Το άρθρο που ακολουθεί, όπως δηλώνει και ο τίτλος του, αναφέρεται στο πιο επίκαιρο ίσως θέμα σήμερα: στην παγκόσμια οικονομική κρίση.
Ο συντάκτης του, ένας από τους πιο γνωστούς γερμανούς κομμουνιστές οικονομολόγους, αναφέρεται σε κάποια ζητήματα, που κατά την άποψή μας δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα η απαιτούμενη προσοχή.
Αυτός ήταν και ο λόγος που πήραμε την απόφαση για την μετάφραση αυτού του κειμένου, παρά του ότι σε ένα δυό ζητήματα έχουμε κάποιες επιφυλάξεις. Σημειώνουμε ακόμη, ότι το άρθρο αυτό έχει αναδημοσιευτεί σε πολλές ιστοσελίδες του γερμανόγλωσσου χώρου.
του Lucas ZeiseΤο καλοκαίρι του 2013 η παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση συμπληρώνει έξη χρόνια. Και δεν φαίνεται κανένα τέλος στον ορίζοντα. Από μόνη της αυτή η χρονική διάρκεια αποτελεί μια ιστορική τομή στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Σ΄ αυτή την παγκόσμια οικονομική κρίση έχουν ενσωματωθεί επεισόδια της ανάκαμψης και της εκ νέου ύφεσης.
Σε ό,τι αφορά τον τύπο, πρόκειται και για αυτή την παγκόσμια οικονομική κρίση, για μια κανονική καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής.
Μόνο που είναι πολύ πιο ριζοσπαστική απ΄ ό,τι η κοινή συγκυριακή κρίση υπερπαραγωγής, η οποία ονομάζεται και συγκυριακός οικονομικός κύκλος.
Η ριζοσπαστικότητα αυτής της κρίσης φαίνεται κατ΄ αρχή στην εμμονή της.
Δεν μπορεί να λυθεί με τον τυπικό τρόπο των συγκυριακών κρίσεων, σύμφωνα με τον οποίο η απαξίωση του πλεονάζοντος κεφαλαίου κάνει δυνατό ένα νέο κύκλο συσσώρευσης.
Η ριζοσπαστικότητα αυτής της κρίσης φαίνεται κατά δεύτερο λόγο στα οικονομικά στοιχεία. Η οικονομική ύφεση, όπως σε όλες τις ώριμες καπιταλιστικές χώρες, έτσι και στη Γερμανία, ανάμεσα στα τέλη του 2007 και στα μέσα του 2009, ήταν εντονότερη από ποτέ στην Ιστορία, από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου μέχρι σήμερα.
Η ανάκαμψη από τότε, συγκρινόμενη έτσι, ήταν ασθενική. Τα μέσα παραγωγής και οι εργατικές δυνάμεις παραμένουν στις περισσότερες χώρες σε μεγάλο βαθμό αχρησιμοποίητα, και η ανεργία αυξάνει.
Απ΄ αυτή την άποψη η ανάπτυξη στη Γερμανία αποδεικνύεται ως εξαίρεση.
Αλλά κι εδώ η επενδυτική δραστηριότητα παραμένει αδύναμη. Η ριζοσπαστικότητα αυτής της κρίσης φαίνεται τρίτο, στις κοινωνικές επιπτώσεις της ανοδικής ανεργίας και της αυξανόμενης φτώχειας. Φαίνεται, τέλος, στον κλονισμό των δημοσίων οικονομικών, στην προφανή αμηχανία των κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης, και, τέλος, φαίνεται στη δυσαρέσκεια των κυβερνώμενων.
Η κρίση είναι ιστορικά συγκρίσιμη με την μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του τριάντα του προηγούμενου αιώνα, η οποία ξεκίνησε το 1929 και αυτή με ένα οικονομικό κραχ, και με τη βαριά κρίση της δεκαετίας του ΄70, η οποία χαρακτηρίστηκε επίσης από μια βαθιά ύφεση, περιέλαβε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και τέλειωσε τη φάση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και την περίοδο της ανόδου της μεταπολεμικής περιόδου.
Η σημερινή κρίση θα μπορούσε μ΄ αυτή την έννοια να σημαίνει μια ριζική κρίση της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή θέτει τέλος σ΄ εκείνη τη φάση ενός οικονομικο-πολιτικού καθεστώτος, το οποίο συνηθίσαμε να το αποκαλούμε ως νεοφιλελεύθερο. Διαφορετικά ειπωμένο: Η κρίση αυτή καθιστά σαφές ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν λειτουργεί πλέον.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του καπιταλισμού προέκυψε από μια κρίση του καπιταλισμού παρόμοια με τη σημερινή στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα του προηγούμενου αιώνα. Αυτό το προγενέστερο μοντέλο ήταν οικονομικο-πολιτικά αποτυπωμένο από τον κεϋνσιανισμό, προσανατολιζόταν σε μια μερική ειρήνευση της εργατικής τάξης, εφάρμοζε σε εμφατική μορφή κρατικά μέσα για την ενίσχυση της εκάστοτε εθνικής συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Αντιθέτως, τα ακόλουθα στοιχεία χαρακτηρίζουν το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο:
– Αυτό στοχεύει πιο ριζοσπαστικά και πιο άμεσα απ΄ ό,τι το προηγούμενο μοντέλο στην αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Για το σκοπό αυτό αποδυναμώνονται συστηματικά τα συνδικάτα, ασκείται πίεση απ΄ τη μεριά του κράτους πάνω στους μισθούς. Μαρξιστικά ειπωμένο: Γίνεται προσπάθεια με όλα τα μέσα να αυξηθεί το ποσοστό της υπεραξίας.
– Διαλύονται συστηματικά όλοι οι φραγμοί του εθνικού προστατευτισμού για το εμπόριο αγαθών και την κίνηση κεφαλαίων, ώστε να προτιμηθούν ισχυρότερα κεφάλαια και να προωθηθεί ο μονοπωλισμός.
– Για να διατηρηθούν τα κόστη χαμηλά για το κεφάλαιο, το κράτος διατηρείται σταθερά μικρό και λεηλατείται. Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, η παραμέληση των υποδομών, της εκπαίδευσης και της παιδείας, καθώς και της υγείας των πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού, ανήκουν στον πυρήνα του νεοφιλελεύθερου Credo (πιστεύω).
Αν εξετάσει κανείς σήμερα την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να διαπιστώσει ότι η πολιτική αυτή ήταν επιτυχής με την έννοια αυτών που την εφεύραν.
Σε σύγκριση με το 1980, η κατανομή έχει γίνει πιο άνιση.
Σε όλες τις βιομηχανικές χώρες το μερίδιο των κερδών στο εθνικό εισόδημα είναι σήμερα υψηλότερο απ΄ ό,τι το 1980. Αντίθετα, το μερίδιο του εισοδήματος που προέρχεται από την μισθωτή εργασία, το λεγόμενο ποσοστό των μισθών στο εθνικό εισόδημα, έχει πέσει σε όλες τις χώρες αυτά τα τριάντα χρόνια.
Μαρξιστικά ειπωμένο: το ποσοστό της υπεραξίας (υ σε σχέση με το μ)[1], το οποίο ονομάζεται και ποσοστό εκμετάλλευσης, την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού αυξήθηκε.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό, δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί, πως φτάσαμε σ΄ αυτή τη μεγάλη κρίση. Το δύσκολο ερώτημα είναι, μάλλον, ότι πέρασε πολύ διάστημα μέχρι να φτάσουμε σ΄ αυτή την κρίση, γιατί η τυπική αρρώστια του καπιταλισμού είναι τελικά η κρίση υπερπαραγωγής.
Η κρίση αυτή προκύπτει απ΄ την αντίφαση μεταξύ των υψηλών κερδών αφενός, και τους μισθούς και τα κοινωνικά εισοδήματα που έχουν μείνει πίσω αφετέρου.
Επειδή το νεοφιλελεύθερο καθεστώς προγραμματικά ενισχύει επιπλέον αυτή την αντίφαση, η πραγματική αγοραστική δύναμη των πλατιών μαζών μπορεί επομένως να κρατήσει λιγότερο το βηματισμό με την ανάπτυξη των κερδών, θα έπρεπε η καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής σ΄ ένα νεοφιλελεύθερο καθεστώς να εμφανιστεί ούτως ή άλλως πιο γρήγορα.
Τρεις σημαντικές εξελίξεις στον καπιταλισμό τα τελευταία τριάντα χρόνια καθυστέρησαν το ξέσπασμα της μεγάλης, και ουσιαστικά, αναπόφευκτης κρίσης.
– Πρώτο, η τεχνολογική επανάσταση στη μικροηλεκτρονική. Η συνδεδεμένη με αυτήν πρόοδος στην παραγωγικότητα της εργασίας, αύξησε τα κέρδη σε όλους τους τομείς. Έθεσε σε κίνηση έναν κύκλο επενδύσεων, ο οποίος μπόρεσε να απορροφήσει αυτά τα κέρδη. Αυτή η τεχνολογική καινοτομία δεν παρήγαγε μόνο νέα καταναλωτικά αγαθά, αλλά απαίτησε επίσης τον εκσυγχρονισμό του συνολικού πάγιου κεφαλαίου.
– Δεύτερο, η ήττα του σοσιαλισμού στην Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση, διεύρυνε το πεδίο του καπιταλισμού αλματωδώς. Ποσοτικά, ακόμη πιο σημαντικό ήταν επίσης σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα η συμπερίληψη της Κίνας στον καπιταλισμό που λαμβάνει χώρα. Συνολικά, περισσότεροι από δυό δισεκατομμύρια άνθρωποι συμπεριλήφθησαν, έτσι, τελευταία, στο σύστημα παραγωγής της υπεραξίας. Και αυτή η εξέλιξη εγκαινίασε στους κεφαλαιοκράτες υποσχόμενες ευκαιρίες για τεράστια κέρδη.
– Τρίτο, το νεοφιλελεύθερο καθεστώς ανέπτυξε έναν φουσκωμένο χρηματοπιστωτικό τομέα. Έθεσε στη διάθεση διαρκώς αυξανόμενες και πολυπόθητες επενδύσεις σε ακίνητα, για το ποσό κεφαλαίου που όλο και αυξανόταν. Το αυξανόμενο χρέος, το οποίο ισοδυναμεί με μια αντίστοιχη αύξηση των αξιώσεων για ιδιοκτησία, συνέβαλε έτσι στο να καθυστερήσει η έναρξη της αναπόφευκτης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ένας υπέρμετρα αυξανόμενος χρηματοπιστωτικός τομέας συμβάλει στην μετατόπιση της κρίσης υπερπαραγωγής:
– με το να απορροφά τα υψηλά κέρδη που προκύπτουν σε μη παραγωγικές επενδύσεις,
– με το να επηρεάζει τα κέρδη με τις φούσκες στις τιμές και την κερδοσκοπία, και έτσι να τονώνει προσωρινά την πραγματική ζήτηση στις επενδύσεις και στην κατανάλωση.
Η αγορά ακινήτων στις ΗΠΑ, τα χρέη των αμερικανικών νοικοκυριών, και επομένως το χρέος της πιο πλούσιας και μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο, ήταν τα στοιχεία που τελικά έκαναν τη μεγαλύτερη κερδοσκοπική φούσκα στην ιστορία του καπιταλισμού.
Η οικονομική πολιτική των ΗΠΑ δεν είχε επωφεληθεί η ίδια ήδη επί δυό δεκαετίες σαφώς μόνο από τις θετικές επιδράσεις της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας από τα κέρδη των κερδοσκόπων, αλλά και η οικονομία σε μεγάλη έκταση. Εδώ επρόκειτο για την προσέλκυση περιουσιακών στοιχείων σε δολάρια.
Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε πλήρως. Από τη δεκαετία του ενενήντα του προηγούμενου αιώνα, οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής κεφαλαίων.
Αυτή η ροή κεφαλαίων χρηματοδότησε χωρίς προβλήματα το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο καθώς και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ. Ολοένα και περισσότερο η εισροή κεφαλαίου χρησίμευε στη χρηματοδότηση της κατανάλωσης των αμερικανών πολιτών.
Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ, των οποίων τα εισοδήματα απ΄ τους μισθούς παρέμειναν επίσης στάσιμα όπως και των συναδέλφων τους σε άλλες χώρες, χρηματοδοτούσαν ένα αυξανόμενο μερίδιο της τρέχουσας κατανάλωσής τους με το χρέος που αυξανόταν.
Επειδή η οικονομία των ΗΠΑ, που αντιστοιχεί περίπου στο 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ, εξακολουθεί να είναι η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η αποτελεσματική ζήτηση μέσω του χρέους επέδρασε ως πραγματική απορρόφηση της ζήτησης στην παγκόσμια οικονομία.
Η ανοδική πορεία της Κίνας με μια ταχεία ανάπτυξη ισορροπημένης βιομηχανίας εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών, προσανατολίστηκε εντελώς σ΄ αυτή την κατάσταση.
Άλλες χώρες εξαγωγών όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, παρείχαν κυρίως τα κεφαλαιουχικά αγαθά σ΄ όλο τον κόσμο, ήταν όμως και αυτές έμμεσα εξαρτημένες από τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών των ΗΠΑ. Εν συντομία, η κερδοσκοπία έκανε δυνατά τα χρέη των ΗΠΑ, και έτσι σε διεθνές επίπεδο αντέδρασε στην τάση για οικονομική στασιμότητα, η οποία προκύπτει από την υποκατανάλωση των πλατιών μαζών στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από αυξανόμενη ανισότητα.
Το καλοκαίρι του 2007 ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση και ο περίπατος του χρέους τέλειωσε. Στο τέταρτο τρίμηνο του ίδιου έτους, οι ΗΠΑ καταλήγουν στην κατ΄ αρχήν ήπια ύφεση. Η παγκόσμια οικονομία σε αυτό το σημείο απειλείται να καταλήξει σε μια καθοδική σπείρα, περίπου ως εξής: Η παραγωγή στη βιομηχανία, η οποία μειώνεται, οδηγεί σε απολύσεις, σε μικρότερες παραγγελίες για υπηρεσίες και εμπορεύματα όλων των ειδών και σε πτωχεύσεις των επιχειρήσεων-προμηθευτών. Η με αυτό τον τρόπο αυξανόμενη ανεργία σ΄ ένα ευρύ μέτωπο, οδηγεί στη συνέχεια, όχι μόνο σε στάσιμες αλλά και σε συρρικνωμένες δαπάνες των νοικοκυριών. Αυτό με τη σειρά του μειώνει τις συναλλαγές στο εμπόριο και ρίχνει την παραγωγή παραπέρα και σε επιπλέον κλάδους. Ακολουθούν ακόμη περισσότερες απολύσεις και ακόμη μεγαλύτερη ανεργία.
Η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική, ποτέ δεν σήμαινε ότι το κράτος κρατιούνταν σε μεγάλο βαθμό έξω από τις οικονομικές υποθέσεις, όπως ισχυρίζεται βασικά η [αστική] ιδεολογία. Από το φθινόπωρο του 2008, όταν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα απειλούνταν να καταρρεύσει σαν συνέπεια της χρεοκοπίας μιας επενδυτικής τράπεζας της Νέας Υόρκης, τα καπιταλιστικά κράτη έθεσαν σε εφαρμογή όλα τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους για να σταθεροποιηθεί το οικονομικό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι ενέργειες αυτές δεν ήταν επαρκώς συντονισμένες, ήταν όμως πολύ παρόμοιες.
– Πρώτο, οι κεντρικές τράπεζες με επιπρόσθετη δημιουργία πιστώσεων, υποστήριξαν τις εμπορικές τράπεζες, οι οποίες δεν λάμβαναν πιστώσεις στη χρηματοπιστωτική αγορά.
– Δεύτερο, οι κυβερνήσεις επέβαλαν φόρους για να παρέχουν στις τράπεζες επιπρόσθετο ίδιον κεφάλαιο και εγγυήσεις.
– Τρίτο, τα κράτη αντικατέστησαν την πιστωτική ζήτηση του ιδιωτικού κεφαλαίου που κατέρρεε και επέβαλαν μεγάλα προγράμματα σταθεροποίησης της οικονομίας.
Αυτά τα μέτρα σταθεροποίησαν την παγκόσμια ζήτηση και την καθοδική σπείρα που περιγράφηκε πιο πάνω.
Ωστόσο, δεν ήταν δυνατό να παραχθεί μια ανάκαμψη που να στηρίζεται από μόνη της. Δεν επανέκαμψε ξανά ούτε καν ο χρηματοπιστωτικός τομέας.
Πάνω σ΄ αυτόν προέκυψαν απλά, κατά διαστήματα, μικρές κερδοσκοπικές φούσκες.
Μολαταύτα, ο χρηματοπιστωτικός τομέας χάρη στην κρατική υποστήριξη παρέμεινε στην υπερτροφική κατάσταση που βρισκόταν επί τριάντα χρόνια.
Ένα μεγάλο μέρος του ιδιωτικού χρέους ωστόσο, το ανέλαβαν τα κράτη.
Η κρίση του δημόσιου χρέους, η οποία στο νεοφιλελεύθερο κατασκευασμένο χώρο του ευρώ επιδρά ιδιαίτερα αρνητικά, είναι συνεπώς μια μορφή εμφάνισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Οι καπιταλιστικές κρίσεις έχουν μια καθαρτική λειτουργία. Επειδή τμήματα του κεφαλαίου δεν μπορούν να αξιοποιηθούν εξαιτίας της ελλιπούς εναπόθεσης, χάνουν την αξία τους ή καταστρέφονται ολοσχερώς.
Οι ανταγωνιστές βρίσκουν καλύτερες συνθήκες αξιοποίησης.
Ακόμη και με μια μέτρια ζήτηση μπορεί να μπει ξανά σε κίνηση η συσσώρευση.
Η απαξίωση και η καταστροφή του κεφαλαίου στην παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση εμποδίστηκε εν μέρει από την ιδιαίτερα μαζική χρήση κρατικών μέσων.
Επιπλέον, προστίθεται η συνέχιση του υπερμεγέθους χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτή επιδρά, ώστε ένα μεγάλο μέρος από το συνολικό κέρδος να ρέει όπως και πριν προς την κατεύθυνση των χρηματοπιστωτικών κεφαλαιοκρατών (των ιδιοκτητών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων). Αυτό κρατά το ποσοστό της υπεραξίας τεχνητά σε υψηλό επίπεδο, οξύνοντας έτσι το προτσές της κρίσης.
Συνήθως οι καπιταλιστικές κρίσεις προκύπτουν κατά τη διάρκεια της οικονομικής άνθισης και ξεσπούν από τις αυξήσεις των μισθών και την αντίστοιχη πίεση πάνω στο ποσοστό κέρδους. Πριν από αυτή τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση δεν υπήρξαν δυσανάλογες αυξήσεις στους μισθούς.
Το έναυσμα της κρίσης δεν ήταν μια πτώση του ποσοστού κέρδους, αλλά η πτώση της ζήτησης, η οποία ήταν καλυμμένη από την οικονομική άνθιση, και τώρα ξαφνικά έγινε δραστική.
Οι σχέσεις κατανομής μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας ήταν ήδη εξαιρετικά δυσμενείς για την εργατική τάξη πριν το ξέσπασμα της κρίσης.
Μετά τη σύντομη δραστική πτώση των κερδών κατά την έναρξη, τα κέρδη δεν ανέκαμψαν έντονα σε όλες τις χώρες, αλλά σε μερικές σημαντικές καπιταλιστικές χώρες του πυρήνα (για παράδειγμα ΗΠΑ, Γερμανία). Και αυτό ενισχύει τον στάσιμο, υφεσιακό χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης. Χωρίς μια πτώση του ποσοστού κέρδους σε σημαντικά τμήματα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και την απαξίωσή του, δεν είναι νοητή μια καπιταλιστική διέξοδος από αυτή την κρίση.
Με τη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση έχουμε να κάνουμε με μια συστημική κρίση του καπιταλισμού.
Ο τρόπος παραγωγής έχει ήδη ξεπεράσει τέτοιου είδους συστημικές κρίσεις και στην πορεία αυτών των κρίσεων άλλαξε ο τρόπος λειτουργίας τους (όχι ουσιαστικά, αλλά σε μερικές ασήμαντες λεπτομέρειες).
Ο τρόπος λειτουργίας που τώρα εκκρεμεί να αλλάξει είναι ο νεοφιλελευθερισμός.
Χωρίς μια τέτοιου είδους αλλαγή δεν είναι δυνατή μια διέξοδος από την κρίση. Μ΄ αυτή την έννοια η σημερινή κρίση σημαδεύει το τέλος του νεοφιλελευθερισμού. (Το γεγονός ότι όλες οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να ασκούν νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δεν αλλάζει τίποτα στην εν λόγω διαπίστωση).
Μια τέτοιου είδους οικονομική κρίση είναι ταυτόχρονα και πολιτική κρίση.
Είναι προφανές ότι το σύστημα κυριαρχίας συνολικά γίνεται ασταθές.
Είναι όμως επίσης προφανές, ότι η κυρίαρχη τάξη (και η επικρατούσα ομάδα μέσα σ΄ αυτή την τάξη) θα καταφύγει σε πιο ριζοσπαστικά μέσα άσκησης της κυριαρχίας της.
Αυτό σημαίνει καταστολή στο εσωτερικό, επιθετικότητα προς τα έξω, επιστροφή στην αποικιοκρατία και συχνότεροι πόλεμοι.
Δεν έχει νόημα εδώ να γίνεται λόγος για μια ποικιλία διαφορετικών κρίσεων (του πολιτικού συστήματος, της αστικής δημοκρατίας, των δημοσίων οικονομικών κτλ).
Η έννοια παγκόσμια οικονομική κρίση είναι απολύτως επαρκής για να κάνει καθαρό στον καθένα, ότι αυτή η κρίση περιλαμβάνει το σύνολο της καπιταλιστικής κοινωνίας, και ότι εδώ –συγκρινόμενη ιδιαίτερα με τη δεκαετία του ΄30 του προηγούμενου αιώνα- πρόκειται για το μέλλον του πολιτισμού.
Πηγή: unserezeit (εφημερίδα του Γερμανικού Κ. Κ.), 19/07/2013
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
απο το http://vathikokkino.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου