(The Paradox of Financialized
Industrialization) Άρθρο του Michael Hudson (γενν. 1939) ερευνητή
καθηγητή Οικονομίας στο University of Missouri, Kansas.
Εκφωνήθηκε στις
10-10-2015 στο Παγκόσμιο Συνέδριο Μαρξισμού στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου
.
Όταν έκανα μια διάλεξη εδώ στη
Μαρξιστική Σχολή πριν από έξι χρόνια, κάποιος με ρώτησε αν ο Μαρξ είχε
δίκιο ή άδικο. Τότε δεν ήξερα πώς να απαντήσω στην ερώτηση αυτή, διότι η
απάντηση είναι τόσο περίπλοκη.
Αλλά τουλάχιστον σήμερα μπορώ να επικεντρωθώ στην άποψή του για τις κρίσεις.
Αλλά τουλάχιστον σήμερα μπορώ να επικεντρωθώ στην άποψή του για τις κρίσεις.
Περισσότερο από κάθε άλλον οικονομολόγο
του αιώνα του, ο Μαρξ συνέδεσε μεταξύ τους τα
τρία βασικά είδη των κρίσεων που συνέβαιναν.
τρία βασικά είδη των κρίσεων που συνέβαιναν.
Οι Θεωρίες του για την Υπεραξία εξήγησαν τις δύο κύριες μορφές κρίσεων που είχαν επισημάνει οι προγενέστεροί του και τις οποίες πάλεψαν οι αστικές επαναστάσεις του 1848.
Οι κρίσεις αυτές ήταν
το αποτέλεσμα επιβιώσεων από την ευρωπαϊκή φεουδαρχική εποχή της
γαιοκτημονικής αριστοκρατίας και των τραπεζικών περιουσιών.
Από χρηματοπιστωτική άποψη ο Μαρξ
επεσήμανε την τάση των χρεών να αυξάνονται εκθετικά, ανεξάρτητα από την
ικανότητα της οικονομίας να αποπληρώνει, και μάλιστα επεσήμανε την τάση
τους να αυξάνονται πιο γρήγορα από την ίδια την οικονομία.
Η αύξηση του
χρέους και των δεδουλευμένων τόκων ήταν αυτόνομη από τη δυναμική του
βιομηχανικού κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας, στην οποία
επικεντρώθηκε ο Τόμος Ι του Κεφαλαίου.
Τα χρέη είναι αυτοαναπτυσσόμενα
μέσω καθαρά μαθηματικών κανόνων – η «μαγεία της κεφαλαιοποίησης (ή του
ανατοκισμού)».
Στην Αμερική και την Ευρώπη μπορούμε να
δούμε πώς οι τόκοι (μαζί με τις επαναγορές μετοχών, τη μόχλευση του
χρέους και τις λοιπές χρηματιστικές μανούβρες) ροκανίζουν τα κέρδη και
αποθαρρύνουν τις επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, εκτρέποντας
τα έσοδα σε οικονομικά κενές χρηματοοικονομικές πράξεις.
Ο Μαρξ
αποκαλούσε το χρηματιστικό κεφάλαιο «φανταστικό» ή «εικονικό», στο βαθμό
που δεν προέρχεται από το εσωτερικό της βιομηχανικής οικονομίας, και
επειδή -στο τέλος- τα αιτήματά του για πληρωμή δεν μπορούν να καλυφθούν.
Αποκάλεσε αυτή τη λογιστική μεταφορά μια «κενή μορφή κεφαλαίου.» [1]
Ήταν εικονική διότι αποτελείτο κυρίως από ομόλογα, υποθήκες, τραπεζικά
δάνεια και άλλες εισοδηματικές (rentier) αξιώσεις επί των μέσων
παραγωγής και της ροής των μισθών, επί των κερδών και των απτών
επενδύσεων κεφαλαίου.
Ο δεύτερος παράγοντας που οδήγησε στην
οικονομική κρίση ήταν πιο μακροπρόθεσμος: η κατά τον Ricardo
«γαιοπρόσοδος».
Οι ιδιοκτήτες της γης και των μονοπωλίων επέβαλαν έναν
«φόρο ιδιοκτησίας» στην οικονομία με την απόσπαση ενοικίου, ως
αποτέλεσμα προνομίων που (όπως οι τόκοι) ήταν ανεξάρτητοι του τρόπου
παραγωγής.
Η μίσθωση της γης αυξανόταν, καθώς οι οικονομίες έγιναν
μεγαλύτερες και πιο ευημερούσες.
Όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του
οικονομικού πλεονάσματος (κέρδη και υπεραξία) διατίθετο στους ιδιοκτήτες
της γης, των φυσικών πόρων και των μονοπωλίων.
Αυτές οι μορφές
οικονομικής προσόδου ήταν αποτέλεσμα προνομίων που δεν είχε καμία εγγενή
αξία ή κόστος παραγωγής.
Τελικά, ανέβαζαν το επίπεδο των μισθών και δεν
άφηναν περιθώριο για το κέρδος.
Αυτό το περιέγραψε ο Μαρξ ως τον
Αρμαγεδδόνα του Ricardo.
Οι δύο αυτές δυνάμεις που συνεισφέρουν
στην κρίση, τόνισε ο Μαρξ, ήταν κληρονομιά της φεουδαρχικής προέλευσης
της Ευρώπης: από τη μια οι γαιοκτήμονες κατακτούν την γη και
ιδιοποιούνται τους φυσικούς πόρους και υποδομές, από την άλλη οι
τράπεζες -σε μεγάλο βαθμό ληστρικές και αρπακτικές- δημιουργούν πολεμικά
δάνεια για κυβερνήσεις και εκμεταλλεύονται τους καταναλωτές μέσω της
ευτελούς τοκογλυφίας. Το ενοίκιο και το κέρδος ήταν σε μεγάλο βαθμό τα
προϊόντα των πολέμων.
Ως εκ τούτου, ήταν εξωτερικά ως προς τα μέσα
παραγωγής και το άμεσο κόστος τους (δηλαδή, την αξία των προϊόντων).
Πάνω απ’ όλα, φυσικά, ο Μαρξ επεσήμανε
τη μορφή της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από τους εργοδότες της.
Αυτή, πράγματι, προέρχεται από την καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής.
Πριν λίγο ο καθηγητής Bertell Ollman μας εξήγησε πολύ καλά την δυναμική
αυτή και δεν χρειάζεται να την επαναλάβω.
Η σημερινή οικονομική κρίση στη Δύση
συνίσταται σε απόσπαση χρηματοοικονομικών χρεώσεων και προσόδων
οδηγώντας σε αποπληθωρισμό χρέους (ο Bertell Ollman περιέγραψε πώς ο
Μαρξ ανέλυσε την οικονομική κρίση που προκύπτει από την αδυναμία της
μισθωτής εργασίας να αγοράσει όσα παράγει).
Αυτή ακριβώς είναι η
εσωτερική αντίφαση στο βιομηχανικό καπιταλισμό. Όπως περιγράφεται στον
Τόμο Ι του Κεφαλαίου, οι εργοδότες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν τα
κέρδη πληρώνοντας τους εργαζόμενους όσο το δυνατόν λιγότερο. Αυτό οδηγεί
σε υπερβολική εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας, προκαλώντας
υποκατανάλωση και υπερπροσφορά.
Θα επικεντρωθώ στο σημείο αυτό,
δεδομένου ότι η σημερινή οικονομική κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό
ανεξάρτητη από τον βιομηχανικό τρόπο παραγωγής. Όπως σημείωσε ο Μαρξ
στους Τόμους ΙΙ και ΙΙΙ του Κεφαλαίου και στα κείμενά του για τις
Θεωρίες της Υπεραξίας (Τόμος IV του Κεφαλαίου), η απόσπαση τραπεζικής
προσόδου και γαιοπροσόδου είναι από πολλές απόψεις δυσμενείς επιπτώσεις
επί του βιομηχανικού καπιταλισμού.
Η συζήτησή μας αφορά το πώς να
αναλύσουμε την κρίση στην οποία βρίσκονται σήμερα οι δυτικές οικονομίες.
Για μένα, είναι πρώτα και κύρια μια χρηματοοικονομική κρίση.
Η
τραπεζική κρίση και τα υπερβολικά χρέη προέρχονται κυρίως από τα
ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια – και επίσης από το είδος της μαζικής απάτης
που ο Μαρξ ανέδειξε τότε στην υψηλή χρηματοδότηση της εποχής του,
ειδικά στην χρηματοδότηση των καναλιών και των σιδηροδρόμων.
Έτσι, για να δοθεί απάντηση στο ερώτημα
που μου ετέθη για το αν ο Μαρξ έκανε λάθος, ας πω ότι ο Μαρξ προμήθευσε
τα εργαλεία που απαιτούνται για την ανάλυση των κρίσεων από τις οποίες
υποφέρουν οι βιομηχανικές καπιταλιστικές οικονομίες τα τελευταία 200
χρόνια.
Αλλά η ιστορία δεν λειτούργησε όπως
περίμενε ο Μαρξ, ότι δηλαδή κάθε τάξη θα ενεργούσε προς το συμφέρον της.
Ο Μαρξ πίστευε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να προβλέψει εύλογα το
μέλλον.
Η ιστορική αποστολή και το πεπρωμένο του βιομηχανικού
καπιταλισμού, έγραφε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ο Μαρξ, ήταν να
ελευθερώσει την κοινωνία από τους «παρασιτικούς όγκους» των τόκων και
των ενοικίων/προσόδων (κυρίως την μίσθωση της γης και των φυσικών πόρων
μαζί με τη μονοπωλιακή πρόσοδο) που ο βιομηχανικός καπιταλισμός είχε
κληρονομήσει από την μεσαιωνική ή ακόμη και από την αρχαία κοινωνία.
Αυτές οι άχρηστες ραντιέρικες (rentier) χρεώσεις επί της παραγωγής είναι
παρεπόμενα λειτουργικά έξοδα (faux frais) που επιβραδύνουν τη
συσσώρευση του βιομηχανικού κεφαλαίου.
Δεν προέρχονται από την
παραγωγική διαδικασία, αλλά είναι μια κληρονομιά των φεουδαρχικών
πολεμάρχων που κατέκτησαν την Αγγλία και τις άλλες ευρωπαϊκές περιοχές
με σκοπό να θεμελιωθεί η αριστοκρατία η βασισμένη στην κληρονομιά της
γης.
Η οικονομική αριστοκρατία (με τη μορφή του τοκογλυφικού κεφαλαίου)
είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, μια κληρονομιά των τραπεζικών οικογενειών
που έκαναν την περιουσία τους από τον πολεμικό δανεισμό και την
τοκογλυφία.
Η αντίληψη του Μαρξ για το εθνικό
εισόδημα διαφέρει ριζικά από αυτήν της Αμερικανικής Υπηρεσίας
Λογαριασμών Εθνικού Εισοδήματος και Προϊόντος (Ν.Ι.Ρ.Α.). Κάθε δυτική
οικονομία μετρά την «παραγωγή» ως Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Αυτή η
λογιστική μορφή περιλαμβάνει τους τομείς της Χρηματοδότησης, της
Ασφάλισης και της Ακίνητης Περιουσίας (F.I.R.E.) ως μέρος της
οικονομικής παραγωγής. Αυτό το κάνει γιατί αντιμετωπίζει την πρόσοδο και
τους τόκους ως «εισόδημα», όπως ακριβώς με τους μισθούς και τα κέρδη
της βιομηχανίας (σαν να αποτελούσαν η ιδιωτική χρηματοδότηση, η ασφάλιση
και η αγορά των ακινήτων, μέρος της παραγωγικής διαδικασίας). Αυτά ο
Μαρξ τα αντιμετώπιζε ως ξένα σ’ αυτήν. Το εισόδημά τους δεν ήταν
«δεδουλευμένο», αλλά ήταν «μη δεδουλευμένο». Την ιδέα αυτή συμμερίζονταν
και οι Φυσιοκράτες (Γάλλοι διαφωτιστές οικονομολόγοι του 18ου αιώνα), ο
Adam Smith, ο John Stuart Mill και οι άλλοι μεγάλοι κλασικοί
οικονομολόγοι. Ο Μαρξ απλά οδήγησε την κλασική οικονομική σκέψη στη
λογική της κατάληξη.
Το συμφέρον της ανερχόμενης τάξης των
βιομηχάνων καπιταλιστών ήταν να ελευθερώσουν τις οικονομίες από την
κληρονομιά αυτή της φεουδαρχίας, από τα παρεπόμενα λειτουργικά έξοδα
(faux frais) της παραγωγής, από τις τιμές που υπερβαίνουν το πραγματικό
κόστος-αξίας.
Ο Μαρξ πίστευε ότι η μοίρα του βιομηχανικού καπιταλισμού
ήταν η εκλογίκευση της οικονομίας, με σκοπό την απαλλαγή από τον αδρανή
γαιοκτήμονα και την τάξη των τραπεζιτών (με την κοινωνικοποίηση της γης,
την εθνικοποίηση των φυσικών πόρων και των βασικών υποδομών, και την
βιομηχανοποίηση του τραπεζικού συστήματος) προς όφελος της βιομηχανικής
επέκτασης και όχι της αντιπαραγωγικής τοκογλυφίας.
Αν ο καπιταλισμός είχε επιτύχει αυτή τη
μοίρα, θα του είχε απομείνει κατά κύριο λόγο μόνον η κρίση μεταξύ των
βιομηχανικών εργοδοτών και των εργαζομένων, όπως την ανέλυσε στον Τόμο Ι
του Κεφαλαίου: η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας θα έφτανε σε ένα
σημείο όπου οι εργαζόμενοι θα αδυνατούσαν να αγοράσουν τα προϊόντα που
παράγουν.
Αλλά την ίδια στιγμή, ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα
προετοίμαζε τον δρόμο για τον σοσιαλισμό, γιατί (σύμφωνα με τον Μαρξ) οι
βιομήχανοι ήταν απαραίτητοι για την υπερνίκηση του ασφυκτικού πολιτικού
κλοιού της αριστοκρατών γαιοκτημόνων και για την κατάκτηση της
οικονομικής ισχύος των τραπεζών.
Ο βιομηχανικός καπιταλισμός ήταν
απαραίτητος για να προωθήσει τη δημοκρατική πολιτική μεταρρύθμιση για να
ξεπεραστούν τα κατεστημένα συμφέροντα ελέγχου των Κοινοβουλίων και ως
εκ τούτου, του φορολογικού συστήματος.
Αυτό θα έδινε την ευκαιρία στους
εργαζόμενους (μέσω της αυτο-οργάνωσής τους και μέσω του παραχωρηθέντος
δικαιώματος της καθολικής ψηφοφορίας) να συνθλίψουν τα ατομικά
συμφέροντα του βιομηχανικού καπιταλιστή και θα μετέτρεπαν τον
καπιταλισμό σε σοσιαλισμό.
Στο μονοπάτι αυτό η Κίνα αποτελεί ένα
παράδειγμα. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί στη Δύση, όπου συμβαίνουν και τα
τρία είδη της κρίσης που περιγράφτηκαν από τον Μαρξ. Αλλά η Δύση είναι
τώρα πια σε μια χρόνια ύφεση (depression), αυτό που έχει κληθεί ως
«αποπληθωρισμός χρέους» (debt deflation). Αντί να βιομηχανοποιηθούν οι
τράπεζες, όπως περίμενε ο Μαρξ, ο βιομηχανικός κλάδος
χρηματιστικοποιείται.
Αντί η δημοκρατία να απελευθερώσει τις οικονομίες
από την γαιοπρόσοδο, το ενοίκιο επί των φυσικών πόρων και τα μονοπωλιακά
προνόμια, συνέβη το αντίθετο: οι ραντιέρηδες (μεγαλο-εισοδηματίες)
αντεπιτέθηκαν και πήραν τον έλεγχο των δυτικών κυβερνήσεων, των νομικών
συστημάτων και της φορολογικής πολιτικής. Το αποτέλεσμα είναι ότι
βλέπουμε μια οπισθοδρόμηση στα προ-καπιταλιστικά προβλήματα που ο Μαρξ
περιγράφει στους Τόμους ΙΙ και ΙΙΙ του Κεφαλαίου και στις Θεωρίες της
Υπεραξίας.
Εκεί επικεντρώνεται η συζήτησή μου με
τον Bertell Ollman. Η εστίασή μου είναι στο ότι η χρηματοδότηση και οι
πρόσοδοι κατέκλυσαν τον βιομηχανικό καπιταλισμό με αποτέλεσμα να
επιβληθεί μια ύφεση που ξεπηδάει από τον «αποπληθωρισμό χρέους» (debt
deflation). Αυτή η υπερχρέωση χειροτερεύει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα
εργασίας / κεφαλαίου, λόγω της αποδυνάμωσης της πολιτικής και
οικονομικής κατάστασης της εργασίας. Για να κάνουν τα πράγματα ακόμα
χειρότερα, τα εργατικά κόμματα στη Δύση δεν αγωνίζονται πλέον για
οικονομικά ζητήματα, όπως ήταν πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι διαφορές μου με τους Ollman και Roemer είναι οι εξής: εγώ επικεντρώνομαι στα μη-παραγωγικά κόστη
Στο σημείο αυτό ο Bertell ακολουθεί τον
Μαρξ στην εστίαση του καπιταλιστικού παραγωγικού τομέα: πρόσληψη
εργατικού δυναμικού για την παραγωγή προϊόντων που θα πωλούνται όσο το
δυνατόν πιο ακριβά ενώ οι ανταγωνιστές εργοδότες θα τα πωλούν σε
χαμηλές τιμές. Αυτή είναι η μεγάλη συνεισφορά του Μαρξ στην ανάλυση του
καπιταλισμού και του τρόπου παραγωγής του που χρησιμοποιεί την μισθωτή
εργασία με κέρδος. Συμφωνώ με την ανάλυση αυτή.
Ωστόσο, εγώ στοχεύω στα αίτια της
σημερινής κρίσης που είναι ανεξάρτητα και αυτόνομα από την παραγωγή:
ραντιέρικες (rentier) αξιώσεις για οικονομικά προνόμια, για εισόδημα
χωρίς εργασία – «κενή» τιμολόγηση χωρίς αξία. Αυτή η εστίασή μου στην
πρόσοδο και στον τόκο διαφέρει από εκείνην του Ollman, αλλά και φυσικά
από αυτήν του Roemer. Πιστεύω ότι κάθε μοντέλο της κρίσης πρέπει να
συνδέσει την χρηματοδότηση, την ακίνητη περιουσία (και τις άλλες
αξιώσεις προσόδων), μαζί με τη βιομηχανία και την απασχόληση.
Η μεγάλη αύξηση του χρέους μπορεί να
αποδοθεί μαθηματικά, όπως και η συμβίωση των τομέων της
χρηματοοικονομίας, των ασφαλειών και του real estate.
Αλλά και οι
αλληλεπιδράσεις είναι πολύ περίπλοκες για να αποτελέσουν ένα και
μοναδικό οικονομικό «μοντέλο». Είμαι ιδιαίτερα ανήσυχος για το ότι το
μοντέλο του Roemer θα μπορούσε να ακολουθηθεί εδώ στην Κίνα, επειδή
παραβλέπει τις πιο επικίνδυνες τάσεις που την απειλούν σήμερα: την
δυτική χρηματοοικονομική πρακτική και την φορολογική πολιτική υπέρ των
ραντιέρικων (rentier) προνομίων.
Η Κίνα έχει περάσει το τελευταίο μισό
αιώνα έχοντας λύσει το πρόβλημα του «Τόμου Ι» (δηλ. τις σχέσεις μεταξύ
εργαζομένων και εργοδοτών) καθώς κατάφερε να ανακυκλώνει το οικονομικό
πλεόνασμα σε νέα μέσα παραγωγής που παρέχουν περισσότερη παραγωγική
ισχύ, υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και, πιο προφανώς, περισσότερες υποδομές
(δρόμοι, σιδηρόδρομοι, αερογραμμές) και στέγαση.
Αλλά η Κίνα αντιμετωπίζει τώρα
οικονομικά προβλήματα καθώς η δημιουργία πίστωσης πηγαίνει στη
χρηματιστηριακή αγορά, αντί να πηγαίνει σε χειροπιαστό σχηματισμό
κεφαλαίου και αύξηση των καταναλωτικών προτύπων. Και φυσικά, η Κίνα έχει
γνωρίσει μεγάλη άνθηση της αγοράς ακινήτων.
Οι τιμές της γης αυξάνονται
στην Κίνα, όπως συμβαίνει στη Δύση.
Τι θα έλεγε ο Μαρξ γι’ αυτό; Νομίζω ότι
θα είχε προειδοποιήσει την Κίνα να μην υποτροπιάσει στα
προ-καπιταλιστικά προβλήματα χρηματοδότησης των ακινήτων (μετατρέποντας
την αυξανόμενη γαιοπρόσοδο σε κέρδος) και να μην επιτρέψει να αυξάνονται
οι τιμές των κατοικιών χωρίς να τις φορολογεί.
Ο σοβιετικός σχεδιασμός απέτυχε να πάρει
υπ’ όψιν του την πρόσοδο-θέσης (rent-of-location) κατά την χωροθέτηση
των νέων κατοικιών και εργοστασίων. Αλλά τουλάχιστον η Σοβιετική εποχή
δεν επέβαλλε στο εργατικό δυναμικό ή στη βιομηχανία να καταβάλουν τόκους
ή να αυξήσουν τις τιμές των κατοικιών.
Οι κρατικές τράπεζες απλά
δημιουργούσαν πίστωση, όπου αυτό ήταν αναγκαίο για την επέκταση των
μέσων παραγωγής, για την κατασκευή των εργοστασίων, μηχανημάτων και
εξοπλισμού, σπιτιών και κτιρίων γραφείων.
Αυτό που με ανησυχεί σχετικά με τις
πολιτικές συνέπειες του μοντέλου του Roemer είναι ότι επικεντρώνεται
μόνο σε ό,τι έλεγε ο Μαρξ για τον τομέα της παραγωγής και των σχέσεων
εργοδότη-εργαζομένων. Ο Roemer δεν αναρωτιέται πώς δημιουργούνται οι
«επιχορηγήσεις» – ή πώς η Κίνα άλλαξε ριζικά τα τελευταία χρόνια.
Ως εκ
τούτου, παραμελεί τον κίνδυνο ο βιομηχανικός καπιταλισμός να ξεπέσει
πίσω σε μια οικονομία ενοικίου-και-τόκου (rent-and-interest economy).
Και για τον ίδιο λόγο υποτιμά την απειλή για την Κίνα και τις άλλες
σοσιαλιστικές οικονομίες από την υιοθέτηση των αρπακτικών
προ-φεουδαρχικών πρακτικών (που ακόμη επιζούν στη Δύση) των Οικονομιών
Φούσκας (μόχλευσης χρέους για αύξηση τιμών) και πλούτου με τη μορφή
επιβολής χρέωσης γαιοπροσόδων.
Οι δύο αυτές δυναμικές (τόκοι και
ενοίκια) αντιπροσωπεύουν μια ιδιωτικοποίηση του τραπεζικού τομέα και της
γης που, αντίθετα, θα έπρπεπε να είναι δημόσιας ωφέλειας.
Ο Μαρξ
περίμενε ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα πετύχαινε αυτή την μετάβαση.
Σίγουρα πρέπει να το επιτύχουν οι σοσιαλιστικές οικονομίες!
Η Κίνα δεν έχει ανάγκη ξένων τραπεζικών
πιστώσεων, εκτός από την κάλυψη του κόστους των εισαγωγών και το κόστος
συναλλάγματος των επενδύσεων σε άλλες χώρες. Ευτυχώς διαθέτει μεγάλα
συναλλαγματικά αποθέματα ώστε να είναι ουσιαστικά ανεξάρτητη από το
δολάριο και το ευρώ. Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές
οικονομίες υποφέρουν από χρόνιο αποπληθωρισμό χρέους και ύφεση, με
αποτέλεσμα να μειώνεται η ικανότητά τους να λειτουργούν ως αγορές – για
τους δικούς τους παραγωγούς όσο και για την Κίνα.
Οι σημερινές κατεστραμμένες οικονομίες
χρέους υποβαθμίζουν το είδος της κρίσης που αντιμετωπίζουν οι
καπιταλιστικές χώρες.
Η ανάλυση του Μαρξ παρέχει τα εργαλεία για να
αναλυθούν τα προβλήματα τα χρηματοοικονομικά, τα τραπεζικά και αυτά της
αποκόμισης ενοικίου. Ωστόσο, οι περισσότεροι μαρξιστές βλέπουν ακόμη το
κραχ του 2008, ως αποτέλεσμα της συμπίεσης των μισθών εργασίας από τους
βιομηχανικούς εργοδότες. Το χρηματιστικό κεφάλαιο αντιμετωπίζεται ως
ένα παράγωγο της εκμετάλλευσης αυτής, αλλά όχι με την αυτόνομη δυναμική
του Μαρξ.
Το κόστος εξυπηρέτησης του αυξανόμενου
βάρους των χρεών (τόκων, αποσβέσεων και κυρώσεων) ξεφουσκώνει την αγορά
των εμπορευμάτων με το να απορροφά μια αυξανόμενη επιβάρυνση του
διαθέσιμου εισοδήματος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Αυτό αφήνει
λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, προκαλώντας
πλεονάσματα που οδηγούν σε κρίσεις στις οποίες οι επιχειρήσεις
αγωνίζονται για χρηματοδότηση.
Οι τράπεζες αποτυγχάνουν σε αυτό, καθώς η
χρεοκοπία εξαπλώνεται. Με την εξάντληση των αγορών, το χρηματιστικό
κεφάλαιο είναι αντίθετο στην επέκταση των κερδών και στην απτή φυσική
επένδυση κεφαλαίου.
Παρά την στειρότητα αυτή, το
χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει πια πετύχει την κυριαρχία του επί του
βιομηχανικού κεφαλαίου.
Οι μεταφορές ακινήτων από τους
βιομηχάνους-οφειλέτες προς τις πιστώτριες τράπεζες (μαζί με τις
ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και των επιχειρήσεων) έγιναν
αναπόφευκτες. Η αύξηση των χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων είναι πολύ
μεγαλύτερη από αυτήν των παραγωγικών δυνάμεων και των εσόδων του
βιομηχανικού κεφαλαίου.
Οι κατασχέσεις ακολουθούνται από συντρίμμια,
επιτρέποντας στο χρηματοπιστωτικό τομέα να επικρατήσει επί των
βιομηχανικών επιχειρήσεων, ακόμη και επί των κυβερνήσεων.
Η Κίνα έχει επιλύσει σε μεγάλο βαθμό το
πρόβλημα του «Τόμου Ι» (αυτό της επέκτασης της εσωτερικής αγοράς
εργασίας), επενδύοντας το οικονομικό πλεόνασμα σε δημιουργία κεφαλαίου
και σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τις δυτικές
οικονομίες που έχουν αποτύχει τόσο στην επίλυση αυτού του προβλήματος,
όσο και των άλλων των «Τόμων ΙΙ και ΙΙΙ»: το χρηματοπιστωτικό και τις
μισθώσεις γης.
Ωστόσο, ελάχιστοι δυτικοί Μαρξιστές, εφαρμόζουν τις
θεωρίες του στη σημερινή ύφεση και το σημερινό πρόβλημα των
εισοδηματιών.
Ακολουθώντας τον Μαρξ, θεωρούν ότι το έργο της επίλυσης
αυτού του προβλήματος γίνεται από τον βιομηχανικό καπιταλισμό που
ξεκίνησε με τις αστικές επαναστάσεις του 1848.
Ήδη από το 1847 στην «Αθλιότητα της
Φιλοσοφίας» ο Μαρξ περιέγραψε το μίσος που οι καπιταλιστές έτρεφαν για
τους ιδιοκτήτες γης, των οποίων τα κληρονομημένα ενοικιαστήρια
απομυζούσαν εισοδήματα προς όφελος της αργόσχολης τάξης.
Όταν μια γενιά αργότερα, το 1881, ο Μαρξ
διάβασε το βιβλίο του Henry George «Πρόοδος και Φτώχεια», έγραψε στον
John Swinton ότι η φορολόγηση του ενοικίου γης ήταν «μια τελευταία
προσπάθεια να σωθεί το καπιταλιστικό καθεστώς». Απέρριψε το βιβλίο υπό
την ίδια κριτική που το 1847 είχε ασκήσει στον Προυντόν: «Κατανοούμε
αυτούς τους οικονομολόγους όπως ο Mill, Cherbuliez, Hilditch και άλλοι
που απαιτούν ότι το ενοίκιο θα πρέπει να παραδίδεται στο κράτος
παίζοντας το ρόλο των φόρων. Αυτή είναι μια ειλικρινής έκφραση του
μίσους που ο βιομηχανικός καπιταλιστής τρέφει προς τον ιδιοκτήτη γης,
στα μάτια του οποίου ο ιδιοκτήτης γης είναι ένα άχρηστο πράγμα ένα
καρκίνωμα στο γενικό σώμα της αστικής παραγωγής». [2]
Ως πρόγραμμα του βιομηχανικού κεφαλαίου,
το κίνημα φορολόγησης της γης δεν επεκτάθηκε στην υπεράσπιση των
εργατικών δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου. Ο Μαρξ επέκρινε τον
Προυντόν και τους άλλους επικριτές των γαιοκτημόνων, λέγοντας ότι, άπαξ
και απαλλαγείτε από το ενοίκιο και τον τοκογλυφικό τόκο των τραπεζών, θα
συνεχίσετε να έχετε το πρόβλημα των βιομηχάνων που εκμεταλλεύονται τη
μισθωτή εργασία, και προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν τους μισθούς,
στεγνώνουν την αγορά των παραγόμενων προϊόντων. Αυτό είναι και το
«τελικό» οικονομικό πρόβλημα που θα πρέπει να λυθεί (προφανώς αρκετό
χρόνο αφότου ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα λύσει τα προβλήματα των
προσόδων και των τόκων).
O βιομηχανικός καπιταλισμός απέτυχε στην απελευθέρωση των οικονομιών από τους εισοδηματίες τόκων και απόσπασης ενοικίου
Κρίνοντας εκ των υστέρων, ο Μαρξ ήταν
πολύ αισιόδοξος για το μέλλον του βιομηχανικού καπιταλισμού. Όπως
προαναφέρθηκε, θεωρούσε ότι ήταν ιστορική αποστολή του καπιταλισμού η
απελευθέρωση της κοινωνίας από τα ενοίκια και τους τοκογλυφικούς τόκους.
Το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει δημιουργήσει μια υπερβολική
αύξηση των πιστώσεων, ενώ τα υψηλά ενοίκια θέτουν το κόστος της
αμερικανικής εργατικής δύναμης εκτός των παγκόσμιων αγορών. Οι
μισθοί παραμένουν στάσιμοι, ενώ το περίφημο «Ένα Τοις Εκατό» μονοπωλεί
την αύξηση του πλούτου και του εισοδήματός του από το 1980 (και δεν
επενδύει σε νέα μέσα παραγωγής). Έτσι έχουμε ακόμα τα προβλήματα των
Τόμων ΙΙ και ΙΙΙ, και όχι μόνο το πρόβλημα του Τόμου Ι.
Έχουμε να κάνουμε με μια πολλαπλή
ανεπάρκεια οργάνων. Αντί για τη χρηματοδότηση δημιουργίας νέου
βιομηχανικού κεφαλαίου, οι αγορές μετοχών και ομολόγων ασχολούνται με
μεταβιβάσεις κυριότητας εταιρειών, ακίνητης περιουσίας και υποδομών που
ήδη υφίστανται. Περίπου το 80% των τραπεζικών πιστώσεων χορηγούνται σε
αγοραστές ακίνητης ιδιοκτησίας, διογκώνοντας μια φούσκα στεγαστικών
δανείων. Αντί να φορολογηθεί η αυξανόμενη αξία ενοικίασης και κτήσης της
γης, (αυτό που ο Stuart Mill περιέγραψε ότι οι γαιοκτήμονες δημιουργούν
«στον ύπνο τους»), οι σημερινές οικονομίες έχουν αφήσει τα εισοδήματα
από τα ενοίκια, «δωρεάν» ούτως ώστε να καταφεύγουν στις τράπεζες. Το
αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα οι τράπεζες παίζουν τον ρόλο εκείνο που οι
γαιοκτήμονες έπαιζαν στην εποχή του Μάρξ: καρπώνονται για λογαριασμό
τους την αυξανόμενη αξία ενοικίασης της γης. Αυτό αντιστρέφει την
κεντρική κατεύθυνση της κλασικής πολιτικής οικονομίας, με το να διατηρεί
αυτό το είδος ενοικίου εκτός κυβερνητικής διαχείρισης, μαζί με τα
ενοίκια από φυσικούς πόρους και μονοπώλια.
Οι βιομηχανοποιημένες οικονομίες
καταπνίγονται από τη δυναμική των χρηματοοικονομικών και άλλων
δραστηριοτήτων εισοδηματικού χαρακτήρα.
Η αύξηση των ενυπόθηκων δανείων
(των σπουδαστικών δανείων, των χρεών των πιστωτικών καρτών, των χρεών
αγοράς αυτοκινήτων και καθημερινής χρήσης), έχει σαν αποτέλεσμα τον
εκφοβισμό των εργαζομένων στη συμμετοχή τους σε απεργίες ή και ακόμη
στην απλή διαμαρτυρία απέναντι στις συνθήκες εργασίας τους.
Αν και οι
μισθοί αυξάνονται, οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να τους διοχετεύουν
ολοένα περισσότερο προς τους πιστωτές (και τώρα προς τις ιδιωτικές
ασφαλιστικές εταιρείες υγείας και τα φαρμακευτικά μονοπώλια), αντί να
διοχετεύονται σε αγορά καταναλωτικά αγαθά που παράγουν οι μισθωτοί. Η
εξάρτηση των εργαζόμενων από το χρέος επιδεινώνει το πρόβλημα που
περιγράφεται στον «Τόμο Ι», δηλαδή την αδυναμία των εργαζομένων να
αγοράσουν προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν. Τελειώνοντας, όταν οι
εργαζόμενοι προσπαθήσουν να ενταχθούν στη μεσαία τάξη των «ιδιοκτητών
κατοικίας» αγοράζοντας τις κατοικίες τους με υποθήκη αντί πληρωμής
ενοικίου, η τιμή είναι τέτοια που τους εγκλωβίζει στη δουλοπαροικία του
χρέους.
Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις κερδίζουν
από την εργασία όχι μόνο μέσω της μίσθωσής της αλλά και από τη χορήγηση
δανείων προς τους πελάτες τους.
Το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της
GENERAL MOTORS ήταν για πολλά χρόνια από τον πιστωτικό της βραχίονα, την
GMAC, όπως έκανε και η GENERAL ELECTRIC μέσω του χρηματοοικονομικού της
βραχίονα.
Τα κέρδη που πραγματοποίησε η MACY και οι άλλοι έμποροι
λιανικής με δανεισμό μέσω πιστωτικών καρτών, μερικές φορές
αντιπροσώπευαν τα συνολικά τους έσοδα.
Η ιδιωτικοποίηση των ενοικίων και ο
μετασχηματισμός τους σε μια ροή αποπληρωμής τόκων (μετατοπίζοντας τη
φορολογική επιβάρυνση στα εισοδήματα των μισθωτών και στα κέρδη των
επιχειρήσεων) δηλώνει την αποτυχία του βιομηχανικού καπιταλισμού να
ελευθερώσει την κοινωνία από τις κληρονομιές της φεουδαρχίας.
Ο Μαρξ
ανέμενε ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός ενεργώντας με βάση τα δικά του
συμφέροντα, θα βιομηχανοποιούσε το τραπεζικό σύστημα (πράγμα που ήδη
συνέβαινε στη Γερμανία σύμφωνα με τις θεωρίες του Γάλλου μεταρρυθμιστή
Saint-Simon).
Ωστόσο, ο βιομηχανικός καπιταλισμός απέτυχε να αποκοπεί
και να ελευθερωθεί από τις προβιομηχανικές τοκογλυφικές τραπεζικές
πρακτικές.
Και στον τομέα της φορολογικής πολιτικής δεν μετατόπισε τους
φόρους από την ενοικίαση γης και φυσικών πόρων. Έχει αναστρέψει την ιδέα
που είχαν οι κλασικοί μεταρρυθμιστές για τις «ελεύθερες αγορές» ως
απαλλαγμένες από οικονομική ενοικίαση και επιθετική δανειοδότηση. Το
σλόγκαν αυτό σημαίνει σήμερα, εκείνες τις οικονομίες στις οποίες οι
εισοδηματίες είναι ελεύθεροι να εξάγουν τόκους και ενοίκια.
Τρόπος παραγωγής ή τρόπος παρασιτισμού;
Αντί να υπηρετεί τον βιομηχανικό
καπιταλισμό, ο χρηματοοικονομικός τομέας σήμερα του προκαλεί αιμορραγία
μέχρι θανάτου. Αντί να επιδιώκει κέρδη με την απασχόληση εργατικού
δυναμικού για την παραγωγή αγαθών, δεν θέλει καν να μισθώσει
εργαζόμενους ή να εμπλακεί στη διαδικασία της παραγωγής και της
ανάπτυξης νέων αγορών. Η επιτομή αυτής της μεταβιομηχανικής οικονομικής
πρακτικής είναι η ENRON: οι διαχειριστές της δεν ήθελαν ούτε κεφάλαιο –
ούτε εργαζόμενους, μόνο εμπορευόμενους σε ένα γραφείο (και ανέντιμους
λογιστές).
Η σημερινή χαρακτηριστική λειτουργία
συσσώρευσης πλούτου επιτυγχάνεται περισσότερο με τη βοήθεια
χρηματοοικονομικών παρά βιομηχανικών τρόπων: ιππεύοντας το κύμα του
πληθωρισμού τιμών των περιουσιακών στοιχείων που χρηματοδοτούνται μέσω
χρέους για να αποκομίσουν κέρδη «κεφαλαίου».
Αυτό δεν ήταν πιθανό στην
εποχή του Μαρξ που ίσχυε ο κανόνας του χρυσού.
Ακόμα και σήμερα, οι
περισσότεροι ακαδημαϊκοί μαρξιστές, εξακολουθούν να επικεντρώνονται στη
κρίση που περιγράφεται στον «Τόμο Ι» παραβλέποντας την αποτυχία του
καπιταλισμού να απελευθερώσει τις οικονομίες από τη δυναμική των
εισοδηματιών που επιβίωσαν της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας και από τις
κατακτημένες γαίες των αποικιών της Ευρώπης.
Οι μαρξιστές που εντάχθηκαν στην Wall
Street έχουν διδαχθεί πολλά από τους Τόμους ΙΙ και ΙΙΙ. Αλλά ο
ακαδημαϊκός μαρξισμός δεν επικεντρώθηκε στον τομέα Χρηματοδότηση,
Ασφαλίσεις, Ακίνητη Περιουσία. Ωσάν ο τόκος και η απομύζηση ενοικίου να
ήταν δευτερεύοντα προβλήματα μπροστά στη δυναμική της μισθωτής εργασίας.
Το μεγάλο ερώτημα σήμερα είναι αν ο
μετα-φεουδαρχικός καπιταλισμός των εισοδηματιών θα καταπνίξει τον
βιομηχανικό καπιταλισμό αντί να είναι στην υπηρεσία του. Ο σκοπός της
χρηματοοικονομίας δεν είναι απλά η εκμετάλλευση της εργασίας, αλλά η
κατάκτηση και ο σφετερισμός της βιομηχανίας, της ακίνητης ιδιοκτησίας
και της κυβέρνησης. Το αποτέλεσμα είναι μια χρηματοοικονομική ολιγαρχία,
δεν είναι βιομηχανικός καπιταλισμός ούτε μια τάση για εξέλιξη σε
σοσιαλισμό.
Η αισιοδοξία του Μαρξ ότι το βιομηχανικό κεφάλαιο θα υποτάξει το χρηματοοικονομικό για την εξυπηρέτηση των αναγκών του
Έχοντας παράσχει μια σύνοψη των
ιστορικών αναφορών που περιγράφουν πώς το παρασιτικό «τοκογλυφικό
κεφάλαιο» πολλαπλασιάζεται με τον ανατοκισμό, ο Μαρξ προέβλεψε μ’ έναν
αισιόδοξο Δαρβινικό τόνο ότι ο προορισμός του βιομηχανικού καπιταλισμού
ήταν να κινητοποιήσει το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο για να
χρηματοδοτήσει την οικονομική του ανάπτυξη, καθιστώντας την τοκογλυφία
ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο του «αρχαίου» τρόπου παραγωγής. Είναι όπως
«στην πορεία της εξέλιξής του, το βιομηχανικό κεφάλαιο θα πρέπει να
υποτάξει αυτές τις μορφές και να τις μετασχηματίσει σε μια παράγωγη ή
ειδική λειτουργία του.»
Το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο θα πρέπει να
είναι σε υποδεέστερη θέση στη δυναμική του βιομηχανικού κεφαλαίου και
όχι σε ανάπτυξη που οδηγεί στην κυριαρχία του. «Όταν η καπιταλιστική
παραγωγή έχει αναπτύξει όλη τη πολλαπλότητα των μορφών της και έχει
γίνει κυρίαρχος τρόπος παραγωγής» κατέληγε ο Μαρξ στις προκαταρκτικές
του σημειώσεις για τις Θεωρίες για την Υπεραξία, «το τοκοφόρο κεφάλαιο,
κυριαρχείται από το βιομηχανικό κεφάλαιο, και το εμπορικό κεφάλαιο
γίνεται απλά μια μορφή βιομηχανικού κεφαλαίου, που προέρχεται από τη
διαδικασία της κυκλοφορίας.» [3]
Ο Μαρξ ανέμενε ότι οι οικονομίες θα
δράσουν σύμφωνα με το μακροπρόθεσμο συμφέρον τους, αυξάνοντας τα μέσα
παραγωγής και αποφεύγοντας το μη παραγωγικό εισόδημα των εισοδηματιών,
την υποκατανάλωση και τον αποπληθωρισμό του χρέους.
Θεωρώντας ότι κάθε
τρόπος παραγωγής διαμορφωνόταν από τις τεχνολογικές, πολιτικές και
κοινωνικές ανάγκες των οικονομιών να αναπτύσσονται, ήλπιζε ότι ο
τραπεζικός και χρηματοοικονομικός τομέας θα επικαθοριζόταν απο αυτές τις
δυναμικές.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία», έγραφε, «ότι το πιστωτικό σύστημα
θα λειτουργήσει σαν ένας ισχυρός μοχλός κατά τη μετάβαση από τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στη παραγωγή μέσω της συνεταιρισμένης
εργασίας, αλλά μόνο ως ένα στοιχείο συνδεδεμένο με άλλες μεγάλες
οργανικές επαναστάσεις του ίδιου του τρόπου παραγωγής.» [4]
Υποτίθεται ότι το οικονομικό πρόβλημα θα
επιλυόταν καθώς ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα κινητοποιούσε παραγωγικά
τις αποταμιεύσεις, υποτάσσοντας το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο στην
εξυπηρέτηση των αναγκών του. Αυτό συνέβαινε ήδη στη Γερμανία και στη
Γαλλία.
Φαινόταν ότι ο ρόλος του τραπεζικού
συστήματος ως επικατανεμητής της πίστωσης, θα άνοιγε το δρόμο για μια
σοσιαλιστική οργάνωση των οικονομιών.
Ο Μαρξ επιδοκίμαζε το ελεύθερο
εμπόριο στη βάση ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός θα μετασχημάτιζε και θα
εκσυγχρόνιζε τις καθυστερημένες χώρες του κόσμου. Αντ’ αυτού, εισήγαγε
τη χρηματοοικονομική των εισοδηματιών της Δύσης με την ιδιωτικοποίηση
της γης και των φυσικών πόρων, και ακόμα εισήγαγε το δικαίωμα να
χρησιμοποιεί τα νομίσματα και τις οικονομίες αυτών των χωρών όπως στα
καζίνο.
Και στις προηγμένες πιστώτριες χώρες, η αποτυχία των ΗΠΑ και των
ευρωπαϊκών οικονομιών να ανακάμψουν από την οικονομική τους κρίση του
2008, πηγάζει από το άθικτο των απερίσκεπτων χρεών τύπου «υποθηκών-
σκουπιδιών» (junk mortgage) των οποίων η εξυπηρέτηση απορροφά το
εισόδημα. Διασώθηκαν οι τράπεζες αντί των βιομηχανικών οικονομιών, των
οποίων τα χρέη έμειναν άθικτα.
Ο Irving Fisher επινόησε τον όρο
«αποπληθωρισμός του χρέους» (debt deflation) το 1933. Τον περιέγραψε ότι
συμβαίνει όταν η εξυπηρέτηση του χρέους (τόκοι και χρεολύσια) για την
πληρωμή των τραπεζών και των ομολογιούχων εκτρέπει τα εισοδήματα από το
να δαπανώνται στην αγορά καταναλωτικών αγαθών και νέων επιχειρηματικών
επενδύσεων. [5] Οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα
φορολογικά τους έσοδα για να πληρώνουν τους ομολογιούχους, περικόπτοντας
τις δημόσιες δαπάνες σε επενδύσεις υποδομής, εκπαίδευσης, υγείας και
άλλων κοινωνικής πρόνοιας.
Κανένας παρατηρητής της εποχής του Μαρξ
δεν θα ήταν τόσο απαισιόδοξος ώστε να αναμένει ότι το χρηματοοικονομικό
κεφάλαιο θα ανέτρεπε τον βιομηχανικό καπιταλισμό, απορροφώντας
οικονομίες όπως όλοι παρατηρούν σήμερα. Συζητώντας την οικονομική κρίση
του 1857, ο Μαρξ έδειξε πόσο αδιανόητο ήταν στην εποχή του κάτι παρόμοιο
με αυτό της διάσωσης των χρηματοοικονομικών κερδοσκόπων τη περίοδο
2008-2009 επί προεδρίας Bush-Obama.
«Το όλο τεχνητό σύστημα της
αναγκαστικής επέκτασης της αναπαραγωγικής διαδικασίας δεν μπορεί,
βεβαίως, να διορθωθεί με το να επιτρέψουμε σε κάποια τράπεζα όπως η
Τράπεζα της Αγγλίας, να δώσει σε όλους τους απατεώνες το ελλιπές
κεφάλαιο μέσω των χρεογράφων του και έχοντας αυτό, να αγοράσει όλα τα
υποτιμημένα αγαθά στις παλαιές ονομαστικές τους αξίες.» [6]
Όταν ο Μαρξ έγραψε αυτή την εις άτοπον
απαγωγή, ούτε καν θα ονειρευόταν ότι αυτό θα γινόταν η πολιτική της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED) των ΗΠΑ το φθινόπωρο του 2008. Το
Αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών εξόφλησε όλες τις απώλειες από τα
τυχερά παιχνίδια της AIG και των άλλων συμβαλλόμενων
«καζινο-καπιταλιστών» σε βάρος των φορολογουμένων, ακολουθούμενο από την
FED που αγόρασε τις «υποθήκες- σκουπίδια» (junk mortgage) στην
ονομαστική τους αξία.
Σοσιαλιστική πολιτική αφορώσα τη χρηματοοικονομική και φορολογική μεταρρύθμιση
Ο Μάρξ περιέγραψε τον ιστορικό προορισμό
του βιομηχανικού καπιταλισμού ως ελευθερωτή των οικονομιών από την
αντιπαραγωγική και αρπακτική χρηματοοικονομία – από την κερδοσκοπία, την
απάτη και την εκτροπή της κατανάλωσης του εισοδήματος στην πληρωμή
τόκων χωρίς τη χρηματοδότηση νέων μέσω παραγωγής. Σε αυτή τη λογική, θα
πρέπει ο προορισμός των σοσιαλιστικών οικονομιών να αντιμετωπίζει τη
δημιουργία της τραπεζικής πίστωσης ως δημόσια λειτουργία που θα
χρησιμοποιείται για δημόσιους σκοπούς – για την άνοδο της ευημερίας και
των μέσων παραγωγής παρέχοντας στους πληθυσμούς καλλίτερη διαβίωση. Τα
σοσιαλιστικά έθνη έχουν απελευθερώσει τις οικονομίες τους από τις
εσωτερικές αντιθέσεις του βιομηχανικού καπιταλισμού που καταπνίγουν τη
μισθωτή εργασία.
Η Κίνα έχει λύσει το πρόβλημα του «Τόμου
Ι». Αλλά ακόμη έχει να ασχοληθεί με το άλυτο στη Δύση πρόβλημα των
«Τόμων ΙΙ και ΙΙΙ», δηλαδή της ιδιωτικοποιημένης χρηματοοικονομίας, τη
μίσθωση της γης και των φυσικών πόρων. Οι δυτικές οικονομίες επιδιώκουν
να επεκτείνουν αυτές τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές χρησιμοποιώντας τη
χρηματοοικονομία ως μοχλό για να αποσπάσει το οικονομικό πλεόνασμα,
χρηματοδοτώντας τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τόκους, και να
μετατρέψει σε τόκους τα κέρδη, μισθώσεις, μισθούς και άλλα εισοδήματα.
Η αποτυχία της κοινωνικοποίησης του
τραπεζικού τομέα (ή έστω της ολοκλήρωσης της βιομηχανοποίησής του) είναι
η πλέον κραυγαλέα οικονομική τραγωδία του δυτικού βιομηχανικού
καπιταλισμού. Έγινε η τραγωδία της μετα-σοβιετικής Ρωσίας μετά το 1991,
όταν αφέθηκαν οι φυσικοί της πόροι και η βιομηχανική της οικονομία να
χρηματοοικονομικοποιηθεί, ενώ απέτυχε να φορολογήσει το ενοίκιο γης και
φυσικών πόρων.
Τα στρατηγικής σημασίας «φιλέτα» πωλήθηκαν στους
εγχώριους ολιγάρχες και σε δυτικούς επενδυτές που τα αγόρασαν με
πιστώσεις από τις ίδιες τους τις τράπεζες ή σε συνεργασία με δυτικές
τράπεζες.
Αυτές οι τραπεζικές πιστώσεις δημιουργήθηκαν απλά από το
πληκτρολόγιο των υπολογιστών. Η δημιουργία πίστωσης τέτοιου είδους θα
έπρεπε να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αλλά στη Δύση έχει αφεθεί
εκτός δημόσιας ρύθμισης.
Αυτού του είδους η πίστωση εκτείνεται προς την
Κίνα και στις μετα-σοβιετικές οικονομίες, σαν μέσο για την ιδιοποίηση
των πόρων τους.
Η Ευρωζώνη φαίνεται ανίκανη να διασωθεί
από τον αποπληθωρισμό του χρέους, και οι ΗΠΑ και η Βρετανία βρίσκονται
στο ίδιο μήκος κύματος ασθμαίνοντας γιατί έχουν αποβιομηχανοποιηθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που τους κάνει να ελπίζουν ότι ίσως η σοσιαλιστική
Κίνα μπορεί να τους σώσει (όσο αυτή παραμένει ελεύθερη από τη
χρημοτοοικονομική ασθένεια, τη λεηλασία περιουσιακών στοιχείων και τον
αποπληθωρισμό χρέους).
Οι δυτικοί νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι
ισχυρίζονται ότι αυτή η χρηματοοικονομικοποίηση του πάλαι ποτέ
βιομηχανικού καπιταλισμού είναι «πρόοδος» και ακόμα περισσότερο το τέλος
της ιστορίας.
Ωστόσο, βλέποντας την ανάπτυξη της Κίνας ενώ οι
οικονομίες τους έχουν παραμείνει στάσιμες από το 2008 (φυσικά εκτός του
περίφημου «Ένα Τοις Εκατό»), η ελπίδα τους είναι ότι η αγορά της
σοσιαλιστικής Κίνας μπορεί να σώσει τις χρηματοοικονομικοποιημένες
οικονομίες τους που έχουν παρασυρθεί πολύ βαθιά στο χρέος όντας αδύναμες
να ανακάμψουν μόνες τους.
• • •
Σημείωση
Ο Μαρξ περιέγραψε την παραγωγική
επένδυση του κεφαλαίου με τον τύπο M-C-M, που σημαίνει ότι το χρήμα (M)
επενδυόμενο παράγει εμπορεύματα (C) τα οποία πωλούνται για περισσότερα
χρήματα (M’). Όμως η ανάπτυξη του «τοκογλυφικού κεφαλαίου» – κρατικά
ομόλογα που χρηματοδοτούν ελλείμματα προϋπολογισμού για τους πολέμους
και καταναλωτικά δάνεια (στεγαστικά, προσωπικά και χρέη πιστωτικών
καρτών)- συνίσταται στην άυλη σχέση M-M’ δημιουργώντας χρήματα απλά από
τα χρήματα, δηλαδή μέσω μιας στείρας λειτουργίας.
.
Παραπομπές
[1] In Volume III of Capital (ch. xxx; Chicago 1909: p. 461) and Volume III of Theories of Surplus Value.
[2] Karl Marx, The Poverty of Philosophy [1847] (Moscow, Progress Publishers, nd): 155.
[3] Karl Marx, Theories of Surplus Value III: 468
[4] Capital III (Chicago, 1905), p. 713.
[5] See Irving Fisher,
The Debt-Deflation Theory of the Great Depression, Econometrica (1933),
p. 342. Στο διαδίκτυο ευρίσκεται στο http://fraser.stlouisfed.org/docs/meltzer/fisdeb33.pdf
Χρησιμοποίησε τον όρο για να αναφερθεί σε πτωχεύσεις που αφάνισαν τις
τραπεζικές πιστώσεις και την αγοραστική δύναμη, και επομένως αφάνισαν
την ικανότητα των οικονομιών να επενδύουν και να προσλαμβάνουν νέους
εργαζόμενους. Επ’ αυτού παρέχω μια τεχνική συζήτηση στο Κεφ. 11 του
τελευταίου βιβλίου μου KILLING THE HOST και στο κεφ. 11 του βιβλίου μου THE BUBBLE AND BEYOND.
[6] Capital III (Moscow: Foreign Languages Publishing House, 1958), p. 479.
.
Ζούκος Βασίλειος, Μηνάς Γρηγοράτοςhttp://michael-hudson.com/2015/10/the-paradox-of-financialized-industrialization/
απο το analyst.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου