Εκτός Γερμανίας, όλοι φαίνεται να περιμένουν με κομμένη την ανάσα το αποτέλεσμα των γερμανικών γενικών εκλογών.
Στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, η άποψη που επικρατεί είναι ότι
δε μπορεί να αποφασιστεί τίποτα πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να μην χαλάσουν τα σχέδια επανεκλογής της Άνγκελα Μέρκελ, της Γερμανίδας καγκελαρίου.
Στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον, η άποψη που επικρατεί είναι ότι
δε μπορεί να αποφασιστεί τίποτα πριν από τις 22 Σεπτεμβρίου, προκειμένου να μην χαλάσουν τα σχέδια επανεκλογής της Άνγκελα Μέρκελ, της Γερμανίδας καγκελαρίου.
Επίμαχα
ζητήματα, όπως η πρόοδος προς μία ευρωπαϊκή τραπεζική ένωση με κοινή
αρχή εξυγίανσης, έχουν τεθεί προσωρινά σε αναμονή. Το ίδιο ισχύει και
για οποιαδήποτε νύξη σχετικά με την αναδιατύπωση του ελληνικού
προγράμματος διάσωσης, οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους, ή ακόμη και
ο,τιδήποτε άλλο που θα χρειαστεί να χρηματοδοτηθεί από τους Γερμανούς
φορολογουμένους.
Αυτό
σίγουρα συμφέρει την κα Μέρκελ, της οποίας το ένστικτο είναι να
εξουδετερώσει οποιαδήποτε πιθανά σημεία διαμάχης, έτσι ώστε η
δημοτικότητά της να οδηγήσει για μία ακόμη φορά τον κεντροδεξιό της
συνασπισμό στην εξουσία. Παρά το προβάδισμά της στις δημοσκοπήσεις, το
αποτέλεσμα εξακολουθεί να βασίζεται σε πολύ λεπτές ισορροπίες, παρά το
γεγονός ότι μία ολοκληρωτική νίκη της αντιπολίτευσης φαντάζει ολοένα και
πιο απίθανη.
Ας
εξετάσουμε για μια στιγμή το ευρωπαϊκό σενάριο από την άλλη πλευρά της
ζυγαριάς. Η άποψη του Βερολίνου είναι ότι όλοι οι υπόλοιποι διστάζουν να
κινηθούν, μέχρι να μάθουν ποιος θα κερδίσει τις εκλογές. Αυτό ισχύει
ιδιαίτερα για τη Γαλλία, την πλησιέστερη ευρωπαϊκή εταίρο της Γερμανίας,
της οποίας η υποστήριξη θεωρείται απαραίτητη από το Βερολίνο για
οποιαδήποτε μελλοντική πρωτοβουλία.
Ο
Φρανσουά Ολλάντ, ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας, φαίνεται να
στοιχηματίζει στους συμμάχους του στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα
(SPD) θέλοντάς τους να συμμετέχουν στον τελικό κυβερνητικό «μεγάλο
συνασπισμό» με τους Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ (CDU). Αυτό θα
μπορούσε να του προσφέρει περισσότερη στήριξη για την προώθηση της
ατζέντας ανάπτυξης στην ευρωζώνη.
Πριν από
έναν χρόνο, ο μεγάλος συνασπισμός στο Βερολίνο έμοιαζε να είναι το
πιθανότερο αποτέλεσμα. Ωστόσο, το SPD τα πάει πολύ άσχημα στις
δημοσκοπήσεις, ενώ οι προτιμώμενοι εταίροι της Μέρκελ –οι φιλελεύθεροι
«Ελεύθεροι Δημοκράτες» με τους οποίους είναι επί του παρόντος σε
συνασπισμό- έχουν κερδίσει αρκετό έδαφος για να επανέλθουν στο Bundestag
(γερμανικό κοινοβούλιο). Για πρώτη φορά, φαίνεται ότι το σημερινό
καθεστώς μπορεί να συνεχιστεί ως έχει.
Επίσης,
ένας μεγάλος συνασπισμός δεν είναι απαραίτητο ότι αποτελεί συνταγή για
σταθερή κυβέρνηση, παρόλο που το 52 τοις εκατό των Γερμανών ψηφοφόρων
τάσσεται υπέρ αυτής της έκβασης. Η έκβαση αυτή θα είναι εξαιρετικά
αντιδημοφιλής εντός του SPD, τα μέλη του οποίου μπορεί να επιμείνουν σε
ενδοκομματική ψηφοφορία προτού συμμετάσχουν.
Την τελευταία φορά που
υπηρέτησαν υπό την κα Μέρκελ –από το 2005 έως το 2009- ανταμείφθηκαν με
το χειρότερο αποτέλεσμά τους σε εκλογές από την περίοδο του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου.
Θα μπορούσε ένας μεγάλος συνασπισμός να αλλάξει τη γερμανική πολιτική στην ευρωζώνη;
Όχι ιδιαίτερα.
Οι φορείς
χάραξης πολιτικής του SPD λένε ότι οι ίδιοι θα ήταν «περισσότερο
κεϋνσιανοί». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αγωνίζονταν για να αναλάβουν
το Υπουργείο Οικονομικών από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ως τίμημα για τη
συμμετοχή τους στην εξουσία. Ωστόσο, θα μοιράζονταν την εχθρική του
στάση όσον αφορά οποιοδήποτε σχέδιο εξυγίανσης τραπεζών,
χρηματοδοτούμενο από τους Γερμανούς φορολογουμένους –χωρίς γερμανικό
βέτο. Θέλουν να χρηματοδοτείται από τις ίδιες τις τράπεζες.
Η
προτεραιότητα για τους ψηφοφόρους του SPD είναι να ξοδεύουν εγχώρια τα
χρήματά τους προς ανακούφιση των κοινωνικών πιέσεων, και για επενδύσεις
σε υποδομές. Δεν θα υπάρξουν ελλειμματικές δαπάνες. Το κόμμα ευνοεί ένα
κοινά εγγυημένο σχέδιο εξαγοράς χρέους για την ευρωζώνη, αλλά δεν
φαίνεται να είναι ιδιαίτερα θετικό ως προς την ιδέα των ευρωομολόγων.
Η αλήθεια
είναι ότι αν δεν υπάρξει μία μεγάλη αλλαγή πολιτικής, τότε όποιος και
να κερδίσει στο Βερολίνο δεν πρόκειται να βιαστεί ως προς τις
μεταρρυθμίσεις στην υπόλοιπη ευρωζώνη, ιδιαίτερα αν αυτό σημαίνει αλλαγή
της Συνθήκης. Και το Βερολίνο, δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσει σε
οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη κίνηση όπως είναι το κοινό ταμείο εξυγίανσης
των τραπεζών, ή τα ευρωομόλογα, χωρίς τροποποίηση της Συνθήκης.
Οι
ευρωπαϊκές εκλογές του 2014, καθώς και οι δημοτικές εκλογές στη Γαλλία, ο
διορισμός νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στη συνέχεια οι βρετανικές
εκλογές του 2015, όλα δείχνουν παρατεταμένη αναβολή οποιασδήποτε σοβαρής
αλλαγής στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Θα
υπάρξει ένα έτος ανάπαυλας το 2016, πριν από μία πιθανή «τέλεια πολιτική
θύελλα» στον εκλογικό κύκλο του 2017, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να
επιστρέφουν στις κάλπες –και το Ηνωμένο Βασίλειο να πραγματοποιεί
ενδεχομένως δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Συνεπώς, το 2016 μπορεί να είναι η χρονιά που θα πραγματοποιηθούν
αλλαγές στις Συνθήκες.
Ωστόσο,
αυτό δε σημαίνει ότι οι αγορές μπορούν να περιμένουν για τόσο μεγάλο
χρονικό διάστημα. Αν τις πιάσει νέο κύμα νευρικότητας –ιδιαίτερα αν
επηρεάζει μια μεγαλύτερη οικονομία όπως αυτή της Ισπανίας, της Ιταλίας ή
της Γαλλίας- τότε ολόκληρο το πρόγραμμα θα χρειαστεί να επιταχυνθεί.
Η
κα Μέρκελ, με την προϋπόθεση ότι θα έχει επανεκλεγεί, μπορεί να είναι
πιο έτοιμη να προχωρήσει από τον κ. Ολλάντ.
απο το sofokleous10.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου