Ειμαστε ελλιπεiς
«Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19,20)
Ἕνας
πλούσιος νέος, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο (βλ.
Ματθ. 19,16-26), πλησίασε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν. Τὸν πλησίασε
μὲ σεβασμό, μὲ εἰλικρινῆ διάθεσι, μὲ ἐνδιαφέρον νὰ μάθῃ ἀπὸ τὸν Θεῖο
Διδάσκαλο τί πρέπει νὰ κάνῃ γιὰ νὰ ἔχῃ «ζωὴν αἰώνιον» (ἔ.ἀ. 19,16).
Εἶχε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Θά ᾽χε ἀκούσει, φαίνεται, προηγουμένως τὸν
Κύριο νὰ κάνῃ λόγο γιὰ «ζωὴν αἰώνιον», ἢ εἶχε διαβάσει καὶ στὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι ὑπάρχει ζωὴ αἰώνιος (βλ. Δαν. 12,2).
Εἶχε ἐνδιαφέροντα πνευματικά. Θά ᾽χε ἀκούσει, φαίνεται, προηγουμένως τὸν
Κύριο νὰ κάνῃ λόγο γιὰ «ζωὴν αἰώνιον», ἢ εἶχε διαβάσει καὶ στὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι ὑπάρχει ζωὴ αἰώνιος (βλ. Δαν. 12,2).
Ἔτσι ἄναψε μέσα του τὸ ἐνδιαφέρον. Σπάνιο φαινόμενο νεαροῦ! Ἂν τὶς καρδιὲς τῶν νέων, τῶν περισσοτέρων, συγκινοῦν, ἑλκύουν κ᾽ αἰχμαλωτίζουν θέλγητρα τῆς παρούσης ζωῆς, τὴν καρδιὰ τοῦ νέου αὐτοῦ τὴν εἶχε συγκινήσει καὶ ἑλκύσει τὸ ὅραμα τῆς «αἰωνίου ζωῆς». Εἶνε ὅμως εὔκολη ἡ κατάκτησι τῆς «αἰωνίου ζωῆς»;
Καὶ τὰ πνευματικὰ ἐφόδια τούτου τοῦ νεαροῦ εἶνε ἆραγε ἀρκετὰ ὥστε νὰ βρῇ ἀνοιχτὴ τὴν θύρα τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ νὰ ἐξασφαλίσῃ μιὰ θέσι κοντὰ στὸν Κύριο;… Τέτοιες σκέψεις ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του. Εἶχε ἀπορία καὶ ἔψαχνε νὰ βρῇ μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντησι.
Τώρα λοιπὸν ἐρωτᾷ τὸ Ναζωραῖο, τὸν Διδάσκαλο· ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ δική του ἀπάντησι, γιατὶ ξέρει ὅτι ἡ ζωή του εἶνε ἁγία, ἔχει ἀγάπη, ἔχει τὴ δύναμι καὶ κάνει θαύματα, ὁ λόγος του μιλάει στὴν ψυχή. Ὅλα αὐτὰ παρεῖχαν σ᾽ αὐτὸν τὸν νέο ἐγγύησι, ὅτι καὶ στὸ ζήτημα ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ, τῆς «αἰωνίου ζωῆς», θὰ τοῦ δώσῃ ἀπάντησι ἐγγυημένη. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπαντᾷ· –«Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς».
Ὁ νέος ὅμως συνεχίζει νὰ ἐρωτᾷ·
–Ποιές εἶνε οἱ ἐντολὲς ποὺ ὀφείλω νὰ τηρῶ; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ὑπενθυμίζει τὰ γνωστά·
–«Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
Οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ λοιπόν, νά ὁ καθρέφτης, στὸν ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς συμβουλεύει τὸ νεαρὸ νὰ ῥίξῃ προσεκτικὰ τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε καθαρὸς ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα αὐτά (τοῦ φόνου, τῆς μοιχείας, τῆς κλοπῆς, τῆς ψευδομαρτυρίας, τοῦ σεβασμοῦ στοὺς γονεῖς), ἂν γενικὰ εἶνε στολισμένος μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Κι ὁ νεανίσκος μας παίρνει αὐτὸ τὸν καθρέφτη τῶν ἐντολῶν τοῦ
Δεκαλόγου, ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του, ρωτάει τὴ συνείδησί του, ῥίχνει τὸ
βλέμμα καὶ στὸ παρελθὸν τῆς ζωῆς του· καὶ μὲ χαρά, τὴν ὁποία δημιουργεῖ
στὴν ψυχὴ τῶν νέων μιὰ αἴσθησι ἀθῳότητος, ἀπαντᾷ στὸν Κύριο ὅτι τὰ
τήρησε ὅλα·
–«Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου».
Ἐν τούτοις, παρὰ τὴν αἴσθησι αὐτὴ καὶ τὴ μαρτυρία τῆς
συνειδήσεώς του, ὁ νέος δὲν νιώθει βεβαιότητα, δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του
ἐξασφαλισμένο γιὰ τὴν «αἰώνιον ζωήν». Ἐξακολουθεῖ ν᾽ ἀνησυχῇ·
φοβᾶται, μήπως γιὰ κάποια ἔλλειψι, γιὰ κάποιο ἁμάρτημα ποὺ διαφεύγει
τώρα τὴν προσοχή του, κριθῇ τότε ἀκατάλληλος νὰ εἰσέλθῃ στὴ χώρα
ἐκείνη τῆς αἰωνίου εὐτυχίας καὶ μακαριότητος.
Ξέρετε πῶς μοιάζει ὁ νέος
αὐτός; εἶνε σὰν ἐκεῖνον πού, ἔχοντας τὴν ἀπόφασι νὰ ταξιδέψῃ, νὰ πάῃ
στὴν Ἀμερική, τὴ χώρα ποὺ ὀνειρεύεται, φροντίζει μὲ κάθε ἐπιμέλεια νὰ
ἔχῃ ἐν τάξει τὸ διαβατήριό του ἀπὸ κάθε πλευρά, ὥστε νὰ μὴν τοῦ
παρουσιαστῇ κανένα ἐμπόδιο ἀλλὰ μὲ ἀσφάλεια νὰ φτάσῃ καὶ νὰ
ἐγκατασταθῇ ἐκεῖ ποὺ ὀνειρεύεται. Μὲ τέτοια ἐπιθυμία στὴν καρδιὰ γιὰ
τὴν «αἰώνιον ζωήν», ὁ νέος θὰ κάνῃ στὸν Κύριο μία ἀκόμη ἐρώτησι, τὴν
τελευταία, τὴν ὁποία σᾶς παρακαλῶ νὰ προσέξουμε κ᾽ ἐμεῖς ἰδιαιτέρως·
–«Τί ἔτι ὑστερῶ;». Λέει, δηλαδή, στὸ Χριστό· Διδάσκαλε, τὶς ἐντολὲς ποὺ μοῦ ἀνέφερες τὶς τήρησα ὅλες ἀπὸ τὴν παιδική μου ἡλικία· ἀλλὰ φτάνει αὐτὸ γιὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν; Μήπως μοῦ λείπει κάτι ἀκόμη, μήπως ἔχω καμμιὰ ἔλλειψι, ποὺ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μοῦ κλείσῃ τὴν θύρα τοῦ παραδείσου; «Τί ἔτι ὑστερῶ;». Καὶ δὲν ἔπεφτε ἔξω. Καλῶς ἀνησυχοῦσε. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπιμένει καὶ τὸ ζητάει μόνος του, ὁ Χριστὸς θὰ τοῦ τὸ ἀποκαλύψῃ. Μὲ τὸ θεϊκό του βλέμμα, ποὺ ὄχι ἁπλῶς εἰσδύει κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ προχωρεῖ καὶ ἐποπτεύει τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, βλέπει τὴν ἔλλειψι καὶ τοῦ ἐντοπίζει τὸ μυστικὸ καρκίνωμα, τὸ πάθος ποὺ τὸν κατέχει· εἶνε ἡ φιλαργυρία! Μὲ κάθε σοβαρότητα λοιπόν, μὲ τὴν θεία αὐθεντία, τοῦ λέει· «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι (ἂν θέλῃς τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὴ σωτηρία σου), ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (ἔ.ἀ. 19,17-21).
* * *
Ἂς σταθοῦμε, ἀγαπητοί μου, στὸ
σημεῖο αὐτὸ κι ἂς μὴ ἐξετάσουμε τώρα τί στάσι τήρησε ἐν συνεχείᾳ ὁ νέος.
Ἂς μείνουμε γιὰ λίγο ἐδῶ καὶ ἂς σκεφτοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴν σπουδαία ἐρώτησι
τοῦ νέου· «Τί ἔτι ὑστερῶ;».
Τὴν ἐρώτησι αὐτή, ποὺ ἔδωσε τὴν ἀφορμὴ στὸν Θεῖο Διδάσκαλό μας
ν᾿ ἀποκαλύψῃ τὰ βαθύτερα ἐσώψυχα τῆς ψυχῆς τοῦ νεαροῦ –καὶ ἄρα νὰ τοῦ
ὑποδείξῃ τὸν ἀσφαλῆ δρόμο τῆς σωτηρίας, τὴν ἐρώτησι αὐτή, ἀδελφοί μου,
ἀφοῦ ἐνδιαφερόμαστε κ᾽ ἐμεῖς γιὰ τὴ σωτηρία, ἂς τὴν κάνουμε τακτικὰ στὴ
συνείδησί μας.
Μὴ ἐπαναπαυόμαστε σὲ κάτι ψίχουλα ἀρετῆς, ποὺ μὲ τὴ βοήθεια
τοῦ Κυρίου ἔχουμε τυχὸν κατορθώσει. Μὴ νομίζουμε ὅτι, ἐπειδὴ δὲν
φονεύσαμε, δὲν πορνεύσαμε, δὲ μοιχεύσαμε, δὲν κλέψαμε, δὲν ἀδικήσαμε,
δὲν ψευδωρκήσαμε, εἴμαστε τάχα καὶ ἐν τάξει μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ,
εἴμαστε καλοὶ Χριστιανοὶ καὶ ἄξιοι νὰ κληρονομήσουμε τὴν «αἰώνιον
ζωήν». Μὴν κοιμώμαστε ἥσυχοι μὲ τὶς ἰδέες αὐτές.
Γιατὶ καὶ τὸ
παράδειγμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ τόσα ἄλλα παρόμοια παραδείγματα
μᾶς διδάσκουν, ὅτι καὶ σὲ ψυχὲς φαινομενικὰ ἅγιες ὑπάρχουν ἐλαττώματα
καὶ πάθη, ἐλλείψεις καὶ κακίες, ἱκανὲς νὰ στερήσουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴν
«αἰώνιον ζωήν».
Νὰ μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶνε ὁ βαθύτερος
ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ζωντανοὺς κόσμους καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ καυχηθῇ ὅτι
τὴν ἔχει ἐξερευνήσει σὲ ὅλο τὸ βάθος της. Μέσα της ὑπάρχει πάντοτε
κάποια ἀκαθαρσία, σὰν ἐκείνην ποὺ ἔκανε καὶ ἕναν προφητάνακτα Δαυΐδ, ὁ
ὁποῖος εἶχε μετανοήσει εἰλικρινά, νὰ προσεύχεται στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν
παρακαλῇ· Κύριε, «ἐκ τῶν κρυφίων μου καθάρισόν με» (Ψαλμ. 18,13).
Καθάρισέ με, Κύριε, ἀπὸ τὰ μυστικὰ καὶ κρυμμένα ἁμαρτήματά μου, ἀπὸ
ἀθλίους καὶ ἀνομολόγητους λογισμούς, ἀλλὰ κι ἀπὸ τὰ ἐν ἀγνοίᾳ πταίσματά
μου ποὺ οὔτε κἂν τὰ ξέρω ἢ τὰ ὑποψιάζομαι.
* * *
«Τί ἔτι ὑστερῶ;». Ἐάν, ἀγαπητοί
μου, ἀρχίσουμε ν᾽ ἀπευθύνουμε τακτικὰ καὶ εἰλικρινὰ τὴν ἐρώτησι αὐτὴ σὰν
προσευχὴ στὸν Κύριο, τότε ἐκεῖνος, ὅπως φανέρωσε στὸ νεανίσκο τὸ πάθος
τῆς ψυχῆς του, θὰ φανερώσῃ καὶ τῆς δικῆς μας ψυχῆς τὶς ἀδυναμίες. Κι
ἂν ρωτᾶτε, πῶς θὰ τὶς φανερώσῃ; σᾶς ἀπαντῶ.
Ἔχει ποικίλους τρόπους καὶ μέσα. Θὰ τὶς φανερώσῃ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ
πνευματικοῦ μας πατέρα, τοῦ ἐξομολόγου μας, τὸν ὁποῖο ἐμπιστευθήκαμε
καὶ ὑπακούουμε. Θὰ τὶς φανερώσῃ μὲ ἀδελφικὲς ὑποδείξεις πιστῶν φίλων
μας, ποὺ θὰ μᾶς μιλήσουν εἰλικρινά. Θὰ τὶς φανερώσῃ καὶ διὰ μέσου
ἐνοχλητικῶν παρατηρήσεων ἐχθρῶν μας, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ θέλουν μᾶς
ὠφελοῦν. Θὰ τὶς φανερώσῃ ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ δικές μας πτώσεις καὶ
σφάλματα, ποὺ διδάσκουν καὶ αὐξάνουν τὴν πνευματικὴ πεῖρα μας. Δι᾿ ὅλων
αὐτῶν τῶν μέσων, καὶ ἄλλων ἀκόμη μυστικωτέρων, ὁ Κύριος μᾶς ὁδηγεῖ νὰ
γνωρίσουμε καλύτερα τὸν ἑαυτό μας, νὰ δοῦμε τὰ σκοτεινὰ σημεῖα τοῦ
χαρακτῆρος μας καὶ τὰ λάθη τῆς ζωῆς μας, ὥστε νὰ λάβουμε κάποια μέτρα
γιὰ τὴν διόρθωσί μας καὶ τὴν πνευματική μας προκοπή.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, σιγὰ – σιγά, θὰ τελειοποιούμεθα συνεχῶς καὶ
θὰ βαδίζουμε πάντα πρὸς τὰ ἐμπρός, μὲ σκοπὸ νὰ πλησιάσουμε πρὸς τὴν
κατάκτησι τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἀκόμη ὑποτεθῇ ὅτι φτάσαμε στὴν
κορυφὴ τῆς ἁγιότητος, ποτέ μὴν πάψουμε νὰ προσφεύγουμε στὸν Κύριο καὶ μὲ
πολλὴ ταπείνωσι νὰ τοῦ λέμε τούτη τὴν προσευχή·
Κύριε, ἰδοὺ ὁ δοῦλος σου, εἶμαι ἕτοιμος. Ἐξετέλεσα τὶς
διαταγὲς ποὺ ἔδωσες, καὶ περιμένω νέες διαταγές σου. Ποθῶ νὰ
τελειοποιηθῶ στὴν πίστι καὶ στὴν ἁγιότητα, θέλω νὰ γίνω εὐάρεστος σ᾽
ἐσένα ὅσο μπορῶ περισσότερο. Λοιπὸν «τί ἔτι ὑστερῶ;». Φανέρωσέ μου τὶς
ἐλλείψεις ποὺ ἀκόμη ἔχω. «Ἀποκάλυψον τοὺς ὀφθαλμούς μου» καὶ «δεῖξε μου
δρόμο στὸν ὁποῖο νὰ πορευθῶ» μὲ ἀσφάλεια (Ψαλμ. 118,18· 142,8), γιὰ νὰ
εἰσέλθω στὴν «ζωὴν τὴν αἰώνιον».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ τῆς
ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός» (Μεσολόγγι,
φ. 217/11-8-1939augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου