τὸ πειραγμένο, εἶνε ἀπάτη καὶ παγίδα γιὰ ἀνόητους ἄντρες.
Καὶ ἐμ­φανίζονται ἔτσι ὄχι μόνο ἔξω ἀλλ᾽ ἀ­κόμη καὶ μέσα στὸ ναό! Ἀσπάζονται μὲ βαμμένα χείλη τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ ὁ νεωκόρος μετὰ πρέπει νὰ τὰ καθαρίζῃ. Τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν ἀκόμη ἔτσι! καὶ δὲν ὑ­πάρχει κάποιος νὰ τὶς ἐπιτιμήσῃ καὶ νὰ τοὺς ὑπενθυμίσῃ ὅτι «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλ᾽ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17). Πότε θὰ μπῇ τάξις στὴν ἐκκλησία μας; Καλά, κυρά μου, τὰ ἀ­νέ­χονται αὐτὰ ὁ ἄντρας σου, ὁ κύκλος σου, ἡ γειτονιά σου· μὰ νά ᾽ρχεσαι ἔτσι καὶ στὴν ἐκ­κλησία εἶνε βαρύ. Δὲν τὸ καταδικάζω ἐγώ, τὸ καταδικάζει ὁ Χριστὸς σήμερα κι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ποὺ ἑρμηνεύει τὸ χωρίο «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν» καὶ λέει· Ἂν εἶνε ἁμαρτία νὰ ἀλλοιώνουμε τὸ πρόσωπό μας γιὰ θρησκευτικοὺς λόγους, πολὺ περισσότερο εἶνε ἁμαρτία νὰ τὸ κάνουμε γιὰ κοσμικοὺς λόγους.
Δὲν εἶνε βέβαια ὅλες ἔτσι· ὑπάρχουν καὶ γυναῖκες σεμνές, ποὺ δὲν ἀκολουθοῦν τὸν συρμὸ τοῦ Λονδίνου καὶ τῆς Νέας Ὑόρκης, ἀλλὰ ἔχουν ἕνα μόνο χρῶμα, τὸ χρῶμα τῆς ἀ­ρετῆς, τὸ χρῶμα τῆς Χριστιανῆς Ἑλληνίδος.
Τέλος, σὲ μία τρίτη κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ «ἀφανίζουσι τὰ πρόσωπα αὐτῶν», ἀνήκει καὶ καθένας ποὺ κυρι­αρχεῖται ἀπὸ κάποιο πάθος. 
Βλέπεις ἄλλον νὰ κοκκινίζῃ ἀπὸ θυμό, ἄλλον νὰ κιτρινίζῃ ἀπὸ φθόνο, ἄλλον νὰ ἀγριεύῃ ἀπὸ μῖ­σος, ἄλλον νὰ ἀποκτηνώνεται ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία κ.τ.λ.. Ὁ καθρέφτης τοῦ ἀν­θρώπου εἶνε τὸ πρόσωπο. Ἂν πᾷς στὸ Ἅγιο Ὄρος, θὰ δῇς ἀσκητὰς ποὺ κρατοῦν τὸ κομ­ποσχοίνι καὶ προσ­εύχονται, καὶ δὲν ἔχουν καμ­μιά κακία μέσ᾽ στὴν καρδιά τους· τὸ πρόσωπό τους εἶνε ἀγγελικό. 
Ἐνῷ, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος πέ­σῃ στὴν ἁμαρτία, τότε «ἀφανίζει τὸ πρόσωπον αὐτοῦ», ἀλλάζει ἡ μορφή του. Ὅ­­πως λέει ἡ Γραφή, «καρδίας εὐφραινομένης πρό­σωπον θάλ­λει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει» (Παρ. 15,13). Κ᾽ ἐσὺ ὁ ἄν­θρωπος ἀλλάζεις τὸ πρόσωπό σου. Τὸ πρωὶ εἶσαι εὐχάριστος, μὲ χαρὰ σὲ βλέπει ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σου· ἀλλὰ τὸ μεσημέρι ποὺ γυρίζεις εἶσαι ὠργισμένος κι ἀπ᾽ τὸ θυ­μὸ ἔχεις ἀλλάξει πρόσωπο, ἔχεις μιὰ ἀγριάδα. Θέλεις νὰ τὸ δῇς; Τὴν ὥρα ἐκείνη βάλε μπροστά σου ἕνα καθρέφτη καὶ θὰ τρομάξῃς· εἶσαι ἕνα ἄγριο θηρίο ἕτοιμο νὰ ξεσκίσῃ.

* * *

Εἴδαμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, πῶς ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάζεται ὄχι μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἀλλὰ μ᾽ ἕνα πρόσω­πο διαφορετικό. Εὔχομαι, αὔριο Καθαρὰ Δευτέρα, ὅπως οἱ νοικοκυρὲς καθαρίζουν τὸ σπίτι γιὰ νά ᾽νε πεντακάθαρο, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ πάρουμε τὴν «ἠλεκτρικὴ» σκούπα ποὺ λέγεται μετάνοια, καὶ νὰ καθαρίσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν οἰκογένειά μας, τὶς σκέψεις, τὰ αἰσθήματα καὶ τὰ ἔργα μας, ὥστε νὰ εἶνε ὅλα καθαρά· τὸ σπίτι , ἡ οἰκογένεια, ἡ πατρίδα μας.
Ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ περάσουμε ὅλη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ νὰ φτάσουμε νὰ ἑορτάσου­με τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξο ἀνάστασί του· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἡλιουπόλεως – Ἀθηνῶν τὴν 12-3-1967

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου