Και να μην ισχύει, γράφτηκε τόσο πολύ, που
χρειάζονται πολύ ισχυρά επιχειρήματα για να αντικρούσει κανείς ότι
«ζούμε το τέλος της Μεταπολίτευσης».
Ενδεχομένως να αργοπεθαίνει ακόμη, να μην έχει επέλθει ο θάνατος αυτής της 40χρονης, περίπου, περιόδου, στη
διάρκεια της οποίας συνέβησαν πολλά κακά αλλά και καλά στη χώρα. Το ερώτημα γιατί, την ώρα του «ταμείου», κυριαρχούν ο αρνητικός απολογισμός και οι καταστροφικές συνέπειες, αποτελεί ένα κεφάλαιο από μόνο του.
Σε αυτήν τη συζήτηση, που ξεκίνησε άτυπα την πενταετία της κρίσης, συμβάλλει με τον τρόπο του και ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης με την ταινία του «Νοτιάς», η οποία θα προβάλλεται στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη. Ο δημιουργός της την προσδιορίζει ως «σαρκαστική νοσταλγία». Διατρέχει τη δεκαετία του ’70, «τότε που δόθηκαν όλες οι υποσχέσεις της ευμάρειας, των οποίων το αποτέλεσμα ζούμε τώρα».
Με μία φράση, ο «Νοτιάς» είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Με περισσότερες φράσεις: «Οι ταραχώδεις, αλλά ταυτόχρονα και πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 πυροδοτούν τη φαντασία του 10χρονου το 1968, κεντρικού ήρωα, Σταύρου, ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Οταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες και θα ανακαλύψει τον εαυτό του».
Η ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, όμως, είναι κάτι περισσότερο: η ιστορία της (μη) ενηλικίωσης μιας ολόκληρης γενιάς που (συν - πλην) είχε την ηλικία του κεντρικού ήρωα στις αρχές του ’70, πέρασε προς το τέλος της δεκαετίας στο πανεπιστήμιο, δραστηριοποιήθηκε στις κινηματογραφικές ή θεατρικές λέσχες, επέμενε να «μπερδεύει τις ειδήσεις με τη μυθολογία».
Η «μυθοπάθεια», η ασθένεια από την οποία πάσχει ο 10χρονος Σταύρος (τη διάγνωση κάνει μια επιστήμων - καφετζού), εκδηλώνεται με την ανατροπή των δεδομένων μύθων: από τον Οδυσσέα, στον Δούρειο Ιππο και στις Σουλιώτισσες μέχρι τη σημασία της τέχνης, των πολιτικών «διαδικασιών», της περιώνυμης «Αλλαγής».
Ο 58χρονος σκηνοθέτης, και μαζί του ο θεατής, καγχάζει με τα στερεότυπα, χωρίς όμως και να τα αποκηρύσσει, τα αντιμετωπίζει μάλλον στοχαστικά και με την κατανόηση που εναποθέτουν ο χρόνος και οι απώλειες, κάνει μια αναδρομή στο τότε για να ερμηνεύσει (;) το τώρα.
Ορισμένα στερεότυπα μοιάζουν πια με καρικατούρες, που μόνο νοσταλγία δεν προκαλούν, αλλά συντηρούνται έως σήμερα ακέραια, χωρίς να μεταλλάσσονται ή να μετεξελίσσονται. Βολικά, έστω κι αν αναπαράγουν ανικανοποίητα γιατί ευνουχίζουν την επιθυμία.
«Εξω ο κόσμος αλλάζει κι εδώ δεν φτάνει τίποτα», σχολιάζει κάποιο από τα πρόσωπα της ταινίας, και δεν υπάρχει σκέψη που να αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια την κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Αυτή είναι μια «αλλαγή» που δεν συντελέστηκε ποτέ. Ο μύθος του περίκλειστου «ομφαλού της γης», ο διαρκώς και με διάφορους τρόπους αναπαραγόμενος μύθος της αυτάρκειας και της αυταρέσκειας, που δεν ανατράπηκε ποτέ.
Πόσο και πώς «αλλάξαμε» μέσα σε αυτήν τη 40ετία;
Επινοούμε τους μύθους «για να έχουμε ιστορίες να λέμε» ή για να αποφεύγουμε να «αλλάζουμε φακούς», καθώς «αλλάζει και το κάδρο της ζωής μας»;
Οι μύθοι είναι βολικοί, αλλά την ίδια στιγμή και δεσμευτικοί, τυραννικοί, σαν τους νοτιάδες. Αμα δεν αντικαταστήσεις εγκαίρως τον φακό θα χάσεις το θέμα, μοιάζει να λέει ο Τ. Μπουλμέτης.
Στην πλαστή (εν πολλοίς) ευμάρεια της Μεταπολίτευσης, ψευτοσυντονιστήκαμε με τον υπόλοιπο κόσμο.
Είχαμε την παραζάλη, την αυταπάτη, ότι παρακολουθούμε τον θεσμικά ανεπτυγμένο κόσμο. Οτι αλλάζουμε δεκαετίες και φακούς.
Οτι βλέπουμε τα θέματα από διαφορετική γωνία. Γερνάμε αρνούμενοι να μεγαλώσουμε. Και αυτό είναι μια μορφή, διαιωνιζόμενης, «μυθοπάθειας».
απο τη
απο τη kathimerini.gr
Ενδεχομένως να αργοπεθαίνει ακόμη, να μην έχει επέλθει ο θάνατος αυτής της 40χρονης, περίπου, περιόδου, στη
διάρκεια της οποίας συνέβησαν πολλά κακά αλλά και καλά στη χώρα. Το ερώτημα γιατί, την ώρα του «ταμείου», κυριαρχούν ο αρνητικός απολογισμός και οι καταστροφικές συνέπειες, αποτελεί ένα κεφάλαιο από μόνο του.
Σε αυτήν τη συζήτηση, που ξεκίνησε άτυπα την πενταετία της κρίσης, συμβάλλει με τον τρόπο του και ο σκηνοθέτης Τάσος Μπουλμέτης με την ταινία του «Νοτιάς», η οποία θα προβάλλεται στις αίθουσες από την ερχόμενη Πέμπτη. Ο δημιουργός της την προσδιορίζει ως «σαρκαστική νοσταλγία». Διατρέχει τη δεκαετία του ’70, «τότε που δόθηκαν όλες οι υποσχέσεις της ευμάρειας, των οποίων το αποτέλεσμα ζούμε τώρα».
Με μία φράση, ο «Νοτιάς» είναι μια ιστορία ενηλικίωσης. Με περισσότερες φράσεις: «Οι ταραχώδεις, αλλά ταυτόχρονα και πολλά υποσχόμενες για την Ελλάδα, δεκαετίες ’60, ’70 και ’80 πυροδοτούν τη φαντασία του 10χρονου το 1968, κεντρικού ήρωα, Σταύρου, ασταμάτητα. Στο ταξίδι από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, για να κατακτήσει αυτά που ποθεί, θα σκαρφιστεί ιστορίες για αρχαίους μύθους, μακρινά ταξίδια και όμορφες γυναίκες. Οταν έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, θα κάνει τις ιστορίες του εικόνες και θα ανακαλύψει τον εαυτό του».
Η ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, όμως, είναι κάτι περισσότερο: η ιστορία της (μη) ενηλικίωσης μιας ολόκληρης γενιάς που (συν - πλην) είχε την ηλικία του κεντρικού ήρωα στις αρχές του ’70, πέρασε προς το τέλος της δεκαετίας στο πανεπιστήμιο, δραστηριοποιήθηκε στις κινηματογραφικές ή θεατρικές λέσχες, επέμενε να «μπερδεύει τις ειδήσεις με τη μυθολογία».
Η «μυθοπάθεια», η ασθένεια από την οποία πάσχει ο 10χρονος Σταύρος (τη διάγνωση κάνει μια επιστήμων - καφετζού), εκδηλώνεται με την ανατροπή των δεδομένων μύθων: από τον Οδυσσέα, στον Δούρειο Ιππο και στις Σουλιώτισσες μέχρι τη σημασία της τέχνης, των πολιτικών «διαδικασιών», της περιώνυμης «Αλλαγής».
Ο 58χρονος σκηνοθέτης, και μαζί του ο θεατής, καγχάζει με τα στερεότυπα, χωρίς όμως και να τα αποκηρύσσει, τα αντιμετωπίζει μάλλον στοχαστικά και με την κατανόηση που εναποθέτουν ο χρόνος και οι απώλειες, κάνει μια αναδρομή στο τότε για να ερμηνεύσει (;) το τώρα.
Ορισμένα στερεότυπα μοιάζουν πια με καρικατούρες, που μόνο νοσταλγία δεν προκαλούν, αλλά συντηρούνται έως σήμερα ακέραια, χωρίς να μεταλλάσσονται ή να μετεξελίσσονται. Βολικά, έστω κι αν αναπαράγουν ανικανοποίητα γιατί ευνουχίζουν την επιθυμία.
«Εξω ο κόσμος αλλάζει κι εδώ δεν φτάνει τίποτα», σχολιάζει κάποιο από τα πρόσωπα της ταινίας, και δεν υπάρχει σκέψη που να αποδίδει με μεγαλύτερη ακρίβεια την κακοδαιμονία της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής. Αυτή είναι μια «αλλαγή» που δεν συντελέστηκε ποτέ. Ο μύθος του περίκλειστου «ομφαλού της γης», ο διαρκώς και με διάφορους τρόπους αναπαραγόμενος μύθος της αυτάρκειας και της αυταρέσκειας, που δεν ανατράπηκε ποτέ.
Πόσο και πώς «αλλάξαμε» μέσα σε αυτήν τη 40ετία;
Επινοούμε τους μύθους «για να έχουμε ιστορίες να λέμε» ή για να αποφεύγουμε να «αλλάζουμε φακούς», καθώς «αλλάζει και το κάδρο της ζωής μας»;
Οι μύθοι είναι βολικοί, αλλά την ίδια στιγμή και δεσμευτικοί, τυραννικοί, σαν τους νοτιάδες. Αμα δεν αντικαταστήσεις εγκαίρως τον φακό θα χάσεις το θέμα, μοιάζει να λέει ο Τ. Μπουλμέτης.
Στην πλαστή (εν πολλοίς) ευμάρεια της Μεταπολίτευσης, ψευτοσυντονιστήκαμε με τον υπόλοιπο κόσμο.
Είχαμε την παραζάλη, την αυταπάτη, ότι παρακολουθούμε τον θεσμικά ανεπτυγμένο κόσμο. Οτι αλλάζουμε δεκαετίες και φακούς.
Οτι βλέπουμε τα θέματα από διαφορετική γωνία. Γερνάμε αρνούμενοι να μεγαλώσουμε. Και αυτό είναι μια μορφή, διαιωνιζόμενης, «μυθοπάθειας».
απο τη
απο τη kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου