Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
διατηρείται σε καλά επίπεδα παρά την επιβράδυνση σε παγκόσμιο επίπεδο
και οι κίνδυνοι για δημοσιονομικό εκτροχιασμό είναι περιορισμένοι, όπως
περιορισμένοι είναι και οι κίνδυνοι από την αύξηση του
κατώτατου μισθού,
τις εξωτερικές ανισορροπίες και τις εκλογές, όπως σημειώνει η HSBC σε νέα της έκθεση για την Ελλάδα,
μετά το πρόσφατο ταξίδι της στην Αθήνα, τονίζοντας πως το "ποτήρι
παραμένει μισογέματο".
Ωστόσο, όπως προειδοποιεί, οι ελληνικές τράπεζες
παραμένουν βασική πηγή ανησυχίας και οι απόψεις σχετικά με τις πιθανές
λύσεις για το ζήτημα των υψηλών επίπεδων μη εξυπηρετούμενων δανείων,
διίστανται.
Όπως επισημαίνει, στην Αθήνα όπου
βρέθηκαν τα στελέχη της τις προηγούμενες ημέρες, πραγματοποιήθηκαν
συναντήσεις με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο και άλλους υπουργούς της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και με αξιωματούχους από την Κομισιόν, το ΔΝΤ,
την ΤτΕ, τον ΟΔΔΗΧ, το ΤΧΣ, το ΤΑΙΠΕΔ, τη Νέα Δημοκρατία καθώς και με
Έλληνες τραπεζίτες.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η HSBC επισκέφτηκε την
Ελλάδα από την ημέρα που η χώρα βγήκε από το καθεστώς των μνημονίων.
Το ταξίδι αυτό, όπως επισημαίνει,
επιβεβαίωσε την άποψή της ότι η ανάπτυξη της χώρας παραμένει σε καλή
τροχιά.
Η Ελλάδα μέχρι στιγμής δεν έχει επηρεαστεί από την επιβράδυνση
της παγκόσμιας ανάπτυξης της και της ευρωζώνης, και διευρύνεται σε
περισσότερους κλάδους της οικονομίας.
Πάντως οι απόψεις σχετικά με τις
μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας διαφέρουν κυρίως λόγω της
"κόπωσης" των μεταρρυθμίσεων και των χαμηλών επιπέδων επενδύσεων που θα
μπορούσαν να περιορίσουν τα κέρδη στην παραγωγικότητα.
Μέχρι στιγμής, η μεταμνημονιακή εποπτεία
έχει κινηθεί ομαλά, ωστόσο η ΕΕ δεν έδωσε το "πράσινο φως" για την
εκταμίευση ύψους 1 δισ. ευρώ στην Ελλάδα λόγω διαφωνίας σχετικά με τον
νόμο για την προστασία πρώτης κατοικίας ο οποίος και θα βοηθήσει τις
τράπεζες να μειώσουν τα NPLs τους. Ωστόσο, και οι δύο πλευρές ήταν
θετικές σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα επίτευξης συμφωνίας, ενδεχομένως έως
το Eurogroup της 5ης Απριλίου.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο η Ελλάδα
διαθέτει ένα cash buffer άνω των 40 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι
χρηματοδοτείται πλήρως μέχρι το τέλος του 2023 τουλάχιστον. Δεν υπάρχει
σαφής στρατηγική για το τι θα γίνει με αυτήν την έξτρα ρευστότητα, αλλά
θα μπορούσε να περιλαμβάνει έναν συνδυασμό αποπληρωμής μέρους των
δανείων του ΔΝΤ, μείωσης των εκδόσεων εντόκων γραμματίων, μείωσης των
ληξιπρόθεσμων οφειλών ή στήριξης των τραπεζών στη μείωση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Βαρίδι οι επενδύσεις στην ανάπτυξη
Το στοιχείο που λείπει από την ανάκαμψη
μέχρι στιγμής είναι οι επενδύσεις, όπως σημειώνεται, οι οποίες είναι
κατά δύο τρίτα χαμηλότερα από τα προ της κρίσης επίπεδα. Βάσει
προκαταρκτικών εκτιμήσεων, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 12% το 2018 (αν
και μπορεί να αναθεωρηθούν τα μγέθη καθώς τα μέχρι τώρα στοιχεία
δείχνουν μεγάλη συμβολή από τα αποθεματικά στην ανάπτυξη πέρυσι, που
τείνει να αποδίδεται στην κατανάλωση ή - πιθανότατα - στις επενδύσεις σε
μεταγενέστερα στάδια).
Η χρήση των διαρθρωτικών κονδυλίων της ΕΕ ήταν
χαμηλή, και οι δημόσιες επενδύσεις έχουν σταθερά υποαποδώσει των στόχων
(με χάσμα περίπου 1% του ΑΕΠ ετησίως) κυρίως λόγω της ανεπάρκειας της
δημόσιας διοίκησης.
Η έλλειψη επενδύσεων θα μπορούσε να
αποτελέσει βαρίδι στην αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας, όπως σημειώνει.
Η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι το σημείο που οι οικονομολόγοι που
συνάντησε η HSBC διαφωνούν περισσότερο.
Οι περισσότεροι βλέπουν την
ανάπτυξη να ξεπερνά το 2% για αρκετά χρόνια αλλά το ΔΝΤ εκτιμά πως το
ΑΕΠ θα μειωθεί ραγδαία από τα σημερινά επίπεδα σε 1,2% το 2022.
Αυτό
οφείλεται εν μέρει στα αρνητικά δημογραφικά στοιχεία, αλλά και τα χαμηλά
επίπεδα των επενδύσεων αποτελούν εμπόδιο στην αύξηση της
παραγωγικότητας, με το ΔΝΤ να υπογραμμίζει πως η μεταρρυθμιστική κόπωση
αποτελεί άλλον έναν παράγοντα στις απαισιόδοξες εκτιμήσεις του.
Πιθανή η νέα έξοδος στις αγορές
Μετά από δύο επιτυχημένες εκδόσεις
ομολόγων φέτος, η Ελλάδα θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα έκδοση ώστε να
πετύχει τον ετήσιο στόχο του ΟΔΔΗΧ για έκδοση χρέους ύψους 7 δισ. ευρώ
φέτος, όπως σημειώνεται.
Όπως επισημαίνει η ΗSBC, ένα θέμα το
οποίο συζητήθηκε εκτενώς κατά τις συναντήσεις που είχε στην Αθήνα ήταν
το όριο που έχει επιβάλει η ΕΚΤ στις θέσεις που μπορούν να έχουν οι
ελληνικές τράπεζες στα ελληνικά ομόλογα. Αυτό αποτελεί μεγάλη ανησυχία
για τους επενδυτές, περιορίζοντας την ικανότητα των τραπεζών να ενεργούν
στη δευτερογενή αγορά, μειώνοντας έτσι τη ρευστότητα. Η σημασία της
άρσης αυτού του ορίου είναι στο ραντάρ των ελληνικών αρχών, όπως
τονίζει.
Μεικτά τα μηνύματα για τις τράπεζες
Οι τράπεζες συνεχίζουν να βελτιώνουν την
ποιότητα του ενεργητικού τους, ενώ εμφανίζονται βέβαιες ότι μπορούν να
επιτύχουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους. Τα μηνύματα όμως σχετικά
με την ομαλοποίηση της εικόνας του κλάδου είναι ανάμεικτα, με τους
μετόχους να έχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την πιθανότητα, τη
χρησιμότητα και το χρονοδιάγραμμα των πιθανών λύσεων που αφορούν το
σύνολο του κλάδου, καθώς και τη δομή και την αποτελεσματικότητα του
συνολικού πλαισίου αντιμετώπισης των προβληματικών assets.
Η HSBC διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση, οι
εγχώριοι και διεθνείς θεσμοί και οι τράπεζες συμφωνούν πλήρως σε λίγα
μόνο θέματα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχει συναίνεση για άρση ή την
αύξηση του ορίου στα κρατικά ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες,
προκειμένου να βελτιωθεί η κερδοφορία των τραπεζών, να βελτιωθεί η
δευτερογενής αγορά και να εξομαλυνθούν οι διαφορές μεταξύ των τραπεζών.
Ωστόσο, υπάρχει ελάχιστη σαφήνεια σχετικά με το χρονοδιάγραμμα μιας
τέτοιας κίνησης ή τις λεπτομέρειες για πιθανούς μελλοντικούς
περιορισμούς. Έτσι είναι απίθανο ότι αυτό το ζήτημα θα προχωρήσει
άμεσα. Όλα τα μέρη συμφώνησαν επίσης ότι οι τάσεις στην ποιότητα του
ενεργητικού βελτιώνονται και οι τράπεζες έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη
μείωση των NPEs.
Ωστόσο, πέρα από αυτά τα δύο θέματα,
μηνύματα ήταν μεικτά. Οι απόψεις ήταν διαφορετικές σε ότι αφορά το θέμα
της παροχής πίστωσης.
Οι τράπεζες επιμένουν ότι δεν περιορίζονται από τη
ρευστότητα ή τα κεφάλαια.
Τα σχέδιά τους περιλαμβάνουν αυξανόμενα
επίπεδα νέας παραγωγής δανείων και βλέπουν τη ζήτηση των πιστώσεων να
αυξάνεται κυρίως για επιχειρήσεις και ίσως και για την καταναλωτική
πίστη. Τα στεγαστικά δάνεια θεωρούνται πιθανότατα να συνεχίσουν να
αντιμετωπίζουν εμπόδια για αρκετά χρόνια λόγω της συνεχιζόμενης
απομόχλευσης.
Ωστόσο, οι διάφοροι θεσμοί που συνάντησε η HSBC επέμεναν
ότι η προσπάθεια μείωσης των NPEs εξακολουθεί να περιορίζει σημαντικά
την ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν, ενώ υπήρξαν και απόψεις ότι η
ρευστότητα παραμένει ένα σημαντικό πρόβλημα.
Οι κίνδυνοι
Σύμφωνα με την HSBC οι μεγαλύτεροι
πάντως κίνδυνοι αυτή τη στιγμή γύρω από την Ελλάδα είναι ο
δημοσιονομικός εκτροχιασμός λόγω των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων, οι
επιπτώσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11%, οι εξωτερικές
ανισορροπίες της χώρας καθώς και οι επικείμενες εκλογές - λόγω των
προεκλογικών υποσχέσεων-παροχών που μπορεί να έχουν σημαντικές
δημοσιονομικές επιπτώσεις. Οι κίνδυνοι όμως φαίνονται σχετικά
περιορισμένοι, όπως σημειώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου