Μία... κομπίνα βγαλμένη από Χολιγουντιανή ταινία είχε στηθεί στην
Σαλαμίνα αφού τραπεζικός υπάλληλος κατάφερε να γίνει ζάμπλουτος
εφοδιάζοντας την προσωπική του ζωή με αγαθά όπως βίλες και πανάκριβα
αυτοκίνητα και την περιουσία του να αγγίζει τα 1.700.000 ευρώ.
Το σχέδιό, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ήταν
άριστα οργανωμένο.
Αρχικά κέρδιζε με τη συνέπεια και τις γνώσεις του την εμπιστοσύνη των πελατών δημιουργώντας το προφίλ του… ειδικού επί των οικονομικών και των επενδύσεων.
Έτσι, παρότι υπάλληλος εξυπηρέτησης πελατών σε υποκατάστημα τράπεζας στη Σαλαμίνα είχε εξελιχθεί και σε σύμβουλο επενδύσεων.
Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι πελάτες θεωρούσαν ότι τους έλεγαν ως «θέσφατο», καθώς εκείνος ήξερε πώς να διαχειριστεί καλύτερα τα χρήματά τους προς δικό τους… όφελος. Πολλοί από αυτούς είχαν φτάσει στο σημείο να του εμπιστευτούν ακόμα και τους κωδικούς με τους οποίους είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς τους.
Κατόπιν, έχοντας τη διαχείριση των λογαριασμών μετέφερε χρήματα από λογαριασμό σε λογαριασμό πείθοντας –έστω προσωρινά- τους πελάτες του ότι η επένδυση που τους πρότεινε (για παράδειγμα συμμετοχή σε καταθετικό πρόγραμμα με δήθεν μεγάλα μπόνους) απέφερε κέρδη.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερνε όλοι –παππούδες και γιαγιάδες- να είναι ευχαριστημένοι και εκείνος να κερδίζει χρήματα με δύο βασικούς τρόπους.
Ο πρώτος μέσα από την κλοπή χρημάτων από τους λογαριασμούς τους (συνήθιζε να κρατάει ένα ποσό για τον ίδιο και το υπόλοιπο να το εμφανίζει ως κέρδος σε άλλο λογαριασμό δικαιούχου, αδειάζοντας ουσιαστικό έναν λογαριασμό και γεμίζοντας έναν άλλον).
Ο δεύτερος τρόπος ήταν μέσα από επενδύσεις που έκανε σε χρηματοοικονομικά μέσα ή από επενδύσεις σε καταθετικά προγράμματα (φυσικά με λεφτά άλλων).
Η έρευνα της υπόθεσης όπως αναφέρει η Huff Post Greece ξεκίνησε από την ίδια την τράπεζα τον Νοέμβριο του 2015 όταν ο διευθυντής της τράπεζας έγινε αυτόπτης μάρτυρας της έντονης διαμαρτυρίας ενός πολίτη προς τον συγκεκριμένο υπάλληλο.
Ο διευθυντής άκουσε τον πελάτη να λέει στον υπάλληλο γιατί δεν του είχε βάλει τα «μπόνους» που του είχε υποσχεθεί, στον λογαριασμό του.
Ο υπάλληλος επιχείρησε να «κουκουλώσει» την φασαρία αναφέροντας ότι το συγκεκριμένο καταθετικό πρόγραμμα επέφερε κέρδη στον πελάτη.
Ο διευθυντής όμως διαπίστωσε ότι ο λογαριασμός του καταθέτη δεν ήταν προνομιακός και δεν θα μπορούσε να είχε οικονομικά οφέλη του ύψους που επικαλούταν ο πελάτης. Διαπίστωσε, επίσης, στη συνέχεια ότι ο υπάλληλος χρησιμοποιούσε πλαστογραφημένα έγγραφα της τράπεζας.
Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο δράστης είναι τον περιορισμό του ύψους του ποσού των αναλήψεων και μεταφοράς χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό εξαιτίας των… capital controls. Αυτό τον κατέστησε αφερέγγυο, καθώς αδυνατούσε να εμφανίζει τα δήθεν κέρδη στους λογαριασμούς των θυμάτων του.
Έτσι, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να εκφράζουν έντονα την δυσαρέσκειά τους.
Η διοίκηση της τράπεζας έθεσε σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο και υπέβαλλε μήνυση σε βάρος του στους αξιωματικούς του τμήματος Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, οι οποίοι αναμένεται να πάρουν καταθέσεις από όλα τα θύματα της απάτης.
Από την έρευνα διαπιστώνεται ότι ο υπάλληλος «ξέπλενε» τα χρήματα της απάτης με… real estate, αγοράζοντας δηλαδή ακίνητα, καταστήματα και πολυτελή οχήματα, η συνολική αξία των οποίων φθάνει το 1.700.000 ευρώ.
Το σχέδιό, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, ήταν
άριστα οργανωμένο.
Αρχικά κέρδιζε με τη συνέπεια και τις γνώσεις του την εμπιστοσύνη των πελατών δημιουργώντας το προφίλ του… ειδικού επί των οικονομικών και των επενδύσεων.
Έτσι, παρότι υπάλληλος εξυπηρέτησης πελατών σε υποκατάστημα τράπεζας στη Σαλαμίνα είχε εξελιχθεί και σε σύμβουλο επενδύσεων.
Ιδιαίτερα οι ηλικιωμένοι πελάτες θεωρούσαν ότι τους έλεγαν ως «θέσφατο», καθώς εκείνος ήξερε πώς να διαχειριστεί καλύτερα τα χρήματά τους προς δικό τους… όφελος. Πολλοί από αυτούς είχαν φτάσει στο σημείο να του εμπιστευτούν ακόμα και τους κωδικούς με τους οποίους είχε πρόσβαση στους λογαριασμούς τους.
Κατόπιν, έχοντας τη διαχείριση των λογαριασμών μετέφερε χρήματα από λογαριασμό σε λογαριασμό πείθοντας –έστω προσωρινά- τους πελάτες του ότι η επένδυση που τους πρότεινε (για παράδειγμα συμμετοχή σε καταθετικό πρόγραμμα με δήθεν μεγάλα μπόνους) απέφερε κέρδη.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερνε όλοι –παππούδες και γιαγιάδες- να είναι ευχαριστημένοι και εκείνος να κερδίζει χρήματα με δύο βασικούς τρόπους.
Ο πρώτος μέσα από την κλοπή χρημάτων από τους λογαριασμούς τους (συνήθιζε να κρατάει ένα ποσό για τον ίδιο και το υπόλοιπο να το εμφανίζει ως κέρδος σε άλλο λογαριασμό δικαιούχου, αδειάζοντας ουσιαστικό έναν λογαριασμό και γεμίζοντας έναν άλλον).
Ο δεύτερος τρόπος ήταν μέσα από επενδύσεις που έκανε σε χρηματοοικονομικά μέσα ή από επενδύσεις σε καταθετικά προγράμματα (φυσικά με λεφτά άλλων).
Η έρευνα της υπόθεσης όπως αναφέρει η Huff Post Greece ξεκίνησε από την ίδια την τράπεζα τον Νοέμβριο του 2015 όταν ο διευθυντής της τράπεζας έγινε αυτόπτης μάρτυρας της έντονης διαμαρτυρίας ενός πολίτη προς τον συγκεκριμένο υπάλληλο.
Ο διευθυντής άκουσε τον πελάτη να λέει στον υπάλληλο γιατί δεν του είχε βάλει τα «μπόνους» που του είχε υποσχεθεί, στον λογαριασμό του.
Ο υπάλληλος επιχείρησε να «κουκουλώσει» την φασαρία αναφέροντας ότι το συγκεκριμένο καταθετικό πρόγραμμα επέφερε κέρδη στον πελάτη.
Ο διευθυντής όμως διαπίστωσε ότι ο λογαριασμός του καταθέτη δεν ήταν προνομιακός και δεν θα μπορούσε να είχε οικονομικά οφέλη του ύψους που επικαλούταν ο πελάτης. Διαπίστωσε, επίσης, στη συνέχεια ότι ο υπάλληλος χρησιμοποιούσε πλαστογραφημένα έγγραφα της τράπεζας.
Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο δράστης είναι τον περιορισμό του ύψους του ποσού των αναλήψεων και μεταφοράς χρημάτων από λογαριασμό σε λογαριασμό εξαιτίας των… capital controls. Αυτό τον κατέστησε αφερέγγυο, καθώς αδυνατούσε να εμφανίζει τα δήθεν κέρδη στους λογαριασμούς των θυμάτων του.
Έτσι, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να εκφράζουν έντονα την δυσαρέσκειά τους.
Η διοίκηση της τράπεζας έθεσε σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο και υπέβαλλε μήνυση σε βάρος του στους αξιωματικούς του τμήματος Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, οι οποίοι αναμένεται να πάρουν καταθέσεις από όλα τα θύματα της απάτης.
Από την έρευνα διαπιστώνεται ότι ο υπάλληλος «ξέπλενε» τα χρήματα της απάτης με… real estate, αγοράζοντας δηλαδή ακίνητα, καταστήματα και πολυτελή οχήματα, η συνολική αξία των οποίων φθάνει το 1.700.000 ευρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου