Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Κυριακή Γ΄ Λουκά – Δάκρυα (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Δάκρυα
 
 
Στὸν κύκλο, ἀγαπητοί μου, τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν τοῦ ἔτους σημερινὴ Κυριακὴ εἶνε τρίτη (Γ΄) τοῦ Λουκᾶ.  
 
Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε εἶνε γνωστό. 
 
Διηγεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, θαῦμα ποὺ πιστοποιεῖ, ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ ἔκανε εἶνε ὁ Θεὸς ποὺ κρατᾷ στὰ χέρια του τὰ κλειδιὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου (βλ. Ἀπ. 1,18) .

Τὸ σημερινὸ θαῦμα δὲν εἶνε ἁπλῶς θεραπεία μιᾶς ἀσθενείας· 
εἶνε ἀνάστασις νεκροῦ,νεκροῦ ποὺ τὸν συνώδευαν πλέον στὴν τελευταία του κατοικία.
 Νεκρός, φέρετρο, κηδεία, πένθος, δάκρυα… 
 
Καὶ ὅμως, ἐκεῖ ποὺ κανείς δὲν μποροῦσε νὰ δώσῃ παρηγορία,παρουσιάζεται ὁ μέγας παρηγορητής, ὁ Κύριός μας, καὶ τὰ δάκρυα παύουν, καὶ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις διαδέχεται τὸ πένθος.
 
Ἐπάνω στὸ θαῦμα αὐτὸ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐπιμείνῃ ὧρες ὁλόκληρες.
 
 Παραβλέπω ὅμως ἄλλα σημεῖα καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σας νὰ προσέξετε σὲ μία λεπτομέρεια.

Λέει τὸ εὐαγγέλιο, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φέρετρο ἀκολουθοῦσε λαός.
Ἀλλ᾿ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος ἕνα πρόσωπο συγκεντρώνει ὅλη τὴ
συμπάθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. 
Ἦταν μιὰ γυναῖκα· ἡ μάνα . 
Αὐτὴ ἔκλαιγε καὶ σπάραζε. 
Οἱ κραυγές της ἔκαναν κάθε καρδιὰ νὰ ῥαγίζῃ. 
Τὸ νεκρὸ παιδί της ἦταν μονάκριβο. Καὶ δὲν εἶνε ἡ πρώτη φορὰ ποὺ κλαίει.
 
Ἔκλαψε καὶ ὅταν νέα ἔχασε τὸ σύντροφο τῆς ζωῆς της καὶ ὡδηγοῦσε τὸ νεκρὸ σύζυγό της στὸν τάφο. Τώρα στὸν ἴδιο τάφο ὁδηγεῖ τὸ παιδί της, καὶ τὸ πένθος της εἶνε διπλό.Κλαίει.
 Ἀλλὰ τὰ δάκρυα τῆς γυναίκας αὐτῆς δὲν εἶνε τὰ μόνα στὸν κόσμο. Στὰ δικάτης δάκρυα ἔρχονται καὶ προστίθενται ποταμοὶ ἄλλων δακρύων ποὺ χύνει ὁ ἄνθρωπος.
 
Μὲ τὸ δάκρυ γεννιέται ὁ ἄνθρωπος καὶ μὲ τὸ δάκρυ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμο. Μετρᾶτε τὰ δάκρυα; Εὐκολώτερο εἶνε νὰ μετρήσῃ κανεὶς τὶς σταγόνες τοῦ ὠκεανοῦ παρὰ τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος.
 Κλαῖνε οἱ γυναῖκες ὅταν χάνουν τὸν ἐκλεκτό τους σύντροφο. Κλαῖνε τὰπαιδιὰ ὅταν χάνουν τὸ φιλόστοργο πατέρα τους. 
Κλαῖνε οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς ὅτανχάνουν κάποιο δικό τους.
 Κλαῖνε οἱ ἀδικημένοι ποὺ στερήθηκαν περιουσιακὰ στοιχεῖα.
 Κλαῖνε οἱ ἄρρωστοι πάνω στὰ κρεβάτια τους καὶ βογγοῦν ἀπὸ ἀνίατη νόσο. 
Κλαῖνε οἱ ἐξόριστοι, ποὺ καθεστῶτα τυραννικὰ τοὺς ἀπεμάκρυναν μέσα ἀπὸ τὰ σπίτια τους. 
Κλαῖνε οἱφυλακισμένοι, ποὺ ἡ ψευδορκία τοὺς ὡδήγησε μέσα στὰ μπουντρούμια.
 Κλαῖνε οἱ φτωχοὶ στὶς καλύβες, ἀλλὰ κλαῖνε καὶ οἱ πλούσιοι στὰ μέγαρά τους. 
Κλαῖνε οἱ ζητιάνοι, ἀλλὰ κλαῖνεκαὶ οἱ βασιλιᾶδες μέσα στὰ παλάτια τους· καὶ μάλιστα αὐτοὶ κλαῖνε δραματικώτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. 
Μὲ μόνη τὴ διαφορά, ὅτι ὁ φτωχὸς κλαίει καὶ δὲν ἔχει μαντήλι νὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυά του ποὺ πέφτουν κάτω στὴ γῆ, ἐνῷ ὁ πλούσιος κλαίει καὶ τὰ δάκρυά του τὰ σφουγγίζει μὲ μεταξωτὸ μαντήλι. 
Ἀλλὰ εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς τὰ δάκρυα εἶνε δάκρυα καὶ ὁ πόνος πόνος. 
 
Κλαῖνε λοιπὸν καὶ οἱ βασιλιᾶδες .
 
Λένε γιὰ τὸν Ξέρξη , ἕναν ἀπὸ τοὺς ἰσχυρότερους βασιλιᾶδες μιᾶς ἀπεράντου αὐτοκρατορίας, ποὺ ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῆς μικρῆς μας πατρίδας, ὅτι κάποτε, προτοῦ ν᾽ ἀρχίσῃ ἡ μάχη τῶν Θερμοπυλῶν, παρέταξε στὴ Θεσσαλία τὰ στρατεύματά του καὶ ὁ κάμπος γέμισε. 
 
Αὐτὸς ἀπὸ μιὰ ἐξέδρα ἔβλεπε τὴν παρέλασι. Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ πέρασαν στρατιὲς στρατιῶν, ἱππικό, πεζικὸ καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχε ὁ στρατὸς τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. 
 
Ὑπερήφανος ὁ Ξέρξης χαιρετοῦσε τὰ στρατεύματα. 
Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμὴ δάκρυσε. 
Ἀπόρησαν οἱ ὑπασπισταί του. Τὸν πλησίασαν μετὰ τὴν παρέλασι καὶ τὸν ρώτησαν· –Γιατί ἔκλαιγες; Δὲν ἦταν αὐτὴ ἡ πιὸ ὡραία στιγμὴ τῆς ζωῆς σου, νὰ βλέπῃς τὰ στρατεύματά σου νὰ παρελαύνουν;… 
Καὶ ἀπήντησε ὁ Ξέρξης· 
–Τὴν ὥρα ἐκείνη πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλό μου μιὰ σκέψι. Σκέφτηκα· ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός θὰ ζῇ ἀπ᾿ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτῶν, τῶν ἀξιωματικῶν καὶ τῶν βασιλιάδων;…
 
Αὐτὴ ἡ ἰδέα τὸν ἔκανε νὰ κλάψῃ.Κλαῖνε λοιπὸν ὅλοι, σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, σὲ ὅλους τοὺς τόπους, σὲ ὅλες τὶς ἐποχές. 
Ἀλλ᾿ἂν ὑπάρχῃ μιὰ ἐποχὴ καὶ μιὰ γενεὰ ποὺ ἔκλαψε περισσότερο, εἶνε ἡ δική μας, ἡ ὁποία εἶδε δύο παγκοσμίους πολέμους ποὺ ἐστοίχισαν ἑκατομμύρια νεκρούς.
Καὶ ἐνῷ ἀκόμη χῆρες καὶ ὀρφανὰ θρηνοῦν καὶ τὰ ἐρείπια μένουν,οἱ ἄφρονες ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζουν νέο πόλεμο , τὸν Ἁρμαγεδῶνα (Ἀπ. 16,16) , ποὺ θὰ εἶνε ὁ τελειωτικὸς πόλεμος στὸν κόσμο.Δάκρυα ἐπὶ δακρύων. Ἂν ἕνας ἄγγελοςμάζευε τὰ δάκρυα ποὺ χύνουν χῆρες, ὀρφανά, ἄρρωστοι, διωκόμενοι, φυλακισμένοι, συκοφαντημένοι, θὰ σχηματιζόταν μιὰ ἀπέραντη πικρὴ λίμνη μὲ τὸ ὄνομα «τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος».
Ἀλλ᾿, ἀδελφοί μου, μοῦ ἔρχεται νὰ κλάψω  κ ἐγὼ καὶ ν᾿ ἀναστενάξω. 
Γιατὶ μέσα στὰ ποτάμια αὐτὰ τῶν δακρύων ἀναζητῶ μὰ δὲν βλέπω λίγα δάκρυα εὐλογημένα. Αὐτὰ τὰ δάκρυα, γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς μίλησα, εἶνε δάκρυα ἀνώφελα .
 Τὸ νεκρό σου, ὅσα δάκρυα καὶ ἂνχύνῃς, δὲν τὸν ἀνασταίνεις. Ὑπάρχουν ὅμως κάτι ἄλλα δάκρυα, δάκρυα οὐράνια, ἀγγελικά , ποὺ ἀξίζουν περισσότερο κι ἀπὸ διαμάντια.  
Ποιά εἶνε τὰ δάκρυα αὐτά; 
 
Θέλω νὰ τελειώσω μὲ ἕνα ἀνέκδοτο. 
Ὁ Θεός, λέει, πάνω στὰ οὐράνια κάλεσε τοὺς ἀγ-γέλους καὶ τοὺς εἶπε· 
Ἀφῆστε τὸν οὐρανὸ καὶ πετάξτε κάτω στὴ γῆ, σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι. Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐπιστρέψετε, θέλω νὰ μοῦ πῆτε, ποιό εἶνε τὸ ὡραιότερο πρᾶγμα ποὺ εἴδατε κάτω στὴ γῆ. 
Πέταξαν οἱ ἄγγελοι σὲ πολιτεῖες καὶ χωριά, σὲ καλύβες καὶ παλάτια,παντοῦ ὅπου ὑπῆρχε ἄνθρωπος. 
 
Τὸ βράδυ κουρασμένοι παρουσιάστηκαν νὰ δώσουν ἀναφορὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἕνας ἄγγελος λέει·
 –Τὸ ὡραιότερο ποὺ εἶδα εἶνε ἕνα ἀντρόγυνο ποὺ πενήντα χρόνια δὲν μάλωσαν. 
Ὁ ἄλλος ἄγγελος λέει·
 –Τὸ ὡραιότερο ποὺ εἶδα εἶνε ἡ ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν. Ὁ τρίτος λέει· –Τὸ ὡραιότερο ποὺ εἶδα εἶνε ἡ φιλία, ποὺ συνδέει ἀνθρώπους τὸν ἕνα μὲ τὸν ἄλλο. Ὁ τέταρτος εἶπε·
 –Ἡ ἐλεημοσύνη. Ὁἄλλος εἶπε· 
–Ἡ συγχώρησις…
 
 Ἔρχεται καὶ ὁ τελευταῖος, ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του κάτι ποὺ ἄστραφτε.
 –Ἐσὺ τί εἶδες; τοῦ λέει ὁ Θεός.
 –Ἐγώ, λέει, Κύριε, εἶδα ἕνα γέροντα,ποὺ εἶχε διαπράξει μεγάλα ἐγκλήματα, νὰ γονατίζῃ μετανοημένος μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ τὰ δάκρυά του νὰ πέφτουν στὴ γῆ· καὶ πῆρα καὶ σοῦ ἔφερα δυὸ δάκρυα ἀπ᾿αὐτά. 
 
Καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελος, χτύπησαν οἱ καμπάνες τοῦ οὐρανοῦ· γιατὶ «χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρ- τωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,7,10) .
 
Τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας , ἀγαπητοί μου,εἶνε τὰ μόνα ποὺ ὠφελοῦν καὶ σῴζουν. Αὐτὰἔχυσε ὁ Δαυῒδ ὁ προφήτης ποὺ ἁμάρτησε·σηκωνόταν τὴ νύχτα, ἔκλαιγε καὶ μούσκευε τὸ προσκέφαλό του στὰ δάκρυα. Αὐτὰ ἔχυσε ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα τῆς Μεγάλης Τρίτης, ποὺ τὰ ἀνέμιξε μὲ τὰ μύρα καὶ τὰ σφούγγισε μὲ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς της. Αὐτὰ ἔχυσαν καὶδύο γυναῖκες ποὺ ἑορτάζουν στὶς 8 Ὀκτωβρίου. Ἀνοῖξτε τὰ βιβλία καὶ διαβάστε.
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ γιορτάζουν δύο τέως πόρνες. 
 
Ἡ μία εἶνε ἡ ὁσία Πελαγία . Ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς διαβόητες ἁμαρτωλὲς τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ κατόπινμετανόησε. Κλείστηκε σ᾿ ἕνα κελλί, καὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια δὲν πέρασε μέρα χωρὶς νὰ κλάψῃ. Τὰ μάτια ἐκεῖνα, ποὺ πετοῦσαν φωτιὲς τῆς κολάσεως, ποὺ ἦταν ἀγκίστρι τοῦ διαβόλου καὶ κατέβαζαν ψυχὲς στὸν ᾅδη, ἔγιναν βρύσες τοῦ οὐρανοῦ ποὺ ἔσταζαν δάκρυα πολύτιμα. 
 
Ἡ ἄλλη πόρνη εἶνε ἡ ἁγία Ταϊσία . Μετανόησε κι αὐτὴ καὶ ἔφυγε στὴν ἔρημο. Καὶ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς της ἔλεγε μετὰ δακρύων· Ὦ Κύριε τοῦ οὐρανοῦ,ἐλέησε κ᾿ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή.
 
Δῶστε μου, ἀγαπητοί μου, ἕνα τέτοιο δάκρυ, ἕνα δάκρυ τοῦ Δαυΐδ, ἕνα δάκρυ τῆς ἁμαρτωλῆς τῆς Μεγάλης Τρίτης, ἕνα δάκρυτῆς ὁσίας Πελαγίας καὶ τῆς ἁγίας Ταϊσίας,δῶστε μου ἕνα τέτοιο δάκρυ καὶ σᾶς χαρίζω τὰ πλούτη ὅλου τοῦ κόσμου. 
 
Συναμαρτωλοὶ ἀδελφοί μου, ἂς προσφέρουμε ὅλοι τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μας στὸΘεό, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦμε καὶ ν᾿ ἀξιωθοῦμε τοῦ παραδείσου . Ἐκεῖ δὲν θὰ ὑπάρχῃ λύπη, δάκρυ, φέρετρο· δὲν θὰ ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ αἰώνιος ζωή. Ἐκεῖ θὰ ὑπάρχῃ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου