του Σταύρου Λυγερού
Και μόνο το γεγονός ότι
ηχηρά ονόματα του ευρωιερατείου υποχρεώθηκαν να ομολογήσουν ότι “κάτι σάπιουπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας” αποτελεί ένα μεγάλο θετικό βήμα.
Δεν
προεξοφλεί, ωστόσο, μία θετική κατάληξη του αναστοχασμού για το μέλλον της ΕΕ που
εγκαινιάσθηκε την Παρασκευή στη σύνοδο κορυφής της Μπρατισλάβας.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν
Γιούνκερ, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Τουσκ, ο επικεφαλής της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Ντράγκι, ακόμα και η Λαγκάρντ του ΔΝΤ
μίλησαν -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- για την
ανάγκη μίας νέας πορείας. Όπως σωστά, άλλωστε, υπογράμμισε ο Τουσκ εν όψει της συνόδου κορυφής «δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τις συζητήσεις με μία μακάρια πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι λάθος, ότι τα πάντα είναι εντάξει».
Το Brexit ήταν ένα μήνυμα που δεν μπορεί να
παρακαμφθεί. Δεν πρόκειται απλά και μόνο για την εκδήλωση του παραδοσιακού
βρετανικού ευρωσκεπτικισμού. Αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου. Και το
παγόβουνο είναι η ραγδαία άνοδος της αντισυστημικής ψήφου σ’ όλα τα μήκη και τα
πλάτη της Γηραιάς Ηπείρου.ανάγκη μίας νέας πορείας. Όπως σωστά, άλλωστε, υπογράμμισε ο Τουσκ εν όψει της συνόδου κορυφής «δεν μπορούμε να ξεκινήσουμε τις συζητήσεις με μία μακάρια πεποίθηση ότι τίποτα δεν είναι λάθος, ότι τα πάντα είναι εντάξει».
Το γεγονός ότι η
αντισυστημική ψήφος στον ευρωπαϊκό Νότο έχει αριστερό πρόσημο, ενώ στον Βορρά
και στην Ανατολή έχει ακροδεξιό ή εθνικιστικό πρόσημο δεν αλλάζει την ουσία του
προβλήματος. Και η ουσία είναι η αμφισβήτηση της κατεστημένης πολιτικής που με επιμέρους
διαφοροποιήσεις εφαρμόζουν τις τελευταίες δεκαετίες στην ΕΕ και η Κεντροδεξιά
και η Κεντροαριστερά.
Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί
τα πράγματα, η κρίση της Ευρώπης δεν είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους
κρίσεων (οικονομική, μεταναστευτική και κρίση ασφάλειας λόγω της ισλαμικής
τρομοκρατίας). Η ταυτόχρονη έκθεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στις τρεις
αυτές παράλληλες κρίσεις έβγαλε με δύναμη στην επιφάνεια τις ασυμμετρίες και
τις αντιφάσεις του, με αποτέλεσμα η ΕΕ να αντιμετωπίζει σήμερα υπαρξιακή κρίση.
Η μόνη πραγματική αλλαγή της
Μέρκελ είναι στο προσφυγικό-μεταναστευτικό μέτωπο, λόγω των ισχυρών πιέσεων που
δέχεται εντός της χώρας της.
Η εντυπωσιακή εκλογική άνοδος του ξενοφοβικού και ευρωσκεπτικιστικού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” οξύνει τις πιέσεις που δέχεται από το κόμμα της και από το αδελφό Χριστιανοκοινωνιστικό Κόμμα της Βαυαρίας.
Πρόκειται για πιέσεις που αντανακλούν το κλίμα σ’ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τις αγνοήσει, δεδομένου ότι σ’ ένα χρόνο από τώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις κάλπες.
Η εντυπωσιακή εκλογική άνοδος του ξενοφοβικού και ευρωσκεπτικιστικού κόμματος “Εναλλακτική για τη Γερμανία” οξύνει τις πιέσεις που δέχεται από το κόμμα της και από το αδελφό Χριστιανοκοινωνιστικό Κόμμα της Βαυαρίας.
Πρόκειται για πιέσεις που αντανακλούν το κλίμα σ’ ένα πολύ μεγάλο τμήμα της γερμανικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τις αγνοήσει, δεδομένου ότι σ’ ένα χρόνο από τώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις κάλπες.
Το νέο αυτό ρευστό
ευρωπαϊκό περιβάλλον έχει επιπτώσεις και στο ελληνικό πρόβλημα.
Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι το “μαύρο πρόβατο σ’ ένα άσπρο κοπάδι”.
Το απέδειξε για μία ακόμα φορά η ευρωμεσογειακή σύνοδος κορυφής πριν εννέα ημέρες στην Αθήνα. Το ανοίκειο δηλητηριώδες σχόλιο του Σόιμπλε είναι αλάνθαστο σημάδι ότι ένοιωσε απειλή. Και όχι αδικαιολόγητα.
Αυτή η εξέλιξη εκ των πραγμάτων προκαλεί κάποια πρώτα ρήγματα στη γερμανική ηγεμονία.
Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι το “μαύρο πρόβατο σ’ ένα άσπρο κοπάδι”.
Το απέδειξε για μία ακόμα φορά η ευρωμεσογειακή σύνοδος κορυφής πριν εννέα ημέρες στην Αθήνα. Το ανοίκειο δηλητηριώδες σχόλιο του Σόιμπλε είναι αλάνθαστο σημάδι ότι ένοιωσε απειλή. Και όχι αδικαιολόγητα.
Αυτή η εξέλιξη εκ των πραγμάτων προκαλεί κάποια πρώτα ρήγματα στη γερμανική ηγεμονία.
Η δημοσκοπική κατρακύλα
του προέδρου Ολάντ έπαιξε καταλυτικό ρόλο για να υπερβεί τις επιφυλάξεις του
και να συμπράξει με τις χώρες του Νότου, αδιαφορώντας για την αντίδραση του
Βερολίνου. Χωρίς τη συμμετοχή της Γαλλίας, ο Ρέντσι θα παρέμενε στο επίπεδο της
απλής έκφρασης δυσαρέσκειας και των εκκλήσεων για χαλάρωση της λιτότητας. Είναι
αποκαλυπτική η δήλωσή του: «Επιτέλους ο
Ολάντ είναι μαζί μας. Ξεπέρασε την αναποφασιστικότητά του. Τώρα είμαστε πολλοί
και μπορούμε να κινητοποιηθούμε».
Μπορεί η Μάλτα να είναι
μικρή, αλλά η εντυπωσιακή μετατόπιση της κεντροδεξιάς κυβέρνησής της
σηματοδοτεί τις συντελούμενες διαφοροποιήσεις, δεδομένου μάλιστα ότι το επόμενο
εξάμηνο θα ασκεί την προεδρία της ΕΕ. Το 2015 ο Μαλτέζος υπουργός Οικονομικών
ήταν από τα “εξαπτέρυγα” του Σόιμπλε και πρώτος στις επιθέσεις εναντίον της
Ελλάδας. Στην τελευταία σύνοδο του Eurogroup, όμως, δήλωσε ότι «η λιτότητα ανήκει στο παρελθόν».
Η διακήρυξη της Αθήνας με
τη σειρά της διευκόλυνε τον Γιούνκερ, ο οποίος την περασμένη Τετάρτη έκανε
βήματα που δεν θα είχε κάνει. Μίλησε για «κοινωνική
Ευρώπη», ανακοίνωσε τον διπλασιασμό του επενδυτικού πακέτου που φέρει το
όνομά του (500 δις μέχρι το 2020 και 630 μέχρι το 2022) και ζήτησε ευελιξία
όσον αφορά την εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων προκειμένου να διευκολυνθεί
η ανάπτυξη.
Τις ίδιες ημέρες ο Τουσκ
έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ρίχνοντας με
δραματικούς τόνους στο τραπέζι το ζήτημα “περισσότερη ή λιγότερη Ευρώπη” που
απασχολεί πρωτίστως τις χώρες-μέλη της ομάδας Βίζεγκραντ (Πολωνία, Ουγγαρία,
Τσεχία και Σλοβακία).
Μιλώντας σχηματικά,
μπορούμε να πούμε ότι στους κόλπους της ΕΕ διαμορφώνονται τρεις ομάδες (Βορράς,
Νότος και Ανατολή).
Με δεδομένες τις διαφοροποιήσεις στους κόλπους τους, είναι
εμφανές ότι τραβάνε το “κάρο” προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οι αποκλίνουσες
αυτές τάσεις εκ των πραγμάτων περιπλέκουν την κατάσταση. Όχι μόνο δυσκολεύουν
την ανεύρεση εποικοδομητικών συμβιβασμών, αλλά και δυσχεραίνουν τη γερμανική
ηγεμονία. Ειδικά σε μία περίοδο που η Μέρκελ εμφανίζεται σχετικά αποδυναμωμένη
στο εσωτερικό και που τόσο ο Ντράγκι όσο και ο Γιούνκερ αυτονομούνται.
Στην πραγματικότητα, το
Βερολίνο θέλει να αποτρέψει μεγάλες θεσμικές συζητήσεις που μπορούν να θέσουν
υπό αμφισβήτηση την ηγεμονία του. Δεν είναι τυχαίο ότι η καγκελάριος
πραγματοποίησε το τελευταίο διάστημα επαφές με πολλούς ηγέτες χωρών-μελών,
προκειμένου να σταθεροποιήσει τον ηγετικό ρόλο της. Μετά την ευρωμεσογειακή
σύνοδο έσπευσε να συναντήσει τον Ολάντ στο Παρίσι. Στη δε Μπρατισλάβα υιοθέτησε
ευέλικτη στάση και έκανε φραστικές υποχωρήσεις, προκειμένου να διατηρήσει τον
έλεγχο και να αποτρέψει δραστικές αποφάσεις.
Ο οδικός χάρτης που
υιοθετήθηκε από τους “27” είναι αρκετά γενικόλογος. Οι οριστικές αποφάσεις
αναμένεται να ληφθούν στο σύνοδο της Ρώμης τον ερχόμενο Μάρτιο.
Ο Τσίπρας
επικαλέσθηκε ότι γίνεται αναφορά στην «κοινωνική
Ευρώπη» και μίλησε για ένα μικρό πρώτο βήμα. Την πραγματικότητά, όμως,
εξέφρασε καθαρά ο Ρέντσι. Δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένος από τις αποφάσεις
και γι’ αυτό δεν συμμετείχε στην κοινή συνέντευξη με τη Μέρκελ και τον Ολάντ.
Είναι
προφανές ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός είχε επενδύσει περισσότερες ελπίδες στον
Γάλλο πρόεδρο. Αυτός, όμως, φρόντισε να εκμεταλλευθεί την ευρωμεσογειακή σύνοδο
για να διαπραγματευθεί από καλύτερη θέση με το Βερολίνο.
Το πολιτικό τοπίο στην ΕΕ
απέχει πολύ από το να έχει βρει μία νέα ισορροπία. Υπενθυμίζουμε ότι ο Ρέντσι κινδυνεύει
να χάσει το δημοψήφισμα που ο ίδιος έχει προκηρύξει για συνταγματικές αλλαγές
και η διεξαγωγή του οποίου μετατέθηκε για το τέλος του χρόνου. Στις 2 Οκτωβρίου
ο Ούγγρος πρωθυπουργός Ορμπάν, ο οποίος δήλωσε ότι η σύνοδος στην Μπρατισλάβα
απέτυχε, αναμένεται να κερδίσει με μεγάλη πλειοψηφία το δημοψήφισμα που έχει
προκηρύξει. Στόχος του να νομιμοποιήσει την άρνησή του να δεχθεί τους 1294
πρόσφυγες που αναλογούν στη χώρα του.
Το 2017 στη Γαλλία και στη
Γερμανία θα στηθούν κάλπες που θα κρίνουν ποιος θα είναι στο τιμόνι. Πριν
φθάσουμε τότε, όμως, θα έχει κριθεί η εκλογική μάχη στις ΗΠΑ. Στην περίπτωση
που κερδίσει ο Τραμπ οι συνέπειες θα είναι καθοριστικές και για την τροπή που
θα λάβουν οι εξελίξεις στην Ευρώπη.
Το γεγονός ότι η ΕΕ
θυμίζει ολοένα και περισσότερο κινούμενη άμμο, το γεγονός ότι οι αντιθέσεις
στους κόλπους του ευρωιερατείου οξύνονται αναμένεται να έχει αντιφατικές
επιπτώσεις στο ελληνικό πρόβλημα. Ναι μεν η Αθήνα έχει σπάσει την πολιτική
απομόνωση του 2015, ναι μεν το δόγμα της λιτότητας αμφισβητείται ολοένα και
περισσότερο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα διευκολυνθεί η επίτευξη των στόχων
της.
Η λήψη απόφασης για την
ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μέχρι το τέλος του 2016 προσκρούει στην άρνηση
του Βερολίνου, το οποίο τη μεταθέτει για μετά τις γερμανικές εκλογές του
φθινοπώρου 2017. Υποτίθεται ότι τότε θα είναι πολιτικά ευκολότερη η λήψη της
σχετικής απόφασης. Αυτό, ωστόσο, αμφισβητείται.
Πράγματι, η κυβέρνηση
συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, που κατά πάσα πιθανότητα
θα προκύψει, δεν θα έχει μπροστά της κάλπες.
Από την άλλη πλευρά, όμως, με την
είσοδο της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία” η σύνθεση του επόμενου γερμανικού
Κοινοβουλίου θα είναι περισσότερο εχθρική από τη σημερινή σύνθεσή του για την
έγκριση της ελάφρυνσης. Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο είναι απρόθυμο να
ελαφρύνει το ελληνικό χρέος και προς το παρόν πετάει το μπαλάκι στο μέλλον για
να κερδίσει πολιτικό χρόνο.
Τον περασμένο Μάιο, το Eurogroup είχε συμφωνήσει να αρχίσει τη σχετική συζήτηση
στη βάση έκθεσης που θα συντάξει το ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού
χρέους. Ο τότε συμβιβασμός είχε επιτευχθεί, λόγω των πιέσεων που είχαν ασκηθεί
στη Λαγκάρντ όχι μόνο από το ευρωιερατείο, αλλά και από την Ουάσιγκτον.
Προς το παρόν, το ΔΝΤ θέτει
ως όρο για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα την άμεση λήψη απόφασης για
το χρέος.
Αν επιμείνει, το πιθανότερο είναι η Ευρωζώνη να προωθήσει μία
φόρμουλα για την παραμονή του με την ιδιότητα του τεχνικού συμβούλου. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι θα ακυρωθεί η θετική για την Ελλάδα πτυχή της συμμετοχής
του (αφορά την ελάφρυνση του χρέους), αλλά το Ταμείο θα συνεχίσει να παίζει τον
ρόλο του “κακού”, απαιτώντας ακόμα πιο επώδυνα μέτρα σ’ όλα τα επίπεδα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι για
να εξαγοράσει την υποχώρηση του ΔΝΤ στο ζήτημα του χρέους, ο Σόιμπλε του
προσφέρει ως αντάλλαγμα να έχει καθοριστικό ρόλο στις αξιολογήσεις. Δεν είναι
τυχαίο ότι ο Γερμανός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Ρένγκλινγκ δήλωσε αυτές τις ημέρες
ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και ότι η Ελλάδα μπορεί το 2017 να
δανειστεί από τις αγορές, εάν, όμως, εφαρμόσει απαρέγκλιτα τις μεταρρυθμίσεις!
Και όλα αυτά όταν η ίδια η ΕΚΤ αμφισβητεί τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι αντιθέσεις και το κλίμα
πολιτικής ρευστότητας που επικρατούν στην Ευρώπη αποδυναμώνουν σχετικά τη
γερμανική θέση. Ταυτοχρόνως, όμως, καθιστούν δυσκολότερη τη λήψη απόφασης για
την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Παρόλα αυτά, ο πρωθυπουργός συνεχίζει όχι
μόνο να την διεκδικεί, που είναι απολύτως σωστό, αλλά και να καλλιεργεί
σχετικές προσδοκίες.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η
δήλωση Δραγασάκη έγινε σε μία προσπάθεια να μειωθούν αυτές οι προσδοκίες,
επειδή θεωρεί ότι προσεχώς θα λειτουργήσουν σαν πολιτικό μπούμεραγκ για την
κυβέρνηση. Υπενθυμίζουμε ότι ο αντιπρόεδρος δήλωσε πως η ελάφρυνση θα γίνει σε
τρεις φάσεις, ότι θα είναι περιορισμένη και ότι πρέπει να αναζητηθεί
πανευρωπαϊκή λύση, επειδή και οι δανειστές μας είναι υπερδανεισμένοι. Τόσο το
Μαξίμου, όσο και ο υπουργός Οικονομικών Τσακαλώτος αντέδρασαν, αλλά αυτό δεν
αλλάζει τη δυσμενή πραγματικότητα.
Τα “χαρακώματα” στο
εσωτερικό της Ευρωζώνης αναμένεται να εμποδίσουν και κάθε σοβαρή συζήτηση για
αλλαγή της μνημονιακής υποχρέωσης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μετά
το 2018. Το ευρωιερατείο είναι κατηγορηματικά αρνητικό, παρότι όλοι σχεδόν
αναγνωρίζουν πως αυτός ο στόχος είναι μη ρεαλιστικός. Τώρα που η διαχείριση του
ελληνικού προβλήματος θα αφεθεί ακόμα περισσότερο στα χέρια του Κουαρτέτου, οι
πιθανότητες να αλλάξει εγκαίρως αυτή η στάση συρρικνώνονται περαιτέρω.
Το ίδιο ισχύει σε μεγάλο
βαθμό και με την αξιολόγηση.
Η κυβέρνηση Τσίπρα δηλώνει αποφασισμένη να κλείσει
τα εκκρεμή προαπαιτούμενα της 1ης αξιολόγησης μέχρι το τέλος
Σεπτεμβρίου, ώστε το Eurogroup της
9ης Οκτωβρίου να ανάψει το πράσινο φως για την εκταμίευση του
υπολοίπου των 2,8 δισ.
Όπως φάνηκε, όμως, από τις διαπραγματεύσεις που είχε τις
προηγούμενες ημέρες το Κουαρτέτο με τους αρμόδιους υπουργούς, οι διαφωνίες
παραμένουν σε αρκετά κρίσιμα ζητήματα.
Οι αλλαγές στα εργασιακά,
που θα είναι και το κύριο αντικείμενο της 2ης αξιολόγησης, μπορεί να
μην έχουν άμεση επίπτωση στην τσέπη των πολιτών, αλλά αφορούν το ιδεολογικό
γονίδιο της Αριστεράς. Με αυτή την έννοια, οι σχετικές διαπραγματεύσεις
αναμένεται να είναι δύσκολες και χρονοβόρες, παρά τη διακηρυγμένη πρόθεση της
κυβέρνησης να τις ολοκληρώσει το συντομότερο δυνατόν.
Όλα αυτά οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι το καλό σενάριο που ο πρωθυπουργός φιλοτέχνησε στη Θεσσαλονίκη
είναι πολύ πιο μειοψηφικό από όσο θέλει να μας πείσει η κυβέρνηση. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι οι αιτίες που προκαλούν τη δημοσκοπική αποδυνάμωση του
ΣΥΡΙΖΑ κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσουν να ισχύουν και στο επόμενο διάστημα.
δημοσιεύθηκε στο Πρώτο Θέμα (18-9-2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου