Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Σταύρος Λυγερός: Η μεταμοντέρνα ιδεολογική δικτατορία του «πολιτικά ορθού»


 Η ιστορία διδάσκει ότι τα ιδεολογικοπολιτικά φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο με ιδεολογικοπολιτικά μέσα...

Η προσφυγή σε ιδιώνυμο νόμο συνιστά ομολογία αποτυχίας του κατεστημένου πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή ιδεολογικοπολιτικά.
  
του Σταύρου Λυγερού

Μπορεί ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ να συνυπέγραψαν επώδυνα για την κοινωνία μέτρα –αλλεπάλληλες μειώσεις μισθών και συντάξεων, επιβολή υπέρμετρων πρόσθετων φόρων, κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων και αποδόμηση του Κοινωνικού Κράτους–, αλλά στο ζήτημα του
«αντιρατσιστικού» νομοσχεδίου εμφανίζονται ανυποχώρητοι.
Η στάση τους είναι ευεξήγητη.
Σε μια προσπάθεια να ανασχέσουν την ταχύρυθμη συρρίκνωση της πολιτικοεκλογικής τους απήχησης, αναζητούν τρόπο να διαφοροποιηθούν από τη ΝΔ και να αποκτήσουν προοδευτικά ένσημα.

Ο Βενιζέλος έχει εδώ και καιρό δείξει την πρόθεσή του να πρωτοστατήσει στη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της Χρυσής Αυγής.
 Σε παλαιότερη σύσκεψη των τριών αρχηγών, για να δώσει ένα αντάλλαγμα στους εταίρους του, ο Σαμαράς είχε συναινέσει στη σύνταξη «αντιρατσιστικού».
Όταν, όμως, ο υπουργός Δικαιοσύνης Ρουπακιώτης εμφάνισε το νομοσχέδιο, προκλήθηκαν έντονες αντιδράσεις όχι μόνο στη ΝΔ, αλλά διάσπαρτα σε ολόκληρο το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα.

Το πνεύμα του «αντιρατσιστικού» αντανακλά τη μεταμοντέρνα ιδεολογική δικτατορία του «πολιτικά ορθού», βασικοί φορείς της οποίας είναι πολιτικές δυνάμεις και διαμορφωτές της κοινής γνώμης που καλλιεργούν συστηματικά τον εθνομηδενισμό και εμμέσως πλην σαφώς την εξάρτηση.
Θεμελιώδης αρχή στα δημοκρατικά πολιτεύματα, όμως, είναι ότι διώκονται πράξεις και όχι ιδέες. Το γεγονός ότι εμφανής στόχος του Ρουπακιώτη είναι η Χρυσή Αυγή δεν καθιστά το νομοσχέδιό του αυτομάτως ούτε προοδευτικό ούτε συμβατό με το Κράτος Δικαίου.
 Στις δημοκρατίες ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα.

Εκτός αυτού, η ιστορία διδάσκει ότι τα ιδεολογικοπολιτικά φαινόμενα μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μόνο με ιδεολογικοπολιτικά μέσα. Το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή είναι ένα απεχθές φασίζον μόρφωμα δεν αλλάζει τα πράγματα. Η προσφυγή σε ιδιώνυμο νόμο συνιστά ομολογία αποτυχίας του κατεστημένου πολιτικού συστήματος να την αντιμετωπίσει ιδεολογικοπολιτικά.

Το μόνο που μπορεί να καταφέρει το «αντιρατσιστικό» είναι να τη θυματοποιήσει και κατ’ αυτό τον τρόπο να ρίξει νερό στο μύλο της. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σήμερα που οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις έχουν ηθικοπολιτικά απαξιωθεί, με αποτέλεσμα η αντισυστημική στάση να κερδίζει συνεχώς έδαφος στην κοινή γνώμη.

Εάν το επίμαχο νομοσχέδιο ψηφιστεί, κατά πάσα πιθανότητα θα στρέψει το μεγαλύτερο τμήμα του διογκούμενου αντισυστημικού ρεύματος προς τη Χρυσή Αυγή. Εκτός αυτών, εάν το «αντιρατσιστικό» ψηφιστεί θα καταστήσει την πολιτική όμηρο καθεστωτικών ερμηνειών και δικαστηρίων. Αυτά θα κληθούν να ερμηνεύσουν ασαφείς έννοιες, όπως «εχθροπάθεια», και διατυπώσεις του τύπου «παροτρύνει, προκαλεί, διεγείρει σε βιαιοπραγίες και μίσος». Ο υπουργός Δικαιοσύνης, μάλιστα, θα έχει την εξουσία να αναστείλει για ορισμένο χρόνο και σε περίπτωση υποτροπής οριστικά τη λειτουργία συλλόγων, αλλά και κομμάτων! Η γνωμοδότηση της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής είναι καταλυτική.

Αυτό που πραγματικά εκπλήσσει είναι η ευκολία με την οποία τμήματα της Αριστεράς μετατρέπονται σε σημαιοφόρους της καθεστωτικής «ρομφαίας». Το γεγονός ότι στο παρελθόν έχουν βιώσει στο πετσί τους τα ιδιώνυμα φαίνεται όχι μόνο να μην τους δημιουργεί αναστολές, αλλά και ψυχολογικά να τους ωθεί σε μια ιδιότυπη αντιστροφή ρόλων.

Το γεγονός ότι δεν πρόκειται μόνο για μια λανθασμένη προσπάθεια ανάσχεσης της Χρυσής Αυγής αποδεικνύεται από την εκστρατεία της Ρεπούση (ΔΗΜΑΡ) να ποινικοποιηθεί μόνο η αμφισβήτηση της γενοκτονίας των Εβραίων, αλλά όχι των Αρμενίων και των Ποντίων, παρότι έχουν αναγνωριστεί από την ελληνική Βουλή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσοι μιλούν γι’ αυτές τις δύο γενοκτονίες θα κινδυνεύουν να διωχθούν ποινικά με την κατηγορία ότι καλλιεργούν «εχθροπάθεια» προς τους Τούρκους!

Η ιστορική πείρα και η συναφής «γονιδιακή» καχυποψία του ΚΚΕ για τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένας νόμος που διώκει ιδέες το προφύλαξε από την παγίδα, στην οποία με χαρακτηριστική επιπολαιότητα έπεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αν και στο πρόσφατο παρελθόν είχε αντιταχθεί με αξιόπιστα επιχειρήματα σε ανάλογες απόπειρες των υπουργών Καστανίδη και Παπαϊωάννου, αυτή τη φορά υποστηρίζει το νομοσχέδιο.
Έπαιξε, βεβαίως, ρόλο η γιγάντωση της Χρυσής Αυγής και η υπογραφή του Ρουπακιώτη, αλλά ο βασικός λόγος είναι καιροσκοπικός. Πιεζόμενος από τη θεωρία των δύο άκρων, θεώρησε ότι ο «αντιρατσιστικός» είναι μια ευκαιρία να στριμώξει τη ΝΔ και να τη συνδέσει με το κόμμα του Μιχαλολιάκου.

Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπει στη ΔΗΜΑΡ και στο ΠΑΣΟΚ να διεκδικούν την κατάθεση του νομοσχεδίου.
Ελπίζουν ότι θα επιτύχουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρακάμπτοντας τη ΝΔ. Μπορεί, λοιπόν, αυτό καθαυτό το «αντιρατσιστικό» να μην έχει μεγάλη σημασία, αλλά στις παρούσες συνθήκες τείνει να μετατραπεί στο πεδίο μιας μάχης που απειλεί την τρικομματική κυβέρνηση.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 30/05/2013 (Τεύχος 189)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου