Oι κάτοικοι της Αττικής διαθέτουν το υψηλότερο εισόδημα σε όλη την
Ελλάδα, ενώ οι Κρητικοί (!) κατατάσσονται τελευταίοι ανάμεσα στους
κατοίκους των 14 Περιφερειών της χώρας, με το χαμηλότερο εισόδημα για το
2016.
Την ίδια στιγμή, το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο στην Ελλάδα αντιστοιχεί εν έτει 2016 στα
9.313 ευρώ, όταν μία οκταετία πρίν, το 2008 και πρίν την κρίση, το αντίστοιχο νούμερο ήταν μεγαλύτερο για τους Ελληνες κατά 3.660 ευρώ ή συνολικά 12.973 ευρώ.
Τα στοιχεία, που βασίζονται σε φορολογικές δηλώσεις και στατιστικά, προέρχονται από τη φετινή μελέτη της GfK "GfK Purchasing Power Europe 2016", η οποία είναι διαθέσιμη για 42 ευρωπαϊκές χώρες καλύπτοντας λεπτομερή επίπεδα περιοχών κι επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο αυτή την εποχή.
Η Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη, με βάση τη φετινή μελέτη, αν και το νούμερο εξακολουθεί να ακούγεται μεγάλο, αν ληφθούν υπόψη οι σημερινές συνθήκες στην ελληνική οικονομία, με τις επιπλέον παραμέτρους των μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων, των καθυστερήσεων στους μισθούς από μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων κ.τ.λ..
Οπως επισημαίνουν πάντως οι αναλυτές της Gfk, η αγοραστική δύναμη είναι η μέτρηση του κατά κεφαλήν διαθεσίμου εισοδήματος (συμπεριλαμβανομένων τυχόν κρατικών παροχών) μετά την αφαίρεση των πρώτων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και αντιστοιχεί σε αυτά που θα διαθέσει ο κάθε κάτοικος προκειμένου να καλύψει τα καθημερινά έξοδα διαβίωσης, οργανισμούς κοινής ωφέλειας, μετακινήσεις κ.τ.λ..
Οσον αφορά το εισόδημα των Ελλήνων το 2016, εμφανίζεται περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, η ονομαστική μείωση είναι 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη της GfK, συνολικά οι Ευρωπαίοι διαθέτουν 9,18 τρισ. ευρώ για κατανάλωση και αποταμίευση.
Αυτό σημαίνει μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη της τάξης των 13.672 ευρώ για τις 42 χώρες που αξιολογήθηκαν στην έρευνα, το οποίο αντιστοιχεί σε ονομαστική αύξηση της τάξης περίπου 0,3%.
Σημειωτέον ότι τα στοιχεία αγοραστικής δύναμης της GfK αναφέρονται στο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο σημαίνει ότι οι τιμές δεν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό. Η βάση υπολογισμού είναι στοιχεία για το φόρο εισοδήματος, καθώς και στατιστικά στοιχεία και προβλέψεις οικονομικών ινστιτούτων.
Τα στοιχεία για την Ελλάδα
Συγκρίνοντας τις 14 ελληνικές περιφέρειες, οι κάτοικοι της Αττικής, παρουσιάζουν την υψηλότερη μέση αγοραστική δύναμη: Με σχεδόν 10.800 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, έχουν 16% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας αλλά παρόλα αυτά παραμένουν πίσω κατά 21% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αυτό τους τοποθετεί περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Πορτογαλίας (κατάταξη 20η στην Ευρώπη). Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η
Κεντρική Μακεδονία με 9.244 ευρώ ανά κάτοικο.
Η χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωπαική μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην ισοτιμία συναλλάγματος και στη στασιμότητα της ανάπτυξης σε κάποιες από τις μεγαλύτερες χώρες. Παρόλα αυτά, πολλές χώρες έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 5%, περιλαμβανομένων της Ισλανδίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Εστονίας, Τσεχίας, Βοσνίας, Κροατίας, Μάλτας, Σλοβακίας, Λουξεμβούργου και Λετονίας.
Το νησί της Κρήτης κατατάσσεται τελευταίο ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με 7.331 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη – αυτό είναι 21% χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας και κατά προσέγγιση ίσο με το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της Τσεχίας (κατάταξη 26η στην Ευρώπη).
Τα στοιχεία για την Ευρώπη
Πανευρωπαϊκά, τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο έχει το Λιχτενστάιν με 63.011 ευρώ και ακολουθεί η Ελβετία με 42.300 ευρώ. Oκτώ χρόνια πρίν το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα στο Λιχτενστάιν ήταν στα 44.851 και στην Ελβετία στα 26.842 ευρώ.
Το 2016, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Ισλανδία συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα, ενώ οι Γερμανοί και οι Βρετανοί βρίσκονται στην 9η και 10η θέση αντίστοιχα με 21.879 ευρώ και 21.141 ευρώ αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο.
Υπάρχει ακόμα σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα καθαρά εισοδήματα στην Ευρώπη: Κάτοικοι του Λιχτενστάιν, της χώρας με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, έχουν σχεδόν ογδόντα φορές περισσότερη αγοραστική δύναμη ανά άτομο από τους κατοίκους της Ουκρανίας, η οποία πα- ρουσιάζει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη.
Οι τέσσερις χώρες με τον υψηλότερο πληθυσμό – Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία – αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού και το 60% της αγοραστικής δύναμης της ηπείρου. Ακόμα και ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα των χωρών, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία ξεπερνούν σημαντικά τις άλλες χώρες με αγοραστική δύναμη 3 εως 4,6 φορές (αντίστοιχα) υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αρκετά χαμηλότερα, τρίτο, ακολουθεί το Λουξεμβούργο, με 2.2 φορές υψηλό- τερα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όλες οι υπόλοιπες χώρες της δεκάδας εμφανίζουν τουλάχιστον 1,5 φορά υψηλότερα επίπεδα από τη μέση ευρωπαϊκή κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη.
Ανακατάταξη παρατηρείται ανάμεσα στις χώρες της πρώτης δεκάδας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Το Λουξεμβούργο ξεπερνά την Νορβηγία για να καταλάβει την τρίτη θέση, ενώ η Ισλανδία ανεβαίνει τρεις θέσεις φτάνοντας στην πέμπτη και η Μεγάλη Βρετανία πέφτει τέσσερις θέσεις αγγίζοντας τη δέκατη.
απο το Newmoney.gr
Την ίδια στιγμή, το διαθέσιμο εισόδημα ανά κάτοικο στην Ελλάδα αντιστοιχεί εν έτει 2016 στα
9.313 ευρώ, όταν μία οκταετία πρίν, το 2008 και πρίν την κρίση, το αντίστοιχο νούμερο ήταν μεγαλύτερο για τους Ελληνες κατά 3.660 ευρώ ή συνολικά 12.973 ευρώ.
Τα στοιχεία, που βασίζονται σε φορολογικές δηλώσεις και στατιστικά, προέρχονται από τη φετινή μελέτη της GfK "GfK Purchasing Power Europe 2016", η οποία είναι διαθέσιμη για 42 ευρωπαϊκές χώρες καλύπτοντας λεπτομερή επίπεδα περιοχών κι επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο αυτή την εποχή.
Η Ελλάδα παραμένει στην 22η θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη, με βάση τη φετινή μελέτη, αν και το νούμερο εξακολουθεί να ακούγεται μεγάλο, αν ληφθούν υπόψη οι σημερινές συνθήκες στην ελληνική οικονομία, με τις επιπλέον παραμέτρους των μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων, των καθυστερήσεων στους μισθούς από μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων κ.τ.λ..
Οπως επισημαίνουν πάντως οι αναλυτές της Gfk, η αγοραστική δύναμη είναι η μέτρηση του κατά κεφαλήν διαθεσίμου εισοδήματος (συμπεριλαμβανομένων τυχόν κρατικών παροχών) μετά την αφαίρεση των πρώτων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και αντιστοιχεί σε αυτά που θα διαθέσει ο κάθε κάτοικος προκειμένου να καλύψει τα καθημερινά έξοδα διαβίωσης, οργανισμούς κοινής ωφέλειας, μετακινήσεις κ.τ.λ..
Οσον αφορά το εισόδημα των Ελλήνων το 2016, εμφανίζεται περίπου κατά ένα τρίτο χαμηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, η ονομαστική μείωση είναι 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη της GfK, συνολικά οι Ευρωπαίοι διαθέτουν 9,18 τρισ. ευρώ για κατανάλωση και αποταμίευση.
Αυτό σημαίνει μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη της τάξης των 13.672 ευρώ για τις 42 χώρες που αξιολογήθηκαν στην έρευνα, το οποίο αντιστοιχεί σε ονομαστική αύξηση της τάξης περίπου 0,3%.
Σημειωτέον ότι τα στοιχεία αγοραστικής δύναμης της GfK αναφέρονται στο καθαρό διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο σημαίνει ότι οι τιμές δεν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό. Η βάση υπολογισμού είναι στοιχεία για το φόρο εισοδήματος, καθώς και στατιστικά στοιχεία και προβλέψεις οικονομικών ινστιτούτων.
Τα στοιχεία για την Ελλάδα
Συγκρίνοντας τις 14 ελληνικές περιφέρειες, οι κάτοικοι της Αττικής, παρουσιάζουν την υψηλότερη μέση αγοραστική δύναμη: Με σχεδόν 10.800 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη, έχουν 16% περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα από το μέσο όρο της χώρας αλλά παρόλα αυτά παραμένουν πίσω κατά 21% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αυτό τους τοποθετεί περίπου στο ίδιο επίπεδο αγοραστικής δύναμης με τους κατοίκους της Πορτογαλίας (κατάταξη 20η στην Ευρώπη). Πιο κοντά στη μέση τιμή της χώρας εμφανίζεται η
Κεντρική Μακεδονία με 9.244 ευρώ ανά κάτοικο.
Η χαμηλή ανάπτυξη στην ευρωπαική μέση κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη οφείλεται, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην ισοτιμία συναλλάγματος και στη στασιμότητα της ανάπτυξης σε κάποιες από τις μεγαλύτερες χώρες. Παρόλα αυτά, πολλές χώρες έχουν ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 5%, περιλαμβανομένων της Ισλανδίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Εστονίας, Τσεχίας, Βοσνίας, Κροατίας, Μάλτας, Σλοβακίας, Λουξεμβούργου και Λετονίας.
Το νησί της Κρήτης κατατάσσεται τελευταίο ανάμεσα στις 14 περιφέρειες με 7.331 ευρώ κατά κεφαλήν αγοραστική δύναμη – αυτό είναι 21% χαμηλότερο από το μέσο όρο της χώρας και κατά προσέγγιση ίσο με το διαθέσιμο εισόδημα των κατοίκων της Τσεχίας (κατάταξη 26η στην Ευρώπη).
Τα στοιχεία για την Ευρώπη
Πανευρωπαϊκά, τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο έχει το Λιχτενστάιν με 63.011 ευρώ και ακολουθεί η Ελβετία με 42.300 ευρώ. Oκτώ χρόνια πρίν το διαθέσιμο κατά κεφαλή εισόδημα στο Λιχτενστάιν ήταν στα 44.851 και στην Ελβετία στα 26.842 ευρώ.
Το 2016, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Ισλανδία συμπληρώνουν την πρώτη πεντάδα, ενώ οι Γερμανοί και οι Βρετανοί βρίσκονται στην 9η και 10η θέση αντίστοιχα με 21.879 ευρώ και 21.141 ευρώ αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο.
Υπάρχει ακόμα σημαντική διαφοροποίηση ανάμεσα στα καθαρά εισοδήματα στην Ευρώπη: Κάτοικοι του Λιχτενστάιν, της χώρας με τη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, έχουν σχεδόν ογδόντα φορές περισσότερη αγοραστική δύναμη ανά άτομο από τους κατοίκους της Ουκρανίας, η οποία πα- ρουσιάζει τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην Ευρώπη.
Οι τέσσερις χώρες με τον υψηλότερο πληθυσμό – Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία – αντιπροσωπεύουν περίπου το 40% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού και το 60% της αγοραστικής δύναμης της ηπείρου. Ακόμα και ανάμεσα στην πρώτη δεκάδα των χωρών, το Λιχτενστάιν και η Ελβετία ξεπερνούν σημαντικά τις άλλες χώρες με αγοραστική δύναμη 3 εως 4,6 φορές (αντίστοιχα) υψηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αρκετά χαμηλότερα, τρίτο, ακολουθεί το Λουξεμβούργο, με 2.2 φορές υψηλό- τερα του Ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όλες οι υπόλοιπες χώρες της δεκάδας εμφανίζουν τουλάχιστον 1,5 φορά υψηλότερα επίπεδα από τη μέση ευρωπαϊκή κατά κεφαλή αγοραστική δύναμη.
Ανακατάταξη παρατηρείται ανάμεσα στις χώρες της πρώτης δεκάδας σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, κυρίως λόγω συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Το Λουξεμβούργο ξεπερνά την Νορβηγία για να καταλάβει την τρίτη θέση, ενώ η Ισλανδία ανεβαίνει τρεις θέσεις φτάνοντας στην πέμπτη και η Μεγάλη Βρετανία πέφτει τέσσερις θέσεις αγγίζοντας τη δέκατη.
απο το Newmoney.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου