Του Θεόδωρου Τόνα*
Πολλές
αναλύσεις έχουν γίνει για τις αιτίες της κρίσης, τις περισσότερες φορές
όμως περιορίζονται σε στενά οικονομικά ζητήματα. Πίσω όμως από κάθε
οικονομικό φαινόμενο κρύβονται κάποιες βαθύτερες αιτίες, που έχουν να
κάνουν με μη οικονομικά με την στενή έννοια ζητήματα.
Στην χώρα μας η οικονομική κρίση δεν
ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία ή
ως άμεση συνέπεια κάποιας μεγάλης διεθνούς
οικονομικής κρίσης, όπως νομίζουν οι περισσότεροι.
Ήταν συνέπεια
βαθύτερων κοινωνικών αλλαγών, που συνέβαιναν και συμβαίνουν, χωρίς οι
επιπτώσεις τους να γίνονται άμεσα αντιληπτές. Το γεγονός ότι αυτές οι
αλλαγές δεν μπορούσαν να γίνουν άμεσα αντιληπτές από την κοινωνία, δεν
επέτρεψε και την προσαρμογή της Ελληνικής οικονομίας στα νέα κοινωνικά
δεδομένα, αλλά είναι και ο λόγος που δεν μας επιτρέπει ακόμη να
εξέλθουμε από την κρίση.
Η σημαντικότερη αλλαγή που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες έχει να κάνει με την μεταβολή του ηλικιακού μίγματος του πληθυσμού της χώρας.
Η μείωση των γεννήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου
επιβίωσης έχουν οδηγήσει σε αύξηση του ποσοστού των ηλικιωμένων σε σχέση
με τις υπόλοιπες κατηγορίες του πληθυσμού. Το ⅕ των κατοίκων της χώρας
σήμερα είναι πάνω από 65 ετών και η τάση είναι αυξητική, ενώ το 1981
ήταν μόλις το 1/8.
Η μεταβολή αυτή είναι η κυριότερη αιτία, σε συνδυασμό
με το καθεστώς πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, που ανέτρεψε την σχέση ενεργού
οικονομικά και μη ενεργού οικονομικά πληθυσμού, με αποτέλεσμα ο μη
ενεργός οικονομικά πληθυσμός της χώρας να υπερτερεί συντριπτικά.
Ταυτόχρονα η αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και η βελτίωση της
ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αύξησαν το κόστος των κοινωνικών παροχών.
Για κάποια χρόνια το πρόβλημα μπορούσαμε να το κρύβουμε κάτω από το
χαλί, και σε αυτό βοήθησε ο μεγάλος αριθμό εργαζόμενων μεταναστών που
δέχθηκε η χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες και ο πακτωλός των επιδοτήσεων
από την ΕΕ και των χαμηλότοκων δανείων ειδικά μετά την είσοδο στο ευρώ.
Η ηλικιακή αυτή μεταβολή στο πληθυσμιακό μείγμα είχε ως συνέπεια την μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση.
Οι άνθρωποι από την φύση τους όσο μεγαλώνουν γίνονται περισσότερο
συντηρητικοί, φοβούνται να ρισκάρουν, δεν είναι δεκτικοί σε νέες ιδέες
και νέες τεχνολογίες, δεν επιχειρούν με την γενικότερη
αλλά κυρίως με την ειδικότερη οικονομική έννοια του όρου, προσπαθούν να
διατηρήσουν τα κεκτημένα και δεν προσπαθούν να αποκτήσουν ή να
δημιουργήσουν καινούργια.
Είτε λόγω της αδράνειας, είτε λόγω
σκοπιμοτήτων που εξυπηρετούσαν κάποιες συντεχνίες, οι οποίες απομυζούσαν
τα δημόσια ταμεία, οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας απέφευγαν να
προσαρμόσουν το κοινωνικοασφαλιστικό μοντέλο της χώρας στις νέες
συνθήκες και συνέχισαν να χορηγούν συντάξεις με τις προϋποθέσεις που
ίσχυαν 30 και 40 χρόνια πριν, όταν η αναλογία εργαζομένων/συνταξιούχων ήταν 4/1, ενώ σήμερα αυτή η αναλογία είναι στο 1/1.
Δεύτερη σημαντική αλλαγή που συνέβη επίσης τις τελευταίες δεκαετίες είναι η διόγκωση του κράτους.
Με απαρχαιωμένες δομές και οργάνωση, με εκτεταμένη γραφειοκρατία και
διαφθορά, με έλλειψη κινήτρων και αξιολόγησης, η παραγωγικότητα του
δημόσιου τομέα βρέθηκε στα τάρταρα και οι δαπάνες σε δυσθεώρητα ύψη. Το
τεράστιο κόστος και τα ελλείμματα του δημοσίου τομέα καλούνταν να
καλύψει και να ισοσκελίσει ο ιδιωτικός τομέας (μέσω φόρων και εισφορών),
ώστε να μην επέλθει η οικονομική κατάρρευση του κράτους, κάτι που
γινόταν δυσκολότερο όσο περισσότερο διογκωνόταν ο δημόσιος τομέας. Παρά
όμως την χαμηλή παραγωγικότητα, το κράτος ακόμη και σήμερα συνεχίζει να
αποτελεί τον καλύτερο εργοδότη με τις υψηλότερες αμοιβές προς τους
εργαζόμενους και το ελκυστικότερο περιβάλλον εργασίας.
Οι νέες γενιές τις τελευταίες δεκαετίες
μεγάλωσαν και εκπαιδεύτηκαν σε ένα σύστημα, που αναπαρήγαγε το μοντέλο
της ήσσονος προσπάθειας, του βολέματος, του πελατειακού κράτους, με
αποτέλεσμα όλη η προσπάθεια τους να εξαντλείται στην απόκτηση ενός
πτυχίου διαβατήριο για μία θέση στο δημόσιο.
Την
νοοτροπία αυτή περιέγραψε με τον καλύτερο τρόπο ο σύμβουλος στρατηγικού
σχεδιασμού του πρωθυπουργού κ. Καρανίκας, λέγοντας ουσιαστικά ότι όποιος
εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα ανήκει στην κατηγορία των “αδιόριστων”
του δημοσίου. Χαρακτηριστικό της δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας μεγάλης μερίδας των νέων στην χώρα μας, σε σχέση με την επιχειρηματική νοοτροπία
που έχουν νέοι άλλων χωρών, είναι όπως είπε κάποιος, ότι στην Ελλάδα
συνήθως ένας νέος έχει στόχο του να εργαστεί για την google ή την
microsoft, ενώ για παράδειγμα στις ΗΠΑ έχει στόχο να δημιουργήσει την
δική του. Και αυτό συμβαίνει στην καλύτερη περίπτωση, γιατί στις
περισσότερες περιπτώσεις ο στόχος δεν ξεπερνά την θέση υπαλλήλου στην
τοπική αυτοδιοίκηση ή σε κάποια δημόσια υπηρεσία.
Χωρίς βέβαια να
υποτιμώ οποιαδήποτε από τις θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, είναι
απογοητευτικό να βλέπεις ανθρώπου με πολύ καλές γνώσεις και σπουδές
ακόμη και στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, να αρκούνται απλά σε μία
θέση γραφειοκράτη, συνήθως άσχετη με το αντικείμενο στο οποίο
εκπαιδεύτηκαν. Σε αυτό συνέβαλε και η δαιμονοποίησης της
επιχειρηματικότητας, που αποτελεί την κύρια οικονομική και παραγωγική
δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα, καθώς και το εχθρικό περιβάλλον που
δημιούργησε για την επιχειρηματικότητα ο τρόπος λειτουργίας του ίδιου
του κράτους.
Ποια είναι όμως αυτά τα κίνητρα ή τα
αντικίνητρα, που οδηγούν μαζικά τους πολίτες αυτής τις χώρας στην
αναζήτησή μιας θέσης στους προνομιούχους, οι οποίοι πληρώνονται από το
δημόσιο ταμείο (συνταξιούχοι και εργαζόμενοι) και όχι σε άλλες
περισσότερο παραγωγικές και αποδοτικές δραστηριότητες στον ιδιωτικό
τομέα;
Πριν αρχίσουμε λοιπόν να αναζητούμε τις
αιτίες της κρίσης, στο νόμισμα, στην ένταξή μας στην ΕΕ, στους κακούς
δανειστές και στα μνημόνια, ας αναρωτηθούμε, για την επίδραση των
κοινωνικών φαινόμενων που περιγράφηκαν παραπάνω. Αν δεν αναγνωρίσουμε
τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, ώστε με γενναίες αποφάσεις να
προχωρήσουμε στις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται, κανένα μνημόνιο ή
αλλαγή νομίσματος ή διαγραφή χρέους δεν πρόκειται να μας οδηγήσει στην
έξοδο από την κρίση.
*Ο κ. Θεόδωρος Τόνας είναι δικηγόρος
απο το liberal.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου