Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ματθ. 4,12-17)

Τα τρια βαπτισματα

«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17)

img3611

Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ ἱερὸ βάπτισμα. Μεγάλο τὸ μυστήριο αὐ­τὸ καὶ σπουδαία ἡ σημασία του, ὅπως ἐξηγήσαμε ἄλλοτε. Ἀναγεννᾷ καὶ λευκαίνει τὴν ψυχή, τὴν καθαρίζει ἀπὸ τὸ προπατορικὸ καὶ κάθε ἄλλο προσωπικὸ ἁμάρτημα. Γεννᾶται ὅ­μως τὸ ἐρώτημα· Τί γίνεται μετὰ τὸ βάπτισμα; Διατηροῦμε τὴν καθαρότητα ποὺ μᾶς
χάρισε τὸ θεῖο αὐτὸ λουτρό;

* * *

Τὰ παιδιὰ –καὶ οἱ μεγάλοι– ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα μετὰ τὸ βάπτισμα πρέπει νὰ ζήσουν μιὰ ἀναμάρτητη ζωή. Πρέπει νὰ κρατήσουν λευκό, καθαρό, ἀπαστράπτοντα σὰν τὸ χιόνι τὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσμα­τος.
 Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσῃ αὐ­τό; 
Κι ἀφοῦ αὐτὸ εἶνε ἀνθρωπίνως ἀδύνατο, τί γίνεται ὅταν μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Χριστια­νὸς ἁμαρτήσῃ; Εἶνε πράγματι μεγάλο τὸ κακό. Καταλογίζεται σοβαρά. 
Ἀλλιῶς κανονίζει ἡ Ἐκκλησία τὰ πρὸ τοῦ βαπτίσματος καὶ ἀλ­λιῶς τὰ μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτήματα. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχε καὶ μία γνώμη, ποὺ ὑποστήριξαν ὡρισμένοι θεολόγοι, ὅτι ἐὰν ἁ­μαρτήσῃ κάποιος μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν ὑ­πάρχει γι᾿ αὐτὸν συγχώρησις. Ἀλλὰ τὴ γνώμη αὐτὴ δὲν τὴν δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία, καὶ κατεδίκασε αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑποστήριζαν.
Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα μετὰ τὸ βάπτισμα ὥρισε ἡ Ἐκκλησία ἕνα ἄλλο δεύτερο βάπτισμα. Αὐτὸ εἶνε γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα. 

Τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὅλοι οἱ νεοφώτι­στοι περνοῦν ἀπὸ τὴν πρώτη κολυμβήθρα καὶ βγαίνουν ἄγγελοι. Μετὰ ὅμως χρειάζεται ἄλ­λη κάθαρσις. Ὅλοι ἐμεῖς, ἀπὸ ἑπτὰ χρο­νῶν παιδιὰ –γιατὶ ἀπὸ τότε πονηρεύεται ὁ ἄν­θρωπος–, μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα, ὅ­λοι μας πρέπει νὰ περάσουμε κι ἀπὸ μιὰ ἄλ­λη κολυμβήθρα. Ποιά εἶν᾿ αὐτή; Εἶνε τὸ ἄλλο μυστή­ριο, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος μὲ τὴν προτρο­πὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου «Μετανοεῖ­­τε» (Ματθ. 4,17). Τὸ ἵδρυσε καὶ μὲ τὰ ἄλλα λόγια ποὺ εἶπε στοὺς ἀποστόλους· «Λάβετε Πνεῦ­μα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφί­εν­ται αὐ­τοῖς…» (Ἰω. 20,22). Εἶνε τὸ μυστήριο ποὺ δὲν παραδέ­χονται οἱ προτεστάντες καὶ ἀπορρί­πτουν οἱ χιλιασταί. Εἶνε τὸ μυστήριο τῆς μετα­νοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Σ᾿ αὐτὸ πρέπει κάθε Χριστιανὸς νὰ προσέρχεται μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐὰν τὸ βάπτισμα σβήνῃ τὸ προπατορικὸ ἁ­μάρτημα, ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησις σβή­­νει τὰ προσωπικά μας ἁμαρτήματα. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ τὰ μετρήσῃ αὐτά; Εὐκολώτερο εἶ­νε νὰ μετρήσῃς τὶς τρίχες τῆς κεφα­λῆς σου ἢ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης ἢ τὶς σταγόνες τῶν ὠ­κεανῶν, παρὰ τὰ ἁμαρτήματά σου καὶ τὰ ἁ­μαρτήματα ὅλης αὐτῆς τῆς γενεᾶς. Ἔχεις λοιπὸν ἀνάγκη μετανοίας· ἔτσι εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ προσέρχεσαι στὸ μυστήριο αὐτό. –Γιὰ ποιό λόγο; Ἐγὼ δὲν κάνω τίποτε κακό… Δὲν κάνεις τίποτε; Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, ἀδέρφια μου, γι᾿ αὐτὰ ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὸ μυαλό μας, γιὰ τοὺς αἰσχροὺς καὶ τόσους ἄλλους λογισμούς; 
Μὰ ὅλα ξεκινοῦν ἀπ᾿ τὸ μυαλό. Αὐτὸς ποὺ μισεῖ λ.χ., δὲν χρειάζεται νὰ πάρῃ τὸ μαχαίρι καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι ἁμάρτησε· διότι καὶ «ὁ μι­σῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐ­στί…» (Α΄ Ἰω. 3,15). Καὶ ὁ ἐμβλέψας γυναῖ­κα μὲ βλέμ­μα πονηρό, λέει ὁ Χριστός, κι αὐ­τὸς ἔκανε τὴν ἁμαρτία μέσα στὴν ψυχή του (βλ. Ματθ. 5,28). Ἔ­χουμε λοιπὸν ἀνάγκη μετανοίας γιὰ τοὺς ἁ­μαρτωλοὺς λογισμούς, γιὰ τοὺς ὅρ­κους, τὶς βλαστήμιες, τὰ ἄπρεπα λόγια (ψέματα, συκοφαντίες, κατακρίσεις) – πόσα ἁμαρτήματα δὲν κάνει ἡ γλῶσσα! Ἔχουμε ἀ­νάγκη μετανοίας γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖ­ες, τὶς κλοπές, τὴ σατανικὴ μαγεία, τὶς ἀδικί­ες, τὶς ἁρ­παγὲς ποὺ κάνουμε, γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἀθῴων… Ἐδῶ ὅμως ἀκούω διαμαρτυρία· –Ἐμεῖς δὲν κάναμε κανένα φόνο, δὲν βάψαμε τὰ χέρια μας μὲ αἷμα… Λάθος κάνετε. Ἂν ἕνας ἄγγελος πάρῃ ζυγαριά, θὰ δῆτε πόσοι φονιᾶδες θὰ βρεθοῦν. –Φονιᾶδες; Ἐμεῖς δὲν σφάζουμε οὔτε κόττα!…  
Καὶ ὅμως! Ἀνατριχιάζουμε τὶς μέρες αὐτὲς ὅταν ἀκοῦμε, ὅτι ὁ Ἡρῴδης πῆρε τὸ μαχαίρι κ᾿ ἔκοψε σὰν τὰ πράσα, τὰ θέρισε σὰν τὰ στάχυα, δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια. Ὁ Ἡρῴ­δης τότε δεκατέσσερις χιλιάδες. 
 Σήμερα ἐ­μεῖς;… Μοῦ ἔρχεται νὰ σταματήσω. 
Γιατὶ θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ ποιός θ᾿ ἀκούσῃ; Ὁ Ἡρῴδης, ποὺ δὲν πίστευε, ἔσφαξε τότε δεκατέσσερις χιλιά­δες νήπια. Κ᾿ ἐμεῖς σήμερα; ἀσυγκρίτως περισσότερα! 
Δὲν εἶνε τίποτα τὰ Ἑλληνόπου­λα ποὺ ἔσφαξαν οἱ ἐχθροί, Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι.
 Ποῦ νὰ τὸ πῇς, ὅτι οἱ γονεῖς, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας, ξερρίζωσαν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ σπλάχνα τους τὰ λουλούδια τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὶς ἐκ­τρώσεις! 
Κι ὅμως αὐτοὶ λέγονται χριστιανοί, ἔρχονται στὴν ἐκκλησία καὶ τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν. 
Πλούτισαν καὶ θησαύρισαν οἱ ἀσυνείδητοι γιατροί, ἔχτισαν ἐπαύλεις. Ἀλλοίμονό μας! 
Θὰ γίνῃ σεισμὸς καὶ μόνο γιὰ τὸ ἁ­μάρ­τημα αὐτὸ τῶν ἐκτρώσεων. 
Εἶνε μικρότερη ἁμαρτία τὸ νὰ βάλῃς δυναμίτη καὶ νὰ τινά­ξῃς στὸν ἀέρα μιὰ ἐκκλησία ἀπὸ τὸ νὰ ξερριζώσῃς ἕνα παιδὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ σπλάχνα σου. Τὸ παιδὶ σοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεός, δὲν τὸ ἔκανες ἐ­σὺ μὲ τὸ ἔνστικτο· τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παν­αγιά. 
Ἡ ἁγία Τριὰς τὸ φύτεψε λουλούδι μέσ᾿ στὴ γλάστρα σου, κ᾿ ἐσὺ πῆγες καὶ τὸ ξερρίζω­­σες. Ἂν ἔρθῃ ἡ γειτόνισσα καὶ σοῦ ξερριζώσῃ ἀπὸ τὴ γλάστρα τὸ βασιλικό, θὰ πιαστῆ­τε καὶ θὰ γίνετε μαλλιὰ – κουβάρια. Κ᾿ ἐδῶ ξερ­ριζώνεις μὲ τὰ χέρια σου τὸ λουλούδι τοῦ Θεοῦ! Κάποιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας λέ­ει, ὅτι γι᾿ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα πρέπει ὁ καθένας μας νὰ κλάψουμε, ἀδέρφια μου, – ξέρε­τε πόσο; 
Πρέπει νὰ χύσουμε τόσα δάκρυα ὅσο νερὸ εἶχε ἡ κολυμβήθρα ποὺ μᾶς βαπτίσανε! Μὰ δὲν ἔχουμε δάκρυα. 
Στέρεψαν οἱ πη­γὲς τῶν δακρύων, στέρεψαν οἱ καρδιές· ἔγιναν πέτρινες, ἀναίσθητες, πεπωρωμένες. Ἀλ­λ᾿ ἂν δὲν ἔχουμε τόσα δάκρυα ὅσα εἶχε ὁ Δαυ­ΐδ, ποὺ σηκωνόταν τὴ νύχτα καὶ μούσκευε τὴν κλίνη του, ἂν δὲν ἔχουμε τὰ δάκρυα τῆς πόρνης καὶ τοῦ Πέτρου ποὺ «ἔ­κλαυ­σε πικρῶς» (Ματθ. 26,75), ἂν δὲν ἔχουμε τὰ δάκρυα τῶν ἁγίων καὶ τῶν ἀσκητῶν, ἂς βροῦμε τοὐλάχιστον ἕνα δάκρυ. 

Ὅπως οἱ ἐπίτροποι βγάζουν δίσκο καὶ μαζεύουν τὸν ὀβολὸ τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἔ­τσι καὶ κάποιος ἄγγελος ­βγάζει ἕναν ἄλλο δίσκο. Καὶ τί ζητᾷ; Ἕνα δάκρυ! Θέλει ἀπ᾿ ὅλους μας νὰ πάρῃ ἕνα δάκρυ, γιὰ νὰ τ᾿ ἀνεβάσῃ μπροστὰ στὸ Θεό. Ἕνα δάκρυ πραγματικῆς μετανοίας εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, κολυμβήθρα ποὺ σβήνει τὰ ἁμαρτήματα.

* * *

Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, δύο βαπτίσματα· τὸ ἕ­να εἶνε στὰ μικρά μας τὰ χρόνια, τὸ δεύτερο εἶνε ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησι. 
Ὑπάρχει βέβαια κ᾿ ἕνα τρίτο βάπτισμα. Αὐτὸ εἶνε ἀνώτε­ρο ὅλων, κι ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα κι ἀπὸ τὴ με­τάνοια. Ἀλλ᾿ ἐμεῖς, βρωμερὰ σκουλήκια τῆς γῆς, κοράκια μαῦρα καὶ ἀπαίσια, δὲν τὸ ἀξίζουμε. 
Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Τὸ τρίτο βάπτισμα εἶνε, νὰ σ᾿ ἁρ­πάξουν, νὰ σὲ κλείσουν μέσα, νὰ βάλουν ἕ­να σταυρὸ κάτω, νὰ σοῦ ποῦν –Πάτησέ τον, ­νὰ πῇς –Ὄχι δὲν τὸν πατῶ! καὶ νὰ σὲ σφάξουν γιὰ τὸ Χριστό. Αὐτὸ εἶνε τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ βάπτισμα ποὺ πῆραν οἱ ἅγιοι ὄχι ­μέσα στὰ νερὰ ἀλλὰ μέσα στὸ δικό τους αἷμα. Τρία, λοιπόν, βαπτίσματα.  
Ἀδελφοί μου! Πολλοὶ τὶς ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου πηγαίνουν στὰ Ἰεροσόλυμα, ­παίρ­νουν ἁγιασμένο νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, κι ὅ­ταν ἐπιστρέφουν τοὺς λένε χατζῆδες. 
Ἂν ὅ­μως ἐσεῖς δὲν μπορῆτε νὰ πᾶτε στὸν Ἰορδάνη, δὲν πειράζει. 
Γιατὶ μπορεῖ χίλιες φορὲς νὰ περάσετε τὸν Ἰορδάνη, κι ὅμως νὰ μὴ σβήσετε οὔτε μιὰ ἁμαρτία σας. Κάποιος ἄλλος Ἰ­­ορδάνης εἶνε κοντά μας τώρα. «Ἀντλήσατε ὕ­δωρ μετ᾿ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτη­ρίου» (Ἠσ. 12,3)· ἐλᾶτε, λέει, νὰ πάρετε νερὸ ἀ­πὸ ᾿κεῖ ποὺ πηγάζει ἡ σωτηρία.  
Κοντά μας εἶνε, ἀδέρφια μου, τρεῖς Ἰορδάνηδες ποὺ τρέχουν. 
Ὁ ἕνας εἶνε ἡ κολυμβήθρα τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν ἀγγελούδια.
 Ὁ ἄλλος εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν ἅγιοι. 
Καὶ ὁ τρίτος εἶνε τὸ αἷμα· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν μάρτυρες καὶ ὁμολογηταί.  
Ὦ Θεέ μου, ὦ Χριστέ, ὦ Παναγία, τί μυστή­ρια ἔχει ἡ θρησκεία μας! Εἶνε ζωντανή. Ἂς τὰ πιστεύουμε. Ἂς τὰ λατρεύουμε. Ἂς εἴμαστε πι­­στά της τέκνα. Κι ἅμα φτάσῃ ἡ τελευταία ὥ­ρα τῆς ζωῆς μας, νὰ σφραγίσουμε τὰ χείλη μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Πειραιῶς 8-1-1961β΄)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου