Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Κυριακὴ Β΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 2,1-12)-Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Εικονες της αμαρτιας


«Τέκνον, ἀ­φέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5)


Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Σᾶς εἶνε γνωστό. Διηγεῖται ἕνα θαῦ­μα. 
 Τί εἶ­­πα, ἕνα; Λάθος, δύο θαύματα δι­­ηγεῖται. 
Ἂν πι­στεύετε μόνο τὸ ἕνα, δὲν εἶστε Χριστιανοί· ἂν πι­στεύετε καὶ τὰ δύο, καὶ μάλιστα τὸ δεύτε­ρο, τότε εἶ­­στε. 
Δύο θαύματα λοιπόν· τὸ ἕ­να μικρό, τὸ ἄλλο μεγάλο· τὸ ἕνα ὁρατό, τὸ ἄλλο ἀόρατο. Θέλω νὰ τὸ
πιστέψετε! Κι ὄ­χι ἁπλῶς νὰ τὸ πιστέψε­τε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ ζήσετε· γιατὶ τὸ δεύτερο θαῦμα μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ δικό σας!

* * *


Τὸ μικρὸ θαῦμα ποιό εἶνε; Ἕναν ἀσθενῆ, ἕ­να παράλυτο ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κουνή­σῃ οὔ­­τε χέρια οὔτε πόδια, νεκρὸ ἄταφο, τέσσερις σπλαχνικοὶ ἄνθρωποι τὸν σήκω­σαν ὅπως σηκώ­νουν ἕνα φέρετρο καὶ τὸν πῆγαν στὸ Χριστό. 
Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Ἔγειρε καὶ ἆρον τὸ κρά­βαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου» (Μᾶρκ. 2,11). Καὶ ἔ­φτασε αὐτὴ ἡ διαταγὴ γιὰ νὰ γί­νῃ τὸ θαῦ­μα. Τὰ ναρκωμένα νεῦρα ζωντάνεψαν, ἡ δύνα­μίς του ἐπανῆλθε, κι ὅπως ἡ ἀκρίδα τινάζε­ται στὰ χορτάρια τώρα τὸ καλοκαίρι, ἔτσι τινάχτηκε πάνω, σὰν νὰ τὸν πέρασε ῥεῦ­μα. Ἀμέσως στάθηκε ὄρθιος καί, αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦ­σε νὰ σηκώσῃ οὔτε τὸ κουτάλι του γιὰ νὰ φάῃ καὶ τὸν τάιζαν ἄλλοι, πῆρε στὴν πλάτη του ὁ­λόκληρο κρεβάτι καὶ μπροστὰ στὸν κόσμο ξεκίνησε καὶ πῆγε στὸ σπίτι του! Τὸ εἶδαν ὅ­λοι καὶ θαύμασαν. 
Αὐτὸ εἶνε τὸ μικρὸ θαῦμα. –Μικρὸ τὸ λές; θὰ πῆτε. Στὴν Ἀθήνα εἶνε τὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων μὲ παραλύτους ποὺ μένουν στὰ κρεβάτια ἀκίνητοι· ὅλοι οἱ γιατροὶ δὲν μπο­­ροῦν μὲ τίποτα νὰ τοὺς κάνουν νὰ κουνηθοῦν. Ἂν πάῃ τώρα ἕνας πιστὸς παπᾶς καὶ σταυρώ­σῃ ἕναν ἀπ᾽ αὐτούς, καὶ πιστεύῃ κι ὁ ἀσθενὴς πιστεύουν καὶ οἱ συγγενεῖς, καὶ σηκωθῇ ὄρθι­ος, δὲν θὰ φωνάξουν ὅλοι ὅτι ἔγινε θαῦμα; Ναί, ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶνε μικρό· εἶνε σὰν τὸ πρῶ­το ἀπ᾽ τὰ δύο ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Τὸ δεύτερο, τὸ μεγάλο θαῦμα, ποιό εἶνε; Ἐπαναλαμβάνω· ἂν δὲν τὸ πιστέψετε ματαίως πᾶ­τε στὴν ἐκκλησία, καὶ ἂν δὲν τὸ ζήσε­τε Πάσχα δὲν κάνετε. Ποιό εἶνε τὸ δεύτερο;


Λίγα λεπτὰ πρὶν τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας ὁ Χριστός, ἔκανε ἕνα ἄλλο θαῦ­μα, τρισμέγιστο ἀλ­λὰ ἀόρατο. Τὸ πρῶτο ἔ­γινε λέγοντας «Ἔγειρε καὶ …ὕπαγε εἰς τὸν οἶ­κόν σου»· τὸ δεύτερο ἔ­γινε μὲ τὰ λόγια «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁ­μαρτίαι σου» (ἔ.ἀ. 2,5). Εἶνε μικρὸ αὐτό; Μὲ τὴν πρώτη διαταγὴ θε­ράπευσε τὸ κορμί, μὲ τὴ δεύ­τερη θεράπευσε κάτι ἀνώτερο, τὴν ψυχή· μὲ τὴ μία θεράπευσε τὸ φθαρτό, μὲ τὴν ἄλλη θε­ράπευσε τὸ ἄφθαρτο καὶ αἰώνιο καὶ ἀθάνατο.  
Σήμερα μόνο τὸ κορμὶ ὑπολογίζουμε· μόνο ὅ­ταν αὐτὸ θεραπευθῇ καὶ σωθῇ ἀπὸ κάποια ἀ­σθένεια, τότε δοξάζουμε τὸ Μεγαλοδύναμο, εὐ­γνωμονοῦμε τὸ γιατρὸ καὶ γράφουμε εὐ­χα­ριστήριο στὶς ἐφημερίδες. Ἀκοῦμε ἀρρώστια, ἀ­κοῦμε καρκίνο, καὶ μᾶς πιάνει τρόμος· ἀλλὰ ἀκοῦμε ἁμαρτία, καὶ κανείς ἀπὸ μᾶς δὲν συγ­κινεῖται. Ποιό εἶνε σοβαρώτερο, ὁ καρκίνος ἢ ἡ ἁμαρτία; Ἀκοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ γελᾶμε. Δὲ βαριέσαι! λέμε. Καὶ ἂν παρουσιαστῇ κανένας ἱεροκήρυκας αὐστηρός, δυσφοροῦμε. Αὐστη­ρός; Ἔπρεπε στὰ χρόνια μας νὰ ζῇ ὁ Πρόδρο­μος ἢ ὁ Ἠλίας ἢ ὁ Χρυσόστομος, καὶ θὰ βλέπαμε ποιός μπορεῖ νὰ σταθῇ ἀπὸ τοὺς κεραυ­νοὺς καὶ μύδρους ποὺ ἐξαπέ­λυαν αὐτοί. Τώρα μὲ κολακεῖες κρατιόμαστε· ἂν δουλέ­ψῃ κόσκινο ἀποστολικό, δὲν ξέρω πόσοι θὰ μείνου­με. Ὅταν κάποιος ἱεροκήρυκας μιλή­σῃ γιὰ ἁμαρτία καὶ αἰώνιο κόλασι, τὸν λένε καθυστε­ρημένο. Ἡ ἁμαρτία ὅμως δὲν εἶνε παιχνιδάκι ἁ­γιοβασιλιάτικο γιὰ παιδιά. Ξέρετε τί εἶ­νε ἡ ἁ­μαρτία; Κάτι πολὺ σοβαρό. Θὰ πῶ 3 – 4 παραδεί­γματα, γιὰ νὰ σᾶς δώσω μιὰ εἰκόνα της.

* * *


Ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ πατοῦμε, μὲ ὅλα ὅσα ἔχει πάνω της, τί εἶνε; Μιὰ σταγόνα στὸν ὠκεανό, ἕνα κουκκὶ ἄμμου μέσα στὸ σύμπαν μὲ τὰ ἀν­αρίθμητα ἀστέρια του, ποὺ μοιάζουν σὰν καν­τηλάκια σ᾽ ἕναν ἀσύλληπτο ναό. 
Ἀπειλοῦν οἱ ἄθεοι ὅτι θὰ κλείσουν τοὺς ναοὺς καὶ θὰ σβήσουν τοὺς πολυελέους. Σβῆστε τους λοιπόν! ἔχει ὁ Θεὸς στὸν οὐρανὸ πολυέλεο καὶ ἀμέτρητα καντήλια τὰ ἀστέρια· αὐτὰ μπορεῖτε νὰ τὰ σβήσετε;
 Ὅλα αὐτὰ εἶνε δημιουργήματά του. 
Τὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος· «Σὺ κατ᾽ ἀρ­χάς, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί» (Ἑβρ. 1,10 = Ψαλμ. 101,26). Σύ, Θεέ μου, λέει, ἔφτειαξες τὴ γῆ καὶ ὅλα τὰ ὡραῖα ποὺ βλέπουμε. Θαῦμα ἡ Δημιουργία.  
Μεγαλύτερο ὅμως θαῦ­μα εἶνε ἡ ἁρμονία καὶ τάξις, τ᾽ ὅτι ὅλα αὐτὰ βρίσκονται στὴ θέσι τους, πειθαρχοῦν σὰν στρατιῶτες, κινοῦνται μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια. Γιατὶ ὁ Δημιουργὸς σὲ ὅλα τὰ δημιουργήματά του, ἀπ᾽ τὰ μεγαλύτερα μέχρι τὸ μό­ριο τῆς ὕλης, ἔβαλε νόμους, τοὺς φυ­­­σικοὺς νόμους. Ὅλα λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τῶν νόμων, κανένα δὲν ἐκτρέπεται ἀπὸ αὐτούς. Στὴν ὥ­ρα τους εἶνε ὅλα· «Ὁ ἥλιος ἔ­γνω τὴν δύσιν αὐτοῦ. Ἔθου σκότος, καὶ ἐγένετο νύξ» (Ψαλμ. 103,19-20)! αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀπ᾽ τοὺς ὡ­ραιότερους στίχους τοῦ Ψαλτηρίου. –Μὰ τί ἔπαθες; Ἔφυγες ἀπ᾽ τὸ θέμα σου. Εἶπες ὅτι θὰ μιλήσῃς περὶ ἁμαρτίας, καὶ μᾶς μιλᾷς γιὰ φυσικοὺς νόμους;… Δὲν ἔφυγα ἀπ᾽ τὸ θέμα. Θέλω νὰ πῶ καὶ νὰ τονίσω, ὅτι μέσα στὴν ἁρ­­μο­νία τοῦ σύμπαντος ὑπάρχει μία δυσαρμονία, μία ἀ­ταξία· στὴ «συν­αυλία», ποὺ παίζουν ὅλα, τὸ αὐτὶ τοῦ Μαέ­στρου συλλαμβάνει μιὰ παραφωνία. Ὁ κόσμος ὁλόκληρος σὰν μιὰ κιθάρα παίζει τὸν ὕμνο τοῦ Δημιουργοῦ «Αἰ­νεῖ­τε αὐτὸν τὰ πάντα, ἡ σελήνη, τὸ χιόνι, τ᾽ ἀ­­στέ­ρια, μικρὰ – μεγάλα, οἱ πάν­τες αἰ­νεῖτε τὸν Θεόν» (βλ. Ψαλμ. 148ος). Ἀλλὰ μέσα στὴν ἁρ­μονία ὑ­πάρχει μία δυσαρμονία, μία ἀ­ταξία, ἕ­να φάλτσο. Ποιό; Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου!  
Ὅπως στὰ ἄλλα δημιουργήματα ὁ Θεὸς ἔ­θεσε νόμους, ἔτσι καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ὄχι νόμους φυ­­σικοὺς ἀλλὰ ἠθικούς, ποὺ εἶνε ἀνώτε­ροι. Μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ νόμους ἀνθρώπων σὰν αὐ­τοὺς ποὺ ψηφίζει ἡ βουλή, νόμους τοῦ κρά­τους. Γιὰ ἕνα νόμο ὁμιλῶ ἐγώ· νόμο αἰώνιο, ἀ­κατάλυτο, ἀθάνατο. Ποιός εἶνε αὐτός; Εἶ­νε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκ­φράζε­­ται μὲ δύο τρόπους· μὲ τὴ φωνὴ τῆς συν­ειδή­σε­ως (ἄγραφος νό­­μος) ποὺ ὑπαγορεύει «Κάνε τὸ καλὸ καὶ φεῦγε ἀπ᾽ τὸ κακό», καὶ μὲ τὸ γραπτὸ νόμο τοῦ Εὐ­αγγε­λίου, τὴν ἁγία Γραφή, ποὺ λέει «Ἔκκλινον ἀ­­πὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15). Τί εἶ­νε λοιπὸν ἡ ἁμαρτία; Εἶνε ἀνομία, εἶνε ἡ παράβασις τοῦ θείου νόμου ὅπως λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅ­γιο· «ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία» (Α΄ Ἰω. 3,4).  
Ὅπως στὴ φύσι ὅλα κινοῦνται πάνω στὴν τροχιὰ τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἔτσι κι ὁ ἄν­θρωπος πρέπει νὰ κινῆται ἐπάνω στὸν πνευματικὸ νόμο τοῦ θεί­ου θελήματος. Τὸ κάνει; Ἂν τὸ ἔκανε, θὰ ὑπῆρχε ἁρμονία, ἡ γῆ θὰ ἦταν παράδει­σος. Κάνοντας ὅμως τὴν ἁμαρτία ξεφεύγει ἀπὸ τὴν τροχιά του, ἐκτροχιάζεται. Ἡ ἁμαρτία λοι­πὸν εἶνε ἐκτροχιασμός, παράβασις τοῦ νόμου ποὺ ὁ Θεὸς ἔβαλε μέσα του.  
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ τὴν ἁμαρτία ὄχι μόνο τὴν κά­­νουμε ἄφοβα, ἀλλὰ καὶ τὴ γευόμαστε εὐ­χαρίστως. Τὸ λέει ἡ Γραφή· Θά ᾽ρθουν χρόνια ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος θὰ πίνῃ τὴν ἁμαρτία σὰν ἕνα ποτή­ρι δροσερὸ νερὸ τὸ κα­λοκαίρι (βλ. Ἰὼβ 15,16). Σὰν παγωτό· ἀλλ᾽ αὐτὸ τὸ «παγωτὸ» θὰ βγῇ στὸ τέλος φαρμάκι, παράθειο· καταστροφή, ὄλεθρος, πανωλεθρία. Για­τὶ ξέρεις τί βάρος ἔ­χει ἡ ἁμαρ­τία; Ὄχι μόνο ἡ πιὸ βαρειά (π.χ. μοιχεία, πορνεία, κλοπή, φό­νος, πλαστογραφία, διάρρηξις…), ἀλλὰ κι αὐτὴ ποὺ θεωρεῖ­ται ὡς πιὸ μικρή, π.χ. τὸ ψέμα. 
Ἐλᾶτε νὰ ζυγί­σουμε στὴν πλά­στιγγα τοῦ Εὐαγγελίου τὸ ψέμα. 
Βάλε στὸ ἕ­να μέρος τὸ «ψεματάκι» ποὺ εἶ­πες στὴ μάνα σου ἢ στὸν προϊστάμενό σου. 
Ξέρεις πόσο βάρος ἔχει; 
Ἔ­λα νὰ τὸ σηκώσῃς. Ὄχι ἕνας ἀλλὰ καὶ χίλιοι δὲν μποροῦμε νὰ τὸ σηκώσουμε. 
Κι ὄχι μόνο ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί. 
Ἐλᾶτε Παναγία, ἐλᾶτε οἱ ἅγιοι, οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, «τὰ Χερου­βὶμ καὶ τὰ Σεραφίμ, ἑ­ξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά» (θ. Λειτ.), ἐλᾶτε κάτω στὴ γῆ νὰ σηκώσετε τὸ βάρος. Ἀδύνατον, μένει ἀκίνητο! –Μὰ τότε, πάτερ, μᾶς ἀπελπίζεις!…

* * *


Ὅσο μποροῦσε, ἀδελφοί μου, ὁ παράλυτος νὰ σηκώσῃ τὸ κουτάλι του, ἄλλο τόσο μπο­ρεῖ καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ σηκώσῃ τὸ ἁμάρτημά του.
 Ποιός λοιπὸν τὸ σηκώνει; Οὔτε ἄγγελος οὔτε ἀρ­χάγγελος. Ποιός τότε; 
Τὸ πιστεύεις; – φθάσαμε στὸ καίριο σημεῖο. 
Ποιός; «Δεῦτε προσ­κυ­νήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ»! 
Αὐτὸς σή­κωσε τὸ βάρος τῆς ἁ­μαρτίας.
 Στὸ ἄλλο μέρος τῆς ζυγαριᾶς ἔπεσε – τί· τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ εἶνε στὸ δισκοπότηρο. 
Μιὰ σταλαγμα­τιά –τί λέω–, ἕνα ἠ­λεκτρόνιό του ἂν πέσῃ στὸ ἄλλο μέρος τῆς ζυ­γαριᾶς μαζὶ μὲ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοί­ας, πανηγυρίζουν τότε στὸν οὐρανὸ οἱ ἄγ­γελοι.
 Θαῦμα μέγα γίνεται ὅταν στὸ ἐξομολο­γητήριο ἀκουστῇ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ «Τέκνον, ἀ­φέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μᾶρκ. 2,5). Νά τὸ θαῦμα τὸ μέγα, ποὺ εἴθε νὰ τὸ νιώσου­με, νὰ τὸ πιστέψουμε καὶ νὰ τὸ ζήσουμε.


(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Πευκακίων – Ἀθηνῶν τὴν 26-3-1967

augoustinos-kantiotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου