Κανόνες που χρησιμοποιούν διαχειριστές χαρτοφυλακίων και private
banking βοηθούν να εξασφαλίζεται η περιουσία από κινδύνους και
ταυτόχρονα να δημιουργείται η βάση για να αυξάνεται.
O λαός λέει ότι τα «λεφτά πάνε στα λεφτά» και έχει δίκιο, αφού με μηδενική σχεδόν περιουσία και μικρό εισόδημα είναι σχεδόν απίθανο να δημιουργήσει κάποιος μια τεράστια περιουσία χωρίς να χρησιμοποιήσει φαντασία, να πάρει ρίσκο, να τον βοηθήσει η συγκυρία και να κοπιάσει πολύ.
Aυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε το
Tζόκερ ή να δεχθούμε ότι δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσουμε -έστω μια μικρή- περιουσία. Yπάρχουν ορισμένοι απλοί κανόνες διαχείρισης περιουσίας, εισοδήματος και επενδύσεων.
Με τους κανόνες αυτούς εξασφαλίζεται η περιουσία από κινδύνους και ταυτόχρονα δημιουργείται η βάση για να αυξάνεται, χωρίς να αναλαμβάνονται υπερβολικά ρίσκα.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν γενικοί κανόνες, που έχουν σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας, οι οποίοι, όμως, εξειδικεύονται σε κάθε επενδυτή ανάλογα με το προφίλ του.
Tέτοιους κανόνες χρησιμοποιούν επιχειρηματίες, τράπεζες, διαχειριστές χαρτοφυλακίων και private banking, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν από ένα νοικοκυριό.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα υλικά είναι το κεφάλαιο και τα εργαλεία για σωστές αποφάσεις.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα υλικά είναι τα εξής:
eranistis.gr
O λαός λέει ότι τα «λεφτά πάνε στα λεφτά» και έχει δίκιο, αφού με μηδενική σχεδόν περιουσία και μικρό εισόδημα είναι σχεδόν απίθανο να δημιουργήσει κάποιος μια τεράστια περιουσία χωρίς να χρησιμοποιήσει φαντασία, να πάρει ρίσκο, να τον βοηθήσει η συγκυρία και να κοπιάσει πολύ.
Aυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε το
Tζόκερ ή να δεχθούμε ότι δεν πρόκειται ποτέ να δημιουργήσουμε -έστω μια μικρή- περιουσία. Yπάρχουν ορισμένοι απλοί κανόνες διαχείρισης περιουσίας, εισοδήματος και επενδύσεων.
Με τους κανόνες αυτούς εξασφαλίζεται η περιουσία από κινδύνους και ταυτόχρονα δημιουργείται η βάση για να αυξάνεται, χωρίς να αναλαμβάνονται υπερβολικά ρίσκα.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν γενικοί κανόνες, που έχουν σχέση με τη διαχείριση της περιουσίας, οι οποίοι, όμως, εξειδικεύονται σε κάθε επενδυτή ανάλογα με το προφίλ του.
Tέτοιους κανόνες χρησιμοποιούν επιχειρηματίες, τράπεζες, διαχειριστές χαρτοφυλακίων και private banking, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν από ένα νοικοκυριό.
Οι κανόνες
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι κανόνες αυτοί είναι οι εξής:- 1. Όχι σπατάλες. Kανένας δεν έγινε πλούσιoς σπαταλώντας τα χρήματά του.
- 2. Αύξηση του εισοδήματος πάνω από το όριο διαβίωσης. Δεν υπάρχουν περιθώρια διαχείρισης περιουσίας σε νοικοκυριά που το ετήσιο εισόδημά τους δεν ξεπερνά, για παράδειγμα, τα 10.000 ευρώ. Τα νοικοκυριά αυτά αντιμετωπίζουν κυρίως προβλήματα ρευστότητας - ιδιαίτερα αν μένουν στο ενοίκιο, έχουν παιδιά κ.λπ. - και καταφεύγουν στον δανεισμό, παρά σε «επαγγελματικές» επενδυτικές λύσεις.
- 3. Λόγος έξοδα προς έσοδα. Για μεσαία εισοδήματα συνιστάται τα τρέχοντα έξοδα και οι δαπάνες, ακόμα και για στεγαστικά δάνεια (που είναι επένδυση), να μην ξεπερνούν το 70% του μηνιαίου εισοδήματος. Το υπόλοιπο 30% μπορεί να χρησιμοποιείται για να δημιουργηθεί ένα αποθεματικό. Για παράδειγμα, σε μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 4.000 ευρώ, τα 1.000 - 1.200 ευρώ μπορούν να μένουν στην άκρη.
- 4. Απαιτείται ρίσκο. Χωρίς την ανάληψη κινδύνου δεν υπάρχουν μεγάλες αποδόσεις. Την τελευταία δεκαετία το ελληνικό Χρηματιστήριο προσέφερε αποδόσεις τρεις έως τέσσερις φορές μεγαλύτερες από οποιαδήποτε εναλλακτική μορφή επένδυσης. Το 30% που μένει στην άκρη καλό είναι να μοιραστεί σε διάφορες μορφές επένδυσης. Με τον τρόπο αυτό γίνεται διασπορά κινδύνου και ταυτόχρονα αναλαμβάνεται ο βαθμός κινδύνου που επιθυμεί ο επενδυτής να αναλάβει.
- 5. Διασπορά ανάλογα με τη χρονική διάρκεια. Από το 30% που μένει στην άκρη, ένα κομμάτι πρέπει να παραμένει σε ρευστά διαθέσιμα (π.χ. κατάθεση, ρέπος κ.λπ.), για ώρα ανάγκης. Αυτό το τμήμα της επένδυσης πρέπει να το βλέπουμε βραχυπρόθεσμα. Ένα άλλο κομμάτι θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε μεσοπρόθεσμα και μπορεί να αποτελείται, για παράδειγμα, από ομόλογα. Το τελευταίο τμήμα της επένδυσης θα είναι μακροπρόθεσμο - και αυτό μπορεί να είναι τοποθετήσεις σε μετοχές μεγάλων και υγιών εισηγμένων επιχειρήσεων. H αναλογία των τμημάτων αυτών σχετίζεται με το προφίλ και τις ανάγκες κάθε επενδυτή.
- 6. Pάντες. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι αποταμίευσης. Ο ένας είναι να βάζει κάθε μήνα ένα σταθερό ποσό στις επενδύσεις που έχει επιλέξει (π.χ. 300 ευρώ κάθε μήνα σε μετοχές, 200 ευρώ στην κατάθεση και 100 ευρώ σε ομολογιακό αμοιβαίο κεφάλαιο). H μέθοδος αυτή λέγεται ράντα. Ο άλλος τρόπος είναι να επενδύει κάθε φορά που συγκεντρώνεται ένα ποσό (π.χ. κάθε 3-5 χρόνια που συγκεντρώνονται 15.000 ευρώ στο ταμιευτήριο). H πρώτη μέθοδος (ράντα) έχει αποδειχτεί στην πράξη πολύ αποτελεσματική. Όμως, έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Το πρώτο είναι η ασυνέπεια που δείχνουν ύστερα από λίγο οι ενδιαφερόμενοι και το δεύτερο έχει σχέση με την εξέλιξη των επιτοκίων και των τιμών των μετοχών. Όταν κάθε μήνα τοποθετούνται μηχανικά, για παράδειγμα 300 ευρώ σε μετοχές, θα γίνουν αγορές μετοχών σε περιόδους ανόδου, όταν λογικά θα έπρεπε να γίνουν πωλήσεις. Αντίθετα, η δεύτερη μέθοδος πλεονεκτεί στο σημείο αυτό, διότι μπορεί να εκμεταλλευτεί επενδυτικές ευκαιρίες (όχι μόνο σε μετοχές, αλλά και σε ακίνητα κ.λπ.).
- 7. Επένδυση με δάνειο. Οι δόσεις στεγαστικού δανείου, που μπορεί να περιλαμβάνονται στο 70% του μηνιαίου εισοδήματος μαζί με τις άλλες σταθερές δαπάνες, θεωρούνται από τους ειδικούς ως μακροπρόθεσμη επένδυση. Για να αποφύγει κάποιος τον υπερδανεισμό, δεν θα πρέπει η μηνιαία δόση του στεγαστικού δανείου να ξεπερνά το 45% του μηνιαίου εισοδήματός του.
- 8. Ενδιάμεσες κινήσεις. Επειδή η περίοδος με ανοδικό Χρηματιστήριο κάνει τη μέθοδο με τις ράντες λιγότερο αποτελεσματική - ενώ σε περιόδους με πτωτικό Χρηματιστήριο η μέθοδος της εφάπαξ αποταμίευσης επίσης δεν είναι αποτελεσματική - οι ειδικοί προτείνουν μια ενδιάμεση λύση. Ο επενδυτής θα πρέπει να διατηρεί μια συνέπεια, ώστε να βάζει κάτι στην άκρη (π.χ. κάθε μήνα) και το ποσό αυτό να μένει, το μεγαλύτερο διάστημα, σε ρευστά διαθέσιμα. Ο στόχος είναι να εντοπίσει μια επενδυτική ευκαιρία (π.χ. ακίνητο ή πτώση στο Χρηματιστήριο) και τότε να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα που θα έχει δημιουργήσει για να την εκμεταλλευτεί.
Tα εργαλεία
Πέραν από τις στρατηγικές, δηλαδή τη «συνταγή» για να γίνει κάποιος πλούσιος, απαιτούνται και τα υλικά.Στην προκειμένη περίπτωση, τα υλικά είναι το κεφάλαιο και τα εργαλεία για σωστές αποφάσεις.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα υλικά είναι τα εξής:
- 1. Ποσό επένδυσης. Όπως δεν είναι σωστό να διαθέτουμε όλα τα χρήματά μας σε δάνεια, έτσι δεν πρέπει να τοποθετούμε όλα τα διαθέσιμα και τους μισθούς μας σε επενδύσεις.
- 2. Γιατί επενδύω. Πριν ληφθεί η απόφαση να επενδυθούν τα χρήματά μας σε οποιαδήποτε μορφή επένδυσης (μετοχές, ομόλογα, καταθέσεις, ακίνητα, πίνακες ζωγραφικής κ.λπ.), θα πρέπει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας «γιατί» και να βρούμε μια πειστική και τεκμηριωμένη απάντηση.
- 3. Χαρτί και μολύβι. Πέρα από τις επιστημονικές και μαθηματικές προσεγγίσεις, οποιαδήποτε κίνηση θα πρέπει να αποφέρει κέρδος, το οποίο να υπολογίζεται εύκολα με τις τέσσερις πράξεις (πρόσθεση, αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και διαίρεση). H άσκηση επί χάρτου συνήθως δημιουργεί προβληματισμούς, οι οποίοι στη συνέχεια, πολλές φορές, αποτρέπουν από λάθος αποφάσεις.
- 4. Mελλοντική αξία χρήματος. Ο λαός μας λέει την παροιμία «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι». Αν κάποιος τάξει εφάπαξ ποσό για σύνταξη ένα ευρώ ύστερα από 20 χρόνια, είναι σαν να δίνει σήμερα 0,55 ευρώ (με την προϋπόθεση ότι ο πληθωρισμός είναι σταθερός στο 3%). Συνεπώς, θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στις εκτιμήσεις τις αποδόσεις και τα κόστη στο μέλλον.
- 5. Ολα είναι σχετικά. Μία επένδυση είναι αποδοτική ή πιο αποδοτική, σε σχέση, πάντα, με μία άλλη. Δηλαδή, ο επενδυτής πρέπει να συγκρίνει τις αποδόσεις διαφορετικών τοποθετήσεων (π.χ. απόδοση σε σπίτι, σε μετοχές, σε πίνακες ζωγραφικής κ.λπ.). Επίσης, την απόδοση κάθε επένδυσης θα πρέπει να τη συγκρίνει με το επιτόκιο μιας επένδυσης χωρίς ρίσκο (π.χ. ετήσιο έντοκο γραμμάτιο) και με τον πληθωρισμό.
- 6. Σχέση απόδοσης και κινδύνου. Δεν έχει νόημα να βρούμε την πιο αποδοτική επένδυση, η οποία όμως θα μας αφήνει άυπνους για το ρίσκο που αναλάβαμε. Επίσης, η έννοια του ρίσκου αλλάζει σε σχέση με τη διάρκεια της επένδυσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μετοχές και τα ομόλογα. Οι μετοχές θεωρείται ότι ενέχουν μεγαλύτερο ρίσκο από ό,τι τα ομόλογα. Αυτό είναι σωστό, αν δούμε την επένδυση βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, όμως, η επένδυση σε ομόλογα (πάνω από 10 έτη) θεωρείται μάλλον πιο «επικίνδυνη» από ό,τι η επένδυση σε μετοχές!
- 7. Διασπορά κινδύνου. Ο επενδυτής πρέπει να τοποθετεί τα χρήματά του σε διάφορες επενδύσεις (μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία, ακίνητα κ.λπ.). Ακόμα και στο ίδιο είδος επένδυσης (π.χ. μετοχές) θα πρέπει να κάνει διασπορά και να αγοράσει μετοχές από διάφορες εταιρείες, ώστε να μειώσει τον κίνδυνο.
- 8. Περίοδος αποπληρωμής. Με μία απλή διαίρεση μπορούμε να βρούμε σε πόσα χρόνια θα πάρουμε πίσω τα χρήματα που τοποθετήσαμε σε μια επένδυση. Όσο μικρότερο είναι το πηλίκον, τόσο πιο ελκυστική είναι η επένδυση. Διαιρούμε το κόστος της επένδυσης με το αναμενόμενο κέρδος.
- 9. Λόγος οφέλους / κόστους. Διαίρεση του αναμενόμενου οφέλους από την επένδυση διά του κόστους της επένδυσης. Όταν ο λόγος αυτός είναι κάτω από 1, απορρίπτουμε την επένδυση.
- 10. Τεχνική της αντικατάστασης. Έχει την εξής λογική: Αν είμαστε υποψήφιοι αγοραστές, για παράδειγμα ενός ακινήτου, μπαίνουμε στη θέση του πωλητή και του ενοικιαστή και βλέπουμε ποιος από όλους είναι ο πιο ωφελημένος. Αν ο πιο ωφελημένος βρίσκεται στην άλλη πλευρά, τότε δεν συμφέρει να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση της επένδυσης.
Σωστή επιλογή μετοχών
Αν και υπάρχουν πιο περίπλοκες μέθοδοι αξιολόγησης επενδύσεων, οι σχετικά πιο εύκολες χρησιμοποιούνται από τους περισσότερους και για όλα τα είδη επενδύσεων -από μετοχές μέχρι συλλογές γραμματοσήμων. Ειδικά, όσον αφορά στις μετοχές, το Χρηματιστήριο έχει ανακοινώσει τα κριτήρια για σωστές επενδύσεις. Στα κριτήρια αυτά, πέρα από τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα και τη διασπορά του χαρτοφυλακίου, περιλαμβάνονται τα εξής:- Θεμελιώδη μεγέθη επιχείρησης. Ο βασικότερος κανόνας για την επιλογή του χαρτοφυλακίου μας είναι η επιλογή εταιριών με αξιόλογα χρηματοοικονομικά μεγέθη. Εταιρίες που παρουσιάζουν αύξηση πωλήσεων και κερδών, αξιόλογα επενδυτικά σχέδια, σωστή αξιοποίηση ιδίων και ξένων κεφαλαίων, δυνατότητες επέκτασης σε νέες αγορές και ανάπτυξη μπορούν να οδηγήσουν τον επενδυτή που θα τοποθετηθεί σε αυτές και σε αξιόλογες χρηματιστηριακές αποδόσεις. Η συναλλακτική δραστηριότητα μιας μετοχής, δηλαδή η εμπορευσιμότητα, είναι επίσης σημαντικό κριτήριο για την επιλογή χαρτοφυλακίου. Όσο μεγαλύτερη είναι η εμπορευσιμότητα μιας μετοχής, τόσο πιο εύκολο είναι για τον επενδυτή να αγοράσει ή να πουλήσει τη μετοχή. Η κεφαλαιοποίηση μιας εταιρίας, δηλαδή το γινόμενο της τιμής της μετοχής επί του συνολικού αριθμού των μετοχών που κυκλοφορούν, είναι επίσης κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη για την επιλογή των μετοχών. Η υψηλή κεφαλαιοποίηση χαρακτηρίζει συνήθως επιχειρήσεις με υψηλό κύκλο εργασιών και κέρδη και με περιορισμένες διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής τους τιμής.
- Κλάδος - Κατηγορία. Ένα επιπλέον κριτήριο για την επιλογή χαρτοφυλακίου θεωρείται ο κλάδος και η κατηγορία στους οποίους εντάσσεται μια εταιρία. Είναι σημαντικό για μια εισηγμένη εταιρία να κατέχει ηγετική θέση στον κλάδο στον οποίο ανήκει, να αντιπροσωπεύει ισχυρά προϊόντα και μερίδια αγοράς, καθώς και προοπτική δυναμικής αύξησης κερδών στο μέλλον.
- Μερισματική απόδοση. Το μέρισμα αποτελεί το τμήμα των κερδών μιας επιχείρησης που διανέμεται ανά μετοχή στους μετόχους της. Η μερισματική απόδοση είναι το μέρισμα ως ποσοστό της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η υψηλή μερισματική απόδοση μιας μετοχής αποτελεί ένα σημαντικό κριτήριο προκειμένου η μετοχή να επιλεγεί και να συμπεριληφθεί στο χαρτοφυλάκιο του επενδυτή.
- Λόγος τιμής προς κέρδη ανά μετοχή (Ρ/Ε). Ο λόγος της χρηματιστηριακής τιμής μιας μετοχής (Ρ) προς κέρδη ανά μετοχή (Ε) εκφράζει πόσα χρόνια χρειάζεται ο επενδυτής για να ανακτήσει, μέσω των μερισμάτων (χωρίς επανεπένδυσή τους), το κεφάλαιο που δαπάνησε για την αγορά μίας μετοχής.
- Λόγος τιμής προς λογιστική αξία μετοχής (P/BV). Ο λόγος της χρηματιστηριακής τιμής της μετοχής (Ρ) προς την λογιστική της αξία (BV) εκφράζει πόσο συγκρίσιμη είναι η χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής με την πραγματική αξία της όπως προκύπτει από τα ίδια κεφάλαια, δηλαδή την περιουσιακή κατάσταση, της επιχείρησης. Όσο μικρότερη είναι η σχέση της χρηματιστηριακής προς την λογιστική τιμή μιας μετοχής η μετοχή θεωρείται υποτιμημένη και επομένως καλή επιλογή για το χαρτοφυλάκιο του επενδυτή.
eranistis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου