του μακαριστού πρωτοπρ. Νικολάου Μανώλη
Ὁ παπα-Τύχων κατά κόσμον Τιμόθεος Γκολεγκώφ τοῦ Παύλου καί
τῆς Ἑλένης, γεννήθηκε τό ἔτος 1884 στή Νόβα Μιχαλόσκα τῆς
Ρωσίας. Ἀπό μικρός αἰσθάνθηκε τή μοναχική κλήση. Μέχρι νά
ἐνηλικιωθεῖ γύρισε ὡς προσκυνητής πολλά ρωσικά
Μοναστήρια. Κατόπιν πῆγε καί προσκύνησε στούς Ἁγίους Τόπους
καί ἐν συνεχείᾳ ἦρθε στό Ἅγιον Ὄρος ὅπου ἐκάρη μοναχός στό
Κελλί Ἁγίου Νικολάου Μπουραζέρη μέ τό ὄνομα Τύχων. Μετά ἀπό
πέντε χρόνια, ἐπεθύμησε ἀνώτερη πνευματική ζωή καί
πῆγε
γιά 15 χρόνια στά Καρούλια. Ἔμενε σέ μία σπηλιά, ἔτρωγε κάθε
τρεῖς μέρες μία φορά καί δαπανοῦσε ὅλον τόν χρόνο του στήν
προσευχή, στή μελέτη καί στίς μετάνοιες. Τόν καθοδηγοῦσε ἕνας
σοφός καί πρακτικός Γέροντας. Ὅταν ἀσκήτευε στά Καρούλια,
γνώρισε δύο μοναχούς πού νήστευαν πολύ, ἔκαναν ἀπό χίλιες
μετάνοιες, ἀλλά πέθαναν νέοι.
Ὕστερα ἦρθε καί ἔμεινε
σ᾿ ἕνα Σταυρονικητιανό Κελλί τῆς Καψάλας καί βρίσκονταν στήν
ὑπακοή Γέροντος, τόν ὁποῖο γηροκόμησε. Μετά ἀπό
παροτρύνσεις, ἔγινε Ἱερέας καί Πνευματικός· ἔκτισε
Ἐκκλησάκι τό ὁποῖο ἀφιέρωσε στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου
Σταυροῦ.
Κράτησε
κάποτε δύο νέους μοναχούς ὡς ὑποτακτικούς γιά ἕνα
ὀκτάμηνο. Προσπαθοῦσαν νά τόν ἀκολουθοῦν στό τυπικό του. Τούς
τόνιζε ὅτι ἐδῶ στήν ἔρημο πού ἤρθαμε, πρέπει νά
δοξολογοῦμε τόν Θεό καί ὄχι νά κοιμόμαστε καί νά τρῶμε σάν ζῶα.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα ἔτρωγαν μία φορά τήν ἡμέρα ἀλάδωτο, ἐνῶ
τό Σάββατο καί τήν Κυριακή ἔβαζαν μόνο τρεῖς κουταλιές τῆς
σούπας λάδι στήν κατσαρόλα. Ἔπαιρνε ὁ καθένας τό φαγητό καί
τό ἔτρωγε στό Κελλί του.
Ἔλεγε: «Ἔχει εὐλογία νά πάρετε καί ἄλλο φαγητό».
Εἶχε
διάκριση καί οἰκονομοῦσε τά καλογέρια του. Μετά τήν
ἀλάδωτη καί ἀσκητική τράπεζα ὁ παπα-Τύχων περπατοῦσε
ἤρεμα γύρω στήν περιοχή τῆς καλύβης του καί ἔλεγε ἐκφώνως
τήν εὐχή μέ ἀνείκαστο πόθο. Ἔβγαινε ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς
του ρυθμικά.
Ὅταν τόν ρωτοῦσαν, «Τί κάνεις, Γέροντα;», ἀπαντοῦσε:
«Ἀρχίζει ἡ καρδιά νά ζεσταίνεται».
Καί στόν ὕπνο του ἀκόμη δέ διακόπτονταν ἡ εὐχή. Μεγάλη κατάσταση.
«Ἐγώ καθεύδω, διά τήν χρείαν τῆς φύσεως, ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ, διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος» (1).
Μιλοῦσαν
πολύ λίγο μεταξύ τους. Κάποτε ἔκαναν 17 ἡμέρες νά
ἀνταλλάξουν κουβέντα. Μόνο ὅταν ἔρχονταν ἐπισκέπτες τούς
φώναζε νά ἀκοῦνε καί αὐτοί τήν πνευματική συζήτηση καί νά
ὠφελοῦνται.
Ὅταν
πρωτοπῆγε νά τόν ἐπισκεφθεῖ ὁ Γέρων-Νεκτάριος ὁ
«Καραμανλῆς», τόν ὑποδέχθηκε μέ ἀγάπη καί τοῦ παρέθεσε
«ἐπίσημη τράπεζα». Πῆγε ἐκείνη τή στιγμή καί μάζεψε μία
χούφτα ἐλιές ἀπό τό δένδρο, τοῦ ἔφερε χοντρό ἁλάτι καί
σκουληκιασμένο παξιμάδι ἀπ᾿τό ὁποῖο ἔτρωγε καί ὁ
ἴδιος.Ὕστερα τόν ἄφησε λέγοντάς του:
«Ἐγκώ
τώρα φέλει κάνει προσευχή», καί μπῆκε στό Κελλί του. Ὁ
ἐπισκέπτης τά ἔφαγε, γιατί ὁ ἀκτήμων ἀσκητής τά πρόσφερε μέ
ἀγάπη καί ἁπλότητα…
Ὁ
Γέροντας τή λέξη «εὐλόγησον» τή χρησιμοποιοῦσε πάντα καί μέ τίς πολλές
καλογερικές ἔννοιες, ὅπως τό «εὐλογείτε» ἤτό «εὐλόγησον», ὅταν
ζητοῦσε ταπεινά τήν εὐλογία τοῦ ἄλλου, καί μετά θά ἔδινε καί αὐτός τήν
εὐλογία του μέ τήν εὐχή: «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήσει». Μετά
ἀπό τόν συνηθισμένο χαιρετισμό ὁδηγοῦσε τούς ἐπισκέπτες στόν Ἱερό Ναό
καί ἔψαλλαν μαζί τό «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου, καί εὐλόγησον τήν
κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος, καί τό
σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα» καί τό «Ἄξιόν ἐστιν ὡς
ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον,
καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Τήν
τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καί ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τήν
ἀδιαφθόρως, Θεόν Λόγον τεκοῦσαν, τήν ὄντως Θεοτόκον σέ μεγαλύνομεν».
Ἐάν
ἦταν καλός καιρός, ἔβγαιναν ἔξω, κάτω ἀπό τήν ἑλιά, καί καθόταν
μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν μέ χαρά καί ἔλεγε:
«Ἐγώ τώρα κεράσματα».
Ἔβγαζε
νερό ἀπό τή στέρνα καί γέμιζε ἕνα κύπελλο γιά τόν ἐπισκέπτη, ἔβαζε
καί στό δικό του τενεκεδάκι, τό κονσερβοκούτι, πού τό χρησιμοποιούσε καί
γιά μπρίκι καί ἔψαχνε μετά νά βρεῖ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε κατάξηρο
καί ἄλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, τό ὁποίο, ἐπειδή ἦταν εὐλογία τοῦ
παπα-Τύχωνα, τό ἔτρωγαν οἱ ἐπισκέπτες. Ἀφοῦ τά ἐτοίμαζε, ἔκανε τόν
Σταυρό του ὁ Γέροντας, ἔπαιρνε τό νερό καί ἔλεγε:
«Πρῶτα ἐγώ εὐλογείτε!» καί περίμενε νά τοῦ πεῖ ὁ ἐπισκέπτης τήν εὐχή «Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήσει», ἀλλιῶς δέν ἔπινε νερό.
«Μετά θά ἔδινε καί αὐτός τήν εὐχή του».
Τήν
εὐχή ἀπό τούς ἄλλους τήν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπό τούς
Ἱερωμένους ἤ Μοναχούς ἀλλά ἀκόμη καί ἀπό τούς λαϊκούς, μικρούς καί
μεγάλους στήν ἡλικία.
Ὁ παπα-Τύχων ἦταν Ρώσος καί μιλοῦσε μόνο
σπαστά Ἑλληνικά. Ὅσοι Ἁγιορεῖτες μοναχοί τόν εἶχαν πνευματικό καί
ἐξομολογοῦνταν σέ ἐκείνον ἔλεγαν πώς μόλις ὁ παπα-Τύχων, ἄρχιζε νά μᾶς
συμβουλεύει μετά τήν ἐξομολόγηση, ἐμεῖς ὅμως ἀκούγαμε τά λόγια του
στήν καθαρεύουσα, σέ γλῶσσα ὅμοια μέ αὐτή πού μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος !!!
Ἔκανε γιά ἐργόχειρο ξυλόγλυπτες εἰκόνες
(Ἐπιταφίους). Μία εἰκόνα μπορεῖ νά ἔκανε καί δύο χρόνια νά
τήν τελειώσει. Ἐργόχειρο στήν ἀρχή ἔκανε μία ὥρα, ὕστερα
μισή, μετά τό κατήργησε τελείως. Ἀπέφευγε ἐπιμελῶς τήν
κατάκριση. Ὅταν ἔστελνε τούς παραγυιούς του στίς Καρυές,
πήγαινε μαζί τους περίπου ἕνα χιλιόμετρο καί περνοῦσαν ἀπό
ἕνα Καλύβι Ρώσου γείτονά τους. Ἐπειδή ἦταν λίγο εὐτραφής
παπᾶς, γιά νά μήν τόν κατακρίνουν, τούς συμβούλευε πατρικά:
«Ὅταν
δῆτε τόν παπα–Ε…, νά πῆτε: “Αὐτός εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος, τήν
εὐχή του νά ἔχουμε” καί νά τοῦ φιλήσετε τό χέρι».
Τούς
ἔλεγε κατά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τίς Καρυές, νά μήν τόν
ἐνοχλοῦν, ἀλλά μόνον νά χτυποῦν τήν πόρτα τοῦ Κελλιοῦ του, γιά νά
καταλαβαίνει ὅτι ἐπέστρεψαν, καί ὕστερα νά πᾶνε στό Κελλί
τους.
Κάποτε
ὁ ἕνας ἀπό καλή περιέργεια κοίταξε ἀπό τή χαραμάδα τῆς
πόρτας, γιά νά δεῖ τί κάνει ὁ Γέροντας. Τόν εἶδε νά κλαίει, νά
σκουπίζει τά δάκρυά του μέ μανδήλι καί νά θρηνεῖ ραπίζοντας
ἐλαφρά τήν κεφαλή του. Ἀγαποῦσε ὑπερβολικά τή μετάνοια, ἄν
καί ἡ ζωή του ἦταν ἁγία, δοσμένη ἀπό νεότητος στόν Θεό. Τά
δάκρυά του ἦταν καθημερινή τροφή του. Εἶχε πολλά δάκρυα καί
πολλή κατάνυξη. Μέ τά δάκρυά του μούσκευε τά πόδια τοῦ
Ἐσταυρωμένου. Τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά του σάν τή γυναῖκα τοῦ
Εὐαγγελίου. Στό Κελλί του ἔκανε ἐργασία πνευματική
καλλιεργώντας τή μετάνοια καί τό χαροποιόν πένθος. Καί ὅταν
ἐξομολογοῦσε κατανυσσόταν, ἔκλαιγε συμπάσχοντας μέ τόν
ἐξομολογούμενο.
Ἕνας
μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος ἐξομολογοῦνταν στόν παπα-Τύχωνα.
Ὕστερα ἔγινε παπᾶς καί ἔλεγε: «Αὐτή ἡ φαλάκρα μου εἶναι
βρεγμένη μέ τά δάκρυα τοῦ παπα-Τύχωνα». Λειτουργοῦσε συνήθως
κάθε Κυριακή, ἀλλά εἶχε φυλαγμένο Ἅγιον Ἄρτο καί
κοινωνοῦσε κάθε μέρα.
Στή Θεία Λειτουργία ἔβλεπαν νά
ἀλλοιώνεται τό πρόσωπό του. Τά μάτια του μέσα στό σκοτάδι
ἦταν πολύ φωτεινά. Πάντα λειτουργοῦσε μέ κατάνυξη καί
δάκρυα. Τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, τό Εὐαγγέλιο τό
διάβαζε μέ δάκρυα. Μέ δάκρυα σήκωνε τά Ἅγια καί ἔκανε τήν
Εἴσοδο, ἐκτός βέβαια ἀπό τίς ἁρπαγές καί τίς θεῖες ὀπτασίες
πού εἶχε. Τόν παπα-Τύχωνα, τόν ξελειτουργοῦσε καί ὁ
Γέρων-Γερόντιος, τόν ὁποῖο πλήρωνε δέκα δραχμές γιά κάθε Θεία
Λειτουργία, τήν ἐποχή ἐκείνη πού δίναν πέντε δραχμές στόν
παπᾶ.
Μία
φορά ὁ Γέρων-Γερόντιος τόν εἶδε ὑπερυψωμένο πάνω ἀπό τή γῆ.
«Πιό μεγάλο ἅγιο σ᾿ ὅλο τό Ἅγιον Ὄρος δέν ἔχω δεῖ», ἔλεγε.
Σέ αὐτό τόν Γέροντα ἐξομολογoῦνταν ὁ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος. Διηγήθηκε κατόπιν ὁ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος: «Ὁ
παπά-Τύχων στήν Θεία Λειτουργία, γιά νά μήν ἀποσπᾶται,
κλείδωνε τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐγώ ἔλεγα τό “Κύριε
ἐλέησον” ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τόν διάδρομο.
Μία
φορά, σέ μία Θεία Λειτουργία κατά τήν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν
Τιμίων Δώρων, χάθηκε ἡ φωνή του. Περίμενα πέντε ὧρες περίπου
καί δέν τόν διέκοψα γιατί δέν εἶχα εὐλογία. Μετά ἀπό πέντε
ὧρες συνέχισε μέ τό “Ἐξαιρέτως, τῆς Παναγίας, ἀχράντου…”. Ποῦ
βρισκόταν τόσες ὧρες; Μᾶλλον ἡρπάζετο σέ θεωρία.
Τήν ἡμέρα ἐκείνη ἡ Θεία Λειτουργία τελείωσε τό
ἀπόγευμα. Λειτουργοῦσε κάποια ἄλλη μέρα πάλι ὁ παπα-Τύχων καί στή
Μεγάλη Εἴσοδο, μετά τήν Εἴσοδο τῶν Τιμίων Δώρων, εἰσήλθε ὁ παπα-Τύχων
στό Ἅγιο Βῆμα καί βλέπει τούς Ἀρχαγγέλους Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί τούς
λέει μέ τά σπαστά Ἑλληνικά του:
«Ὁ
Μιχαήλο ντεξιά καί Γαβριήλο ἀριστερά. Τούς ὑπέδειξε μέ τό χέρι, ποῦ
ἀκριβῶς νά πάρουν θέση γιά νά κυκλώσουν τήν Ἁγία Τράπεζα. Καί ἄγγελε
φύλακά μου, ντίπλα μου καί ἐννοοῦσε τόν ἄγγελο φύλακά του».Τά ἄκουσε
ὅλα αὐτά, ὁ Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος τόν ὁποῖο διακονοῦσε μέ ταπείνωση
καί βρύσες δακρύων ἔτρεχαν ἀπό τά μάτια του. Τί μυσταγωγία ἦταν
ἐκείνη! Τί Θεία Λειτουργία ἦτανε ἐκείνη πού ἕνωσε τά οὐράνια μέ τά
ἐπίγεια! Ὁ παπα-Τύχων ἐπίσης διάβαζε πολλές φορές τήν ἡμέρα τούς
Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας μέ δάκρυα!».
Ἦταν τελείως
ἀμέριμνος καί δέν ἐνδιαφερόταν καθόλου γιά τά ἐξωτερικά.
Τό Κελλί του ποτέ δέν τό σκούπιζε. Στό πάτωμα τοῦ Κελλιοῦ του τά
χώματα καί οἱ τρίχες εἶχαν κάνει βουναλάκια πού ἔμοιαζαν σάν
καύκαλα χελώνας. Ἔκανε γύρω στίς τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες
καί συμβούλευε κάποιον μοναχό:
«Νά
κάνης πολλές μετάνοιες, μέχρι νά μουσκέψη ἡ φανέλλα σου ἀπ᾿
τόν ἱδρῶτα». Ἀπό τήν πολύωρη ὀρθοστασία, τά πόδια του ἦταν
πάντα πρησμένα. Νήστευε πολύ. Ἕνα ψωμί μπορεῖ νά τό ἔτρωγε
καί σέ ἕνα μῆνα. Εἶπε κάποια μέρα στούς δύο μοναχούς νά
μαζέψουν κούμαρα καί νά τά βράσουν στήν κατσαρόλα. Ὅταν εἶδε
τό κόκκινο ζουμί, τούς εἶπε ἄλλη φορά νά μήν ξανακάνουν
κούμαρα, γιατί ἔχουν πολύ αἷμα. Ἀγαποῦσε πολύ τή μελέτη.
Διάβαζε δύο, τρεῖς ὧρες καί γλυκαινόταν. Ἔλεγε: «Τί γλυκός
πού εἶναι ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ!». Εἶχε διαβάσει δύο, τρεῖς φορές καί
τά Ἅπαντα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου!
Ὅλη τή νύχτα
δέν κοιμόταν σχεδόν καθόλου. Μόλις νύχτωνε καλοῦσε τούς
Πατέρες στήν Ἐκκλησία χτυπώντας τόν τοῖχο. Μέχρι πρό τοῦ
μεσονυκτίου ἔκαναν προσευχή στό Ἐκκλησάκι καί ἔψαλλε ὁ
ἴδιος. Τούς ἔλεγε νά κάθονται σέ κάποιες στιγμές, ὕστερα πάλι
ὄρθιοι. Στό τέλος εὔχονταν γιά ὅσους τούς βοηθοῦσαν, καί ὕστερα
πήγαιναν στά Κελλιά τους.
Ἔλεγε
στά καλογέρια του: «Ἔχει εὐλογία νά κάνετε ὅσες μετάνοιες
θέλετε, καί ἄν μπορῆτε νά ἀγρυπνήσετε ὅλη τή νύχτα».
Ἔλεγε ὁ παπα-Τύχων: «Μέσα στά Μοναστήρια ὑπάρχουν ἀγωνιστές καί προχωρημένοι Πατέρες.
Ἕνας
ἀπό αὐτούς εἶναι στοῦ Καρακάλλου ὁ παπα-Ματθαῖος, ἕνας στῶν
Ἰβήρων ὁ παπα-Θανάσης, ὁ ὁποῖος καί ἐξωμολογεῖτο στόν
παπα-Τύχωνα, καί ἕνας στοῦ Ἐσφιγμένου ὁ παπα-Θανάσης… Μετά
ἀπό τρία χρόνια παραμονή στό Κοινόβιο, ὁ μοναχός εἶναι γιά
πνευματικό πόλεμο… Οἱ καλές συνήθειες εἶναι ἀρετές καί οἱ
κακές συνήθειες εἶναι πάθη… Ὁ καλόγερος νά μήν ἔχη σχέση μέ
τά ζῶα, γιατί αὐτά τοῦ παίρνουν τό νοῦ καί τήν καρδιά. Διότι,
ἀντί νά δώση τήν ἀγάπη του στόν Θεό, μοιράζεται στά ζῶα. Ὁ
ἅγιος Βασίλειος ἀπαγορεύει στόν μοναχό πού θά χαϊδέψει
γάτα ἤ σκύλο, νά κοινωνήσει».
“Τόν κάθε ἐπισκέπτη του τόν
θεωροῦσε φίλο καί ἀπεσταλμένο ἀπό τόν Θεό. Ὅ,τι τοῦ πρόσφεραν τά
κρατοῦσε κι’ ἄν δέν τά εἶχε ἀνάγκη τά ἔδινε ἀμέσως σέ ἄλλον. Ἐνῶ
δέν εἶχε τίποτε, θεωροῦσε πλούσιο τόν ἑαυτό του. «Ἐγώ πλούσιος, δόξα τῷ
Θεῷ», ἔλεγε. Τό «Δόξα τῷ Θεῷ» τό εἶχε συνέχεια στό στόμα του.
Ἄντεχε πολύ στή νηστεία καί κάποτε, πού εἶχα νά πάω πολλές ἡμέρες,
ἀντίκρυσα τό ἐξῆς θαυμαστό. Σέἐποχή πού δέν ὑπήρχαν δαμάσκηνα καί
ἄνθρωπος εἶχε ἡμέρες νά τόν ἐπισκεφθεῖ, βλέπω στό Κελλί του πολλά ἀπό
αὐτά, φρέσκα καί ὡραία. Τόν ρώτησα, ποῦ τά βρήκε.
«Παιδί μου, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», μοῦ ἀπάντησε. Πίστεψα πώς ἄγγελος τοῦ τά πήγε.
Τότε
μοῦ διηγήθηκε κι’ ἕνα ἄλλο θαῦμα, πού τοῦ εἶχε συμβεῖ στή Ρωσία.
Ἦταν ἀπό τή Σιβηρία καί ἐκεῖ εἶχαν πολύ σιτάρι καί τό ψωμί τους ἦταν
ἄσπρο. Ὅταν περιόδευε τά Ρωσικά Μοναστήρια, ἔφτασε στή Μόσχα. Λίγο πιό
ἔξω, ἐκεῖ,ἔτρωγαν μαύρο ψωμί, πού δέν μποροῦσε νά τό φάει καί γιά
μέρες ἦταν νηστικός. Περνώντας ἔξω ἀπό ἕνα φοῦρνο βλέπει μιά γυναίκα
νά τοῦ δίνει ἕνα κάτασπρο ψωμί, ζεστό. Χρήματα δέν εἶχε καί μπῆκε
μέσα στόν φοῦρνο νά τήν εὐχαριστήσει. Ρώτησε τόν φούρναρη, ποῦ πήγε ἡ
γυναίκα πού τοῦ ἔδωσε τό ψωμί. Τοῦ ἀπαντᾶ πώς καμία γυναίκα δέν βγῆκε
ἀπό τό μαγαζί του. Ὅταν μάλιστα εἶδε τό ψωμί στά χέρια του νά
ἀχνίζει καί σ’ ὅλη τήν ἐπαρχία τους νά μήν ὑπάρχει τέτοιο, ἔκθαμβος
ἔνιωσε πώς ἦταν ἡ Παναγία. Ξέσπασε σέ δάκρυα συγκινήσεως καί ὁ
φούρναρης μέ εὐλάβεια ἔλαβε λίγο ἀπ’ τό ψωμί γιά εὐλογία. Εὐχαρίστησαν
καί οἱ δύο τή Θεοτόκο. Μέ τό ψωμί αὐτό πέρασε ὅλο τόν ὑπόλοιπο καιρό πού
ἔλειπε ἀπ’ τό σπίτι του. Τό θαῦμα αὐτό τόν ἔκανε νά ἀποφασίση τή
μοναχική του ἀφιέρωση” (2).
«Ἡ
εὐχή, τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”, εἶναι σιτάρι καθαρό. Ὁ
καλός ὑποτακτικός μπορεῖ νά ἀποκτήση τήν εὐχή».
«Μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄν δέν προσέξη κανείς, μπορεῖ νά πλανηθῆ, ὅπως ὁ Ὠριγένης».
«Καλύτερα τρεῖς μετάνοιες μέ ταπείνωση, παρά χίλιες μέ ὑψηλοφροσύνη».
«Μόνο
ἡ ταπείνωση θά μᾶς σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς πολύ
λίγους θά βρεῖς. Πρέπει νά τούς ψάξης μέ τό κερί».
Ὁ
παπα-Τύχωνας, ἔλεγε ὅτι: «Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τούς ἀνθρώπους μέ
τό ἕνα χέρι. Ὅταν βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο τόν εὐλογεῖ μέ τά δύο χέρια»!
Τόσο ἀγάπησε τήν ταπείνωση πού γύρισε ὁλόκληρο τό Ἅγιον
Ὄρος ψάχνοντας νά βρεῖ ταπεινό ἄνθρωπο. Ἐπί τέλους βρῆκε στοῦ
Ἐσφιγμένου ἕνα γεροντάκι πού εἶχε ἐνδυθεῖ σάν διπλοΐδα τήν
ἀληθινή καί τελεία ταπείνωση. Ὑπῆρχαν βέβαια καί πολλοί
ἄλλοι, ἀλλά ἦταν κρυμμένοι στά μάτια τῶν πολλῶν. Ὑπήρχε τότε στό
Ἅγιον Ὄρος καί ἡ συνοδεία τοῦ Ἁγίου Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστή καί
Σπηλαιώτη, ὁ ὁποίος κοιμήθηκε στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1959, στή Νέα Σκήτη
τοῦ Ἄθω, στήν Ἱερά Καλύβη Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Τόν Ἅγιο Γέροντα
Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή ὅσο ζοῦσε δέν ἐπιδίωξε νά τόν συναντήσει ὁ
παπα-Τύχωνας, οὔτε καί ὁ ὑποτακτικός του ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
Καλοῦσαν
τόν παπα-Τύχωνα στοῦ Ἐσφιγμένου γιά νά ἐξομολογεῖ τά
καλογέρια. Τότε ἦταν πάνω ἀπό ἑξῆντα Πατέρες. Εἶχε
εὐλάβεια στόν ἅγιο Ἀντώνιο τόν Ρῶσσο καί λειτουργοῦσε στό
σπήλαιο πού ἔζησε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος Πετσέρσκαγια. Ἔπειτα
ἐπέστρεφε στό Κελλί του μέ τά πόδια, καί μάλιστα βάδιζε πολύ
γρήγορα. Εἶχε φιλία καί πολλές σχέσεις μέ τόν ἅγιο Σιλουανό
τοῦ Ρωσικοῦ, ὁ ὁποῖος μετά τήν κοίμησή του παρουσιάσθηκε
στόν παπα-Τύχωνα καί συνομίλησαν.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεῖ: «Ὁ
παπα-Τύχων ἦταν πολύ ἁπλός καί ζοῦσε σ᾿ ἕνα δικό του ἅγιο
Παράδεισο. Ἦταν βιαστής πολύ καί παρόλο πού νήστευε ἦταν
σωματώδης. Ὅταν ἐρχόταν στό Κελλί μας καί τόν βάζαμε νά φάη,
ἔτρωγε μόνο δυό κουταλιές γιά εὐλογία. Τώρα δέν ἔχει κανένα
σάν αὐτόν, μήν ψάχνετε».
Κάποια
μέρα εἶπε στά καλογέρια του, ὅταν πεθάνει, νά μήν τόν ξεθάψουν.
Ὁ ἕνας σκέφθηκε: «Θά τόν βγάλω καί θά πῶ εὐλόγησον». Ὁ
παπα-Τύχων διάβασε τόν λογισμό του καί τοῦ εἶπε: «Δέν ἔχει
εὐλογία». Καί μέχρι σήμερα τό τίμιο λείψανό του παραμένει
θαμμένο ἀναμένοντας τήν κοινή Ἀνάσταση”.
Ἀπό τόν
παπα-Τύχωνα ἔχουμε νά ὠφεληθοῦμε πολλά μέσα ἀπό τήν ταπεινή ἀσκητική
ζωή του. Ὁ παπα-Τύχωνας, γιά νά δείξει τήν ἀξία τῆς ταπείνωσης ἔλεγε
ὅτι: «Κάθε πρωί ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν ταπεινό ἄνθρωπο μέ τά δύο χέρια»!
Ἔχει διασωθεῖ σέ ἕνα χειρόγραφό του μία προσευχή του, πού μᾶς
παρουσιάζει τή γνήσια καί ἀληθινή ἀγάπη πρός τόν Κύριο. Ἡ προσευχή του
εἶναι ἡ ἐξῆς: “Ἅγιε Γολγοθᾶ, θεῖε Γολγοθᾶ, παρακαλῶ πές μου πόσες
χιλιάδες, ἑκατομμύρια ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους καθάρισες καί ἔστειλες καί
γιόμισες τόν γλυκό Παράδεισο. Θεμέλιο γιά τόν γλυκό Παράδεισο εἶναι ὁ
ἅγιος Γολγοθᾶς.
Ἁμαρτωλοί ἐλᾶτε ἐδῶ, νά μήν ἀργήσετε. Ὁ ἅγιος Γολγοθᾶς ἀνοικτός. Ἡ Σταύρωσις.
Ὁ
Χριστός Ἐλεήμων. Μᾶς περιμένει νά τοῦ λούσουμε τά πόδια. Μακάριοι
ἐμεῖς, ἄν μᾶς ἀξιώσει ὁ Χριστός, μέ ταπείνωση, μέ φόβο Θεοῦ, μέ ζεστή
καρδιά, μέ ζεστά δάκρυα νά πλύνουμε τά ἅγια πόδια τοῦ Χριστοῦ καί, ἄν
θελήσουμε πολλές φορές.
Ὕστερα ὁ Χριστός θά πλύνη τίς ἁμαρτίες μας καί θά γίνη καθαρή ἡ ψυχή μας καί θά ἀνοίξει τόν γλυκό Παράδεισο”.
Κοντά
του ἦταν ὁ ὑποτακτικός του Γέροντας Παΐσιος πού τόν
γηροκόμησε τίς τελευταῖες ἡμέρες, τόν ἔθαψε καί τόν
διαδέχθηκε στό Καλύβι. Ἐκοιμήθη στίς 10 Σεπτεμβρίου τοῦ
1968, ἀφοῦ προηγουμένως εἶδε σέ ὅραμα τήν Παναγία μαζί μέ τόν
ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί τόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, πού τοῦ
προεῖπαν ὅτι θά περάσει ἡ ἑορτή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου
καί θά τόν πάρουν. Διηγεῖται γιά τή θαυμαστή κοίμησή του ὁ Ἅγιος
Γέροντας Παΐσιος:«Μιά μέρα ἀπό ἐκείνες τίς τελευταῖες του, εἶχα βγεῖ
ἔξω, γιά νά τοῦ φέρω λίγο νερό. Ὅταν ἄνοιξα μετά καί μπήκα στό Κελλί
του, μέ κοιτοῦσε παράξενα καί μοῦ λέγει: «Ἐσύ, ὁ Ἅγιος Σέργιος
εἶσαι;».
«Ὄχι, Γέροντα, εἶμαι ὁ Παΐσιος».
«Τώρα, παιδί μου, ἦταν ἐδῶ ἡ Παναγία, ὁ Ἅγιος Σέργιος καί ὁ Ἅγιος Σεραφείμ.
Ποῦ πῆγαν;».
Κατάλαβα ὅτι κάτι γίνεται καί τόν ρώτησα:
«Τί σοῦ είπε ἡ Παναγία;».
«Θά περάσει ἡ Πανήγυρη καί μετά θά μέ πάρει».
Ἦταν
ἀπόγευμα, παραμονή τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου 1968 καί
μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες, στίς 10 Σεπτεμβρίου, ἀναπαύθηκε ἔν Κυρίω.
Τήν προτελευταῖα ἡμέρα μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας: «Αὔριο θά πεθάνω καί θέλω νά μήν κοιμηθής, γιά νά σέ εὐλογήσω».
Ἐγώ
τόν λυπόμουνα ἐκεῖνο τό βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεῖς
ώρες εἶχε τά χέρια του ἐπάνω στό κεφάλι μου, μέ εὐλογοῦσε καί μέ
ἀσπαζόταν γιά τελευταῖα φορά. Γιά νά ἐκφράση καί τήν εὐγνωμοσύνη του
γιά τό λίγο νερό πού τοῦ εἶχα δώσει στά τελευταία του, μοῦ ἔλεγε:
«Γλυκό μου Παΐσιο, ἐμεῖς, παιδί μου, θά ἔχουμε ἀγάπη εἰς αἰῶνας
αἰώνων ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκριβή ἡ δική μας. Ἐσύ θά κάνης εὐχή ἀπό ἐδῶ,
καί ἐγώ θά κάνω ἀπό τόν οὐρανό.
Πιστεύω ὅτι θά μέ ἐλεήση ὁ
Θεός, γιατί ἑξῆντα χρόνια, παιδί μου, καλόγηρος, συνέχεια ἔλεγα Κύριε
Ἰησού Χριστέ, ἐλέησόν με».
«Ἐγώ θά λειτουργῶ πιά στόν
Παράδεισο. Ἐσύ νά κάνης εὐχή ἀπό ἐδῶ, καί ἐγώ θά ἔρχομαι κάθε χρόνο
νά σέ βλέπω». Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐκείνες οἱ δέκα τελευταῖες ἡμέρες,
πού παρέμεινα κοντά του, ἦταν ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά μένα,
γιατί βοηθήθηκα περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, ἀφοῦ μοῦ δόθηκε ἡ
εὐκαιρία νά τόν ζήσω λίγο ἀπό κοντά καί νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Ἡ
πρώτη του λοιπόν φορά πού μοῦ ἔκανε τήν πρώτη του ἐπίσκεψη ἦταν στίς
10 Σεπτεμβρίου 1971, τό βράδυ, μετά τό μεσονύκτιο. Ἐνῶ ἔλεγα τήν εὐχή,
βλέπω ξαφνικά τόν Γέροντα παπα-Τύχωνα νά μπαίνει στό Κελλί! Πετάχθηκα
καί τοῦ ἔπιασα τά πόδια καί τά φιλοῦσα μέ εὐλάβεια. Δέν κατάλαβα ὅμως
πῶς μοῦ ξεγαντζώθηκε ἀπό τά χέρια μου καί, καθώς ἔφευγε, τόν εἶδα νά
μπαίνει στόν Ἱερό Ναό καί ἐξαφανίσθηκε. Μετά τήν κοίμησή του ὁ ἴδιος ὁ
Ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ἔγραψε τόν βίο τοῦ παπα-Τύχωνα, ἔπειτα ἀπό
τή θαυμαστή ἐμφάνισή του μέσα στό Κελλί του. Τό βιβλίο ὀνομάζεται:
«Ἁγιορεῖται Πατέρες»!” (3).
Τήν ἁγία εὐχή τους νά ἔχουμε. Ἀμήν.
Ἀπό
τό Συναξάρι τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν παλαιῶν καί τῶν σύγχρονων θησαυρίζει ἡ
καρδιά μας μέσα ἀπό τόν Ἅγιο βίο τους καί ἐπιθυμοῦμε σέ πολλά νά τούς
μιμηθοῦμε στή σύγχρονη ζωή μας. Πόσα μαθαίνουμε κοντά στόν Ἅγιο
Γέροντα! Μαθαίνουμε τήν Ὀρθοδοξία στήν πράξη.
Ὁ
Ἅγιος Γέροντας εἶναι ὁλόκληρος ἡ ζῶσα Ὀρθοδοξία μας. Μαθητεύουμε κοντά
στόν ἴδιο τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πού βρίσκεται μέσα στήν καρδιά του.
Μᾶς προσελκύει ἡ γλυκιά μορφή του, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη καί ὁ θεῖος
ἔρωτας πρός τό Ἅγιο πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ καρδιά του
γεννάει πνευματικά τέκνα μέσα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς δείχνει τό
δρόμο τῆς σωτηρίας διά τῆς νοερᾶς εὐχῆς καί τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς.
Κοντά στόν Γέροντα νιώθεις ὅτι εἶσαι πλασμένος γιά αυτή τή μεγάλη
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού σέ ἔφερε στή ζωή καί Σέ θέλει στήν αἰωνιότητα μαζί
Του. Διαβάστε τά Συναξάρια τῶν Ἁγίων Πατέρων μας -εἰδικά τῶν σύγχρονών
μας- καί προτρέψτε καί τά παιδιά σας νά τά διαβάζουν. Εἶναι ἐπίσης
μεγάλη εὐλογία νά διαβάζουμε μέ τά παιδιά μας τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς
ἡμέρας. Μᾶς ἁγιάζει τήν ψυχή μας καί ὁλόκληρη τήν ἡμέρα μας ὁ Ἅγιος πού
γιορτάζει τήν κάθε ἡμέρα πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος.
Ἀμήν. Γένοιτο
- Κλῖμαξ Λ’, ζ’.
- Απόσπασμα
από το βιβλίο του Ιερομονάχου Αγαθαγγέλου, «Οι αναμνήσεις μου από τον
παπα-Τύχωνα», των εκδόσεων το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη
1982. https://www.hristospanagia.gr
- Από
την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση. Εκδόσεις Ιερόν
Ησυχαστήριον “Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος” σελ.
110-118. https://enromiosini.gr/arthrografia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου