*Του Μελέτη Ρεντούμη
Το σημαντικότερο γεγονός του τρέχοντος έτους όσον αφορά τα οικονομικά δεδομένα της χώρας, δεν είναι άλλο από την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που σηματοδοτεί μια νέα πορεία για το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Το πόσο επιτυχής υπήρξε αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί εύκολη απάντηση, καθώς θα κριθεί εκ του
αποτελέσματος στην πραγματική οικονομία και στην εξέλιξη των μακροοικονομικών δεδομένων τα επόμενα χρόνια.
Η ειδοποιός διαφορά αυτής της τέταρτης κατ’ουσίαν ανακεφαλαιοποίησης και ελπίζω της τελευταίας, είναι η ισχύς των capital controls με το παράλληλο κλείσιμο των τραπεζών. Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, θα ήταν αδιανόητο να τρέξει μια ανακεφαλαιοποίηση ιδίως στην αρχή των περιορισμών κεφαλαίων, με τεράστια πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς θα είχαμε μηδενικό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Αναφέρω το παραπάνω γεγονός γιατί έπαιξε τεράστιο ρόλο στον καθορισμό της τελικής αξίας των τραπεζών και στις χρηματοδοτικές τους ανάγκες.
Η ανακεφαλαιοποίηση λοιπόν προέκυψε ως μια επιτακτική ανάγκη αλλά και νομοτελειακή συνέπεια της δραματικής πτώσης τόσο της οικονομικής δραστηριότητας μέσα στο 2015, όσο και της εξάρτησης των τραπεζών από την άμεση ρευστότητα της ECB όσο και έμμεσα από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, το ELA.
Να σημειώσω ότι ήδη τα ποσά που έχουν δανειστεί οι συστημικές τράπεζες από τους παραπάνω μηχανισμούς ανέρχονται σε 90 δις ευρώ.
Το σημαντικότερο γεγονός του τρέχοντος έτους όσον αφορά τα οικονομικά δεδομένα της χώρας, δεν είναι άλλο από την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, που σηματοδοτεί μια νέα πορεία για το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Το πόσο επιτυχής υπήρξε αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί εύκολη απάντηση, καθώς θα κριθεί εκ του
αποτελέσματος στην πραγματική οικονομία και στην εξέλιξη των μακροοικονομικών δεδομένων τα επόμενα χρόνια.
Η ειδοποιός διαφορά αυτής της τέταρτης κατ’ουσίαν ανακεφαλαιοποίησης και ελπίζω της τελευταίας, είναι η ισχύς των capital controls με το παράλληλο κλείσιμο των τραπεζών. Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, θα ήταν αδιανόητο να τρέξει μια ανακεφαλαιοποίηση ιδίως στην αρχή των περιορισμών κεφαλαίων, με τεράστια πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα, καθώς θα είχαμε μηδενικό επενδυτικό ενδιαφέρον.
Αναφέρω το παραπάνω γεγονός γιατί έπαιξε τεράστιο ρόλο στον καθορισμό της τελικής αξίας των τραπεζών και στις χρηματοδοτικές τους ανάγκες.
Η ανακεφαλαιοποίηση λοιπόν προέκυψε ως μια επιτακτική ανάγκη αλλά και νομοτελειακή συνέπεια της δραματικής πτώσης τόσο της οικονομικής δραστηριότητας μέσα στο 2015, όσο και της εξάρτησης των τραπεζών από την άμεση ρευστότητα της ECB όσο και έμμεσα από τον μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, το ELA.
Να σημειώσω ότι ήδη τα ποσά που έχουν δανειστεί οι συστημικές τράπεζες από τους παραπάνω μηχανισμούς ανέρχονται σε 90 δις ευρώ.
Άμεση
συνέπεια των παραπάνω είναι φυσικά και τα κόκκινα δάνεια, η εξυπηρέτηση
των οποίων κυριολεκτικά πάγωσε το 2015 ιδίως με τους περιορισμούς
κεφαλαίων.
Το σύνολο των κόκκινων δανείων, στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών ανήλθε στο ποσό των 107 δις ευρώ όπως προέκυψε και από τα stress tests που διενέργησαν ανεξάρτητοι οίκοι στις τράπεζες.
Άρα λοιπόν, η επιδείνωση της ζήτησης αλλά και της προσφοράς στην οικονομία, η παντελής έλλειψη εξαγωγών, οι περιορισμοί στις εισαγωγές, οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Η μόνη λύση ήταν μια επιπλέον ανακεφαλαιοποίηση με απρόβλεπτες συνέπειες καθώς επρόκειτο για μια τεχνητή διαδικασία που προέκυψε από την απότομη χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών και όχι βάσει δομικών και οργανικών προβλημάτων των τραπεζών.
Αν πρέπει να καταλογιστεί κάτι στις τράπεζες στο σημείο αυτό, είναι αφενός η χαλαρή πολιτική πιστοδοτήσεων μέχρι την έναρξη της κρίσης, που όμως από το 2010 και μετά, με την εφαρμογή του 1ου Μνημονίου άρχισε ν’αυστηροποιείται σημαντικά και αφετέρου η έλλειψη διάθεσης των τραπεζών ν’αναλάβουν έστω και μικρού βεληνεκούς κινδύνους, χρηματοδοτώντας ακόμα και υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε για νέες επενδύσεις είτε με την μορφή κεφαλαίου κίνησης.
Δεν θα πρέπει βέβαια να υποτιμήσουμε την εμπλοκή του πολιτικού συστήματος και τις πιέσεις που έχουν δεχθεί οι τράπεζες όλα αυτά τα χρόνια για επιλεκτικές εγκρίσεις ή απορρίψεις δανείων γεγονός που δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνισμό και απομάκρυνε σταδιακά από τον ρόλο που μπορούσαν πραγματικά οι τράπεζες να παίξουν στην οικονομία ως μοχλοί ανάπτυξης.
Το σύνολο των κόκκινων δανείων, στεγαστικών, επιχειρηματικών και καταναλωτικών ανήλθε στο ποσό των 107 δις ευρώ όπως προέκυψε και από τα stress tests που διενέργησαν ανεξάρτητοι οίκοι στις τράπεζες.
Άρα λοιπόν, η επιδείνωση της ζήτησης αλλά και της προσφοράς στην οικονομία, η παντελής έλλειψη εξαγωγών, οι περιορισμοί στις εισαγωγές, οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Η μόνη λύση ήταν μια επιπλέον ανακεφαλαιοποίηση με απρόβλεπτες συνέπειες καθώς επρόκειτο για μια τεχνητή διαδικασία που προέκυψε από την απότομη χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών και όχι βάσει δομικών και οργανικών προβλημάτων των τραπεζών.
Αν πρέπει να καταλογιστεί κάτι στις τράπεζες στο σημείο αυτό, είναι αφενός η χαλαρή πολιτική πιστοδοτήσεων μέχρι την έναρξη της κρίσης, που όμως από το 2010 και μετά, με την εφαρμογή του 1ου Μνημονίου άρχισε ν’αυστηροποιείται σημαντικά και αφετέρου η έλλειψη διάθεσης των τραπεζών ν’αναλάβουν έστω και μικρού βεληνεκούς κινδύνους, χρηματοδοτώντας ακόμα και υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε για νέες επενδύσεις είτε με την μορφή κεφαλαίου κίνησης.
Δεν θα πρέπει βέβαια να υποτιμήσουμε την εμπλοκή του πολιτικού συστήματος και τις πιέσεις που έχουν δεχθεί οι τράπεζες όλα αυτά τα χρόνια για επιλεκτικές εγκρίσεις ή απορρίψεις δανείων γεγονός που δημιουργούσε αθέμιτο ανταγωνισμό και απομάκρυνε σταδιακά από τον ρόλο που μπορούσαν πραγματικά οι τράπεζες να παίξουν στην οικονομία ως μοχλοί ανάπτυξης.
Με
βάση λοιπόν όλους τους παραπάνω παράγοντες, φτάσαμε σε αυτή την
ανακεφαλαιοποίηση η οποία δημιούργησε μια διττή απόψη κυρίως στους
εγχώριους θεσμικούς παράγοντες και το πολιτικό σύστημα, για το αν έγινε
με σωστές αποτιμήσεις ή αν αποτελεί σκάνδαλο η μικρή συμμετοχή του
δημοσίου μέσω του
Για ν’απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητό, τί εστί μικρή ή μεγάλη συμμετοχή του δημοσίου σε μια τράπεζα και τί ακριβώς εξυπηρετεί.
Αν για παράδειγμα αποτελεί μια επενδυτική στρατηγική επιδιώκοντας το κέρδος και την υπεραξία της μετοχής, που θ’αυξήσει τα δημόσια έσοδα, είναι μια ορθολογική τακτική.
Αν όμως αποτελεί αντικείμενο κρατισμού και ιδεοληψίας ώστε να ελέγχονται όλες οι τραπεζικές δομές, όλες οι εγκριτικές διαδικασίες και οι επιχειρηματικές αποφάσεις αλλά και οι διορισμοί όχι μόνο των διοικήσεων αλλά και των ανώτερων στελεχών από το κράτος, τότε πρόκειται για μέγα οικονομικό ατόπημα το οποίο νομοτελειακά θα πτώχευε τα τραπεζικά ιδρύματα από την έλλειψη παραγωγικότητας και πόρων.
Η άποψη του γράφοντος είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση είχε περισσότερο στο μυαλό της την δεύτερη επιλογή και όχι την πρώτη, το οποίο αποτελεί λανθασμένο μοντέλο διαχείρισης παγκόσμια για εθνικό τραπεζικό σύστημα.
Ακόμα και αν υποθέσουμε όμως ότι υπήρχε η πρώτη επιλογή στο τραπέζι, για την υπεραξία που θα μπορούσε ν’ αποκομίσει το δημόσιο στο μέλλον, οι επιλογές θα ήταν περιορισμένες. Και αυτό γιατί πρακτικά για τους δανειστές, μέσω του 3ου Μνημονίου οι χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών, βαραίνουν το δημόσιο χρέος.
Γι αυτό ακριβώς στο νέο δάνειο των 86 δις ευρώ που σύναψε η ελληνική κυβέρνηση, προσδιορίστηκαν 25 δις για την κάλυψη των τραπεζών, για να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σύμφωνα με τα stress tests οι συνολικές ανάγκες των τραπεζών προσδιορίστηκαν σε 14.4 δις ευρώ, ως κεφαλαιακό έλλειμμα, όπου μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων καλύφθηκαν τα 5,3 δις ευρώ, ενώ από πρόσθετα εσωτερικά μέτρα (τα λεγόμενα LMEs) καλύφθηκαν 3.7 δις ευρώ. Η κρατική ενίσχυση έφτασε στα 5.4 δις ευρώ.
Αν το κράτος αποφάσιζε να πάρει στις πλάτες του τις τράπεζες, θα μπορούσε να εξαντλήσει τα 25 δις, για να τις ελέγχει, φορτώνοντας όμως αυτό το βάρος ταυτόχρονα μέσω του Μνημονίου στον Έλληνα φορολογούμενο, με ισοδύναμα μέτρα τα επόμενα χρόνια, χωρίς καμία εγγύηση για την υπεραξία των τραπεζών.
Με την παρούσα ανακεφαλαιοποίηση που αποτελεί παρεμπιπτόντως επιτυχία του ιδιωτικού τομέα ελληνικού και ξένου και όχι της κυβέρνησης, οι τράπεζες εξασφάλισαν σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, όπως η EBRD ως η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης, το Paramount του Qatar στην Alpha Bank, η Credit Agricole επίσης στην Alpha Bank καθώς και η Fairfax Financial Holdings, ο κολοσσός του Real Estate στην Eurobank.
Τα συγκεκριμένα funds επενδύουν μακροπρόθεσμα και στρατηγικά και όχι κερδοσκοπικά από χρονιά σε χρονιά, όπως πιστεύουν κάποιοι.
Αν οι τράπεζες βρίσκονταν υπό πλήρη κρατική εποπτεία και βοήθεια (state aid), τότε έχοντας η κυβέρνηση ενσωματώσει και ψηφίσει την οδηγία περί bank resolution (BRRD), θα ήταν αναγκασμένη σε εύλογο χρονικό διάστημα, για να τις κρατήσει εν λειτουργία, να προβεί σε κούρεμα καταθέσεων για να τις ανακεφαλαιοποιήσει ή να τις σπάσει σε good and bad και να τις πουλήσει μέσα από το νέο Υπερταμείο που αντικαθιστά το ΤΑΙΠΕΔ, πάλι σε διεθνείς επενδυτές σαν να ήταν απλά ακίνητα, με ελάχιστη προοπτική και υπεραξία.
Για ν’απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, πρέπει πρώτα να γίνει κατανοητό, τί εστί μικρή ή μεγάλη συμμετοχή του δημοσίου σε μια τράπεζα και τί ακριβώς εξυπηρετεί.
Αν για παράδειγμα αποτελεί μια επενδυτική στρατηγική επιδιώκοντας το κέρδος και την υπεραξία της μετοχής, που θ’αυξήσει τα δημόσια έσοδα, είναι μια ορθολογική τακτική.
Αν όμως αποτελεί αντικείμενο κρατισμού και ιδεοληψίας ώστε να ελέγχονται όλες οι τραπεζικές δομές, όλες οι εγκριτικές διαδικασίες και οι επιχειρηματικές αποφάσεις αλλά και οι διορισμοί όχι μόνο των διοικήσεων αλλά και των ανώτερων στελεχών από το κράτος, τότε πρόκειται για μέγα οικονομικό ατόπημα το οποίο νομοτελειακά θα πτώχευε τα τραπεζικά ιδρύματα από την έλλειψη παραγωγικότητας και πόρων.
Η άποψη του γράφοντος είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση είχε περισσότερο στο μυαλό της την δεύτερη επιλογή και όχι την πρώτη, το οποίο αποτελεί λανθασμένο μοντέλο διαχείρισης παγκόσμια για εθνικό τραπεζικό σύστημα.
Ακόμα και αν υποθέσουμε όμως ότι υπήρχε η πρώτη επιλογή στο τραπέζι, για την υπεραξία που θα μπορούσε ν’ αποκομίσει το δημόσιο στο μέλλον, οι επιλογές θα ήταν περιορισμένες. Και αυτό γιατί πρακτικά για τους δανειστές, μέσω του 3ου Μνημονίου οι χρηματοδοτικές ανάγκες των τραπεζών, βαραίνουν το δημόσιο χρέος.
Γι αυτό ακριβώς στο νέο δάνειο των 86 δις ευρώ που σύναψε η ελληνική κυβέρνηση, προσδιορίστηκαν 25 δις για την κάλυψη των τραπεζών, για να μην καταρρεύσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Σύμφωνα με τα stress tests οι συνολικές ανάγκες των τραπεζών προσδιορίστηκαν σε 14.4 δις ευρώ, ως κεφαλαιακό έλλειμμα, όπου μέσω ιδιωτικών κεφαλαίων καλύφθηκαν τα 5,3 δις ευρώ, ενώ από πρόσθετα εσωτερικά μέτρα (τα λεγόμενα LMEs) καλύφθηκαν 3.7 δις ευρώ. Η κρατική ενίσχυση έφτασε στα 5.4 δις ευρώ.
Αν το κράτος αποφάσιζε να πάρει στις πλάτες του τις τράπεζες, θα μπορούσε να εξαντλήσει τα 25 δις, για να τις ελέγχει, φορτώνοντας όμως αυτό το βάρος ταυτόχρονα μέσω του Μνημονίου στον Έλληνα φορολογούμενο, με ισοδύναμα μέτρα τα επόμενα χρόνια, χωρίς καμία εγγύηση για την υπεραξία των τραπεζών.
Με την παρούσα ανακεφαλαιοποίηση που αποτελεί παρεμπιπτόντως επιτυχία του ιδιωτικού τομέα ελληνικού και ξένου και όχι της κυβέρνησης, οι τράπεζες εξασφάλισαν σημαντικούς διεθνείς επενδυτές, όπως η EBRD ως η Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης, το Paramount του Qatar στην Alpha Bank, η Credit Agricole επίσης στην Alpha Bank καθώς και η Fairfax Financial Holdings, ο κολοσσός του Real Estate στην Eurobank.
Τα συγκεκριμένα funds επενδύουν μακροπρόθεσμα και στρατηγικά και όχι κερδοσκοπικά από χρονιά σε χρονιά, όπως πιστεύουν κάποιοι.
Αν οι τράπεζες βρίσκονταν υπό πλήρη κρατική εποπτεία και βοήθεια (state aid), τότε έχοντας η κυβέρνηση ενσωματώσει και ψηφίσει την οδηγία περί bank resolution (BRRD), θα ήταν αναγκασμένη σε εύλογο χρονικό διάστημα, για να τις κρατήσει εν λειτουργία, να προβεί σε κούρεμα καταθέσεων για να τις ανακεφαλαιοποιήσει ή να τις σπάσει σε good and bad και να τις πουλήσει μέσα από το νέο Υπερταμείο που αντικαθιστά το ΤΑΙΠΕΔ, πάλι σε διεθνείς επενδυτές σαν να ήταν απλά ακίνητα, με ελάχιστη προοπτική και υπεραξία.
Το
σκάνδαλο λοιπόν που ακούγεται όλο και περισσότερο τον τελευταίο καιρό
για την ανακεφαλαιοποίηση, δεν είναι για μένα η διαδικασία per se, αλλά η
επιδείνωση της πραγματικής οικονομίας που έφερε, τις υπέρογκες
αναλήψεις, την εξάλειψη της εμπιστοσύνης, την αύξηση των κόκκινων
δανείων και τέλος το κλείσιμο των τραπεζών που έφερε απώλειες πάνω από
30 δις στην ελληνική οικονομία, δηλαδή ποσό υπερδιπλάσιο από τις
κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών.
Συμπερασματικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι παρά τις μεγάλες απώλειες στο ΑΕΠ της χώρας μέσα στο 2015, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μπορεί να επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα στον πραγματικό του ρόλο τόσο για την χρηματοδότηση της οικονομίας και των επιχειρήσεων όσο και για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, καθώς πλέον εποπτεύεται από τον SSM που είναι ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός και όχι κάποια ελληνική εποπτική αρχή.
Το μέλημα πλέον της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι, να δημιουργήσει μέσα από διαρθρωτικά μέτρα, κίνητρα τόσο στις επιχειρήσεις να παράγουν, να εξάγουν και να δανειοδοτηθούν όσο και στις τράπεζες να δανείσουν μέσα σ’ένα ασφαλές οικονομικό και φορολογικό περιβάλλον.
Σίγουρα η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, όμως ένα σημαντικό κεφάλαιο για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, έχει ήδη γραφτεί.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.
απο το News247.gr
Συμπερασματικά, θα ήθελα να σημειώσω ότι παρά τις μεγάλες απώλειες στο ΑΕΠ της χώρας μέσα στο 2015, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μπορεί να επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα στον πραγματικό του ρόλο τόσο για την χρηματοδότηση της οικονομίας και των επιχειρήσεων όσο και για την εταιρική κοινωνική ευθύνη, καθώς πλέον εποπτεύεται από τον SSM που είναι ο Ευρωπαϊκός Εποπτικός Μηχανισμός και όχι κάποια ελληνική εποπτική αρχή.
Το μέλημα πλέον της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι, να δημιουργήσει μέσα από διαρθρωτικά μέτρα, κίνητρα τόσο στις επιχειρήσεις να παράγουν, να εξάγουν και να δανειοδοτηθούν όσο και στις τράπεζες να δανείσουν μέσα σ’ένα ασφαλές οικονομικό και φορολογικό περιβάλλον.
Σίγουρα η ιστορία δεν τελειώνει εδώ, όμως ένα σημαντικό κεφάλαιο για το τραπεζικό σύστημα της χώρας, έχει ήδη γραφτεί.
*Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.
απο το News247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου