Τα τρια βαπτισματα
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 4,17)
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅλοι
οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ γίναμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ ἱερὸ βάπτισμα.
Μεγάλο τὸ μυστήριο αὐτὸ καὶ σπουδαία ἡ σημασία του, ὅπως ἐξηγήσαμε
ἄλλοτε. Ἀναγεννᾷ καὶ λευκαίνει τὴν ψυχή, τὴν καθαρίζει ἀπὸ τὸ
προπατορικὸ καὶ κάθε ἄλλο προσωπικὸ ἁμάρτημα. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα·
Τί γίνεται μετὰ τὸ βάπτισμα; Διατηροῦμε τὴν καθαρότητα ποὺ μᾶς
χάρισε
τὸ θεῖο αὐτὸ λουτρό;* * *
Τὰ παιδιὰ –καὶ οἱ μεγάλοι– ποὺ
βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἱερὰ κολυμβήθρα μετὰ τὸ βάπτισμα πρέπει νὰ ζήσουν μιὰ
ἀναμάρτητη ζωή. Πρέπει νὰ κρατήσουν λευκό, καθαρό, ἀπαστράπτοντα σὰν τὸ
χιόνι τὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος.
Ποιός ὅμως μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσῃ
αὐτό;
Κι ἀφοῦ αὐτὸ εἶνε ἀνθρωπίνως ἀδύνατο, τί γίνεται ὅταν μετὰ τὸ
βάπτισμα ὁ Χριστιανὸς ἁμαρτήσῃ; Εἶνε πράγματι μεγάλο τὸ κακό.
Καταλογίζεται σοβαρά.
Ἀλλιῶς κανονίζει ἡ Ἐκκλησία τὰ πρὸ τοῦ βαπτίσματος
καὶ ἀλλιῶς τὰ μετὰ τὸ βάπτισμα ἁμαρτήματα. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ὑπῆρχε
καὶ μία γνώμη, ποὺ ὑποστήριξαν ὡρισμένοι θεολόγοι, ὅτι ἐὰν ἁμαρτήσῃ
κάποιος μετὰ τὸ βάπτισμα δὲν ὑπάρχει γι᾿ αὐτὸν συγχώρησις. Ἀλλὰ τὴ
γνώμη αὐτὴ δὲν τὴν δέχθηκε ἡ Ἐκκλησία, καὶ κατεδίκασε αὐτοὺς ποὺ τὴν
ὑποστήριζαν.
Γιὰ τὰ ἁμαρτήματα μετὰ τὸ
βάπτισμα ὥρισε ἡ Ἐκκλησία ἕνα ἄλλο δεύτερο βάπτισμα. Αὐτὸ εἶνε γιὰ ὅλους
τοὺς πιστοὺς ἀπὸ ᾿κεῖ καὶ πέρα.
Τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ ὅλοι οἱ
νεοφώτιστοι περνοῦν ἀπὸ τὴν πρώτη κολυμβήθρα καὶ βγαίνουν ἄγγελοι. Μετὰ
ὅμως χρειάζεται ἄλλη κάθαρσις. Ὅλοι ἐμεῖς, ἀπὸ ἑπτὰ χρονῶν παιδιὰ
–γιατὶ ἀπὸ τότε πονηρεύεται ὁ ἄνθρωπος–, μέχρι τὸν ἀσπρομάλλη γέροντα,
ὅλοι μας πρέπει νὰ περάσουμε κι ἀπὸ μιὰ ἄλλη κολυμβήθρα. Ποιά εἶν᾿
αὐτή; Εἶνε τὸ ἄλλο μυστήριο, ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ
σημερινοῦ εὐαγγελίου «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 4,17). Τὸ ἵδρυσε καὶ μὲ τὰ
ἄλλα λόγια ποὺ εἶπε στοὺς ἀποστόλους· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων
ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς…» (Ἰω. 20,22). Εἶνε τὸ μυστήριο
ποὺ δὲν παραδέχονται οἱ προτεστάντες καὶ ἀπορρίπτουν οἱ χιλιασταί.
Εἶνε τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Σ᾿ αὐτὸ πρέπει κάθε
Χριστιανὸς νὰ προσέρχεται μετὰ τὸ βάπτισμα.
Ἐὰν τὸ βάπτισμα σβήνῃ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ἡ μετάνοια καὶ ἡ
ἐξομολόγησις σβήνει τὰ προσωπικά μας ἁμαρτήματα. Καὶ ποιός μπορεῖ νὰ
τὰ μετρήσῃ αὐτά; Εὐκολώτερο εἶνε νὰ μετρήσῃς τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς
σου ἢ τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης ἢ τὶς σταγόνες τῶν ὠκεανῶν, παρὰ τὰ
ἁμαρτήματά σου καὶ τὰ ἁμαρτήματα ὅλης αὐτῆς τῆς γενεᾶς. Ἔχεις λοιπὸν
ἀνάγκη μετανοίας· ἔτσι εἶσαι ὑποχρεωμένος νὰ προσέρχεσαι στὸ μυστήριο
αὐτό.
–Γιὰ ποιό λόγο; Ἐγὼ δὲν κάνω τίποτε κακό…
Δὲν κάνεις τίποτε; Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, ἀδέρφια μου,
γι᾿ αὐτὰ ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὸ μυαλό μας, γιὰ τοὺς αἰσχροὺς καὶ τόσους
ἄλλους λογισμούς;
Μὰ ὅλα ξεκινοῦν ἀπ᾿ τὸ μυαλό. Αὐτὸς ποὺ μισεῖ λ.χ.,
δὲν χρειάζεται νὰ πάρῃ τὸ μαχαίρι καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἄλλο γιὰ νὰ ποῦμε
ὅτι ἁμάρτησε· διότι καὶ «ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος
ἐστί…» (Α΄ Ἰω. 3,15). Καὶ ὁ ἐμβλέψας γυναῖκα μὲ βλέμμα πονηρό, λέει ὁ
Χριστός, κι αὐτὸς ἔκανε τὴν ἁμαρτία μέσα στὴν ψυχή του (βλ. Ματθ.
5,28). Ἔχουμε λοιπὸν ἀνάγκη μετανοίας γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς,
γιὰ τοὺς ὅρκους, τὶς βλαστήμιες, τὰ ἄπρεπα λόγια (ψέματα, συκοφαντίες,
κατακρίσεις) – πόσα ἁμαρτήματα δὲν κάνει ἡ γλῶσσα! Ἔχουμε ἀνάγκη
μετανοίας γιὰ τὶς πορνεῖες, τὶς μοιχεῖες, τὶς κλοπές, τὴ σατανικὴ
μαγεία, τὶς ἀδικίες, τὶς ἁρπαγὲς ποὺ κάνουμε, γιὰ τὸ αἷμα τῶν ἀθῴων…
Ἐδῶ ὅμως ἀκούω διαμαρτυρία·
–Ἐμεῖς δὲν κάναμε κανένα φόνο, δὲν βάψαμε τὰ χέρια μας μὲ αἷμα…
Λάθος κάνετε. Ἂν ἕνας ἄγγελος πάρῃ ζυγαριά, θὰ δῆτε πόσοι φονιᾶδες θὰ βρεθοῦν.
–Φονιᾶδες; Ἐμεῖς δὲν σφάζουμε οὔτε κόττα!…
Καὶ ὅμως! Ἀνατριχιάζουμε τὶς μέρες αὐτὲς ὅταν ἀκοῦμε, ὅτι ὁ
Ἡρῴδης πῆρε τὸ μαχαίρι κ᾿ ἔκοψε σὰν τὰ πράσα, τὰ θέρισε σὰν τὰ στάχυα,
δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια. Ὁ Ἡρῴδης τότε δεκατέσσερις χιλιάδες.
Σήμερα ἐμεῖς;… Μοῦ ἔρχεται νὰ σταματήσω.
Γιατὶ θὰ τὸ πῶ, ἀλλὰ ποιός θ᾿
ἀκούσῃ; Ὁ Ἡρῴδης, ποὺ δὲν πίστευε, ἔσφαξε τότε δεκατέσσερις χιλιάδες
νήπια. Κ᾿ ἐμεῖς σήμερα; ἀσυγκρίτως περισσότερα!
Δὲν εἶνε τίποτα τὰ
Ἑλληνόπουλα ποὺ ἔσφαξαν οἱ ἐχθροί, Τοῦρκοι καὶ Βούλγαροι.
Ποῦ νὰ τὸ
πῇς, ὅτι οἱ γονεῖς, ἡ μάνα κι ὁ πατέρας, ξερρίζωσαν μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ σπλάχνα
τους τὰ λουλούδια τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὶς ἐκτρώσεις!
Κι ὅμως αὐτοὶ λέγονται
χριστιανοί, ἔρχονται στὴν ἐκκλησία καὶ τολμοῦν καὶ κοινωνοῦν.
Πλούτισαν
καὶ θησαύρισαν οἱ ἀσυνείδητοι γιατροί, ἔχτισαν ἐπαύλεις. Ἀλλοίμονό μας!
Θὰ γίνῃ σεισμὸς καὶ μόνο γιὰ τὸ ἁμάρτημα αὐτὸ τῶν ἐκτρώσεων.
Εἶνε
μικρότερη ἁμαρτία τὸ νὰ βάλῃς δυναμίτη καὶ νὰ τινάξῃς στὸν ἀέρα μιὰ
ἐκκλησία ἀπὸ τὸ νὰ ξερριζώσῃς ἕνα παιδὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ σπλάχνα σου. Τὸ
παιδὶ σοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεός, δὲν τὸ ἔκανες ἐσὺ μὲ τὸ ἔνστικτο· τὸ ἔκανε ὁ
Θεὸς καὶ ἡ Παναγιά.
Ἡ ἁγία Τριὰς τὸ φύτεψε λουλούδι μέσ᾿ στὴ γλάστρα
σου, κ᾿ ἐσὺ πῆγες καὶ τὸ ξερρίζωσες. Ἂν ἔρθῃ ἡ γειτόνισσα καὶ σοῦ
ξερριζώσῃ ἀπὸ τὴ γλάστρα τὸ βασιλικό, θὰ πιαστῆτε καὶ θὰ γίνετε μαλλιὰ –
κουβάρια. Κ᾿ ἐδῶ ξερριζώνεις μὲ τὰ χέρια σου τὸ λουλούδι τοῦ Θεοῦ!
Κάποιος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας λέει, ὅτι γι᾿ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα
πρέπει ὁ καθένας μας νὰ κλάψουμε, ἀδέρφια μου, – ξέρετε πόσο;
Πρέπει νὰ
χύσουμε τόσα δάκρυα ὅσο νερὸ εἶχε ἡ κολυμβήθρα ποὺ μᾶς βαπτίσανε!
Μὰ δὲν ἔχουμε δάκρυα.
Στέρεψαν οἱ πηγὲς τῶν δακρύων, στέρεψαν
οἱ καρδιές· ἔγιναν πέτρινες, ἀναίσθητες, πεπωρωμένες. Ἀλλ᾿ ἂν δὲν
ἔχουμε τόσα δάκρυα ὅσα εἶχε ὁ Δαυΐδ, ποὺ σηκωνόταν τὴ νύχτα καὶ
μούσκευε τὴν κλίνη του, ἂν δὲν ἔχουμε τὰ δάκρυα τῆς πόρνης καὶ τοῦ
Πέτρου ποὺ «ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. 26,75), ἂν δὲν ἔχουμε τὰ δάκρυα τῶν
ἁγίων καὶ τῶν ἀσκητῶν, ἂς βροῦμε τοὐλάχιστον ἕνα δάκρυ.
Ὅπως οἱ
ἐπίτροποι βγάζουν δίσκο καὶ μαζεύουν τὸν ὀβολὸ τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἔτσι
καὶ κάποιος ἄγγελος βγάζει ἕναν ἄλλο δίσκο. Καὶ τί ζητᾷ; Ἕνα δάκρυ!
Θέλει ἀπ᾿ ὅλους μας νὰ πάρῃ ἕνα δάκρυ, γιὰ νὰ τ᾿ ἀνεβάσῃ μπροστὰ στὸ
Θεό. Ἕνα δάκρυ πραγματικῆς μετανοίας εἶνε Ἰορδάνης ποταμός, κολυμβήθρα
ποὺ σβήνει τὰ ἁμαρτήματα.
* * *
Εἴδαμε, ἀγαπητοί μου, δύο
βαπτίσματα· τὸ ἕνα εἶνε στὰ μικρά μας τὰ χρόνια, τὸ δεύτερο εἶνε ἡ
μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγησι.
Ὑπάρχει βέβαια κ᾿ ἕνα τρίτο βάπτισμα. Αὐτὸ
εἶνε ἀνώτερο ὅλων, κι ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα κι ἀπὸ τὴ μετάνοια. Ἀλλ᾿
ἐμεῖς, βρωμερὰ σκουλήκια τῆς γῆς, κοράκια μαῦρα καὶ ἀπαίσια, δὲν τὸ
ἀξίζουμε.
Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Τὸ τρίτο βάπτισμα εἶνε, νὰ σ᾿ ἁρπάξουν, νὰ σὲ
κλείσουν μέσα, νὰ βάλουν ἕνα σταυρὸ κάτω, νὰ σοῦ ποῦν –Πάτησέ τον, νὰ
πῇς –Ὄχι δὲν τὸν πατῶ! καὶ νὰ σὲ σφάξουν γιὰ τὸ Χριστό. Αὐτὸ εἶνε τὸ
βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ βάπτισμα ποὺ πῆραν οἱ ἅγιοι ὄχι μέσα στὰ νερὰ
ἀλλὰ μέσα στὸ δικό τους αἷμα.
Τρία, λοιπόν, βαπτίσματα.
Ἀδελφοί μου! Πολλοὶ τὶς ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου πηγαίνουν στὰ
Ἰεροσόλυμα, παίρνουν ἁγιασμένο νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, κι ὅταν
ἐπιστρέφουν τοὺς λένε χατζῆδες.
Ἂν ὅμως ἐσεῖς δὲν μπορῆτε νὰ πᾶτε στὸν
Ἰορδάνη, δὲν πειράζει.
Γιατὶ μπορεῖ χίλιες φορὲς νὰ περάσετε τὸν
Ἰορδάνη, κι ὅμως νὰ μὴ σβήσετε οὔτε μιὰ ἁμαρτία σας. Κάποιος ἄλλος
Ἰορδάνης εἶνε κοντά μας τώρα. «Ἀντλήσατε ὕδωρ μετ᾿ εὐφροσύνης ἐκ τῶν
πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἠσ. 12,3)· ἐλᾶτε, λέει, νὰ πάρετε νερὸ ἀπὸ ᾿κεῖ
ποὺ πηγάζει ἡ σωτηρία.
Κοντά μας εἶνε, ἀδέρφια μου, τρεῖς Ἰορδάνηδες ποὺ τρέχουν.
Ὁ
ἕνας εἶνε ἡ κολυμβήθρα τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν
ἀγγελούδια.
Ὁ ἄλλος εἶνε τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν
ἅγιοι.
Καὶ ὁ τρίτος εἶνε τὸ αἷμα· ἀπὸ ᾿κεῖ βγαίνουν μάρτυρες καὶ
ὁμολογηταί.
Ὦ Θεέ μου, ὦ Χριστέ, ὦ Παναγία, τί μυστήρια ἔχει ἡ θρησκεία
μας! Εἶνε ζωντανή. Ἂς τὰ πιστεύουμε. Ἂς τὰ λατρεύουμε. Ἂς εἴμαστε
πιστά της τέκνα. Κι ἅμα φτάσῃ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς μας, νὰ
σφραγίσουμε τὰ χείλη μας μὲ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε…» (Λουκ. 23,42)·
ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸ Ἁγ. Βασιλείου Πειραιῶς 8-1-1961β΄)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου