Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών, η Χίλαρι Κλίντον ισχυρίστηκε
-κατ' επανάληψη- ότι η οικονομία των ΗΠΑ παρουσιάζει πολύ καλύτερη
πορεία όταν στον Λευκό Οίκο βρίσκεται ένας Δημοκρατικός.
Δεδομένου ότι τα λόγια αυτά προέρχονται από την προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών, θα μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως ένα συνηθισμένο πολιτικό τέχνασμα.
Πιό κάτω προσπαθούμε να εξετάσουμε πόση αλήθεια ενδεχομένως περιέχει αυτή της η δήλωση, ειδικά όταν τα ΜΜΕ των ΗΠΑ (στη μεγάλη πλειοψηφία τους) καθώς και
αρκετοί πανεπιστημιακοί ερευνητές υποστήριξαν ότι ο ισχυρισμός αυτός της Χίλαρι εκφράζει μέρος μόνο της αλήθειας, εισάγει μεροληπτικό σφάλμα και δυσκολεύει σκοπίμως (γιά καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους) την ορθή εξαγωγή συμπερασμάτων.
Δεδομένου ότι τα λόγια αυτά προέρχονται από την προεδρική υποψήφια των Δημοκρατικών, θα μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως ένα συνηθισμένο πολιτικό τέχνασμα.
Πιό κάτω προσπαθούμε να εξετάσουμε πόση αλήθεια ενδεχομένως περιέχει αυτή της η δήλωση, ειδικά όταν τα ΜΜΕ των ΗΠΑ (στη μεγάλη πλειοψηφία τους) καθώς και
αρκετοί πανεπιστημιακοί ερευνητές υποστήριξαν ότι ο ισχυρισμός αυτός της Χίλαρι εκφράζει μέρος μόνο της αλήθειας, εισάγει μεροληπτικό σφάλμα και δυσκολεύει σκοπίμως (γιά καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους) την ορθή εξαγωγή συμπερασμάτων.
Αναμφίβολα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς παράγοντες που διαμορφώνουν την οικονομία, και μερικοί αμερικανοί πρόεδροι ήταν σίγουρα ήταν πιό τυχεροί από άλλους.
Οι οικονομολόγοι A. Μπλάιντερ και Μ. Γουότσον (από το Πανεπιστήμιο Πρίνστον) προσπάθησαν να επιβεβαιώσουν αυτό το "πρωτείο" των Δημοκρατικών μέσω μίας πρόσφατης μελέτης τους. Αφετηρία τους αποτελεί η διαπίστωση ότι, κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (από τον Χάρι Τρούμαν έως τον Μπαράκ Ομπάμα), ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν, κατά μέσο όρο, 4,3% κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από Δημοκρατικούς, ενώ όταν κυβερνούσαν Ρεπουμπλικάνοι κυμαινόταν γύρω στο 2,5%. Κατά τη διάρκεια των 256 τριμήνων των 16 μεταπολεμικών προεδρικών θητειών, η οικονομία των ΗΠΑ ήταν σε ύφεση για 1,1 τρίμηνα, κατά μέσο όρο, υπό κυβερνήσεις Δημοκρατικών και για 4,5 τρίμηνα υπό κυβερνήσεις Ρεπουμπλικάνων.
Οι πιθανότητες να αποτελεί αυτή η μεγάλη διαφορά αποτέλεσμα απλής σύμπτωσης είναι μία στις εκατό. Και η τάση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο ΑΕΠ.
Από το 1945 και έπειτα, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες με Δημοκρατικούς προέδρους, ενώ με Ρεπουμπλικάνους προέδρους αυξήθηκε κατά 1.1 ποσοστιαίες μονάδες - μία σημαντική διαφορά 1,9 ποσοστιαίων μονάδων.
Το διαρθρωτικό δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν επίσης μικρότερο υπό προέδρους των Δημοκρατικών (1,5% επί του δυνητικού ΑΕΠ) από ότι όταν κατείχαν την εξουσία Ρεπουμπλικάνοι (2,2%), παρόλο που το γεγονός αυτό δεν απέτρεψε τους Ρεπουμπλικάνους από το να επικρίνουν τους Δημοκρατικούς για υπερβολικές δαπάνες.
Επομένως, η επιτυχία των Δημοκρατικών δεν οφείλεται μόνο στην τύχη.
Μάλιστα, οι A. Μπλάιντερ και Μ. Γουότσον επισημαίνουν στη μελέτη τους ότι οι επιδόσεις της αμερικανικής οικονομίας είναι καλύτερες όταν οι Δημοκρατικοί ελέγχουν το Κογκρέσο ή έχουν διορίσει τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, αν και ο καθοριστικός παράγοντας παραμένει το κόμμα του εκάστοτε προέδρου.
Που οφείλεται άραγε αυτό το χάσμα όσον αφορά τις επιδόσεις των δύο κομμάτων στην οικονομία;
Οι δύο οικονομολόγοι (Μπλάιντερ και Γουάτσον) υποστηρίζουν ότι πέντε παράγοντες - οι πετρελαϊκές κρίσεις, η αύξηση της παραγωγικότητας, οι αμυντικές δαπάνες, η οικονομική ανάπτυξη στο εξωτερικό και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών - μπορούν μαζί να εξηγήσουν το 56% του χάσματος όσον αφορά την ανάπτυξη.
Αλλά είναι αδύνατο να γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό αυτοί οι παράγοντες επηρεάζονται από τις πολιτικές του εκάστοτε προέδρου των ΗΠΑ. Και γνωρίζουμε ακόμη λιγότερα για τους παράγοντες που ευθύνονται για το υπόλοιπο 44% του χάσματος όσον αφορά τις επιδόσεις της οικονομίας.
Κατά την αξιολόγηση των δηλώσεων της Χ. Κλίντον για το θέμα αυτό, αρκετοί δημοσιογράφοι κατέληξαν στο συμπέρασμα (όπως και οι οικονομολόγοι Μπλάιντερ και Γουάτσον) ότι, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύεται ευρέως, οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές δεν είναι περισσότερο αναπτυξιακές ή επεκτατικές κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από Δημοκρατικούς από ότι κατά τη διακυβέρνηση από Ρεπουμπλικάνους προέδρους. Κατ' επέκταση, οι πολιτικές αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν την διαφορά απόδοσης.
Oι πρόεδροι παίρνουν και πρόσθετες αποφάσεις όσον αφορά τις πολιτικές που εφαρμόζουν - σχετικά με την ενέργεια, τα μονοπώλια, τα ρυθμιστικά πλαίσια, το εμπόριο, την αγορά εργασίας και την εξωτερική πολιτική - πέρα από τα όποια δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας. Και γι'αυτές τις συγκεκριμένες πολιτικές -δυστυχώς- η οικονομετρική ανάλυση δεν διαθέτει αξιόπιστες δυνατότητες αξιολόγησης (δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν οικονομετρικά οι συγκεκριμένες πολιτικές).
Και είναι αυτή η αβεβαιότητα που οδήγησε κάποιους δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς στο να υποστηρίξουν πως οι δηλώσεις της Χίλαρι Κλίντον εκφράζουν τη μισή αλήθεια. Αλλά, από την άλλη μεριά, η υποψήφια των Δημοκρατικών γιά την προεδρία των ΗΠΑ και το επιτελείο της δεν αποπειράθηκαν ποτέ να ξεχωρίσουν συγκεκριμένες πολιτικές που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτή τη διαφορά απόδοσης.
Το μοναδικό στοιχείο που ανέφερε η υποψήφια των Δημοκρατικών είναι ότι η οικονομία των ΗΠΑ παρουσιάζει γενικά καλύτερη πορεία όταν ο πρόεδρος ανήκει στο κόμμα των Δημοκρατικών. Αν και θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι το στοιχείο αυτό ιστορικά αληθεύει (τουλάχιστον από στατιστικής άποψης), εν τούτοις δεν εξηγεί πλήρως την όλη εικόνα.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν και το πολύ αρνητικό κλίμα που επικρατεί στο αμερικανικό εκλογικό σώμα κατά των επαγγελματιών πολιτικών (και ειδικά των πολιτικών καριέρας που προέρχονται από πολιτική ανακύκλωση), η Χίλαρι Κλίντον θα χρειαστεί να δώσει -και σύντομα- πολύ πειστικότερες εξηγήσεις γιά να υποστηρίξει τις θέσεις της.
Δεδομένων και των "σκελετών που κρύβονται στη ντουλάπα της" από την εποχή που ασκούσε εξουσία από διάφορα πόστα, αλλά και απ' την περίοδο που "ψιθύριζε" στο αυτί της εξουσίας ως πρώτη κυρία των ΗΠΑ, η Χίλαρι πρέπει να κάνει το μήνυμά της εντελώς ξεκάθαρο αν επιθυμεί να μεγιστοποιήσει τη πιθανότητα επιτυχούς διεκδίκησης του αξιώματος που ονειρεύεται μιά ζωή στις προσεχείς προεδρικές εκλογές.
Aν και πολλοί "κακεντρεχείς" υποστηρίζουν ότι είτε χάσει είτε κερδίσει το "ντέρμπι" γιά τη κατάκτηση του "τίτλου", όσο αφορά τον μέσο αμερικανό ψηφοφόρο και πολίτη... ίδια γεύση!
Πηγή: reporter.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου