«Η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να χάσει αν πει όχι
στους δανειστές της». Με αυτόν τον τίτλο δημοσιεύεται το άρθρο του
αναλυτή των FT, Wolfgang Münchau, με το οποίο αναλύεει τις επιπτώσεις
στην περίπτωση που η Ελλάδα δεν αποδεχτεί τις προτάσεις των δανειστών.
Αναλυτικά το άρθρο των Financial Times για τις διαπραγματεύσεις οι οποίες από το απόγευμα της Κυριακής έχουν «παγώσει»:
«Φτάσαμε λοιπόν εδώ, στο σημείο που οι δανειστές είπαν στον
Αλέξη Τσίπρα «take it or leave it».
Τι πρέπει να κάνει;
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν σκέφτεται τις εκλογές μέχρι τον Ιανουάριο του 2019.
Όποια πορεία και αν διαλέξει τώρα θα πρέπει να αποδώσει καρπούς μέσα σε τρία χρόνια ή λιγότερα.
Πρώτον:
Τα δύο ακραία σενάρια:
αποδέχεται την τελική προσφορά των πιστωτών ή αποχωρεί από τη ζώνη του ευρώ. Εάν αποδεχτεί την προσφορά, θα πρέπει να συμφωνήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή 1,7% του ΑΕΠ σε διάστημα 6 μηνών.
Στην ανάπτυξη θα συμπεριλάβω το συνολικό τετραετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που ζητούν οι πιστωτές.
Βασιζόμενος στις ίδιες υποθέσεις που κάνει για το πώς η δημοσιονομική πολιτική και το ΑΕΠ αλληλοεπηρεάζονται, μια αμφίδρομη διαδικασία, φτάνω σε ένα συμπέρασμα ότι θα υπάρξει πλήγμα του επιπέδου του ΑΕΠ της τάξης του 12,6% σε διάστημα τεσσάρων ετών.
Ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να προσεγγίζει το 200%.
Συμπέρασμα; Η αποδοχή των προγραμμάτων της τρόικα σημαίνει διπλή αυτοκτονία. Τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για την πολιτική σταδιοδρομία του Έλληνα πρωθυπουργού.
Θα μπορούσε το αντίθετο ακραίο σενάριο, το Grexit, να έχει καλύτερο αποτέλεσμα;
Σίγουρα θα είχε, για τρεις λόγους.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα θα ήταν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τις τρελές δημοσιονομικές προσαρμογές.
Η Ελλάδα θα έπρεπε ακόμη να «τρέξει» ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που μπορεί να απαιτούσε μια εφάπαξ προσαρμογή αλλά μόνο αυτό.
Η Ελλάδα θα κήρυττε πτώχευση σε όλους τους επίσημους πιστωτές της -το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, καθώς και για τα διμερή δάνεια από τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Αλλά θα εξυπηρετούσε όλα τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα με τον στρατηγικό στόχο να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές λίγα χρόνια αργότερα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η μείωση του ρίσκου.
Μετά το Grexit, κανείς δεν θα φοβάται το ρίσκο της μετατροπής νομίσματος. Και η πιθανότητα μιας χρεοκοπίας θα είναι μειωμένη, καθώς η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών στους επίσημους πιστωτές της και θα ήταν πολύ πρόθυμη να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών.
Ο τρίτος λόγος είναι ο αντίκτυπος στην θέση της οικονομίας της στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τις μικρές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης, η Ελλάδα είναι μια σχετικά κλειστή οικονομία. Περίπου τα 3/4 του ΑΕΠ της είναι εγχώριο.
Από το υπόλοιπο που δεν είναι εγχώριο, τα περισσότερα προέρχονται από τον τουρισμό, κλάδος ο οποίος θα επωφεληθεί από την υποτίμηση.
Η συνολική επίδραση της υποτίμησης δεν θα ήταν τόσο ισχυρή όσο θα ήταν για μια ανοικτή οικονομία, όπως η Ιρλανδία, αλλά θα ήταν επωφελής, ωστόσο.
Από τις τρεις επιπτώσεις, η πρώτη είναι η πιο σημαντική βραχυπρόθεσμα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη θα κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα.
Ένα Grexit, ασφαλώς, έχει παγίδες, ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμες. Μια ξαφνική εισαγωγή νέου νομίσματος θα ήταν χαοτική.
Η κυβέρνηση ίσως αναγκαστεί να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και να κλείσουν τα σύνορα.
Αυτές οι απώλειες του πρώτου έτους, θα είναι σημαντικές, αλλά όταν το χάος υποχωρήσει η οικονομία θα ανακάμψει γρήγορα.
Συγκρίνοντας αυτά τα δύο σενάρια, θυμάμαι τη ρήση του Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ ότι η μέθη, σε αντίθεση με την ασχήμια, είναι μια κατάσταση που υποχωρεί.
Το πρώτο σενάριο είναι απλά άσχημο, και θα παραμείνει πάντα έτσι.
Το δεύτερο, σου δίνει ένα hangover, αλλά ακολουθεί η νηφαλιότητα.
Επομένως, εάν αυτό ήταν η επιλογή, οι Έλληνες θα είχαν έναν λογικό λόγο να προτιμούν το Grexit. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι η επιλογή που πρέπει να ληφθεί αυτή την εβδομάδα. Η επιλογή είναι μεταξύ της αποδοχής ή απόρριψης προσφοράς των πιστωτών.
Το Grexit είναι πιθανό, αλλά όχι βέβαιο.
Αν ο κ. Τσίπρας απορρίψει την προσφορά και χάσει την τελευταία προθεσμία - το Eurogroup της 18ης Ιουνίου - θα καταλήξει να αθετήσει την πληρωμή του χρέους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Μέχρι αυτό το σημείο η Ελλάδα θα παραμένει στη Ευρωζώνη και θα αναγκαζόταν να αποχωρήσει μόνο αν η ΕΚΤ θα μείωνε τη ροή της ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες κάτω από το ανεκτό όριο. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά δεν είναι δεδομένο.
Οι πιστωτές της ευρωζώνης, μπορεί επίσης να αποφασίσουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να μιλήσουν για την ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα σε αυτό το σημείο. Φανταστείτε τη θέση τους.
Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να χρεοκοπήσει έναντι όλων των πιστωτών της, μόνο η Γαλλία και η Γερμανία θα χάσουν περίπου 160 δισ. ευρώ. Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ θα μείνουν στην ιστορία ως οι μεγαλύτεροι «losers».
Οι δανειστές απορρίπτουν κάθε συζήτηση σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους τώρα , αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει εάν η Ελλάδα αρχίσει την χρεοκοπία.
Αν διαπραγματευτούν, όλοι θα ωφεληθούν. Η Ελλάδα θα παραμείνει στη Ευρωζώνη, εφόσον η δημοσιονομική προσαρμογή εξυπηρετεί ένα χαμηλότερο βάρος του χρέους το οποίο θα ήταν πιο ανεκτό.
Οι πιστωτές θα είναι σε θέση να καλύψουν μερικές από τις διαφορετικά σίγουρες απώλειες.
Η βασική ιδέα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτε να χάσει, απορρίπτοντας την προσφορά που της έγινε αυτή την εβδομάδα.
απο τη Καθημερινή
Αναλυτικά το άρθρο των Financial Times για τις διαπραγματεύσεις οι οποίες από το απόγευμα της Κυριακής έχουν «παγώσει»:
«Φτάσαμε λοιπόν εδώ, στο σημείο που οι δανειστές είπαν στον
Αλέξη Τσίπρα «take it or leave it».
Τι πρέπει να κάνει;
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας δεν σκέφτεται τις εκλογές μέχρι τον Ιανουάριο του 2019.
Όποια πορεία και αν διαλέξει τώρα θα πρέπει να αποδώσει καρπούς μέσα σε τρία χρόνια ή λιγότερα.
Πρώτον:
Τα δύο ακραία σενάρια:
αποδέχεται την τελική προσφορά των πιστωτών ή αποχωρεί από τη ζώνη του ευρώ. Εάν αποδεχτεί την προσφορά, θα πρέπει να συμφωνήσει σε μια δημοσιονομική προσαρμογή 1,7% του ΑΕΠ σε διάστημα 6 μηνών.
Στην ανάπτυξη θα συμπεριλάβω το συνολικό τετραετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, που ζητούν οι πιστωτές.
Βασιζόμενος στις ίδιες υποθέσεις που κάνει για το πώς η δημοσιονομική πολιτική και το ΑΕΠ αλληλοεπηρεάζονται, μια αμφίδρομη διαδικασία, φτάνω σε ένα συμπέρασμα ότι θα υπάρξει πλήγμα του επιπέδου του ΑΕΠ της τάξης του 12,6% σε διάστημα τεσσάρων ετών.
Ο λόγος του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ θα αρχίσει να προσεγγίζει το 200%.
Συμπέρασμα; Η αποδοχή των προγραμμάτων της τρόικα σημαίνει διπλή αυτοκτονία. Τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για την πολιτική σταδιοδρομία του Έλληνα πρωθυπουργού.
Θα μπορούσε το αντίθετο ακραίο σενάριο, το Grexit, να έχει καλύτερο αποτέλεσμα;
Σίγουρα θα είχε, για τρεις λόγους.
Το πιο σημαντικό αποτέλεσμα θα ήταν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεφορτωθεί τις τρελές δημοσιονομικές προσαρμογές.
Η Ελλάδα θα έπρεπε ακόμη να «τρέξει» ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα, που μπορεί να απαιτούσε μια εφάπαξ προσαρμογή αλλά μόνο αυτό.
Η Ελλάδα θα κήρυττε πτώχευση σε όλους τους επίσημους πιστωτές της -το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, καθώς και για τα διμερή δάνεια από τους Ευρωπαίους πιστωτές της.
Αλλά θα εξυπηρετούσε όλα τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα με τον στρατηγικό στόχο να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές λίγα χρόνια αργότερα.
Ο δεύτερος λόγος είναι η μείωση του ρίσκου.
Μετά το Grexit, κανείς δεν θα φοβάται το ρίσκο της μετατροπής νομίσματος. Και η πιθανότητα μιας χρεοκοπίας θα είναι μειωμένη, καθώς η Ελλάδα θα είχε ήδη κηρύξει στάση πληρωμών στους επίσημους πιστωτές της και θα ήταν πολύ πρόθυμη να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη μεταξύ των ιδιωτών επενδυτών.
Ο τρίτος λόγος είναι ο αντίκτυπος στην θέση της οικονομίας της στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με τις μικρές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης, η Ελλάδα είναι μια σχετικά κλειστή οικονομία. Περίπου τα 3/4 του ΑΕΠ της είναι εγχώριο.
Από το υπόλοιπο που δεν είναι εγχώριο, τα περισσότερα προέρχονται από τον τουρισμό, κλάδος ο οποίος θα επωφεληθεί από την υποτίμηση.
Η συνολική επίδραση της υποτίμησης δεν θα ήταν τόσο ισχυρή όσο θα ήταν για μια ανοικτή οικονομία, όπως η Ιρλανδία, αλλά θα ήταν επωφελής, ωστόσο.
Από τις τρεις επιπτώσεις, η πρώτη είναι η πιο σημαντική βραχυπρόθεσμα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη θα κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα.
Ένα Grexit, ασφαλώς, έχει παγίδες, ως επί το πλείστον βραχυπρόθεσμες. Μια ξαφνική εισαγωγή νέου νομίσματος θα ήταν χαοτική.
Η κυβέρνηση ίσως αναγκαστεί να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) και να κλείσουν τα σύνορα.
Αυτές οι απώλειες του πρώτου έτους, θα είναι σημαντικές, αλλά όταν το χάος υποχωρήσει η οικονομία θα ανακάμψει γρήγορα.
Συγκρίνοντας αυτά τα δύο σενάρια, θυμάμαι τη ρήση του Σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ ότι η μέθη, σε αντίθεση με την ασχήμια, είναι μια κατάσταση που υποχωρεί.
Το πρώτο σενάριο είναι απλά άσχημο, και θα παραμείνει πάντα έτσι.
Το δεύτερο, σου δίνει ένα hangover, αλλά ακολουθεί η νηφαλιότητα.
Επομένως, εάν αυτό ήταν η επιλογή, οι Έλληνες θα είχαν έναν λογικό λόγο να προτιμούν το Grexit. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι η επιλογή που πρέπει να ληφθεί αυτή την εβδομάδα. Η επιλογή είναι μεταξύ της αποδοχής ή απόρριψης προσφοράς των πιστωτών.
Το Grexit είναι πιθανό, αλλά όχι βέβαιο.
Αν ο κ. Τσίπρας απορρίψει την προσφορά και χάσει την τελευταία προθεσμία - το Eurogroup της 18ης Ιουνίου - θα καταλήξει να αθετήσει την πληρωμή του χρέους τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.
Μέχρι αυτό το σημείο η Ελλάδα θα παραμένει στη Ευρωζώνη και θα αναγκαζόταν να αποχωρήσει μόνο αν η ΕΚΤ θα μείωνε τη ροή της ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες κάτω από το ανεκτό όριο. Αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά δεν είναι δεδομένο.
Οι πιστωτές της ευρωζώνης, μπορεί επίσης να αποφασίσουν ότι είναι προς το συμφέρον τους να μιλήσουν για την ελάφρυνση του χρέους για την Ελλάδα σε αυτό το σημείο. Φανταστείτε τη θέση τους.
Εάν η Ελλάδα επρόκειτο να χρεοκοπήσει έναντι όλων των πιστωτών της, μόνο η Γαλλία και η Γερμανία θα χάσουν περίπου 160 δισ. ευρώ. Η Άνγκελα Μέρκελ και ο Φρανσουά Ολάντ θα μείνουν στην ιστορία ως οι μεγαλύτεροι «losers».
Οι δανειστές απορρίπτουν κάθε συζήτηση σχετικά με την ελάφρυνση του χρέους τώρα , αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει εάν η Ελλάδα αρχίσει την χρεοκοπία.
Αν διαπραγματευτούν, όλοι θα ωφεληθούν. Η Ελλάδα θα παραμείνει στη Ευρωζώνη, εφόσον η δημοσιονομική προσαρμογή εξυπηρετεί ένα χαμηλότερο βάρος του χρέους το οποίο θα ήταν πιο ανεκτό.
Οι πιστωτές θα είναι σε θέση να καλύψουν μερικές από τις διαφορετικά σίγουρες απώλειες.
Η βασική ιδέα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτε να χάσει, απορρίπτοντας την προσφορά που της έγινε αυτή την εβδομάδα.
απο τη Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου