Πώς εμπλέκεται το σύστημα παραγωγής στη διεύρυνση των ανισοτήτων και την υπονόμευση της Δημοκρατίας. Η ανάλυση του Αυστριακού οικονομολόγου και γιατί είναι επίκαιρη σήμερα. |
Γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από τότε που άρχισα να μελετώ το έργο του Γιόζεφ Αλοϊς Σουμπέτερ (1883-1950), τον οποίο θεωρώ και κορυφή πολυμάθειας και διαύγειας, με απασχολεί το ερώτημα γιατί δεν τον συμπαθούν καθόλου οι μαρξίζοντες και οι συντηρητικοί οικονομολόγοι, φιλόσοφοι και δημοσιογράφοι.
Τελικά, την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Σουμπέτερ, ο οποίος μέσα από την δύσκολη, ειρωνική, αλλά άψογα τεκμηριωμένη γραφή του, κατακεραυνώνει τους διανοούμενους για δύο λόγους:
πρώτον για τη
χυδαιοποίηση του μαρξισμού καιδεύτερον για την απεχθειά τους απέναντι στον καπιταλισμό που αδυνατούν να καταλάβουν.
«...O Μαρξ», γράφει ο Σουμπέτερ, «....ήταν ένας προφήτης. Και αν θέλουμε να καταλάβουμε τη φύση της επιτυχίας του, πρέπει να τον επανατοποθετήσουμε στο πλαίσιο της εποχής του.... Ο Μαρξ έζησε σε μια εποχή όπου τα επιτεύγματα της αστικής τάξης είχαν φθάσει στο ζενίθ τους, πλην όμως ο αστικός πολιτισμός βρισκόταν στο ναδίρ. Ήταν μια εποχή μηχανικού υλισμού, ο οποίος σκέπαζε το πολιτιστικό τοπίο και δεν άφηνε περιθώρια να αντιληφθεί κανείς ότι εντέλει βρισκόταν υπό εκκόλαψη μια νέα εποχή... Υπό παρόμοιες συνθήκες, για εκατομμύρια ανθρώπινες καρδιές, το μαρξιστικό μήνυμα του επίγειου παραδείσου, πρόσφερε μια νέα ακτίδα φωτός, δίνοντας νέο νόημα στη ζωή....».
Αν και νόθευσε την εργατική ψυχολογία (που δεν ήταν άλλη από την επιθυμία της αστικοποίησης), «ο Μαρξ δεν ιεροποίησε ούτε δόξαζε τους εργάτες, αλλ’ ούτε και τους έγλυφε τα πόδια, όπως αυτό συνέβη με αυτούς που τους θεώρησαν αντικείμενο εξαπάτησης. Δεν είχε άλλη πρόθεση ο Μαρξ, παρά να απαγγείλει και να καταγράψει τη λογική της διαλεκτικής διαδικασίας της ιστορίας», προσθέτει όχι χωρίς κάποιο σαρκασμό ο Αυστριακός οικονομολόγος.
Μέσα σε αυτή την τάξη πραγμάτων, κατά τον Σουμπέτερ, ο σοσιαλισμός θα υπερτερούσε τελικά του καπιταλισμού όχι για τους λόγους που φανταζόταν ο Καρλ Μαρξ, αλλά γιατί οι ίδιοι οι καπιταλιστές θα αυτοκαταστρέφονταν. Σε κάποια φάση, υποστήριζε ο Αυστριακός φιλόσοφος και οικονομολόγος, η καπιταλιστική ασέβεια απέναντι στο δημιουργικό επιχειρείν, θα οδηγούσε αυτή την εξοχή δημιουργική δυναμική στην αφάνεια. Με σημαντική στην περίπτωση αυτή, την ευθύνη των διανοουμένων.
Κατά τον Σουμπέτερ, οι περισσότεροι διανοούμενοι, στο μέτρο που το σύστημα τους εξασφαλίζει ανέσεις, προβολή, υλικές διευκολύνσεις και προστασία, το μισούν όλο και πιο πολύ. Το γεγονός ότι ο καπιταλισμός στηρίζεται στο συνεχές κυνηγητό του χρήματος τούς ενοχλεί. Υποστηρίζοντας λοιπόν ότι «το χρήμα δεν είναι το παν», οι διανοούμενοι ρίχνουν σοβαρότατες αμφιβολίες στις συμπεριφορές που δίνουν προτεραιότητα στο χρήμα και δημιουργούν πλέγματα ενοχής. Φτάνουν έτσι να θέτουν υπό αμφισβήτηση τον παράγοντα της υλικής τους ευημερίας χωρίς να προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι υπήρξαν οι ιστορικοί λόγοι της δημιουργίας του. Συνεπώς, υποστήριζε ο Σουμπέτερ, όταν το καπιταλιστικό του, θα έχει ήδη δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για το τέλος του.
Η τοποθέτηση αυτή δεν επαληθεύεται για την ώρα ιστορικά, πλην όμως διατηρεί στοιχεία που επιτρέπουν την ερμηνεία των συμπεριφορών καλοθρεμμένων εκμεταλλευτών του καπιταλισμού, οι οποίοι απεργάζονται την πτώση του. Μια πτώση όμως που και αυτή επί του παρόντος φαντάζει μακρινή. Και αυτό οφείλεται στο ότι, παρά την παγκόσμια επικράτηση κανόνων της ελεύθερης οικονομίας, όπως έγραψε και το Economist, ο κρατισμός καλά κρατεί. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 55% του παραγόμενου διεθνώς Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι στην Κίνα, για παράδειγμα, τα κρατικά επενδυτικά ταμεία διαχειρίζονται 2,6 τρισεκατομμύρια δολλάρια, ήτοι το 40% της παγκόσμιας αποταμίευσης.
Ως εκ τούτου, φαίνεται να δικαιώνεται για την ώρα ο σοσιαλδημοκράτης καθηγητής Οικονομίας Μπράνκο Μιλάνοβιτς, του οποίου το τελευταίο βιβλίο φέρει τον τίτλο «Ο Σοσιαλισμός χωρίς αντίπαλο» (εκδόσεις Πόλις). Περιγράφει πως από γεωγραφική άποψη, ο καπιταλισμός είναι ο κυρίαρχος και μάλιστα ο μοναδικός τρόπος παραγωγής σε όλο τον κόσμο, από τη Σουηδία, όπου ο ιδιωτικός τομέας απασχολεί το 70% του εργατικού δυναμικού, μέχρι τις ΗΠΑ, όπου απασχολεί το 85% - ή ακόμα και την Κίνα, όπου ο ιδιωτικός τομέας (οργανωμένος κατά τον καπιταλιστικό τρόπο) παράγει το 80% της προστιθέμενης αξίας.
Προφανώς, δεν ήταν έτσι πριν από την πτώση του κομμουνισμοί ούτε πριν εμπλακεί η Κίνα σε ό,τι κατ' ευφημισμόν αποκαλούμε «μετασχηματισμό» (ενώ δεν επρόκειτο παρά για την αντικατάσταση του σοσιαλισμού από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής).
Η παγκοσμιοποίηση και οι τεχνολογικές επαναστάσεις προκάλεσαν την ανάδυση νέων αγορών, οι οποίες πλέον παρέχουν, έναντι ανταλλάγματος, υπηρεσίες που παλαιότερα προσφέρονταν δωρεάν. Στην ουσία, τούτη η καπιταλιστική επέκταση δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη που γνώρισε η Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα, και την οποία τόσο καλά περιέγραψαν ο Άνταμ Σμιθ, ο Καρλ Μαρξ και ο Γιόζεφ-Αλοις Σουμπέτερ.
Το νέο ερώτημα συνεπώς είναι γιατί γίνεται λόγος περί βαθιάς κρίσης, όταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ισχυροποιείται και επεκτείνεται;
Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς, ως νέος Σουμπέτερ σε κάποιο βαθμό, τονίζει ότι αυτό το αίσθημα δυσφορίας, ιδιαίτερα με αφορμή την πανδημία, αγγίζει μόνο τις πλούσιες δυτικές χώρες και είναι αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των κερδών της παγκοσμιοποίησης. Τον 19ο αιώνα ο μεγάλος κερδισμένος της τότε παγκοσμιοποίησης ήταν η Δύση. Σήμερα τα οφέλη προσπορίζονται χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Βιετνάμ ή η Ινδονησία.
Η επέκταση της εμπορευματικής λογικής σε όλες - ή σχεδόν όλες - τις δραστηριότητες είχε επιπτώσεις και στην πολιτική, η οποία θεωρείται πλέον μια εμπορική δραστηριότητα σαν όλες τις άλλες, με συνέπεια την επικράτηση ενός γενικευμένου κυνισμού.
Επομένως, η κρίση δεν είναι αυτή του ίδιου τού καπιταλισμού ως συστήματος μαζικής παραγωγής πλούτου. Αντιθέτως προέκυψε από την ανισότητα που προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και από την επέκταση του καπιταλισμού σε τομείς και δραστηριότητες που παραδοσιακά αρνούνταν την παγκοσμιοποίηση.
Ο καπιταλισμός είναι πλέον πανίσχυρος, ενίοτε όμως συγκρούεται με βαθιά ριζωμένες και αγκυλωμένες πεποιθήσεις. Είτε λοιπόν θα εξακολουθήσει να επενδύει σε νέους τομείς που συνεχίζουν να αντιστέκονται στην εμπορευματοποίηση, είτε θα πρέπει να χαλιναγωγηθεί, ώστε να συρρικνωθεί το πεδίο παρέμβασής του.
Και αυτό είναι που επιδιώκουν οι δυνάμεις του αυταρχισμού και της παγκοσμιοποίησης του σκοταδισμού. Πιστεύουν ότι μέσω της καλλιέργειας φόβου, οργής και άγνοιας είναι σχετικά εύκολη η υπονόμευση της δημοκρατίας, όταν ευλόγως η παραγωγή πλούτου γεννά ανισότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου