Ἄνθρωπε, ὑπερηφανεύεσαι καί κομπάζεις χωρίς λόγο.
Καμαρώνει κανείς γιά κάτι πού τοῦ ἀνήκει καί ὄχι γιά τό δανεικό.
Καυχιέσαι, λοιπόν, ἀλλά γιά ποιό λόγο; Δέν ἔχεις τίποτε δικό σου.
Κάθε τί πού νομίζεις πώς
εἶναι δικό σου, στήν πραγματικότητα εἶναι δανεικό καί πρέπει νά τό
ἐπιστρέψεις στόν δανειστή σου.
Καμαρώνεις γιά τήν ἐξωτερική σου ὀμορφιά;
Πήγαινε στό νεκροταφεῖο, ἔξω ἀπό τήν πόλη, νά δεῖς πού εἶναι πεταμένη ἤ
ἐξωτερική ὀμορφιά.
Καμαρώνεις γιά τά ὡραία σου μάτια καί γιά τά ὡραία
σου χείλη; Ποιός ξέρει ἄραγε πόσες φορές καθάρισες τή λάσπη ἀπό τά
παπούτσια σου βαριεστημένα καί μονότονα χωρίς νά σκεφτεῖς ὅτι αὐτή ἤ
λάσπη εἶναι τά μάτια καί τά χείλη ἀνθρώπων ποῦ διάβηκαν τόν δρόμο ποῦ
ἐσύ περπατᾶς;
Καυχιέσαι γιά τά πλούτη σου; Σκέψου, γιά νά ἀποκτήσεις
αὐτά τά πλούτη τί ἔπραξες; Σκέψου, πῶς θά σού εἶναι ἄχρηστα αὐτά τά
πλούτη σάν πεθάνεις. Καμαρώνεις γιά τά κοσμήματά σου;
Γιά τά διαμάντια, τά μπριλάντια, τά
ρουμπίνια, τά σμαράγδια καί τά μαργαριτάρια; Ὅταν πεθαμένο θά σέ
ξαπλώσουν στό φέρετρο δέν θά ἔχει καμία διαφορά γιά σένα, ἄν θά σού
κρεμάσουν στό λαιμό σου περιδέραιο ἀπό μαργαριτάρια ἤ ἀπό βαλανίδια.
Πεθαμένος δέν θά καταλάβεις διαφορά, ἄν θά βάλλουν στίς τσέπες σου
διαμάντια ἤ ἄν θά σού βάλλουν στάχτη. Τό ἴδιο θά εἶναι γιά σένα, ἄν
σκεπάσουν τήν σορό σου μέ βελούδινο ὕφασμα ἤ μέ καλαμένια ψάθα.
Ὅλα ὅσα
πῆρες δανεικά ἀπό...
τό χῶμα, στό χῶμα θά ἐπιστρέψουν εἴτε τό θέλεις εἴτε ὄχι. Γιά ποιό λόγο λοιπόν καυχιέσαι;
Ὑπερηφανεύεσαι λοιπόν γιά τά δανεικά;
Μήπως κομπάζεις γιά τή δόξα καί τή
δύναμη ποῦ ἀπέκτησες;
Τώρα μέ ἕνα σου λόγο ὁλόκληροι στρατοί κινοῦνται,
ἄλλοτε πρός δεξιά καί ἄλλοτε πρός ἀριστερά, ὅπου ἐσύ τούς διατάζεις.
Τώρα μέ ἕνα σου λόγο χτίζονται πόλεις, σκάβονται τοῦνελ, φτιάχνονται
δρόμοι. Τώρα χιλιάδες ἄνθρωποι περνᾶνε κάτω ἀπό τό παράθυρό σου
προσπαθώντας νά σέ δοῦν, θέλοντας μετά νά παινευτοῦν καί νά ποῦν πώς σέ εἶδαν μέ τά ἴδια τούς τά μάτια.
Αὔριο ὅμως σαρανταποδαροῦσες καί σαῦρες
θά ἕρπουν πάνω ἀπό τό κρύο μέτωπό σου καί ἐσύ δέν θά μπορεῖς νά
κουνήσεις τό χέρι σου γιά νά τίς διώξεις. Ὑπερηφανεύεσαι
γιά τήν μόρφωσή σου ἤ κομπάζεις γιά τά ἔργα σου; Πρόσεχε μή χάσεις τά
λογικά σου, ὅπως ὅ αὐτοκράτορας Ναβουχοδονόσωρ.
Ἄκουσε αὐτή τήν ἱστορία καί πές τήν στά
παιδιά σου καί σέ αὐτούς ποῦ ἀγαπᾶς καί τούς εὔχεσαι καθετί καλό.
Κάποτε
ὅ αὐτοκράτορας Ναβουχοδονόσωρ ἔχτισε μία μεγάλη πόλη, τήν Βαβυλώνα.
Αὐτή τήν πόλη τήν διακόσμησε μέ πολλούς κρεμαστούς κήπους καί μέ
πανύψηλους πύργους. Ἔκανε αὐτή τήν πόλη πρωτεύουσα τοῦ κράτους του. Ἤ
πόλη αὐτή ἦταν τόσο ὄμορφη ποῦ καμία ἄλλη πόλη στόν κόσμο δέν μποροῦσε
νά συγκριθεῖ μαζί της.
Μία μέρα καθώς ἔκανε τήν βόλτα του ὅ αὐτοκράτορας, ο Ναβουχοδονόσωρ, σέ ἕναν ἀπό τούς πύργους του, κοίταξε ἀπό ψηλά τήν Βαβυλώνα καί γεμάτος περηφάνια φώναξε:
Δέν εἶναι αὐτή η Βαβυλώνα, η μεγάλη, η ὁποία ἐγώ ἔχτισα μέ τή μεγάλη δύναμή μου γιά νά γίνει ο θρόνος τῆς αὐτοκρατορίας μου, η δόξα τῆς μεγαλειότητάς μου; (Δανιήλ 4, 29).
Αὐτά τά λόγια εἶπε ο
αὐτοκράτορας καί ἐκείνη τήν ὥρα δέν θυμήθηκε τόν Θεό, τόν Δημιουργό.
Λησμόνησε νά τόν εὐχαριστήσει γιά τήν βοήθειά του.
Δέν ταπείνωσε τόν
ἑαυτό τοῦ μπροστά στό Θεό -καθῆκον ὅλων τῶν κυβερνητῶν- ἀντίθετα ἀνύψωσε
τόσο τόν ἑαυτό του σάν νά ἦταν ὅ ἴδιος Θεός, σάν νά ἦταν ὅ αὐτοκράτορας
τῶν αὐτοκρατόρων.
Ἀδελφοί μου, τί συνέβη στήν συνέχεια;
Ἀφοῦ τό στόμα τοῦ αὐτοκράτορα ξεστόμισε αὐτά τά περήφανα λόγια,
ἀκούστηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό νά λέει: Αὐτοκράτορα Ναβουχοδονόσωρ, σέ
σένα μιλάω, μάθε πῶς ἀπό τώρα καί στό ἕξης θά χάσεις τήν αὐτοκρατορία
σου. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ζεῖς μόνος σου καί ἀποδιωγμένος. Θά ζεῖς παρέα
μέ τά ἄγρια θηρία καί θά τρέφεσαι ὅπως τό βόδι μέ φυτά. Η τιμωρία σου θά κρατήσει ἑπτά χρόνια.
Ἔτσι θά καταλάβεις πῶς ο Θεός εἶναι ο
μόνος κυβερνήτης τῶν ἀνθρώπων, Αὐτός κυβερνάει τήν αὐτοκρατορία τῶν
ἀνθρώπων καί Αὐτός ἀποφασίζει σέ ποιόν θά δώσει ἐξουσία νά κυβερνήσει.
Ἐκεῖνο πού
ἔγινε στή συνέχεια εἶναι πραγματικά δύσκολο νά εἰπωθεῖ. Ὅ περήφανος
αὐτοκράτορας ἔχασε τά λογικά του καί ἔφυγε τρέχοντας στά βουνά. Ἐκεῖ
ἔζησε σάν θηρίο, παρέα μέ τά ἄγρια ζῶα. Γιά ἑπτά χρόνια τρεφόταν ὅπως τό
βόδι μέ φυτά. Ὅλο του τό σῶμα καλύφθηκε μέ τρίχωμα καί στά δάκτυλα του φύτρωσαν νύχια, σάν τά νύχια τῶν πουλιῶν.
Μόνο, ὅταν πέρασαν ἑπτά χρόνια, ἦλθε στά λογικά του καί ἀλλαγμένος πιά προσκύνησε τό Θεό καί τήν μεγαλοσύνη Του. Ἀπό τότε καί μέχρι τό θάνατο του κυβέρνησε μετανοιωμένος πλέον, σάν ἀληθινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ.
Πιθανόν νά πεῖτε πῶς αὐτή ἤ ἱστορία
εἶναι πολύ παλιά καί πῶς δέν ἔχει καμία σχέση μέ σας.
Ἀναρωτιέστε πῶς
μπορεῖ αὐτή ἤ ἱστορία, ποῦ ἔχει συμβεῖ πρίν δυόμιση χιλιάδες χρόνια, νά
σᾶς ἄφορα;
Ἀδελφοί μου, ὅλοι μας κάποτε θά πεθάνουμε καί ἐγώ πρέπει νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια. Ἔχετε δίκιο, αὐτή ἤ ἱστορία συνέβη πολύ παλιά πρίν ἀπό δυόμισι χιλιάδες χρόνια, στήν μακρινή χώρα τῆς Βαβυλωνίας.
Αὐτή ἤ ἱστορία ὅμως ἐπαναλαμβάνεται καί σήμερα στήν Εὐρώπη, στήν βαπτισμένη στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ Εὐρώπη!
Εἶναι πραγματικά θλιβερό!
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπέκτησαν μεγάλη
δύναμη.
Περηφανεύονται γιά τά ἔργα ποῦ ἔχτισαν μέ τά χέρια τους.
Εἶναι
περήφανοι γιά τίς πόλεις τους, γιά τούς δρόμους τους, γιά τά τρένα τους,
γιά τά πλοῖα τους, γιά τά ὀχήματά τους, γιά τίς ἠλεκτρικές τους
μηχανές. Τοποθέτησαν ὅμως τόν ἑαυτό τούς πάνω ἀπό τόν Ὕψιστο Θεό καί
ἄρχισαν, ἀντί τοῦ Θεοῦ, νά λατρεύουν τόν ἑαυτό τους καί τήν κουλτούρα
τους.
Ἀδελφοί μου, οἱ νέοι Ναβουχοδονόσοροι
ἔβγαλαν τόν Θεό ἀπό τόν θρόνο Του. Ἤ τιμωρία τούς ὅμως εἶναι ἴδια μέ τήν
τιμωρία τοῦ Ναβουχοδονόσορα.
Ο Θεός τούς ἔκανε νά χάσουν τά λογικά τους καί νά τρελαθοῦν. Χωρίστηκαν
σέ ἀντίπαλα στρατόπεδα καί στράφηκαν ὅ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἔχυσαν
ἄφθονο αἷμα καί διέπραξαν ἀναρίθμητες ἁμαρτίες. Ο
Θεός τούς τιμώρησε νά ζοῦν σέ σκοτεινή ζούγκλα παρέα μέ τά θηρία, ἀφοῦ
αὐτοί ἔπαψαν νά τόν θεωροῦν Δημιουργό τους, ἀφοῦ αὐτοί ἰσχυρίστηκαν πῶς
προέρχονταν ἀπό τό γένος τῶν ζώων, τῶν μαϊμούδων.
Μέχρι πότε, Κύριε, θά τούς τιμωρεῖς; Μέχρι νά ταπεινώσουν τόν ἑαυτό τους καί μέχρι νά καταλάβουνε, ὅπως ο αὐτοκράτορας Ναβουχοδονόσωρ, πως ο Θεός εἶναι ο
μόνος κυβερνήτης τῶν ἀνθρώπων, καί Αὐτός ἀποφασίζει σέ ποιόν θά δώσει
ἐξουσία νά κυβερνήσει. Ἀδελφοί μου, αὐτοί οἱ νέοι κάτοικοι τῆς Βαβυλώνας
ἀποτρέλαναν καί ἐμᾶς τούς Σέρβους καί μᾶς ὁδήγησαν μακριά ἀπό τόν
Χριστό.
Τό ἐρώτημα γιά μᾶς εἶναι: Θά ἀκολουθήσουμε τόν δρόμο τοῦ Χριστοῦ ἤ θά κάνουμε ὅτι κάνουν οἱ νέοι Βαβυλώνιοι; Θά ἐπιλέξουμε τόν πολιτισμό τῶν Εὐρωπαίων ἤ τόν Θεό;
Νά ἐπιλέξουμε μέ προσοχή καί ἄς σκεφτοῦμε τί μᾶς ἔχει συμβεῖ ἕως τώρα. Ἄς μήν κάνουμε τά ἴδια λάθη.
Δόξα ἀνήκει στό Θεό εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου