του Γιώργου Χατζηθεοφάνους*, Οικονομολόγου, πρώην Στρατιωτικού.
Η Χώρα βρίσκεται στην εντατική με δύο σοβαρές ασθένειες και αδυναμία αποτελεσματικής ταυτόχρονης αντιμετώπισης και των δύο.
Η θεραπευτική αγωγή για την αντιμετώπιση της μιας επιδεινώνει την κατάσταση της άλλης και αντίστροφα.
Η πρώτη ασθένεια λέγεται ύφεση και
έκανε την εμφάνισή της το 2008.
Η άλλη ονομάζεται κρίση χρέους, που εμφανίστηκε το 2010, ως αποτέλεσμα της αποκάλυψης υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος, που καθιστούσε το χρέος μη βιώσιμο (κι όχι όπως πολλοί πιστεύουν το ύψος του χρέους το οποίο τότε ήταν κάτω του 130% του ΑΕΠ).
Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους ξένους οίκους αξιολόγησης με αποτέλεσμα την εκτίναξη των spreads στα ύψη, σε τιμές που ουσιαστικά καθιστούσαν αδύνατη την πρόσβαση της Χώρας στις αγορές για δανεισμό (τον Απρίλιο του 2010 τα spreads ξεπέρασαν τις 1000 μονάδες), με ορατό τον κίνδυνο αδυναμίας κάλυψης των υποχρεώσεών της. Βρέθηκε λοιπόν η Χώρα ένα βήμα προ της πτώχευσης, για την αποφυγή της οποίας ο τότε Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου κατέφυγε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), που συγκρότησαν από κοινού τον μηχανισμό στήριξης της Χώρας.
Το πρώτο μνημόνιο (Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής-ΜΟΧΠ και Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής-ΣΠΟΠ), όπως είναι σήμερα γνωστό, έφερε στη Χώρα δάνειο ύψους 110 δις (80 από τις χώρες της Ευρωζώνης και 30 από το ΔΝΤ) συνοδευόμενο, όπως ήταν αναμενόμενο, από ένα πρόγραμμα βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής με μέτρα καθαρά υφεσιακά, με την οικονομία ήδη σε ύφεση από το 2008. Είναι σαφές πως η προσαρμογή έπρεπε να γίνει, τίθεται όμως το ερώτημα τι μπορούσε να γίνει και τι τελικά έγινε για τον περιορισμό των συνεπειών σχετικά με την ύφεση, η οποία ουσιαστικά συνιστά αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζουμε οικονομική κρίση (υπό την προϋπόθεση ότι παρουσιάζει διάρκεια και φυσικά αισθητή τιμή), με ότι αυτό συνεπάγεται.
Τα αποτελέσματα του πρώτου αυτού προγράμματος δικαίωσαν όλους όσους το χαρακτήρισαν αναποτελεσματικό, όπως άλλωστε πρόσφατα παραδέχθηκε δημόσια η επικεφαλής του ΔΝΤ κ. Λαγκάρντ και βέβαια υπήρξε καθοριστικό στην μετέπειτα κακή πορεία της Χώρας. Η χώρα οδηγήθηκε σε βαθιά ύφεση, έχασε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ, η ανεργία αυξήθηκε κατακόρυφα και το χρέος εκτινάχθηκε στα ύψη τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ όσο και σε απόλυτους αριθμούς, καθόσον πέρα των άλλων ο δανεισμός από την Ευρωζώνη έγινε με επιτόκια λίγο πάνω από το 5%. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως στο πρώτο πρόγραμμα η Γερμανία μας δάνειζε με επιτόκιο 5% χρήματα που δανειζόταν με 2% και βέβαια τίθεται το ερώτημα εάν πρόκειται για bail out και για κοινοτική αλληλεγγύη, την οποία ο Σόιμπλε συχνά δηλώνει πως επέδειξαν οι εταίροι προς την Ελλάδα.
Η άποψή μου είναι πως το ενδιαφέρον των εταίρων και κυρίως της Γερμανίας για τη διάσωση της Ελλάδας περιοριζόταν στη διάσωση των τραπεζών τους, οι οποίες ήταν φορτωμένες με ελληνικά ομόλογα, τη διάσωση του ευρώ, του μοναδικού αυτού εργαλείου, που επιτρέπει στη Γερμανία να βγάζει πλεονάσματα της τάξεως του 7% ακόμη και μέσα στην κρίση, αδιαφορώντας πως έτσι οδηγεί την Ευρωζώνη σε διάλυση και φυσικά όπως εξελίχθηκε θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως πρόσφερε επενδυτική ευκαιρία, που απέφερε αρκετά δις ευρώ στη Γερμανία.
Η αναποτελεσματικότητα του πρώτου μνημονίου έφερε το δεύτερο και στη συνέχεια το τρίτο, που βρίσκεται σε εξέλιξη και που οι ίδιοι οι συντάκτες δεν πιστεύουν πως θα βγάλει τη Χώρα από την κρίση, αφού κινείται στην ίδια κατεύθυνση με το πρώτο, ήτοι βαθαίνει την ύφεση χωρίς να αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους, το οποίο παραμένει μη βιώσιμο. Την ώρα που ο Σόιμπλε υπογράφει ως Υπουργός Οικονομικών το τρίτο μνημόνιο, δηλώνει με συνεντεύξεις του πως η Ελλάδα θα βγει από την κρίση μόνο με εξωτερική υποτίμηση δηλαδή με έξοδο από την Ευρωζώνη. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως το πρώτο μνημόνιο έπρεπε να περιλαμβάνει πρόβλεψη αναδιάρθρωσης του χρέους στο επίπεδο εκείνο, που να είναι βιώσιμο με το τέλος του πρώτου προγράμματος.
Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν πως θα έπρεπε να προηγηθεί του προγράμματος. Το ερώτημα φυσικά που τίθεται είναι κατά πόσο αυτό ήταν τότε εφικτό με τη Χώρα στο κατώφλι της πτώχευσης.
Το πρώτο λοιπόν μνημόνιο αλλά και τα άλλα δύο αποτέλεσαν θεραπευτικές αγωγές για την αντιμετώπιση της ασθένειας που λέγεται κρίσης χρέους και επιδείνωσαν σοβαρά την ασθένεια που λέγεται ύφεση σε βαθμό που τελικά ακύρωσε και την θεραπευτική αγωγή για την κρίση χρέους. Το αποτέλεσμα είναι ο ασθενής να παραμένει στην εντατική μετά από οκτώ (και πάμε αισίως για εννέα) χρόνια ύφεσης, χωρίς αντίστοιχο προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία και φυσικά επτά χρόνια κρίσης χρέους, που πλέον είναι κοινά αποδεκτό πως μόνο με αναδιάρθρωση μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Να επισημάνουμε εδώ πως αναδιάρθρωση σημαίνει αλλαγή των όρων ενός δανείου υπέρ του οφειλέτη, στην προκειμένη περίπτωση υπέρ της Ελλάδας και τούτο μπορεί να γίνει είτε με τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού, με ή χωρίς επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής είτε με τη διαγραφή μέρους του κεφαλαίου είτε με συνδυασμό των δύο. Η ρύθμιση του χρέους με απλή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής χωρίς τη μείωση των επιτοκίων δεν έχει σχέση με την αναδιάρθρωση χρέους.
Τι όμως ήταν αυτό που δεν έκανε η Χώρα και τι πρέπει να γίνει τώρα ώστε να εγκαταλειφθεί οριστικά και αμετάκλητα αυτή η μαύρη περίοδος στην ιστορία του έθνους; Κατ αρχήν είναι σαφές πως υπήρξε μια κακή συμφωνία το 2010. Προφανώς ο τότε Πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου και ο Υπουργός του επί των Οικονομικών κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου, που φέρονται να χειρίστηκαν μόνοι τους το ζήτημα, πείστηκαν από τους δανειστές και κυρίως από το ΔΝΤ για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος και την γρήγορη έξοδο της Χώρας στις αγορές.
Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι εάν μπορούσαν να πετύχουν μια διαπραγμάτευση, που να περιλαμβάνει την αναδιάρθρωση του χρέους. Ακόμη όμως κι αν μπορούσαν σίγουρα δεν θα ήταν μια εύκολη υπόθεση. Θεωρώ όμως βέβαιο πως δεν είχαν τέτοια δυνατότητα οι κυβερνήσεις που υπέγραψαν τα άλλα δύο μνημόνια. Από κει και πέρα όμως όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έκαναν απολύτως τίποτα, πέρα από την, με μια ανατολίτικη πονηριά, εφαρμογή των μνημονίων, τα οποία έβαζαν και συνεχίζουν να βάζουν τη Χώρα όλο και πιο βαθιά σε ύφεση στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής με στόχους πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% σε μια οικονομία σε ύφεση. Αστεία πράγματα, που κανείς δεν πιστεύει πως μπορούν να υλοποιηθούν.
Αυτό που έπρεπε από την πρώτη στιγμή να κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, παράλληλα με την εφαρμογή των μνημονίων, ήταν και είναι η θεραπεία της άλλης ασθένειας που λέγεται ύφεση για την αντιμετώπιση της οποίας υπάρχουν δύο μεγάλες σχολές.
Η πρώτη του μεγάλου άγγλου οικονομολόγου John Maynard Keynes (1883-1946) και η δεύτερη του κορυφαίου αμερικανού οικονομολόγου Milton Friedman (1912-2006). Και οι δύο λένε πως για την αντιμετώπιση της ύφεσης πρέπει με κάθε τρόπο να αυξηθεί η ρευστότητα στην αγορά. Είναι πολύ εύκολο να αντιμετωπίσεις την οικονομική κρίση, απλά ρίξε χρήματα από ένα ελικόπτερο είναι η γνωστή φράση του Friedman, την οποία χρησιμοποίησε ο Ben Bernanke, επικεφαλής της Fed των ΗΠΑ, στο κραχ του 2008, με αδυναμία στις θεωρίες του Friedman και του χάρισαν το προσωνύμιο Helicopter Ben.
Ο Keynes προτείνει την αύξηση της ρευστότητας στην αγορά με στόχο να φθάσουν χρήματα σε αυτούς που θα καταναλώσουν κι όχι σε αυτούς που θα αποταμιεύσουν. Η διαφορά τους είναι πως ο Keynes κρίνει αναποτελεσματική την νομισματική πολιτική και θεωρεί πως η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Συγκεκριμένα υποστηρίζει πως λόγω του αποπληθωρισμού που παρατηρείται σε περίοδο ύφεσης ακόμη κι αν το ονομαστικό επιτόκιο μηδενιστεί, το πραγματικό θα είναι ίσο με το ποσοστό του αποπληθωρισμού κι άρα το κόστος δανεισμού υψηλό και απαγορευτικό για την αύξηση της ρευστότητας.
Το φαινόμενο αυτό το ονόμασε παγίδα ρευστότητας για την αντιμετώπιση της οποίας, πάντα στα πλαίσια της νομισματικής πολιτικής, η Ιαπωνία πρώτη και στη συνέχεια ο Ben Bernanke στις ΗΠΑ και τώρα η ΕΚΤ, εφάρμοσε την ποσοτική χαλάρωση (Quantitative easing).
Υποστηρίζει επίσης πως όσο και να μειωθεί το κόστος της εργασίας και του κεφαλαίου κανένας επενδυτής δεν πρόκειται να προβεί σε επενδύσεις σε περιβάλλον ύφεσης και απαιτείται επεκτατική δημοσιονομική πολιτική όπως μεγάλα έργα υποδομής κ.α. Ο Friedman αντίθετα υποστηρίζει την αύξηση της απαιτούμενης ρευστότητας στην αγορά μόνο με νομισματική πολιτική κι όχι με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, την οποία θεωρεί αναποτελεσματική, διότι πάντα κατά τον ίδιο μετά τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης η κρίση θα επανέλθει και μάλιστα δριμύτερη. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί εδώ είναι πως καμιά οικονομική κρίση στην παγκόσμια οικονομική ιστορία δεν αντιμετωπίστηκε μόνο με νομισματική πολιτική. Πάντα εφαρμόστηκε ένα μείγμα νομισματικής και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ας έρθουμε όμως και πάλι στην Ελλάδα να δούμε εάν μπορούσε και πώς να αντιμετωπίσει την ύφεση.
Σε κρίση χρέους και εντός της ευρωζώνης είναι δεδομένο πως οι δυνατότητές της ήταν και είναι πολύ περιορισμένες. Εάν η Χώρα είχε το δικό της νόμισμα είναι σαφές πως με μια υποτίμηση θα εξασφάλιζε την αύξηση των εξαγωγών και μείωση των εισαγωγών με αποτέλεσμα την τόνωση της ζήτησης, που θα οδηγούσε στην αύξηση της απασχόλησης και έξοδο από την ύφεση. Η αγορά της ΕΕ λόγω της ελεύθερης διακίνησης θα λειτουργούσε θετικά στην κατεύθυνση αυτή. Να επισημάνουμε όμως για αποφυγή κάθε παρεξήγησης άλλο πράγμα να μπεις στην κρίση με το δικό σου νόμισμα κι άλλο να αποφασίσεις εντός της κρίσης να φύγεις από την Ευρωζώνη.
Στη δεύτερη περίπτωση οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές ακόμη και σε ζητήματα εθνικής φύσεως, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί το μέγεθός τους, όπως κατά καιρούς άφησαν να εννοηθεί ακόμη και υποστηρικτές της δραχμής.
Είναι γνωστές οι δηλώσεις του κ. Βαρουφάκη με τις οποίες προετοίμαζε το λαό για αίμα και δάκρυα. Με την μείωση του κόστους εργασίας επιχειρήθηκε η εσωτερική υποτίμηση χωρίς όμως αποτελέσματα, καθόσον το κόστος παραγωγής έμεινε σε υψηλά επίπεδα λόγω της αύξησης των φορών, προϊόν της βίαιης δημοσιονομικής προσαρμογής που επέβαλαν τα μνημόνια αλλά και επιλογών κάποιες φορές των Κυβερνήσεων να αυξήσουν τους φόρους αντί της μείωσης των κρατικών δαπανών, λόγω λαϊκισμού, με καταστροφικές όμως συνέπειες στην οικονομία. Σε κάθε όμως περίπτωση η εσωτερική υποτίμηση παρουσιάζει διαφορές με την αντίστοιχη εξωτερική η πλέον σημαντική εκ των οποίων είναι πως η μη ταυτόχρονη μείωση μισθών-τιμών βαθαίνει την ύφεση.
Παρόλα αυτά όπως θα δούμε στη συνέχεια δεν ήταν αυτό το βασικό πρόβλημα που η Χώρα δεν μπόρεσε να βγει από την ύφεση.
Από την άλλη η τόνωση της ζήτησης με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, για τους υποστηρικτές της, σε μια οικονομία με μεγάλο δημόσιο χρέος, δημοσιονομικά ελλείμματα και αδυναμία πρόσβασης στις αγορές για δανεισμό, ήταν αδύνατη, χωρίς τη βοήθεια των εταίρων.
Ακόμη όμως κι αν με οποιοδήποτε τρόπο η Ελλάδα πετύχαινε την τόνωση της ζήτησης τα αποτελέσματα θα ήταν πενιχρά, διότι τα ράφια είναι γεμάτα με εισαγόμενα προϊόντα. Αυτό απλά σημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας θα κατευθύνονταν στο εξωτερικό με σοβαρή επιδείνωση, πέρα των άλλων, του εμπορικού ισοζυγίου και μετά τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης η κρίση θα επανερχόταν και μάλιστα δριμύτερη εξαιτίας της αύξησης των ελλειμμάτων. Κι εδώ λοιπόν ερχόμαστε στην καρδιά του προβλήματος.
Η χώρα παρά τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας δεν κατάφερε να προσελκύσει νέους επενδυτές, που είναι το ζητούμενο για να αντιμετωπίσει την ύφεση.
Φυσικό επακόλουθο σε μια χώρα με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της να βρίσκεται στην 81η θέση μεταξύ 140 στο διεθνές περιβάλλον και τελευταία στην ευρωζώνη. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως η Ελβετία με πολύ υψηλούς μισθούς έχει την πλέον ανταγωνιστική οικονομία στον κόσμο και μάλιστα παρουσιάζει πλεόνασμα ισοζυγίου έναντι της Κίνας. Να λοιπόν πεδίο δράσης για τις ελληνικές κυβερνήσεις, που δεν έκαναν απολύτως τίποτα γι αυτό.
Ανταγωνιστικότητα σύμφωνα με το World Economic Forum (1996), είναι η ικανότητα μιας χώρας να πετύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Υπάρχουν κι άλλοι παρεμφερείς ορισμοί που δεν υπάρχει λόγος να αναφέρουμε εδώ. Οι παράγοντες που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας είναι πολλοί, ο πλέον σημαντικός εκ των οποίων είναι, σύμφωνα με το WEF, το θεσμικό Περιβάλλον, το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο του νομικού, κανονιστικού και διοικητικού πλαισίου εντός του οποίου ασκείται η οικονομική δραστηριότητα από τα άτομα, τις επιχειρήσεις και τα κράτη. Άλλοι παράγοντες είναι οι υποδομές, η υγεία, η εκπαίδευση, η αποτελεσματικότητα της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών, η αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας, η καινοτομία, το μέγεθος της αγοράς, η εξειδίκευση κ.α.
Σύμφωνα με την έκθεση του World Economic Forum, “Global Competitiveness Report 2015-2016” η Ελλάδα βρίσκεται στην 81η θέση μεταξύ των 140 χωρών στο διεθνές περιβάλλον και τελευταία όχι μόνο στην Ευρωζώνη αλλά σε όλη την ΕΕ. Ειδικά εντός της ευρωζώνης, χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική και χωρίς ένα αποτελεσματικό μηχανισμό ανακύκλωσης πλεονασμάτων μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί τη δεινή θέση της Χώρας και να κατανοήσει τους λόγους που η χώρα βρίσκεται στο όγδοο και πάει για τον ένατο χρόνο ύφεσης, χωρίς όπως ήδη αναφέρθηκε να υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Η Χώρα λοιπόν στο πλαίσιο αντιμετώπισης της ύφεσης, ήτοι την έξοδο από την οικονομική κρίση, πρέπει να προβεί στην αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος με στόχο την στήριξη των υφισταμένων και κυρίως την προσέλκυση νέων επενδύσεων ώστε να ξαναπάρει μπροστά η μηχανή του καπιταλισμού και να πάει η Χώρα σε ανάπτυξη.
Τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης θα αλλάξουν την ψυχολογία επενδυτών και καταναλωτών.
Η αύξηση της απασχόλησης θα τροφοδοτήσει την αγορά με νέους καταναλωτές, που με τη σειρά τους θα τονώσουν τη ζήτηση για την κάλυψη της οποίας θα αυξηθεί η παραγωγή, που σημαίνει νέες και πάλι θέσεις εργασίας και το γαϊτανάκι που τροφοδότησε στα χρόνια της κρίσης την ύφεση θα αλλάξει πρόσημο και θα τροφοδοτήσει πλέον την ανάπτυξη με γρήγορους ρυθμούς.
Σε ότι αφορά στα δημοσιονομικά της Χώρας, τα έσοδα θα αυξηθούν λόγω διεύρυνσης της φορολογικής μάζας και τούτο θα επιτρέψει τη μείωση της φορολογίας, που θα λειτουργήσει επίσης θετικά στην ανάπτυξη της Χώρας.
Τότε θα πρέπει η Χώρα να συμμαζέψει και τα δημοσιονομικά της, κάτι που όπως είπε ο Keynes γίνεται σε περιόδους μεγέθυνσης της οικονομίας κι όχι ύφεσης, όπως τώρα και τροφοδοτεί περαιτέρω την ύφεση χωρίς μάλιστα να αντιμετωπίζει το πρόβλημα του χρέους. Ταυτόχρονα οι εργαζόμενοι πλέον πολίτες και οι εργοδότες τους θα πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές αμβλύνοντας το μεγάλο πρόβλημα των ασφαλιστικών ταμείων ενώ η ικανότητα των εργαζομένων πλέον δανειοληπτών αποπληρωμής των δανείων τους θα αμβλύνει το μεγάλο πρόβλημα των επισφαλών πελατών, δηλαδή των κόκκινων δανείων που θα επιτρέψει στο τραπεζικό σύστημα να τροφοδοτήσει την αγορά με ρευστότητα, που επίσης θα λειτουργήσει θετικά στην ανάπτυξη.
Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός.
Αυτό λοιπόν που η Χώρα έπρεπε να κάνει από την πρώτη στιγμή, δεν το έκανε και πρέπει να ξεκινήσει άμεσα είναι μια μεταρρυθμιστική επανάσταση για τη δημιουργία ενός κρατικού μηχανισμού που θα λειτουργεί ως αρωγός κι όχι ως τροχοπέδη σε κάθε νέα, μικρή ή μεγάλη, επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτή η δομική μεταρρύθμιση πρέπει να ξεκινήσει από τη δημόσια διοίκηση, θύμα των πελατειακών σχέσεων και του κομματικού συνδικαλισμού εδώ και δεκαετίες.
Πρέπει επιτέλους να ξεφύγει από την νομικίστικη-γραφειοκρατική λειτουργία της και με εργαλεία του σύγχρονου management να εστιάσει στο αποτέλεσμα κι όχι στις διαδικασίες όπως τώρα. Η δομική αυτή μεταρρύθμιση πρέπει να ξεκινήσει από ένα νέο οργανόγραμμα, με βάση το συνολικό έργο που έχει να επιτελέσει η δημόσια διοίκηση, με job descriptions και με εκ νέου στελέχωση με βάση τα qualifications που απαιτεί η κάθε θέση, ακόμη κι αν αυτό απαιτήσει νέες προσλήψεις, χωρίς όμως να φορτώνουμε το σύστημα με μη αναγκαίο προσωπικό, τροφοδοτώντας την γραφειοκρατία και καθιστώντας το δύσκαμπτο και αναποτελεσματικό.
Από εκεί και πέρα πρέπει επιτέλους να τεθεί σε άμεση εφαρμογή η Στρατηγική Διοίκηση (Στρατηγικός Σχεδιασμός-Εφαρμογή) και η διοίκηση μέσω στόχων, με βάση την οποία θα πραγματοποιείται η αξιολόγηση, που υιοθετήθηκαν με τον ν.3230/2004 και μέχρι σήμερα βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της πιλοτικής εφαρμογής. Αντί όλων αυτών παρακολουθούμε από την εμφάνιση της κρίσης μέχρι σήμερα κατηγορίες από όλες τις κατευθύνσεις προς τους δημόσιους υπαλλήλους. Τεράστιο λάθος ο ευνουχισμός της δημόσιας διοίκησης και φυσικά οι γενικεύσεις που πέρα από τον άδικο χαρακτήρα παραπέμπουν σε φασισμό.
Η δημόσια διοίκηση έχει εξαιρετικά αξιόλογο υλικό. Ανθρώπους με σπουδαίους τίτλους σπουδών και μεγάλη εμπειρία, που μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της μεγάλης αυτής μεταρρύθμισης.
Πρέπει επιτέλους να υπάρξει λύση στο απαράδεκτο ζήτημα της πολυνομίας, που ενισχύει τη γραφειοκρατία, τροφοδοτεί την διαφθορά και συμβάλλει αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Μέχρι σήμερα το ζήτημα αυτό αντιμετωπίστηκε μόνο με επισημάνσεις, γενικότητες και ευχολόγια. Το σύστημα απονομής δικαιοσύνης επίσης χρειάζεται μεταρρύθμιση. Ο μεγάλος χρόνος που απαιτείται για να τελεσιδικήσει μια υπόθεση λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλκυση νέων σοβαρών επενδυτών.
Από εκεί και πέρα πρέπει να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας.
Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και μάλιστα κάποια εξ αυτών με διεθνή χαρακτήρα για την προσέλκυση φοιτητών από όλα τα Βαλκάνια και η αλλαγή επιτέλους της εικόνας που παρουσιάζουν τα δημόσια πανεπιστήμια πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο της μεγάλης μεταρρύθμισης στο χώρο αυτό.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να επεκταθούν σε όλους τους τομείς που επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας όπως η αποτελεσματικότητα της αγοράς εργασίας για την οποία η Γαλλία έχει λάβει σχετική μέριμνα ενώ η Ελλάδα περιμένει και πάλι να την επιβάλλει η Τρόικα με την Ελληνική Κυβέρνηση να ετοιμάζεται να βγάλει και πάλι άμυνες.
Φθάσαμε σε αυτήν τραγική κατάσταση διότι σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον του οποίου είμαστε μέλος και το οποίο άλλαζε με ταχύτατους ρυθμούς εμείς αρνούμασταν να αλλάξουμε. Ακόμη κι ο τρόπος που διαπραγματευθήκαμε στην κρίση με τους εταίρους υποδηλώνει πως αρνούμαστε πεισματικά να αλλάξουμε.
Πρέπει να αντιληφθούμε πως η Ελλάδα μετά την κρίση θα είναι μια άλλη Ελλάδα.
Εάν θα είναι μια καλύτερη ή χειρότερη Ελλάδα αυτό εξαρτάται μόνο από εμάς κι όχι από τους εταίρους.
Δυστυχώς ο τρόπος που χειριστήκαμε την κρίση και κυρίως η προχειρότητα με την οποία έγιναν οι περικοπές στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, που επέβαλαν τα μνημόνια, αντί της απαιτούμενης σοβαρής μεταρρύθμισης, οδήγησαν στην αποσύνθεση του κρατικού μηχανισμού και στην υπολειτουργία βασικών τομέων όπως η υγεία, η ασφάλεια και η παιδεία.
Ο πολιτικός κόσμος αντιμετώπισε την κρίση ως προσωρινή, περιμένοντας σύντομα να επανακτήσουμε την εθνική κυριαρχία, που για τα κόμματα εξουσίας δεν ήταν τίποτα άλλο από την έξοδο και πάλι στις αγορές για νέα δάνεια απαραίτητα για το στήσιμο κομματικού κράτους μέσω διορισμών και παροχών, με σκοπό το γάντζωμα στην εξουσία.
Η Χώρα λοιπόν χρειάζεται μια μεγάλη δομική μεταρρύθμιση, μέσα από ένα στρατηγικό σχεδιασμό, για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την στήριξη της επιχειρηματικότητας και την προσέλκυση νέων επενδυτών ώστε να πάει επιτέλους σε ανάπτυξη και να αφήσει πίσω της για πάντα αυτή την μαύρη περίοδο στην ιστορία του έθνους. Αυτή η μεταρρύθμιση, πέρα των άλλων, είναι που θα πείσει τους εταίρους πως έχουμε επιτέλους αποφασίσει να αλλάξουμε και να πάψουν να επικαλούνται τον ηθικό κίνδυνο κάθε φορά που τίθεται ζήτημα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως αυτό της αναδιάρθρωσης του χρέους.
Το εύλογο ερώτημα είναι εάν πρακτικά είναι εφικτή αυτή η τόσο απαραίτητη δομική μεταρρύθμιση του Κράτους. Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη δουλειά.
Αυτό όμως που στην παρούσα φάση την καθιστά αδύνατη είναι η φανερή πλέον, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, απουσία σοβαρών πολιτικών μεταρρυθμιστικών δυνάμεων.
Η επιλογή 20-30 μεταρρυθμίσεων, προϊόν ενός brainstorming, σε περιβάλλον διαπλοκής, ανικανότητας και εξυπηρέτησης μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων κι όχι ενός αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδιασμού, δεν αποτελεί σοβαρή μεταρρυθμιστική προσπάθεια που μπορεί να λύσει ένα τόσο δύσκολο πρόβλημα.
Η απουσία εθνικής στρατηγικής εξόδου από την κρίση αντικατοπτρίζει την ανικανότητα του πολιτικού συστήματος, που ακόμη και σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές βάζει το κομματικό συμφέρον πάνω από το εθνικό.
Πως αλλιώς μπορεί κάποιος να ερμηνεύσει την πρόσφατη αλλαγή του εκλογικού νόμου, που οδηγεί τη Χώρα σε πολιτική αστάθεια ενώ είναι γνωστό πως η πολιτική σταθερότητα είναι άκρως απαραίτητη για την αναβάθμιση του δείκτη ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Σε περιβάλλον πολιτικής αστάθειας κανένας σοβαρός επενδυτής δεν θα έρθει στη Χώρα παρά μόνο τυχοδιώκτες.
Είναι εμφανής λοιπόν η απουσία μιας πραγματικά μεταρρυθμιστικής πολιτικής δύναμης στο πολιτικό σκηνικό της Χώρας, που θα μπορέσει να κινητοποιήσει όλες τις πολιτικές δυνάμεις και να λειτουργήσει ως καταλύτης στην κατεύθυνση της δημιουργίας εθνικής στρατηγικής, στο πλαίσιο όλων όσων προαναφέρθηκαν, έστω και καθυστερημένα, μετά από οκτώ χρόνια ύφεσης και επτά χρόνια κρίσης χρέους, για την έξοδο από την κρίση και τη δημιουργία μιας σύγχρονης και ευρωπαϊκής Ελλάδας, για την οποία θα είναι υπερήφανα τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας, γιατί πέρα των άλλων, πολύ φοβάμαι πως ζώντας σε ένα κόσμο χωρίς αξίες έχουμε ξεχάσει τις μεγάλες μας ευθύνες απέναντι στις γενιές που έρχονται.
Αλήθεια πόσο ηθικό είναι να έχουμε την απαίτηση να πληρώσουν τα χρέη μας τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας και τα δισέγγονά μας;
Γιώργος Χατζηθεοφάνους
- Ο κ. Χατζηθεοφάνους διετέλεσε διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κοσόβου. Είναι ταξίαρχος ε.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου