Μνήμη αλώσεως της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες (614 μ.Χ.) και
η αιχμαλωσία του Τιμίου Σταυρού
Στις αρχές του 7ου αιώνα ο περσικός στρατός του βασιλιά Χοσρόη Β’ (590-628 μ.Χ.) εισβάλλει στη Συρία-Παλαιστίνη και λεηλατεί την ύπαιθρο και τις πόλεις. Οι ναοί και τα
μοναστήρια πυρπολούνται και ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού σφαγιάζεται. Επικεφαλής του στρατεύματος είναι ο Πέρσης στρατηγός Σαρμπαράζ ο αποκαλούμενος «βασιλικός αγριόχοιρος» λόγω του αδίστακτου και αμείλικτου χαρακτήρα του.Στο πλευρό των Περσών συντάσσονται περίπου 20.000 Εβραίοι από την Αντιόχεια και την Τιβεριάδα.
Αυτό τον καιρό έζησε και ο Όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης που απ’ τον καιρό που ήταν παιδί το όνομά του έγινε συνώνυμο με την αρετή.
……
Όταν οι Πέρσες έφτασαν στη Δαμασκό, ο Όσιος που την ημέρα καθόταν έξω απ’ το κελί του και ζεσταινόταν στον ήλιο, γιατί από την υπερβολική εγκράτεια είχε καταντήσει πολύ αδύνατος, με θείο όραμα προέβλεψε την καταστροφή της χώρας. Οι αμαρτίες των ανθρώπων της εποχής εκείνης που κατοικούσαν στα μέρη εκείνα της Συρίας και της Παλαιστίνης είχαν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο όριο. Όταν μάλιστα οι Πέρσες είχαν προχωρήσει και περικυκλώσει την αγία πόλη Ιερουσαλήμ, τότε οι αδελφοί του κοινοβίου και πολλοί από αυτούς που έμεναν σε κελιά έφυγαν για την Αραβία ή πήγαν και κρύφτηκαν στα σπήλαια και στον καλαμώνα. Μαζί μ’ αυτούς με την επιμονή των πατέρων πήγε και ο γέροντας Γεώργιος. Εκεί τον βρήκαν οι Πέρσες και τον πήραν και αυτόν αιχμάλωτο μαζί με άλλους. Πολλούς απ’ αυτούς κατάσφαξαν. Μεταξύ αυτών και ένα γέροντα εκατό περίπου χρόνων με άγια ζωή, τον αββά Στέφανο τον Σύρο. Τον Άγιο Γεώργιο τον σεβάστηκαν σαν τον είδαν έτσι αδύνατο και ευλαβή, του έδωκαν μάλιστα και ένα ζεμπίλι με ψωμιά και ένα δοχείο με νερό και τον αφήκαν ελεύθερο λέγοντάς του: «Όπου θέλεις πήγαινε, γέρο, να σώσεις τον εαυτό σου». Ο Άγιος κατέβηκε στον Ιορδάνη τη νύκτα και κρυβόταν εκεί μέχρις ότου έφυγαν οι Πέρσες προς τη Δαμασκό μαζί με τους αιχμαλώτους που πήραν και από την αγία πόλη των Ιεροσολύμων.
Η περσική επίθεση κατά της Αγίας Πόλης ξεκίνησε στις 15 Απριλίου. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων άγιος Ζαχαρίας (609-630/631), του οποίου η μνήμη τελείται στις 21 Φεβρουαρίου, έκρινε τότε να στείλει τον αββά Μόδεστο να διασχίσει τις γραμμές του εχθρού και να ζητήσει βοήθεια από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στην Ιεριχώ. Πράγματι, ο άγιος μετέβη και έπεισε τα στρατεύματα να συνδράμουν τους πολιορκουμένους Ιεροσολυμίτες. Αλλ᾽ όταν ο βυζαντινός στρατός πλησίασε και είδε το μέγα πλήθος των πολιορκητών Περσών, έφυγαν φοβισμένοι, αφήνοντας την Ιερουσαλήμ και τον άγιο Μόδεστο αβοήθητους. Τότε ο σεπτός Γέροντας ανέβηκε για να προφυλαχθεί σε μια πέτρα μέσα σ᾽ ένα φαράγγι. Παρόλο δε που οι Πέρσες πέρασαν και από το σημείο που βρισκόταν ο άγιος και βγήκαν επάνω στην ίδια πέτρα, η θεία χάρη τους τύφλωσε και δεν τον έβλεπαν! Έτσι σώθηκε ο Μόδεστος, αφού ο Θεός τον προόριζε για υψηλότερη αποστολή, και κατέφυγε στην Ιεριχώ.
Μετά από πολιορκία που διήρκεσε τρεις εβδομάδες, στις 17 Μαΐου του 614 μ.Χ. οι Πέρσες γκρεμίζουν ένα μέρος από τα τείχη της Ιερουσαλήμ και εισβάλλουν στην πόλη, σαν εξαγριωμένα άγρια κτήνη που αναζητούν τη λεία τους. Η λεηλασία που επέρχεται είναι ολοκληρωτική.
Οι Χριστιανοί κατέφυγαν σε σπήλαια, τάφρους, δεξαμενές και ναούς, προκειμένου να σωθούν. Οι κατακτητές δεν έδειξαν οίκτο. Δεν σεβάσθηκαν ούτε άνδρες, ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά, ούτε βρέφη, ούτε νέους, ούτε γέροντες, ούτε μοναχούς, ούτε κληρικούς.
Οι Χριστιανοί σφαγιάζονται ανελέητα χωρίς διάκριση σε φύλο και ηλικία, οι κληρικοί εκτελούνται και οι ναοί της πόλης μαζί με τα μοναστήρια παραδίδονται στη φωτιά.
Ο Αρμένιος ιστορικός Σεβεός (7ος αι.) αναφέρει τα εξής για τα γεγονότα: «Επί τρεις ημέρες έσφαζαν όλους τους κατοίκους της πόλης, και παρέμειναν μέσα σε αυτή επί 21 ημέρες. Μετά εξήλθαν και κατασκήνωσαν έξω από τα τείχη, και παρέδωσαν την πόλη στη φωτιά».
Η φοβερή σφαγή μέσα στην Αγία Πόλη περιγράφεται με λεπτομέρειες και από έναν αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων: τον Γεωργιανό ιερομόναχο της μονής του Αγίου Σάββα Ευστράτιο, γνωστό ως Αντίοχο Στρατήγιο, ο οποίος είχε αιχμαλωτισθεί από τους Πέρσες αλλά κατάφερε να δραπετεύσει. Ο Αντίοχος, στο έργο του: Η αιχμαλωσία της Ιερουσαλήμ από τους Πέρσες, καταγράφει αναλυτικά τους αριθμούς των νεκρών σε όλα τα σημεία της πόλης.
Ο συνολικός αριθμός τους, όπως αναφέρει, ήταν 66500. Πολλοί απ’ αυτούς φονεύθηκαν μέσα στον Ναό της Αναστάσεως, όπου είχαν βρει καταφύγιο.
Σε ένα μόνο σημείο της πόλης, τη δεξαμενή όμβριων υδάτων της Μαμίλα, στοιβάχτηκαν περίπου 25000 άνθρωποι οι οποίοι βρήκαν τραγικό θάνατο.
Γράφει ο Αντίοχος:
«Πόσες ψυχές θανατώθηκαν στη δεξαμενή της Μαμίλα. Πόσοι χάθηκαν από την πείνα και τη δίψα. Πόσοι ιερείς και μοναχοί σφαγιάστηκαν από τα ξίφη τους. Πόσα βρέφη ποδοπατήθηκαν… Στη δεξαμενή της Μαμίλα μετρήσαμε 24518 ψυχές».
Ο Τίμιος Σταυρός, ο οποίος παρέμεινε μέσα στο προστατευτικό του κάλυμμα μεταφέρθηκε στην Περσία και ο Έλληνας πατριάρχης Ζαχαρίας και οι κληρικοί που βρίσκονταν μαζί του συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι μαζί Του.
Το ιερότερο κειμήλιο του χριστιανικού κόσμου πέρναγε για πρώτη φορά σε χέρια αλλόπιστων, όμως, δεν υπέστη καμία φθορά ή βεβήλωση.
(Το πιο ιερό κειμήλιο του Χριστιανισμού χλευάστηκε σε θρίαμβο που έκαναν οι Πέρσες στην πρωτεύουσά τους, Κτησιφώντα. Όπως θρυλείται, ο Χοσρόης τον έστησε στα δεξιά του θρόνου του ενώ στα αριστερά τοποθέτησε έναν ψεύτικο πετεινό ώστε ο ίδιος να κάθεται ως «Πατήρ» ανάμεσα στον «Υιό» και στο «Άγιο Πνεύμα».
Αυτό το ανυπολόγιστο θρησκευτικό και ψυχολογικό κτύπημα συγκλόνισε τον Χριστιανισμό.) Όπως μας πληροφορεί ο Ορθόδοξος Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Ευτύχιος, ο Τίμιος Σταυρός κατέληξε στα χέρια της επίσημης συζύγου του Πέρση βασιλιά Χοσρόη Β’, της ελληνορθόδοξης πριγκίπισσας Μαρίας η οποία ήταν κόρη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μαυρίκιου.
Η πριγκίπισσα Μαρία είχε ζητήσει από τον Πέρση βασιλιά και σύζυγό της να της παραδοθεί όχι μόνον ο Τίμιος Σταυρός αλλά και ο Πατριάρχης Ζαχαρίας μαζί με άλλους αιχμαλώτους, οι οποίοι παρέμειναν επί έτη φιλοξενούμενοι σε μία πτέρυγα του γιγαντιαίου βασιλικού ανακτόρου – με τα χιλιάδες δωμάτια – που είχε ανοικοδομήσει ο μεγαλομανής Χοσρόης στην πρωτεύουσά του Κτησιφώντα.
Ο Τίμιος Σταυρός διαφυλάχθηκε μέσα στην ιδιωτική εκκλησία της Μαρίας επί 13 έτη, μέχρι που ο μέγας αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Ηράκλειος, ο όντως σταυροφόρος, ο πρώτος σταυροφόρος της Ανατολής, επεχείρησε εκστρατεία και πήγε στα βάθη της Περσίας, κι εκεί ενίκησε και συνέτριψε τους Πέρσας, στη Νινευί, 12 του μηνός Δεκεμβρίου, του αγίου Σπυρίδωνος, 627. Και στη συνέχεια γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, ύψωσε στον ναό της Αγίας Σοφίας τον Τίμιο Σταυρό, και τον επόμενο χρόνο 629, 14 Σεπτεμβρίου, ύψωσε τον Τίμιο Σταυρό και πάλι στον ναό της Αναστάσεως, αφού τον επανέφερε θριαμβευτικά. Κι οι λαοί, τότε, και τα έθνη και οι υπόλοιποι όλοι εδοξολόγησαν τον Κύριο και εκραύγασαν το «Κύριε ελέησον».
Ο αιχμάλωτος Σταυρός τους γλύτωσε από την ειδωλολατρία και τους χάρισε την ελευθερία τους. Όσο καιρό βρισκόταν στην Περσία ο Σταυρός πάντοτε άστραφτε και παντού άπλωνε τις ευεργετικές ακτίνες της χάριτος σαν όπλο σωτήριο και ακατανίκητο. Εκείνοι που είχαν καλή διάθεση, και δέχονταν την αληθινή πίστη του Χριστού, κατά τρόπον θαυμαστό τους φώτιζε.
Λέγει ο π. Ανανίας Κουστένης:΄΄Έκλεψαν κάποτε οι Πέρσες τον Τίμιο και ζωοποιό Σταυρό, το 614, από την αγία πόλη της Ιερουσαλήμ και τον πήγαν στα βάθη της Περσίας. Για να στενοχωρήσουν τους χριστιανούς και για να προσβάλουν το Τίμιον Ξύλον. Όμως εκεί ο Τίμιος και ζωοποιός Σταυρός πήρε την «εκδίκησίν» του! Άρχισε εκεί με τη δύναμη και τη χάρη που έχει -δε λέμε «δυνάμει του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού»;– να φωτίζει και να ξυπνά τους καλοπροαίρετους εκ των Περσών ειδωλολατρών! Έργον Ιεραποστολικό! Και πολλοί λοιπόν ελκύστηκαν!
Τι μυστήριο είναι ο Σταυρός, αδελφοί μου και ποια η δύναμή του, η δύναμη του Σταυρού! Θεού δύναμις και Θεού σοφία. Και έχουμε έναν μεγάλο άγιο στην Εκκλησία απ’ αυτό ακριβώς το έργο του Τιμίου Σταυρού στην Περσία, τον άγιο Αναστάσιο τον Πέρση! 22 Ιανουαρίου τιμούμε τη μνήμη του. Άμα διαβάσετε τη βιογραφία του θα δείτε! Ελκύστηκε τόσο που έτρεξε στην Ιερουσαλήμ και βαφτίστηκε και μόνασε στη μονή του αγίου Σάββα και ύστερα εμαρτύρησε από τους συμπατριώτες του.΄΄
Το πρώτο διάστημα μετά τη μεγάλη σφαγή του 614 η Ιερουσαλήμ είναι μία πόλη φάντασμα. Οι χριστιανικοί ναοί είναι κατεστραμμένοι και πυρπολημένοι και για πρώτη φορά στην ιστορία δεν υπάρχει στην πόλη ούτε ένας κληρικός. Οι επιζήσαντες μοναχοί και κληρικοί έχουν διασκορπιστεί στην έρημο της Ιουδαίας και ζούνε πλέον ως ασκητές σε σπηλιές.
Σε αυτή την περίοδο του φοβερού διωγμού και της εξαθλίωσης για τους χριστιανούς κατοίκους της πόλης, ένα θαυματουργικό γεγονός έμελλε να αναπτερώσει τις ελπίδες τους και να ενδυναμώσει την πίστη τους: το Άγιον Φως, το οποίο εμφανίστηκε το πρώτο Μεγάλο Σάββατο μετά την αποκατάσταση των ζημιών στο καμένο κουβούκλιο του Τάφου του Ιησού. Ελάχιστα χρόνια μετά την άλωση της πόλης από τους Πέρσες, το Άγιο Φως έμοιαζε να αναγεννάτε και να αναδύεται μέσα από τα συντρίμμια και τις στάχτες του καμένου ναού.
Καθώς ο πατριάρχης Ζαχαρίας εστάλη από τους κατακτητές σε εξορία στην Περσία, μαζί με τον Τίμιο Σταυρό και χιλιάδες άλλους χριστιανούς, ο Μόδεστος εξελέγη ως τοποτηρητής του στον πατριαρχικό θρόνο, ενώ η πόλη γύρω τους ήταν σωρός από καπνίζοντα ερείπια και πνιγμένη στο αίμα των δεκάδων χιλιάδων σφαγέντων χριστιανών. Με μεγάλες θυσίες, ο άγιος Μόδεστος, ως νέος Ζωροβάβελ, μερίμνησε ώστε να ταφούν οι χιλιάδες νεκροί και να αναστηλωθούν όσο ήταν δυνατό οι ναοί και τα σκηνώματα, που είχαν αφανίσει και βεβηλώσει οι βάρβαροι εισβολείς. Συγκέντρωσε ακόμη όσουν επέζησαν των σφαγών και δεν είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι στην Περσία, τους παρηγόρησε και τους αναπτέρωσε την ελπίδα.
Ο σύγχρονος του αγίου Μοδέστου πατριάρχης Αλεξανδρείας, άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων ο Κύπριος (610-619· η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου), έχοντας πληροφορηθεί τη μεγάλη ανάγκη και στενοχωρία, στην οποία βρισκόταν ο άγιος Μόδεστος προκειμένου να θρέψει το δεινοπαθούν ποίμνιό του, αλλά και να ανεγείρει τον κατεστραμμένο ναό της Αναστάσεως καθώς και τα άλλα πανάγια προσκυνήματα και επιθυμώντας να γίνει και αυτός κοινωνός ενός τόσο θεάρεστου έργου, απέστειλε στον Μόδεστο πλουσιοπάροχη ελεημοσύνη: Μεγάλη ποσότητα χρυσών νομισμάτων, τροφίμων, υλικών οικοδομής καθώς και χίλιους εργάτες, γράφοντάς του και την εξής συνοδευτική επιστολή, στην οποία διαφαίνεται η ταπείνωση, το έλεος και η μεγάλη του αγιότητα: «Συγχώρεσέ με, αληθινέ εργάτα του Χριστού, που τίποτε άξιο του ναού του Θεού δεν έστειλα.
Διότι θα επιθυμούσα, αν μου ήταν δυνατόν, να έλθω και εγώ ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα, για να βοηθήσω ως εργάτης στα έργα ανοικοδόμησης του ναού της Αγίας Αναστάσεως του Χριστού.
Όμως εκείνο παρακαλώ θερμά την τιμία σου κεφαλή, πουθενά να μην εγγράψεις (σε αναθηματική επιγραφή) το όνομα της αναξιότητάς μου, αλλά μάλλον αυτό να παρακαλέσεις τον Χριστό, να με απογράψει εκεί, όπου είναι η μακαριστή απογραφή (δηλαδή να τον εντάξει στη βασιλεία των ουρανών).»
Κι ακόμη, όταν πλήθος προσφύγων από τη Συροπαλαιστίνη κατέλαβε την Αλεξάνδρεια για να σωθούν από τις θηριωδίες των Περσών, ο άγιος Ιωάννης, σαν άλλος Νείλος συμπαθείας, καθημερινά περιέθαλπε και βοηθούσε περί τις 7500 προσφύγων και πτωχών.
Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων τελούσε κατά την ημέρα αυτή λειτουργική Σύναξη στο ναό της Αναστάσεως, για την θλιβερή ανάμνηση της καταστροφής και πυρπολήσεως της Αγίας Πόλεως από τους Πέρσες το 614 μ.Χ.
Κατά την εορτή αυτή εψάλλετο ιδιαίτερη Ακολουθία, της οποίας διασώθηκαν Στιχηρά και Κανόνας μέχρι της ζ’ Ωδής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου