Ὁ
Κύριος τὸν μεταφέρει σὲ μιὰ πεδιάδα γεμάτη ἀνθρώπινα ὀστᾶ. Κ᾽ ἐνῷ ὁ
προφήτης τὰ βλέπει περίλυπος, φωνὴ Κυρίου τὸν ἐρωτᾷ· «Υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ
ὀστᾶ αὐτὰ μποροῦν νὰ ξαναζήσουν;».
«Σὺ γνωρίζεις, Κύριε», ἀπαντᾷ ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τὸν διατάζει νὰ κηρύξῃ στὰ ὀστᾶ, κι αὐτὸς κάνει τὸ περίεργο κήρυγμα.
«Τὰ
ὀστᾶ τὰ ξηρά» , λέει, «ἀκούσατε λόγον Κυρίου…» (Ἰεζ. 37,4).
Καὶ νά, γίνεται σεισμός, τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα σκορπισμένα ὀστᾶ τρίζουν, τρέχουν τὸ ἕνα πρὸς τὸ
ἄλλο, συναρμολογοῦνται σὲ σκελετούς, φυτρώνουν πάνω τους σάρκες καὶ νεῦρα καὶ καλύπτονται μὲ δέρμα.
Καὶ νά, γίνεται σεισμός, τὰ ἀναρίθμητα ἐκεῖνα σκορπισμένα ὀστᾶ τρίζουν, τρέχουν τὸ ἕνα πρὸς τὸ
ἄλλο, συναρμολογοῦνται σὲ σκελετούς, φυτρώνουν πάνω τους σάρκες καὶ νεῦρα καὶ καλύπτονται μὲ δέρμα.
Τώρα
ὅλη ἡ πεδιάδα γέμισε ἀπὸ σώματα, ἀλλὰ πτώματα, δίχως πνεῦμα. Κατ᾿
ἐντολὴν τοῦ Κυρίου ὁ προφήτης κηρύττει πάλι, καὶ τότε ἔρχεται πνεῦμα, τὰ
πτώματα ζωντανεύουν, κινοῦνται, σηκώνονται καὶ παρατάσσονται ὄρθια,
σχηματίζουν στρατιές.
Τὸ θαυμάσιο αὐτὸ ὅραμα μᾶς δίνει μιὰ εἰκόνα τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν.
«Ἀναστήσονται
οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» , εἶνε ἡ φωνὴ τοῦ
προφήτου,ἡ μαρτυρία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἠσ. 26,19). Καὶ ἡ Καινὴ
Διαθήκη τὸ βεβαιώνει.
Ὁ
Κύριος ἀπεκάλυψε·«Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν,
ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες
ζήσονται…
Μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσον ται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5,25-29).
Μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, καὶ ἐκπορεύσον ται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Ιω. 5,25-29).
Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος κήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου πάγου, ἐνῷ οἱ ὑλισταὶ ἐπικούρειοι τὸν εἰρωνεύονταν (βλ. Πράξ. 17,16-34).
Ἀλλ᾿
αὐτὸ δὲν στάθηκε ἱκανὸ ν᾽ ἀνακόψῃ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ποὺ θεμελιῶδες
ἄρθρο του ἦταν ἡ ἀλήθεια ποὺ μπῆκε στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως· «Προσδοκῶ
ἀνάστασιν νεκρῶν» (ἄρθρ. 11).
Καὶ ὄχι μόνο ἡ διδασκαλία ἀλλὰ καὶ θαύματα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνάστασι.
Οἱ
τρεῖς νεκροὶ ποὺ ἀνέστησε ὁ Κύριος (ὁ υἱὸς τῆς χήρας, ἡ κόρη τοῦ
Ἰαείρου, ὁ τεταρταῖος Λάζαρος), οἱ ἄλλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀναστήθηκαν τὴ
Μεγάλη Παρασκευὴ «καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς» (Ματθ. 27,53), ἡ Ταβιθὰ καὶ
ὁ Εὔτυχος ποὺ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀνέστησαν ὁ Πέτρος καὶ ὁ
Παῦλος, ὅλοι αὐτοὶ εἶνε οἱ προάγγελοι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.
Ἀλλ᾿ ἐκεῖνο
ποὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα δημιουργεῖ τὴν πεποίθησι ὅτι οἱ νεκροὶ θ᾽
ἀναστηθοῦν εἶνε ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖ
στηρίζονται ὅλες οἱ προσδοκίες τοῦ Χριστιανοῦ. Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος
Παῦλος γράφει θριαμβευτικά·«Νυνὶ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν
κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α΄ Κορ. 15,20).
Οἱ
Χριστιανοὶ τῶν πρώτων αἰώνων ἔθαβαν τοὺς νεκρούς, ἀγαπητοί μου, μὲ
πίστι στὴν ἀνάστασι· ὁ θάνατος λεγόταν ὕπνος, τὰ νεκροταφεῖα κοιμητήρια ·
στὶς ἐπιγραφὲς τῶν τάφων δὲν ἔγραφαν «πέθανε» ἀλλὰ «κοιμήθηκε», καὶ ἡ
ἡμέρα τοῦ θανάτου ἐθεωρεῖτο γέννησι σὲ νέο κόσμο.
Ὅταν
μαρτύρησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος Σμύρνης, οἱ Χριστιανοὶ συνέλεξαν τὰ ὀστᾶ
του «τὰ τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν» (Πολυκ. μαρτ.XVIII), κι ἀπὸ τότε
ἑώρταζαν κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του ὡς ἡμέρα γενεθλίων.
Θάνατος = τοκετός, νέα γέννησις .
Ὤ
μακαρία ἐποχή! Σήμερα τὸ πιστεύουμε αὐτό; Ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναστάσεως δὲ
λάμπει στὶς καρδιὲς τῶν Χριστιανῶν ὅπως τότε. Ἡ ὑλιστικὴ ἀντίληψι
κλόνισε τὴν πίστι, σκόρπισε ἀμφιβολία.
Γι᾿ αὐτὸ
σὲ θανάτους συγγενῶν δὲν τρέχει τὸ παρήγορο δάκρυ τοῦ πιστοῦ, ἀλλ᾽ ἀκούγονται οἱ κοπετοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Κλείνονται στὸ σπίτι σὰν σὲ τάφο, ἀπ᾽ τὸν ἕνα τάφο πᾶνε στὸν ἄλλο.
Γι᾿ αὐτὸ
σὲ θανάτους συγγενῶν δὲν τρέχει τὸ παρήγορο δάκρυ τοῦ πιστοῦ, ἀλλ᾽ ἀκούγονται οἱ κοπετοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Κλείνονται στὸ σπίτι σὰν σὲ τάφο, ἀπ᾽ τὸν ἕνα τάφο πᾶνε στὸν ἄλλο.
Ἔτσι
κάνουν ὅσοι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστὸ ποὺ εἶπε «Ἐγώ εἰμι ἡ
ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25). Τί στάσι τηρεῖ ὁ πιστὸς μπρὸς στὸ
θάνατο;
Διαφέρει κ᾽ ἐδῶ ἀπὸ τὸν ἄπιστο. Λυπᾶται βέβαια, ἀλλ᾿ ὄχι ὅπως «οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13).
Ὁ
ἄπιστος κλαίει γιὰ ὁριστικὴ ἐξαφάνισι τοῦ νεκροῦ, ὅπως νομίζει, ὁ
πιστὸς κλαίει γιὰ ἕνα προσωρινὸ ἀποχωρισμό. Τὸν ἀποχαιρετᾷ, ὅπως ἂν
πήγαινε ταξίδι. Ἐνῷ τοῦ δίνει τὸν τελευταῖο ἀσπασμό, εὔχεται μυστικά·
«Ἀγαπητέ μου πατέρα, μητέρα, ἀδελφέ, σύζυγε, παιδί, καλὴ συνάντησι στοὺς
οὐρανούς!».
Καὶ
μὲ τὴν πίστι, ποὺ κάνει τὸ μέλλον παρόν, ἀκούει ἀπὸ τώρα τὸ ἀρχαγγελικὸ
πρόσταγμα «Νεκροί, ἀναστηθῆτε!», ποὺ θ᾽ ἀκουστῇ τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Τότε, μέσα στὶς μυριάδες ἐκείνων ποὺ θ᾽ ἀναστηθοῦν, θὰ δῇ τὸν ἄνθρωπό του ἀπείρως ὡραιότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἐδῶ.
(†) Ο Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου