ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΤΟΠΑΛΙΔΗ*
Το 1998, με το τέλος της προηγούμενης μακράς περιόδου επέκτασης της οικονομίας των ΗΠΑ, το 48,3% των επενδύσεων των επιχειρήσεων αφορούσαν τη δημιουργία νέων υποδομών παγίων εγκαταστάσεων και στην αγορά βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ το 30% την
τεχνολογία, όπως συστήματα επεξεργασίας της πληροφορίας και άδειες ή πατέντες βιομηχανικής (διανοητικής) ιδιοκτησίας (Financial Times, 26.11.18).
Το 2018 και μετά την εκτίναξη των δαπανών κεφαλαίου των επιχειρήσεων που ακολούθησε τις μεγάλες φορολογικές μειώσεις στα κέρδη των επιχειρήσεων από τη Διοίκηση Τραμπ, η εικόνα, ως προς την κυρίαρχη μορφή των επενδύσεων κεφαλαίου, έχει αντιστραφεί: Οι επενδύσεις σε τεχνολογία και διανοητική ιδιοκτησία έχουν αυξηθεί σε 52% των συνολικών νέων επενδύσεων ενώ οι επενδύσεις σε πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό έχουν μειωθεί σε 28,6%.
Η ριζική αυτή διαφοροποίηση στη μορφή των επενδύσεων στα τελευταία 20 χρόνια, υποδηλώνει τη σαφή μετατόπιση της κυριαρχίας στο περιεχόμενο του κεφαλαίου: από το φυσικό ή παραγωγικό στο άϋλο ή κεφάλαιο γνώσης.
Το άϋλο ξεπερνά τώρα το υλικό-παραγωγικό και καθίσταται σημαντικότερο για την ανάπτυξη.
Με αυτό τον τρόπο σηματοδοτείται η αλλαγή που έχει συντελεστεί στη φύση της οικονομικής μεγέθυνσης στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες και αναδεικνύεται μια από τις στρατηγικές πλευρές της μετάβασης από το βιομηχανικό στο νέο παραγωγικό μοντέλο της παγκόσμιας οικονομίας της γνώσης.
Πως επηρεάζει αυτή η μετάβαση το ρόλο των κύριων εισροών της παραγωγικής διαδικασίας – κεφαλαίου, εργασίας και παραγωγικότητας – και πως διαφοροποιεί την πορεία της ανάπτυξης;
Η κυριαρχία του άϋλου κεφαλαίου, που είναι δαπανηρότερο από το παραγωγικό καθώς μια μονάδα άϋλου κεφαλαίου είναι ακριβότερη για το σχηματισμό της από μια μονάδα παραγωγικού κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί – Apple, Alphabet, Cisco, Microsoft και Oracle – έχουν ξεπεράσει σήμερα σε χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση τα μεγαθήρια των βιομηχανικών και ενεργειακών κλάδων όπως π.χ. η General Motors και η Standard Oil, σημαίνει ότι η ανάπτυξη στο νέο παραγωγικό μοντέλο εξαρτάται περισσότερο από το κεφάλαιο και κατά συνέπεια από την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε σχέση με το προηγούμενο βιομηχανικό.
Οι επενδύσεις σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και εξοπλισμό οδηγούν στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και σε μισθολογικές βελτιώσεις ενώ αντίθετα οι επενδύσεις σε καινοτομία και διανοητική ιδιοκτησία δεν βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων (απασχόληση, μισθολογικό καθεστώς) όπως έδειξε η διάψευση των σχετικών προσδοκιών από τις φοροαπαλλαγές Τραμπ, μέχρι τουλάχιστον η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί με τη χρήση της νέας τεχνολογίας. Τούτο στη θεωρητική περίπτωση στην οποία η εκπαίδευση και η απόκτηση νέων δεξιοτήτων θα προηγείται διαρκώς του ρυθμού της τεχνολογικής αλλαγής.
Κατά συνέπεια το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου (λόγος κεφαλαίου προς εργασία) από το βιομηχανικό και, εντείνοντας την ανισότητα στην κατανομή των ωφελειών της μεγέθυνσης, προοιωνίζεται μεγάλη αύξηση της πίεσης στην κοινωνική συνοχή και άρα αναδραστικά στην ανάπτυξη.
Τα νέα ψηφιακά αγαθά και υπηρεσίες – στο βαθμό που είναι άϋλα και δεν συνδέονται ευθέως με την παραγωγική διαδικασία – αυξάνουν και με ποιόν τρόπο τη παραγωγικότητα;
Το ερώτημα τίθεται γιατί η επίδραση των νέων τεχνολογιών, που έγκειται κυρίως στην απαλλαγή από λιγότερα παραγωγικά καθήκοντα και στην ικανότητα διεκπεραίωσης διαφόρων καθηκόντων ιδιωτικά – «ελεύθερα», χωρίς τη διαμεσολάβηση παραγωγικών μέσων, δεν εντάσσεται στους υφιστάμενους τρόπους μέτρησης της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ.
Το ζήτημα της μέτρησης της οικονομικής ευμάρειας στην ψηφιακή εποχή απασχολεί ήδη το ΔΝΤ.
Συμπερασματικά η μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο συνοδεύεται διεθνώς από σημαντικές προκλήσεις για τις προοπτικές διατήρησης του βιοτικού επιπέδου που αν δεν αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες πολιτικές εγείρουν απειλές για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Σε αυτό θα επανέλθουμε.
*Ο Χάρης Τοπαλίδης είναι κάτοχος PhD. Συγγραφέας του βιβλίου “Η παγκόσμια κρίση της ευημερίας. Η βιώσιμη ανάπτυξη στη μετάβαση απο τη βιομηχανική στην παγκόσμια οικονομίατης γνώσης”. Εκδόσεις ΑΠΘ 2012
Πηγή: Έθνος
Το 1998, με το τέλος της προηγούμενης μακράς περιόδου επέκτασης της οικονομίας των ΗΠΑ, το 48,3% των επενδύσεων των επιχειρήσεων αφορούσαν τη δημιουργία νέων υποδομών παγίων εγκαταστάσεων και στην αγορά βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού, ενώ το 30% την
τεχνολογία, όπως συστήματα επεξεργασίας της πληροφορίας και άδειες ή πατέντες βιομηχανικής (διανοητικής) ιδιοκτησίας (Financial Times, 26.11.18).
Το 2018 και μετά την εκτίναξη των δαπανών κεφαλαίου των επιχειρήσεων που ακολούθησε τις μεγάλες φορολογικές μειώσεις στα κέρδη των επιχειρήσεων από τη Διοίκηση Τραμπ, η εικόνα, ως προς την κυρίαρχη μορφή των επενδύσεων κεφαλαίου, έχει αντιστραφεί: Οι επενδύσεις σε τεχνολογία και διανοητική ιδιοκτησία έχουν αυξηθεί σε 52% των συνολικών νέων επενδύσεων ενώ οι επενδύσεις σε πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό έχουν μειωθεί σε 28,6%.
Η ριζική αυτή διαφοροποίηση στη μορφή των επενδύσεων στα τελευταία 20 χρόνια, υποδηλώνει τη σαφή μετατόπιση της κυριαρχίας στο περιεχόμενο του κεφαλαίου: από το φυσικό ή παραγωγικό στο άϋλο ή κεφάλαιο γνώσης.
Το άϋλο ξεπερνά τώρα το υλικό-παραγωγικό και καθίσταται σημαντικότερο για την ανάπτυξη.
Με αυτό τον τρόπο σηματοδοτείται η αλλαγή που έχει συντελεστεί στη φύση της οικονομικής μεγέθυνσης στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες μεγάλες αναπτυγμένες οικονομίες και αναδεικνύεται μια από τις στρατηγικές πλευρές της μετάβασης από το βιομηχανικό στο νέο παραγωγικό μοντέλο της παγκόσμιας οικονομίας της γνώσης.
Πως επηρεάζει αυτή η μετάβαση το ρόλο των κύριων εισροών της παραγωγικής διαδικασίας – κεφαλαίου, εργασίας και παραγωγικότητας – και πως διαφοροποιεί την πορεία της ανάπτυξης;
Η κυριαρχία του άϋλου κεφαλαίου, που είναι δαπανηρότερο από το παραγωγικό καθώς μια μονάδα άϋλου κεφαλαίου είναι ακριβότερη για το σχηματισμό της από μια μονάδα παραγωγικού κεφαλαίου, όπως αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι οι τεχνολογικοί κολοσσοί – Apple, Alphabet, Cisco, Microsoft και Oracle – έχουν ξεπεράσει σήμερα σε χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση τα μεγαθήρια των βιομηχανικών και ενεργειακών κλάδων όπως π.χ. η General Motors και η Standard Oil, σημαίνει ότι η ανάπτυξη στο νέο παραγωγικό μοντέλο εξαρτάται περισσότερο από το κεφάλαιο και κατά συνέπεια από την ευρωστία του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε σχέση με το προηγούμενο βιομηχανικό.
Οι επενδύσεις σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και εξοπλισμό οδηγούν στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και σε μισθολογικές βελτιώσεις ενώ αντίθετα οι επενδύσεις σε καινοτομία και διανοητική ιδιοκτησία δεν βελτιώνουν τη θέση των εργαζομένων (απασχόληση, μισθολογικό καθεστώς) όπως έδειξε η διάψευση των σχετικών προσδοκιών από τις φοροαπαλλαγές Τραμπ, μέχρι τουλάχιστον η παραγωγικότητα της εργασίας αυξηθεί με τη χρήση της νέας τεχνολογίας. Τούτο στη θεωρητική περίπτωση στην οποία η εκπαίδευση και η απόκτηση νέων δεξιοτήτων θα προηγείται διαρκώς του ρυθμού της τεχνολογικής αλλαγής.
Κατά συνέπεια το νέο παραγωγικό μοντέλο είναι μεγαλύτερης έντασης κεφαλαίου (λόγος κεφαλαίου προς εργασία) από το βιομηχανικό και, εντείνοντας την ανισότητα στην κατανομή των ωφελειών της μεγέθυνσης, προοιωνίζεται μεγάλη αύξηση της πίεσης στην κοινωνική συνοχή και άρα αναδραστικά στην ανάπτυξη.
Τα νέα ψηφιακά αγαθά και υπηρεσίες – στο βαθμό που είναι άϋλα και δεν συνδέονται ευθέως με την παραγωγική διαδικασία – αυξάνουν και με ποιόν τρόπο τη παραγωγικότητα;
Το ερώτημα τίθεται γιατί η επίδραση των νέων τεχνολογιών, που έγκειται κυρίως στην απαλλαγή από λιγότερα παραγωγικά καθήκοντα και στην ικανότητα διεκπεραίωσης διαφόρων καθηκόντων ιδιωτικά – «ελεύθερα», χωρίς τη διαμεσολάβηση παραγωγικών μέσων, δεν εντάσσεται στους υφιστάμενους τρόπους μέτρησης της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ.
Το ζήτημα της μέτρησης της οικονομικής ευμάρειας στην ψηφιακή εποχή απασχολεί ήδη το ΔΝΤ.
Συμπερασματικά η μετάβαση στο νέο παραγωγικό μοντέλο συνοδεύεται διεθνώς από σημαντικές προκλήσεις για τις προοπτικές διατήρησης του βιοτικού επιπέδου που αν δεν αντιμετωπιστούν με τις κατάλληλες πολιτικές εγείρουν απειλές για τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης. Σε αυτό θα επανέλθουμε.
*Ο Χάρης Τοπαλίδης είναι κάτοχος PhD. Συγγραφέας του βιβλίου “Η παγκόσμια κρίση της ευημερίας. Η βιώσιμη ανάπτυξη στη μετάβαση απο τη βιομηχανική στην παγκόσμια οικονομίατης γνώσης”. Εκδόσεις ΑΠΘ 2012
Πηγή: Έθνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου