«Νομίζετε ότι ο πρωθυπουργός έχει την παραμικρή εξουσία; Ξυπνήστε, η αληθινή εξουσία είναι το Καρτέλ! Είναι η Microsoft, η Google, η Nestle, η Coca Cola, η Wal-Mart, η Monsanto, η Toyota, η Siemens, η ΑΒΒ, η Exxon, η Shukori, η Morgan Stanley, η Deutsche Bank, η Royal Dutch Shell, η Astra Zeneca, η Sanofi-Aventis και όλες οι άλλες πολυεθνικές. Ορίστε, αυτή είναι η αληθινή κυβέρνηση του πλανήτη. Όταν συγκεντρώνονται κάθε τρείς μήνες στο Μπίσκο Κέι, οι “προτάσεις συντονισμού”, στις οποίες συμφωνούν, είναι πολύ πιο σημαντικές από όλα τα κυβερνητικά διατάγματα. Προτάσεις…..Είναι για γέλια.
Πρόκειται για εκτελεστικές αποφάσεις, μπροστά στις οποίες όλοι υποκλίνονται – ακόμη και η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα (ΔΝΤ), η ΕΕ, η Ιαπωνία και οι Η.Π.Α. Και εσύ το ξέρεις και εγώ το γνωρίζω…….είναι κοινό «μυστικό». Η Πολιτική; Ας γελάσω. Ξέρετε τι μου θυμίζουν όλοι αυτοί, όταν βγαίνουν από τα υπουργικά συμβούλια; Πιγκουίνους που χειροκροτούν άλλους πιγκουίνους, επάνω σε πάγο που λιώνει. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί να θέλει κανείς να συμμετάσχει σε αυτήν την απίστευτη παρωδία, επιλέγοντας την Πολιτική για να κάνει την καριέρα του».
Το παραπάνω χαρακτηριστικό, ελαφρά διαμορφωμένο κείμενο του Γάλλου συγγραφέα M.Crespy, αν και σε κάποιο βαθμό υπερβολικό, είναι αρκετά αποκαλυπτικό σε σχέση με την «σκιώδη» παγκόσμια διακυβέρνηση – ενώ περιγράφει σε ποιους ακριβώς χρωστάμε, σε τελική ανάλυση, όλοι εμείς: τα κράτη, οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις. Κατά τον ίδιο, χωρίς καμία αμφιβολία, η πραγματική εξουσία δεν ασκείται δυστυχώς από την Πολιτική, αλλά από τους διεθνείς τοκογλύφους δανειστές και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις – κυρίως βέβαια, από αυτές που ανήκουν στις επτά ισχυρότερες χώρες του πλανήτη (G7). Ολοκληρώνοντας τον πρόλογο μας οφείλουμε να σημειώσουμε πως, αν και οι κυριότεροι δανειστές του «συστήματος» είναι τα μεγάλα συνταξιοδοτικά ταμεία (διαχειρίζονται αποταμιεύσεις περί τα 20 τρις $, όταν το συνολικό παγκόσμιο χρέος ανέρχεται στα 58 τρις $) και οι μεγάλες πολυεθνικές (οι βασικοί μέτοχοι τους), πρέπει να συμπεριληφθούν επίσης εκείνες οι χώρες, τα ισοζύγια των οποίων είναι διαρκώς θετικά – ενώ ακολουθούν «εναλλακτικούς πολιτικούς δρόμους» (απολυταρχικός καπιταλισμός κλπ).Οι πλεονασματικές χώρες(ΚΙΝΑ,ΓΕΡΜΑΝΙΑ,ΙΑΠΩΝΙΑ,ΡΩΣΙΑ,ΒΡΑΖΙΛΙΑ), συντελώντας τα μέγιστα στην «ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση», λειτουργούν προσθετικά στον περιορισμό της ελευθερίας - ενώ δημιουργούν επίσης, σε συνεργασία (Γερμανία, Ιαπωνία) ή μη με τις δικές τους πολυεθνικές, ανάλογες προϋποθέσεις «κατάλυσης» της Δημοκρατίας. Κάποιες από αυτές (Κίνα Ρωσία) αποτελούν τη μοναδική απειλή για το Καρτέλ, γεγονός που φάνηκε από την τρομοκρατημένη αντίδραση της Παγκόσμιας Τράπεζας, όταν η Ρωσία ανακοίνωσε την απαγόρευση των εξαγωγών των σιτηρών της.
Ο πανικός της δεν οφείλεται φυσικά στο ενδεχόμενο έλλειψης σιτηρών (άλλωστε ένας από τα αποτελέσματα των «παράδοξων» πυρκαγιών ήταν η αύξηση της τιμής του σιταριού, η οποία προσέφερε τεράστια κέρδη σε όσους την «προέβλεψαν», ενώ συντελεί στην εξαθλίωση πολλών χωρών – επομένως στην χωρίς βία υποταγή τους στις πολυεθνικές), αλλά στο ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το Καρτέλ δεν είναι άλλος από το κλείσιμο των συνόρων – από την επιστροφή στον προστατευτισμό δηλαδή, στην αυτάρκεια, στα τελωνεία, στους δασμούς και γενικότερα στο διασυνοριακό έλεγχο, τόσο των παγκοσμίων χρηματοπιστωτικών ροών, όσο και των εμπορευμάτων. Στην υποθετική αυτή περίπτωση, οι πολυεθνικές θα ήταν αδύνατον να διατηρήσουν τα μεγέθη τους – πόσο μάλλον να επιτύχουν τον τελικό στόχο τους: την ανάδειξη τους σε διαπλανητικά μονοπώλια.
Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝΤΟΛΗ
Όπως φαίνεται καθαρά σήμερα, πλησιάζουμε γρήγορα στα τελευταία στάδια των «νεοφιλελεύθερων» ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980 - με ηγέτη τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία. Αφού προηγήθηκαν λοιπόν οι μεγάλες κρατικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων βέβαια οι κοινωφελείς, οι οποίες εξαγοράσθηκαν από τις υπερμεγέθεις πολυεθνικές (μόνο αυτές διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια), η διαδικασία «τείνει» στο τέλος της - με την ολοκληρωτική κατάληψη της Πολιτείας.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα έχουμε την άποψη ότι, αυτά που διαδραματίζονται σήμερα, έχουν στόχο τον «εκμοντερνισμό» ενός κράτους με φεουδαρχικές δομές, με απώτερο σκοπό την υποδούλωση του - μέσω της υποταγής του στην 4η εντολή του διεθνούς κεφαλαίου, σύμφωνα με την οποία απαιτείται: η όσο το δυνατόν βαθύτερη διάσπαση, η κατάτμηση και η διαίρεση δηλαδή του Δημοσίου τομέα, με την ιδιωτικοποίηση όλων των επιχειρήσεων που βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα στην ιδιοκτησία του. Όπως θα τεκμηριώσουμε δε παρακάτω, αυτοί που επωφελούνται από το «άνοιγμα» των αγορών δεν είναι σε καμία περίπτωση οι καταναλωτές, όπως συνήθως προσπαθεί να μας πείσει το «σύστημα», αλλά τα ισχυρότερα κράτη – κατ’ επέκταση βέβαια οι πραγματικές κυβερνήσεις τους: οι πολυεθνικές.
Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Τόσο οι ιδιωτικοποιήσεις, όσο και η «απελευθέρωση» των αγορών (το άνοιγμα των «κλειστών» επαγγελμάτων κλπ), ακολουθούν τον παρακάτω απλουστευμένο δρόμο:
(α) Η «κοινή γνώμη» πείθεται έντεχνα ότι (κυρίως μέσω των ΜΜΕ, συνειδητά εκ μέρους τους ή όχι), το άνοιγμα των αγορών θα έχει θετικά αποτελέσματα στη διαμόρφωση των τιμών καταναλωτή - οι οποίες τότε θα ακολουθήσουν πτωτική πορεία. Έτσι, ο «λαός» τοποθετείται εχθρικά απέναντι σε όλους εκείνους, οι οποίοι «επαναστατούν», εκμηδενίζοντας δυστυχώς τις όποιες αντιδράσεις τους (απεργίες, διαδηλώσεις κλπ).
Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, δημιουργούνται σκόπιμα οι προϋποθέσεις «λαϊκών αντιδράσεων» απέναντι στα κρατικά μονοπώλια («black out» κλπ), έτσι ώστε να αποδυναμωθούν εντελώς τα τυχόν δραστήρια συνδικαλιστικά κινήματα τους – να χάσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης δηλαδή και να βρεθούν αντιμέτωπα με εχθρικά ΜΜΕ, όπως έχει συμβεί σε κάποιες άλλες χώρες, στις οποίες «εισέβαλλε» το εξαιρετικά ικανό και έμπειρο ΔΝΤ.
(β) Οι αγορές ανοίγουν «με εντολή των Θεσμών» (ΔΝΤ, κυβερνήσεις, διακρατικές ενώσεις κλπ) οπότε, στα πρώτα στάδια της διαδικασίας, εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επαγγελματιών ή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πράγματι την «υποχώρηση» των τιμών – επομένως, τεκμηριώνεται απόλυτα το «αξίωμα», το βασικό «δόγμα» καλύτερα του διεθνούς κεφαλαίου.
(γ) Η υποχώρηση των τιμών οδηγεί στη χρεοκοπία πολλούς επαγγελματίες ή μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με το συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό – πόσο μάλλον όταν «υποδαυλίζουν» την αδυναμία τους οι τράπεζες, αρνούμενες «κατ’ εντολήν» να τους εγκρίνουν δάνεια. Εκτός αυτού, προβληματίζει τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, κοινωφελείς ή μη (όπως για παράδειγμα τη ΔΕΗ, την ΕΥΔΑΠ, την ΕΥΑΘ κλπ) οι οποίες, μη έχοντας τη δυνατότητα να ανταγωνιστούν τις πολυεθνικές που «εισβάλλουν» στα εθνικά εδάφη τους, υποχρεώνονται στην εκποίηση τους - στην απορρόφηση τους δηλαδή από αυτές.
Προφανώς οι ίδιες σπάνια μπορούν να επεκταθούν στα «ξένα εδάφη», αφού η μικρή εσωτερική αγορά τους δεν επιτρέπει την ενίσχυση ενδεχομένων επεκτατικών προγραμμάτων - όπως συμβαίνει με τις πολυεθνικές των ισχυρών κρατών, δια των μεθόδων του damping (υψηλές τιμές στις εθνικές αγορές τους, χαμηλές στις εξωτερικές, επιδοτήσεις του εργατικού κόστους κ.α.) ή άλλων.
(δ) Ο αριθμός των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται πλέον στην εκάστοτε αγορά που απελευθερώνεται μειώνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα το περιορισμό του ανταγωνισμού και την εγκαθίδρυση «ολιγοπωλιακών δομών» (ουσιαστικά, νέο-φεουδαρχικών). Η μισθοί μειώνονται και η ανεργία αυξάνεται - αφενός μεν από τις επιχειρήσεις που χρεοκοπούν, αφετέρου δε από τις απολύσεις, με τις οποίες οι πολυεθνικές τείνουν να εξορθολογήσουν τη λειτουργία τους και να μεγεθύνουν τα κέρδη τους. Οι σχετικά ελάχιστες επιχειρήσεις που απομένουν, δεν έχουν κανέναν αντικειμενικό λόγο να διατηρήσουν τον προϋπάρχοντα τιμολογιακό ή μισθολογικό ανταγωνισμό.
(ε) Οι τιμές αρχίζουν να αυξάνονται, ενώ στη συνέχεια ξεπερνούν κατά πολύ τα επίπεδα πριν την «απελευθέρωση» - έτσι ώστε οι πολυεθνικές εταιρείες που έχουν πλέον κυριαρχήσει, να υπερκαλύψουν τις αρχικές τους «επενδύσεις», οι οποίες είχαν απώτερο στόχο τη μόνιμη εγκατάσταση των «ολιγοπωλιακών δομών». Χωρίς καμία αμφιβολία, είναι πλέον πολύ αργά τότε να αντιδράσουν οι καταναλωτές.
Ολοκληρώνοντας, θεωρούμε σκόπιμη την τεκμηρίωση της παραπάνω ανάλυσης μας, ειδικά όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών καταναλωτή σε μία αγορά που «απελευθερώνεται», με τη βοήθεια της πραγματικότητας σε μία ισχυρή χώρα, με σχετικά φτωχούς κατοίκους: στη Γερμανία, όπου το 20% των εργαζομένων της αμείβεται δυστυχώς με λιγότερα από 5 € την ώρα (μικτά, πηγή: Spiegel).
ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ
“Σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 1998, με το έτος δηλαδή που απελευθερώθηκε η αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος”, διαβάζουμε στις γερμανικές εφημερίδες του 2006 (FAZ), “όχι μόνο εκμηδενίσθηκαν τα αρχικά κέρδη της απελευθέρωσης για τους καταναλωτές αλλά, αντίθετα, επιβαρύνθηκαν πολύ περισσότερο. Τα γερμανικά νοικοκυριά είναι υποχρεωμένα σήμερα να πληρώνουν πάνω από 25% ακριβότερα το ρεύμα, ενώ η βιομηχανία γύρω στο 15%. Οι τιμές του φυσικού αερίου ευρίσκονται στα ανώτερα επίπεδα της ΕΕ, ενώ οι βιομηχανικές επιχειρήσεις με περιορισμένη κατανάλωση ρεύματος, πληρώνουν τις ακριβότερες τιμές στην Ευρώπη. Ένα μέσο γερμανικό νοικοκυριό πληρώνει 19,83 σεντς την κιλοβατώρα, όταν ένα αντίστοιχο γαλλικό μόλις 12,20 σεντς – ένα ελβετικό 12,12 και ένα ελληνικό περί τα 10,00 σεντς”.
“Παρά το υψηλό επίπεδο των τιμών”, συνεχίζει το άρθρο από τον Αύγουστο του 2006, “οι περισσότερες εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος έχουν καταθέσει αιτήσεις αύξησης των τιμών τους για το 2007, μεταξύ 7% και 20%, στα υπεύθυνα τοπικά κοινοβούλια. Οι επιχειρήσεις αυτές αιτιολογούν τις αιτήσεις αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, στη βάση των αυξήσεων της τιμής αγοράς του - έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από το χρηματιστήριο ενέργειας της Λειψίας. Η εκμετάλλευση των καταναλωτών από το ολιγοπώλιο της ενέργειας, η οποία ευρίσκεται στα χέρια τεσσάρων μόλις επιχειρήσεων (Eon, RWE, Vattenfall και ENBW), θα πρέπει, σύμφωνα με την κυβέρνηση, να καταπολεμηθεί άμεσα”.
Ακριβώς τέσσερα χρόνια αργότερα (Αύγουστος του 2010), διαβάζουμε ξανά στις γερμανικές εφημερίδες (Zeit): “Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι ενεργειακοί όμιλοι αύξησαν υπερβολικά τις τιμές τους, «αφαιρώντας» από καταναλωτές πολλά εκατομμύρια Ευρώ. Οι τιμές αυξήθηκαν με απαράδεκτες δικαιολογίες, ενώ φαίνεται ότι εκμεταλλεύτηκαν τη μονοπωλιακή δομή τους εις βάρος των καταναλωτών. Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι επικρατεί ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος ακολουθεί την ίδια πορεία εδώ και πολλά χρόνια – είναι μονοδρομημένα ανοδική”. Φυσικά, η τιμή αγοράς του ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία, διαμορφώνεται με τη βοήθεια του χρηματιστηρίου ενέργειας της Λειψίας - με τη συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού κλάδου δηλαδή, έτσι ακριβώς όπως συνέβη με την Καλιφόρνια και την Enron.
Τα δύο παραπάνω άρθρα των γερμανικών εφημερίδων, με τέσσερα χρόνια διαφορά μεταξύ τους, είναι χαρακτηριστικά, σε σχέση με την απελευθέρωση των αγορών, καθώς επίσης με το κατά πόσο ωφέλιμες είναι γενικά (όχι μόνο για την Ελλάδα) οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών επιχειρήσεων για τον καταναλωτή.
Είναι δε σε όλους γνωστή η ιστορία του μεγάλου αμερικανικού ενεργειακού ομίλου Enron, ο οποίος ουσιαστικά έφερε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας την 8η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Καλιφόρνια – μεταξύ άλλων αυξάνοντας συνεχώς, με πλήρη αδιαφάνεια, τις τιμές πώλησης του ηλεκτρικού ρεύματος (η αγορά ενέργειας των Η.Π.Α. απελευθερώθηκε, παραδόθηκε δηλαδή στο Καρτέλ, το 1992). Επίσης γνωστή είναι και η τραγωδία των κατοίκων της Χιλής, μετά την ιδιωτικοποίηση όλων των εταιρειών ύδρευσης της χώρας τους (ξεραίνονται οι καλλιέργειες τους, λιμοκτονούν, έχουν τεράστιες ελλείψεις πόσιμου νερού κλπ).
Συμπληρωματικά, ίσως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, οι τρείς μεγαλύτεροι κλάδοι της παγκόσμιας οικονομίας είναι το πετρέλαιο, ο ηλεκτρισμός και το νερό – γεγονός που καθιστά περιζήτητες από το Καρτέλ όλες εκείνες τις κρατικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται στους συγκεκριμένους, ουσιαστικά μονοπωλιακούς τομείς (επίσης στα τυχερά παιχνίδια, όπως ο ΟΠΑΠ). Προφανώς κάτι παραπάνω από εμάς θα γνωρίζει το Καρτέλ, έχοντας ανέκαθεν αυτές τις προτεραιότητες.
Η ΔΕΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ
Επιθυμώντας κατ’ αρχήν να αποσαφηνίσουμε την κοινή γνώμη στη χώρα μας, έτσι όπως έχει σήμερα διαμορφωθεί (αν και πιθανότατα «χειραγωγημένη»), θεωρούμε ότι συμφωνεί με την απαγόρευση των κρατικών μονοπωλίων, με το άνοιγμα των αγορών, καθώς επίσης με την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων. Οι Έλληνες έχουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία την πεποίθηση ότι, μόνο έτσι θα καταπολεμηθούν οι απαράδεκτες «πελατειακές σχέσεις», η διαφθορά, η διαπλοκή και η «συντεχνιακή» νοοτροπία των επαγγελματιών συνδικαλιστών.
Περαιτέρω, πιστεύουν ότι «επιλέχθηκε» η ΔΕΗ για την κατάλυση των κρατικών μονοπωλίων (αν και θα έπρεπε λογικά να αναρωτηθούν, γιατί να προηγηθεί η κερδοφόρα ΔΕΗ, αντί ο ζημιογόνος ΟΣΕ), ενώ είναι σχεδόν σίγουροι ότι, μόνο μέσω της κατάργησης των κλειστών επαγγελμάτων θα αναπτυχθεί η Ελληνική Οικονομία (υπάρχουν άλλωστε πολλές «μελέτες», οι οποίες το «αποδεικνύουν» - από το ΙΟΒΕ κλπ). Τέλος, θεωρούν μονόδρομο τις αποκρατικοποιήσεις, σε σχέση με την έξοδο από την κρίση των κρίσεων, καθώς επίσης για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Σχεδόν το σύνολο των απόψεων που έχουμε μελετήσει στον Τύπο και αλλού, ταυτίζονται σε γενικές γραμμές με τα παραπάνω, τα οποία εμφανίζουν μία «οργισμένη» κοινή γνώμη – μία ελληνική κοινωνία η οποία, έχοντας υποφέρει τα πάνδεινα στο παρελθόν, τόσο από τη διαπλοκή, όσο και από τη διαφθορά ενός κράτους με απίστευτες «φεουδαρχικές δομές», εξεγείρεται εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων, των πολιτικών, των μεγάλων επιχειρηματιών, των επαγγελματιών συνδικαλιστών, των ιδιοκτητών φορτηγών και πολλών άλλων. Δυστυχώς, αυτός είναι ταυτόχρονα ο κύριος στόχος της (σκιώδους) κυβέρνησης: ο «εμφύλιος πόλεμος» δηλαδή, αφού γνωρίζει πολύ καλά να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα του «όχλου» - πόσο μάλλον όταν δεν είναι υποχρεωμένη να σπαταλήσει ενέργεια, για να καταπνίξει τυχόν αντιστάσεις του (Pareto).
Είναι όμως αλήθεια αυτή η ρεαλιστική «πραγματικότητα»; Δεν μας έχει γίνει καμία «πλύση εγκεφάλου» και είναι σωστές οι πεποιθήσεις μας ή μήπως απλά θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο οι καταναλωτές, θα υποφέρουν τα παιδιά μας, θα αυξηθεί η ανεργία, θα μειωθούν τα εισοδήματα όλων των Ελλήνων και θα αντικατασταθεί η εγχώρια από τη διεθνή «τυραννία»;
Μήπως ταυτόχρονα θα μεταφερθούν δια της «φοροαποφυγής» (απόλυτα νόμιμη πληρωμή ελάχιστων φόρων, μέσω της εκμετάλλευσης διαφόρων «φορολογικών παραδείσων» και λογιστικών «παραθύρων») αφορολόγητοι ελληνικοί πόροι στο εξωτερικό, εκεί δηλαδή που έχουν την έδρα τους οι πολυεθνικές;
Δεν είναι γνωστό το ότι, μόνο εκείνοι που (μεταφορικά) κατέχουν ένα πλεόνασμα τροφής, μπορούν να εξαναγκάσουν αυτούς που λιμοκτονούν σε μία «ελεύθερα» αποδεκτή δουλεία, χωρίς να χρησιμοποιήσουν βία;
ΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ
Κατ’ αρχήν, είναι πολύ σωστή η ελληνική κοινή γνώμη, όταν τάσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου υπέρ της καταπολέμησης της διαφθοράς - με τη βοήθεια και των ιδιωτικοποιήσεων. Εάν όμως τα «προϊόντα» της, η αύξηση των εσόδων και η μείωση των δαπανών δηλαδή, δεν παραμείνουν στη χώρα μας, αλλά διαφύγουν μέσω των πολυεθνικών στο εξωτερικό, τότε όχι μόνο δεν θα υπάρξει αντικειμενικό όφελος αλλά, αντίθετα, η ζημία θα διπλασιασθεί.
Αφενός μεν λοιπόν θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται δυσανάλογα οι καταναλωτές, παρά την «απελευθέρωση» των αγορών, όπως αναφέραμε στο παραπάνω παράδειγμα της Γερμανίας, αφετέρου δε τα έσοδα από την καταπολέμηση της διαφθοράς μάλλον δεν θα καταναλώνονται στο εσωτερικό, αλλά στο εξωτερικό – αυξάνοντας εκεί το επίπεδο διαβίωσης και τις θέσεις εργασίας. Δυστυχώς για όλους μας, σπάνια η διαφθορά εξαφανίζεται – συνήθως, αλλάζει απλά «στρατόπεδο» (στην προκειμένη περίπτωση, μεταφέρεται στις ξένες πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες κάθε άλλο παρά σαν αδιάφθορες μπορούν να χαρακτηρισθούν).
Όσον αφορά ειδικά την παραγωγικότητα των εργαζομένων, εάν η βελτίωση της αυξήσει μόνο τα κέρδη των πολυεθνικών και δεν συμβάλλει στη μείωση των τιμών καταναλωτή, στην παραγωγή εθνικού πλούτου ή στην αύξηση των θέσεων εργασίας, δεν θα έχει καμία ουσιαστική ωφέλεια για τους Πολίτες. Για παράδειγμα, όλοι είμαστε εναντίον της εικόνας κάποιων υπαλλήλων στις κρατικές επιχειρήσεις ή στο δημόσιο, οι οποίοι κάθε άλλο παρά εργάζονται – δεν παράγουν δηλαδή. Όμως, εάν οι επιχειρήσεις αυτές ιδιωτικοποιηθούν από το διεθνές Καρτέλ, μειώνοντας το προσωπικό τους και αυξάνοντας την παραγωγικότητα τους, αυτό που στην πραγματικότητα θα απομείνει στη χώρα μας θα είναι η ανεργία, ο περιορισμός των δημοσίων εσόδων, καθώς επίσης η πτώση των μέσων ελληνικών εισοδημάτων – με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται (μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, χρεοκοπία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κλπ).
Δυστυχώς, οι μεγάλες κρατικές εταιρείες μίας μικρής χώρας, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να ιδιωτικοποιηθούν από δικούς της επιχειρηματίες – όπως συμβαίνει συνήθως στη Γερμανία, στις Η.Π.Α. ή στην Ιαπωνία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Δεν είμαστε προφανώς σε καμία περίπτωση αντίθετοι με την άμεση ανάγκη εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας, με την καταπολέμηση της διαφθοράς ή με τη ριζική αντιμετώπιση της διαπλοκής των πολιτικών, των ιδιοτελών ψηφοφόρων τους, των επιχειρηματιών και των συνδικάτων. Εν τούτοις, δεν συμφωνούμε με την κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, με την αδικαιολόγητη ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, με την εγκληματική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, καθώς επίσης με την επέλαση του Καρτέλ στη χώρα μας – με την απαράδεκτη ανοχή τόσο της ΕΕ, όσο και της Γερμανίας, η οποία συνεχίζει να μην εξοφλεί τις τεράστιες οφειλές της (αποζημιώσεις) απέναντι στην Ελλάδα, ενώ επωφελείται τα μέγιστα από την ελληνική κρίση.
Η Ελλάδα, μία χώρα πάμπλουτη από πολλές πλευρές, κυριολεκτικά προικισμένη από τη Φύση, οφείλει να ακολουθήσει το δικό της δημοκρατικό δρόμο – έτσι όπως τον έχουμε και εμείς, μεταξύ άλλων, περιγράψει, σε προηγούμενα κείμενα μας. Εάν όμως οι Πολίτες της δεν συνειδητοποιήσουν ούτε αυτή τη φορά τις τεράστιες ευθύνες τους, καθώς επίσης εάν τα ΜΜΕ της χώρας μας δεν συμβάλλουν θετικά στην αντικειμενική, σωστή ενημέρωση των Ελλήνων, συνεχίζοντας ενδεχομένως να «παραπληροφορούν», πόσο μάλλον να υπηρετούν ξένα συμφέροντα ή τις ανάγκες κερδοφορίας τους, ο πόλεμος θα χαθεί για τη χώρα μας – αυτή τη φορά οριστικά και αμετάκλητα. Δυστυχώς, τα διάφορα ανεξάρτητα «ιστολόγια» και οι ελεύθερες διαδικτυακές εφημερίδες δεν αρκούν – δεν έχουν την «εμβέλεια», αλλά ούτε και την εγκυρότητα των μεγάλων αστικών μέσων ενημέρωσης.
Κλείνοντας, είναι οφθαλμοφανές το ότι, με 5% επιτόκιο των κρατικών δανείων και -4% ύφεση, σε συνδυασμό με έναν φορολογικό πληθωρισμό ύψους 7%, είναι φύσει αδύνατον, εάν δεν αντιδράσουμε άμεσα (αναπτυξιακά μέτρα, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, θεσμική προστασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας μας κλπ), να αποφύγει η χώρα μας το μοιραίο – την ελεγχόμενη χρεοκοπία δηλαδή, η οποία δρομολογείται από τους «σωτήρες» της, με στόχο να λεηλατηθεί ο τεράστιος φυσικός πλούτος της.
Ελπίζοντας να μη χαθεί τελικά ο πόλεμος, παρά το ότι στο πρόσφατο παρελθόν, όταν ανακοινώθηκε επίσημα η εθνική μας συνθηκολόγηση, αναφερθήκαμε στο «Ρέκβιεμ της Δημοκρατίας», δεν θα πάψουμε να επιμένουμε στο ότι, «Ο Θεός είναι πράγματι Μεγάλος, αλλά εμείς είμαστε τα χέρια Του».
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
viliardos@kbanalysis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου