Γιατι κλαιει o Χριστoς;
«Καὶ ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41)
Ὁ ἀπόστολος, τὸ εὐαγγέλιο, ὅλα
τὰ τροπάρια, ἀγαπητοί μου, μᾶς φωνάζουν σήμερα· Ἔρχεται!
Ποιός ἔρχεται;
Ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μᾶς φώτιζε νὰ νιώσουμε ποιός ἔρχεται, τότε στὰ μυστικὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας θ᾽ ἀκούγαμε τὸ σάλπισμα τῶν ἀγγέλων ποὺ λέει σὲ ὅλους· Ἐξέλθετε πρὸς προϋπάντησιν τοῦ Χριστοῦ! Μικροὶ καὶ μεγάλοι, γυναῖκες καὶ ἄντρες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐξέλθετε ἅπαντες γιὰ νὰ λάβετε μέρος στὴν ὑποδοχή του. Ἡ ὑποδοχὴ αὐτὴ ἔγινε σήμερα στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ!
Ποιός ἔρχεται;
Ἐὰν τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο μᾶς φώτιζε νὰ νιώσουμε ποιός ἔρχεται, τότε στὰ μυστικὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μας θ᾽ ἀκούγαμε τὸ σάλπισμα τῶν ἀγγέλων ποὺ λέει σὲ ὅλους· Ἐξέλθετε πρὸς προϋπάντησιν τοῦ Χριστοῦ! Μικροὶ καὶ μεγάλοι, γυναῖκες καὶ ἄντρες, φτωχοὶ καὶ πλούσιοι, ἐξέλθετε ἅπαντες γιὰ νὰ λάβετε μέρος στὴν ὑποδοχή του. Ἡ ὑποδοχὴ αὐτὴ ἔγινε σήμερα στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ. Ποιά γλῶσσα μπορεῖ νὰ τὴν περιγράψῃ!
* * *
Πολλὲς ὑποδοχές, ἀγαπητοί μου,
ἔχουν γίνει καὶ γίνονται. Καὶ ἡ
πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος λ.χ., ἡ Ἀθήνα, τὸ 1913 ἔζησε μιὰ τέτοια ἡμέρα. Ἦταν Ἰούλιος. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος γύριζαν νικηταί. Ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὀκτὼ μηνῶν, ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπέστρεφε δαφνοστεφὴς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἔνδοξο βασιλέα ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους.
Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν, οἱ σημαῖες ἀνέμιζαν, ὅλα τὰ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ὥστε ἔπεφταν καὶ φιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλέως! Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ πῆτε. Τὰ λέω ὡς παράδειγμα. Ἡ ὑποδοχὴ ἐκείνη εἶνε μιὰ σκιά, ποὺ μπορεῖ κάπως νὰ ζωντανέψῃ μπροστά μας τὴ σημερινὴ ὑποδοχή, τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἑτοίμασε ὄχι πλέον ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν σ᾽ ἕναν ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀλλὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων στὸν βασιλέα Χριστὸ ὡς τὸν μεγαλύτερο νικητή. Πολλοὺς νικητὰς ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Οἱ ἄλλοι νικηταὶ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ νῦ μικρό· αὐτὸς γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο, Νικητής. Διότι οἱ ἄλλοι νίκησαν ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σήμερα ὑποδέχονται τὰ Ἰεροσόλυμα μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, εἶνε ὁ μοναδικὸς νικητής. Νίκησε ἐκεῖνον ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ· νίκησε τὸ μεγαλύτερο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ θάνατο. Σὰν χθὲς πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44), καὶ ὁ Λάζαρος αὐτοστιγμεὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔκανε ἡ δύναμίς του.
Ἡ εἴδησι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου διαδόθηκε ἀστραπιαίως καὶ ἐξέπληξε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε κάτι πρωτοφανές.
Ὑπολογίζουν οἱ ἱστορικοί, ὅτι πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρωποι ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία πόλι γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ πάσχα.
Μόλις λοιπὸν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ θριαμβευτὴς καὶ νικητὴς τοῦ θανάτου, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.
Τέτοια ἦταν ἡ χαρά τους, ὥστε ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν κάτω νὰ γίνουν τάπητας νὰ πατήσουν τὰ ἅγιά του πόδια, ἀνέβαιναν στὰ δέντρα καὶ ἔκοβαν κλαδιὰ καὶ βάια.
Κι ὅταν πλέον τὸν ἀντίκρυσαν πάνω στὸ γαϊδουράκι, σείοντας τὰ βάια ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 12,13). Ἔτσι αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι, ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων, ὑποδεχόμενοι τὸν Νικητή.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πῶς ἆραγε αἰσθανόταν μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ παραλήρημα; Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ ὡραιότερη ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Καὶ ὅμως ἐκεῖνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαό, εἶνε λυπημένος, καὶ κλαίει. Γιατί;
Κλαίει, διότι ὡς Θεὸς βλέπει τὰ πράγματα βαθύτερα. Ἐμεῖς βλέπουμε τὴν ἐπιφάνεια, ἐκεῖνος βλέπει στὸ βάθος. Ἡ θάλασσα στὴν ἐπιφάνεια εἶνε γαλανὴ καὶ ὡραία, στὸ βυθὸ ὅμως κρύβονται κήτη καὶ τέρατα.
Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποθάλασσα βλέπει ὅτι ὑπάρχουν σκορπιοὶ καὶ φίδια φαρμακερά.
Ἦταν οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ψυχικῶς ἀπὸ τὰ πάθη· τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον, τὸ φθόνο ἐναντίον κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕνα ἐλάττωμα ποὺ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ὑπέφεραν, τὴν ὑποκρισία.
Τὰ πιὸ αὐστηρὰ λόγια του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ εἶπε γιὰ ἄλλους ἁμαρτωλούς· τὰ εἶπε γιὰ τοὺς ὑποκριτάς, κατὰ τῶν ὁποίων ἔρριξε τοὺς καυστικούς του μύδρους.
Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι εἶχαν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία· ἄλλο ἦταν καὶ ἄλλο ἔδειχναν· ἦταν δαίμονες καὶ παρουσιάζονταν ὡς ἄγγελοι.
Αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχθηκε ὁ Χριστός.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχοντες, κλαίει καὶ γιὰ τὸ λαό. Καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ ὕψωμα κι ἀντικρύζει ὅλη τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο, κλαίει γιὰ τὸ πλῆθος αὐτό. Γιατί; Διότι ὁ λαὸς ἦταν σὰν πρόβατα χωρὶς ποιμένα.
Κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ λαὸ αὐτό, διότι δὲν εἶνε σταθερός. Εἶνε ἐπιπόλαιος καὶ εὐμετάβλητος. Γρήγορα θὰ ἀλλάξῃ. Σήμερα εἶνε κοντά του καὶ ζητωκραυγάζει «Ὡσαννά»· ἀλλὰ αὔριο Μεγάλη Δευτέρα τὸ «Ὡσαννὰ» θὰ χαμηλώσῃ, τὴ Μεγάλη Τρίτη θὰ χαμηλώσῃ περισσότερο, τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἀκόμη περισσότερο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἀκόμη περισσότερο, καὶ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς θὰ σβήσῃ τελείως, καὶ ἀντὶ τοῦ «Ὡσαννὰ» θ᾽ ἀκούγεται τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15).
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ὁ ὑμνογράφος σχολιάζει τὸν ἀγνώμονα λαὸ σὲ ἕναν ὕμνο καὶ λέει· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν…»· οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ προηγουμένως ὕμνησαν τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ κλαδιὰ στὰ χέρια, ὕστερα τὸν συνέλαβαν μὲ ξύλα οἱ ἀχάριστοι (ὑπακ.).
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχοντες, κλαίει γιὰ τὸ λαό· κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πόλεως· μπροστά του σὰν σὲ ταινία βλέπει ὅτι ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια αὐτὴ ἡ πόλις μὲ τὶς ὡραῖες οἰκοδομές της, τὰ μέγαρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ περίλαμπρος ναὸς ποὺ ἦταν τὸ καύχημά τους, θὰ γίνουν γῆ Μαδιάμ. Ὅπως καὶ ἔγιναν πράγματι· ἀλέτρι πέρασε, δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2).
Ἰδού λοιπὸν γιατί τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41).
πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος λ.χ., ἡ Ἀθήνα, τὸ 1913 ἔζησε μιὰ τέτοια ἡμέρα. Ἦταν Ἰούλιος. Τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος γύριζαν νικηταί. Ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὀκτὼ μηνῶν, ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς ἐπέστρεφε δαφνοστεφὴς μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἔνδοξο βασιλέα ἀπὸ τοὺς βαλκανικοὺς πολέμους.
Οἱ καμπάνες χτυποῦσαν, οἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν, οἱ σημαῖες ἀνέμιζαν, ὅλα τὰ μάτια δάκρυζαν. Τέτοιος ἦταν ὁ ἐνθουσιασμός, ὥστε ἔπεφταν καὶ φιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ βασιλέως! Μὰ γιατί τὰ λὲς αὐτά; θὰ πῆτε. Τὰ λέω ὡς παράδειγμα. Ἡ ὑποδοχὴ ἐκείνη εἶνε μιὰ σκιά, ποὺ μπορεῖ κάπως νὰ ζωντανέψῃ μπροστά μας τὴ σημερινὴ ὑποδοχή, τὴν ὑποδοχὴ ποὺ ἑτοίμασε ὄχι πλέον ὁ λαὸς τῶν Ἀθηνῶν σ᾽ ἕναν ἐπίγειο βασιλιᾶ ἀλλὰ ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων στὸν βασιλέα Χριστὸ ὡς τὸν μεγαλύτερο νικητή. Πολλοὺς νικητὰς ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Οἱ ἄλλοι νικηταὶ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ νῦ μικρό· αὐτὸς γράφεται μὲ νῦ κεφαλαῖο, Νικητής. Διότι οἱ ἄλλοι νίκησαν ἀνθρώπους. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς, ποὺ σήμερα ὑποδέχονται τὰ Ἰεροσόλυμα μὲ ἔξαλλο ἐνθουσιασμό, εἶνε ὁ μοναδικὸς νικητής. Νίκησε ἐκεῖνον ποὺ κανένας ἄλλος δὲν μπόρεσε νὰ νικήσῃ· νίκησε τὸ μεγαλύτερο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὸ θάνατο. Σὰν χθὲς πῆγε στὰ μνήματα καὶ εἶπε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,44), καὶ ὁ Λάζαρος αὐτοστιγμεὶ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.
Αὐτὸ ἦταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα ποὺ ἔκανε ἡ δύναμίς του.
Ἡ εἴδησι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου διαδόθηκε ἀστραπιαίως καὶ ἐξέπληξε ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Γι᾽ αὐτὸ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἔγινε κάτι πρωτοφανές.
Ὑπολογίζουν οἱ ἱστορικοί, ὅτι πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρωποι ἦταν συγκεντρωμένοι ἐκεῖνες τὶς μέρες στὴν ἁγία πόλι γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ πάσχα.
Μόλις λοιπὸν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ θριαμβευτὴς καὶ νικητὴς τοῦ θανάτου, βγῆκαν ὅλοι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν.
Τέτοια ἦταν ἡ χαρά τους, ὥστε ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν κάτω νὰ γίνουν τάπητας νὰ πατήσουν τὰ ἅγιά του πόδια, ἀνέβαιναν στὰ δέντρα καὶ ἔκοβαν κλαδιὰ καὶ βάια.
Κι ὅταν πλέον τὸν ἀντίκρυσαν πάνω στὸ γαϊδουράκι, σείοντας τὰ βάια ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (ἔ.ἀ. 12,13). Ἔτσι αἰσθάνονταν οἱ ἄνθρωποι, ὁ λαὸς τῶν Ἰεροσολύμων, ὑποδεχόμενοι τὸν Νικητή.
Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς πῶς ἆραγε αἰσθανόταν μπροστὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ παραλήρημα; Θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἦταν ἡ ὡραιότερη ἡμέρα τῆς ζωῆς του.
Καὶ ὅμως ἐκεῖνος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν λαό, εἶνε λυπημένος, καὶ κλαίει. Γιατί;
Κλαίει, διότι ὡς Θεὸς βλέπει τὰ πράγματα βαθύτερα. Ἐμεῖς βλέπουμε τὴν ἐπιφάνεια, ἐκεῖνος βλέπει στὸ βάθος. Ἡ θάλασσα στὴν ἐπιφάνεια εἶνε γαλανὴ καὶ ὡραία, στὸ βυθὸ ὅμως κρύβονται κήτη καὶ τέρατα.
Καὶ ὁ Χριστὸς μέσα σ᾽ αὐτὴ τὴν ἀνθρωποθάλασσα βλέπει ὅτι ὑπάρχουν σκορπιοὶ καὶ φίδια φαρμακερά.
Ἦταν οἱ ἄρχοντες, πολιτικοὶ καὶ θρησκευτικοί, ποὺ ἦταν διεφθαρμένοι ψυχικῶς ἀπὸ τὰ πάθη· τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὸ συμφέρον, τὸ φθόνο ἐναντίον κάθε καλοῦ καὶ ὡραίου, τὴ φιλαργυρία καὶ τὴν πλεονεξία, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕνα ἐλάττωμα ποὺ τὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ δὲν τὸ ὑπέφεραν, τὴν ὑποκρισία.
Τὰ πιὸ αὐστηρὰ λόγια του ὁ Χριστὸς δὲν τὰ εἶπε γιὰ ἄλλους ἁμαρτωλούς· τὰ εἶπε γιὰ τοὺς ὑποκριτάς, κατὰ τῶν ὁποίων ἔρριξε τοὺς καυστικούς του μύδρους.
Οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι εἶχαν διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισία· ἄλλο ἦταν καὶ ἄλλο ἔδειχναν· ἦταν δαίμονες καὶ παρουσιάζονταν ὡς ἄγγελοι.
Αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχθηκε ὁ Χριστός.
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχοντες, κλαίει καὶ γιὰ τὸ λαό. Καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ ὕψωμα κι ἀντικρύζει ὅλη τὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων μὲ τὸν κόσμο ἐκεῖνο, κλαίει γιὰ τὸ πλῆθος αὐτό. Γιατί; Διότι ὁ λαὸς ἦταν σὰν πρόβατα χωρὶς ποιμένα.
Κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ λαὸ αὐτό, διότι δὲν εἶνε σταθερός. Εἶνε ἐπιπόλαιος καὶ εὐμετάβλητος. Γρήγορα θὰ ἀλλάξῃ. Σήμερα εἶνε κοντά του καὶ ζητωκραυγάζει «Ὡσαννά»· ἀλλὰ αὔριο Μεγάλη Δευτέρα τὸ «Ὡσαννὰ» θὰ χαμηλώσῃ, τὴ Μεγάλη Τρίτη θὰ χαμηλώσῃ περισσότερο, τὴ Μεγάλη Τετάρτη ἀκόμη περισσότερο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη ἀκόμη περισσότερο, καὶ τὸ πρωὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς θὰ σβήσῃ τελείως, καὶ ἀντὶ τοῦ «Ὡσαννὰ» θ᾽ ἀκούγεται τὸ «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (ἔ.ἀ. 19,15).
Γι᾽ αὐτὸ σήμερα ὁ ὑμνογράφος σχολιάζει τὸν ἀγνώμονα λαὸ σὲ ἕναν ὕμνο καὶ λέει· «Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν…»· οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ προηγουμένως ὕμνησαν τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ κλαδιὰ στὰ χέρια, ὕστερα τὸν συνέλαβαν μὲ ξύλα οἱ ἀχάριστοι (ὑπακ.).
Κλαίει λοιπὸν ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς ἄρχοντες, κλαίει γιὰ τὸ λαό· κλαίει ἀκόμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς πόλεως· μπροστά του σὰν σὲ ταινία βλέπει ὅτι ὕστερα ἀπὸ τριάντα περίπου χρόνια αὐτὴ ἡ πόλις μὲ τὶς ὡραῖες οἰκοδομές της, τὰ μέγαρα τοῦ Ἄννα καὶ τοῦ Καϊάφα, τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ περίλαμπρος ναὸς ποὺ ἦταν τὸ καύχημά τους, θὰ γίνουν γῆ Μαδιάμ. Ὅπως καὶ ἔγιναν πράγματι· ἀλέτρι πέρασε, δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον» (Ματθ. 24,2).
Ἰδού λοιπὸν γιατί τὴν ἡμέρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ᾽ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41).
* * *
Ἀλλ᾽, ἀδελφοί μου, τὸ κλάμα τοῦ
Χριστοῦ μας δὲν ἔπαυσε, δὲν στέρεψαν τὰ μάτια του. Ἐξακολουθεῖ νὰ κλαίῃ
καὶ σήμερα, καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὴ γῆ· κι ὅπου πέφτει τὸ δάκρυ
τοῦ Χριστοῦ, σείεται ὁ κόσμος.
Κλαίει ὁ Χριστός ὅταν κλαίῃ ἡ χήρα, ὁ φτωχός, ὁ ἀδικούμενος, ὅταν κλαῖνε λαοὶ ὁλόκληροι· τὸ δάκρυ τους εἶνε τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κλαίει πιὰ ὁ Χριστὸς γιὰ Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· κλαίει γιὰ Χριστιανούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν καθημερινῶς.
Κλαίει γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ὄργια ποὺ τελεῖ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς κόσμος.
Ὑπερβολικὰ φαίνονται τὰ λόγια μου; Παρτε στὰ χέρια σας τὸ κόσκινο, τὴν ψιλὴ κρησάρα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρῶτα – πρῶτα τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες ἄσε πιὰ τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις σου, καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ στὴν ἀθάνατη ψυχή σου, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πέρασε ἀπὸ κόσκινο τοὺς λογισμούς σου, τὰ λόγια σου, τὴ συμπεριφορά σου, ὅλη τὴ ζωή σου, καὶ θὰ δῇς ἂν ἐσὺ εἶσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τὴν οἰκογένειά σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Πάρε μετὰ τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τοὺς ἄρχοντες πολιτείας καὶ ἐκκλησίας, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀνεξαιρέτως. Πάρε τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε ὅλη τὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας. Καὶ θὰ δῇς, ἀπὸ τὰ τόσα ἑκατομμύρια, πόσοι ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι ζοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανισμοῦ.
Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζουμε νὰ κρατοῦμε τὰ βάια στὰ χέρια μας· διότι τὰ βάια εἶνε σύμβολα νίκης, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑπόδουλοι στὰ πάθη. Μᾶς ἔμεινε μόνο μιὰ ἐπιδερμίδα Χριστιανισμοῦ· στὰ βάθη μας δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ εἶναι τοῦ Χριστιανοῦ. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν.
Θέλετε νὰ γιορτάσετε σωστά; «Ἐξέλθετε» ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, ἀπὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, καὶ «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ». Κάψτε τὸ βρωμερὸ «πουκάμισο» ποὺ φορᾶτε, τὸ ντύμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ντυθῆτε τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας.
Ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι καὶ στεφανῶστε τον. Καὶ πρὸ παντὸς ἑτοιμάστε του τὸ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι ὁ Χριστός. Καὶ σαλόνι εἶνε ἡ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ τελεῖ τὸ Πάσχα. Εὔχομαι, μὲ καρδιὰ καθαρὴ νὰ ἑορτάσουμε τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ λέγοντας «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
Κλαίει ὁ Χριστός ὅταν κλαίῃ ἡ χήρα, ὁ φτωχός, ὁ ἀδικούμενος, ὅταν κλαῖνε λαοὶ ὁλόκληροι· τὸ δάκρυ τους εἶνε τὸ δάκρυ τοῦ Χριστοῦ. Δὲν κλαίει πιὰ ὁ Χριστὸς γιὰ Ἰουδαίους, ποὺ τὸν σταύρωσαν μιὰ φορά· κλαίει γιὰ Χριστιανούς, ποὺ τὸν σταυρώνουν καθημερινῶς.
Κλαίει γιὰ ὅλες τὶς ἀδικίες, τὰ ἐγκλήματα καὶ τὰ ὄργια ποὺ τελεῖ ὁ λεγόμενος χριστιανικὸς κόσμος.
Ὑπερβολικὰ φαίνονται τὰ λόγια μου; Παρτε στὰ χέρια σας τὸ κόσκινο, τὴν ψιλὴ κρησάρα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ κοσκινίστε. Κοσκίνισε πρῶτα – πρῶτα τὸν ἑαυτό σου. Αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες ἄσε πιὰ τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις σου, καὶ στρέψε τὴν προσοχὴ στὴν ἀθάνατη ψυχή σου, ποὺ ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸν κόσμο. Πέρασε ἀπὸ κόσκινο τοὺς λογισμούς σου, τὰ λόγια σου, τὴ συμπεριφορά σου, ὅλη τὴ ζωή σου, καὶ θὰ δῇς ἂν ἐσὺ εἶσαι Χριστιανός. Πάρε κατόπιν τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τὴν οἰκογένειά σου, τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά σου. Πάρε μετὰ τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε τοὺς ἄρχοντες πολιτείας καὶ ἐκκλησίας, τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀνεξαιρέτως. Πάρε τὸ κόσκινο καὶ κοσκίνισε ὅλη τὴν πατρίδα καὶ τὴν κοινωνία μας. Καὶ θὰ δῇς, ἀπὸ τὰ τόσα ἑκατομμύρια, πόσοι ζοῦν τὸ δρᾶμα τοῦ Χριστοῦ, πόσοι ζοῦν τὸ μεγαλεῖο τοῦ χριστιανισμοῦ.
Φοβοῦμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι δὲν εἴμαστε Χριστιανοί· εἴμαστε χειρότεροι κι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Δὲν ἀξίζουμε νὰ κρατοῦμε τὰ βάια στὰ χέρια μας· διότι τὰ βάια εἶνε σύμβολα νίκης, κ᾽ ἐμεῖς εἴμαστε ὑπόδουλοι στὰ πάθη. Μᾶς ἔμεινε μόνο μιὰ ἐπιδερμίδα Χριστιανισμοῦ· στὰ βάθη μας δὲν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιοσύνη, δὲν ὑπάρχει τὸ πραγματικὸ εἶναι τοῦ Χριστιανοῦ. Ἂς ξυπνήσουμε λοιπόν.
Θέλετε νὰ γιορτάσετε σωστά; «Ἐξέλθετε» ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματα, ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς διαφθορᾶς, ἀπὸ τὶς σπηλιὲς τοῦ διαβόλου, καὶ «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ». Κάψτε τὸ βρωμερὸ «πουκάμισο» ποὺ φορᾶτε, τὸ ντύμα τῆς ἁμαρτίας, καὶ ντυθῆτε τὸ ἔνδυμα τῆς μετανοίας.
Ὑποδεχθῆτε τὸ Χριστό. Πλέξτε στεφάνι καὶ στεφανῶστε τον. Καὶ πρὸ παντὸς ἑτοιμάστε του τὸ σαλόνι σας. Θέλει σαλόνι ὁ Χριστός. Καὶ σαλόνι εἶνε ἡ καθαρὴ καρδιά. Ἐκεῖ ἀναπαύεται καὶ τελεῖ τὸ Πάσχα. Εὔχομαι, μὲ καρδιὰ καθαρὴ νὰ ἑορτάσουμε τὰ πάθη καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ λέγοντας «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς καὶ ὑμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως Βύρωνος – Ἀθηνῶν τὴν 10-4-1960augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου