Πώς η Γερμανία έφερε την Ευρώπη στο χείλος του ενεργειακού γκρεμνού. Ίσως να μην το συνειδητοποιούμε, αλλά η ενέργεια είναι το πιο εμπορεύσιμο αγαθό στον πλανήτη.
Κι ενώ γράφονται αυτές οι γραμμές, από την αρχή του 2021 η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος έχει τετραπλασιαστεί, του φυσικού αερίου έχει εξαπλασιαστεί και του πετρελαίου έχει αυξηθεί κατά 50%.
Ένα περίπλοκο πλέγμα γεωγραφικών και οικονομικών εξαρτήσεων, γεωπολιτικών συγκρούσεων, ιδεολογικών διαφορών, κλιματικής αλλαγής και εθνικών επιταγών έχει δημιουργήσει μία
εκρηκτική κατάσταση που παραπέμπει στις κρίσεις πετρελαίου του 1973/4 και 1978/9.Μόνο που τούτη τη φορά, η κατάσταση μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο σοβαρή.
Η κρίση ενέργειας ειδικά στην Ευρώπη είναι, ίσως, η χειρότερη γεωγραφικά, καθώς τα αποθέματα φυσικού αερίου είναι τα χαμηλότερα εδώ και δεκαετίες, ενώ οι επενδύσεις των κρατών-μελών στα δίκτυα ήταν και είναι ανεπαρκείς. Ταυτόχρονα, το σύστημα των πλειστηριασμών για δικαιώματα άνθρακα λειτουργεί αντίθετα από τα προβλεπόμενα και αυξάνει τις τιμές χωρίς υποχρεωτικά να ενθαρρύνει την μετάβαση στην πράσινη ενέργεια—όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω.
Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται η απόφαση της Ε.Ε. να υιοθετήσει την πολιτική εξάρτησης από την ελεύθερη αγορά που με πίεση προωθούσε η Γερμανία.
Βασισμένη στην δική της εξασφάλιση με το Ρωσικό αέριο, η Γερμανία επέβαλε ένα μοντέλο όπου οι προμήθειες ενέργειας δεν γίνονται με βάση μακροχρόνια συμβόλαια σε καθορισμένες τιμές αλλά με αναφορά στην καθημερινή τιμή της αγοράς (spot price). Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη είναι σήμερα όμηρος της αγοράς, η αγορά παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις και οι διακυμάνσεις επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την Ρωσία.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι παρά την πρωτοφανή άνοδο των τιμών, η Ρωσία δεν αυξάνει τις ποσότητες που δίνει στην Ευρώπη, πέρα από αυτές που προβλέπουν τα συμβόλαια. Υπάρχει το ερώτημα αν μπορεί ή αν δεν θέλει; Στο «αν μπορεί;» η απάντηση ίσως να είναι ότι ο Nord Stream 2 δείχνει πως έχει τις ποσότητες. Στο «αν θέλει» η απάντηση δίνεται από την απλή διαπίστωση ότι έχει ζητήσει να εξαιρεθεί από ορισμένους ευρωπαϊκούς αντί-μονοπωλιακούς κανονισμούς, προκειμένου να… επισπεύσει την παροχή αερίου μέσω του συγκεκριμένου αγωγού!
Ως μεγάλος προμηθευτής η Ρωσία είναι σε θέση να επηρεάσει την τρέχουσα τιμή (spot) της αγοράς. Κατά μία έννοια λειτουργεί ως swing supplier, κατά το πρότυπο της Σαουδικής Αραβίας. Με τις επεμβάσεις της εντείνει τις διακυμάνσεις. Οι διακυμάνσεις λειτουργούν απαγορευτικά για τους επενδυτές – καθώς οι επενδύσεις στην ενέργεια απαιτούν χρόνο, κεφάλαια και τάση ανάληψης κινδύνων. Με την έλλειψη επαρκών επενδύσεων, η ισχύς της Ρωσίας μεγαλώνει.
Αυτό είναι το διαρθρωτικό πρόβλημα, που εντείνεται από την πολιτική της στροφής σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Αυτή η στροφή έχει δημιουργήσει μία σειρά από στρεβλώσεις που σήμερα συνεισφέρουν στην κρίση.
Καταρχάς, η αγορά δεν λειτουργεί ελεύθερα για τους παραγωγούς ενέργειας. Πρώτο, δεν μπορούν να επιλέξουν την πιο ανταγωνιστική μορφή ενέργειας, ακριβώς επειδή υπάρχει η ευρωπαϊκή πολιτική της ταχείας στροφής προς τις εναλλακτικές πηγές. Δεύτερο, η τιμολογιακή πολιτική ελέγχεται από το κράτος. Τρίτον, επειδή η προσφορά ενέργειας από τις εναλλακτικές πηγές (αέρα, ήλιο, νερό) δεν είναι σταθερή, οι παραγωγοί υποχρεώνονται να διατηρούν εφεδρικές μονάδες, κατά κανόνα λιγνίτη-άνθρακα, οι οποίες βέβαια είναι ανενεργές όταν ο ήλιος λάμπει, ο αέρας φυσάει και η βροχή πέφτει. Προφανώς αυτό επιβαρύνει το κόστος παροχής.
Κατά δεύτερο λόγο, η ίδια η κλιματική αλλαγή δημιουργεί προβλήματα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο τυφώνας Ida, έφερε καταστροφές στις ενεργειακές υποδομές του Τέξας κι αυτό αύξησε την τιμή και μείωσε τις εξαγωγές ενέργειας από τις ΗΠΑ. Ο χειμώνας και η άνοιξη του 2021 ήταν πολύ ψυχροί για τον Παγκόσμιο Βορά (Global North)—οπότε η ζήτηση αυξήθηκε.
Ταυτόχρονα ο Αίολος ήταν πολύ αδύνατος—οπότε αυτή η μορφή της ΑΠΕ δεν απέδωσε τα προσδοκόμενα. Η Γερμανία αποσύρει τρεις μονάδες πυρηνικής ενέργειας, γεγονός που μειώνει την προσφορά. Και η ξηρασία στην Κίνα και την Λατινική Αμερική μείωσε την ισχύ των υδροηλεκτρικών μονάδων.
Αυτή είναι μία απλή περιγραφή, μερικών μόνο παραγόντων που μπαίνουν στην δύσκολη ενεργειακή εξίσωση. Σ’ αυτήν να προσθέσουμε το γεγονός ότι η Ευρώπη έχει υποχρεωθεί τώρα να εισάγει ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες φυσικού αερίου. Στην διαδικασία αυτή, όμως, έρχεται σε άμεσο ανταγωνισμό με την Ασία, η οποία επίσης εξαρτάται από το φυσικό αέριο και είναι διατεθειμένη να πληρώσει γι’ αυτό. Η Ευρώπη, λοιπόν, αγοράζει και εισάγει αέριο στις υψηλές τιμές που πληρώνει η Ασία.
Η υψηλή τιμή του φυσικού αερίου έχει μία επιπλέον αναπάντεχη επίπτωση. Η ευρωπαϊκή υψηλή τιμή για τους ρύπους άνθρακα έχει ως στόχο να επιταχύνει την στροφή προς το φυσικό αέριο και τις άλλες εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Όταν, όμως, η τιμή του φυσικού αερίου αυξάνει υπέρμετρα, τότε το κίνητρο λειτουργεί ανάποδα: παρά την υψηλή τιμή των ρύπων, η χρήση μονάδων λιγνίτη-άνθρακα γίνεται συμφέρουσα.
Επειδή, όμως, η χρήση άνθρακα αυξάνει τους ρύπους, η τιμή τους και πάλι αυξάνει, οπότε δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων και ταυτόχρονα υπονόμευσης της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.
Στην εικόνα αυτή, μπορούμε τέλος θα προσθέσουμε την αναπάντεχα γρήγορη οικονομική ανάπτυξη που αύξησε την ζήτηση για ενέργεια σε εποχή όπου οι παγκόσμιες αλυσίδες διανομής υποφέρουν, για να συνειδητοποιήσουμε το εκρηκτικό μίγμα που πάει να δημιουργηθεί.
Η Ε.Ε. έχει μάθει να λειτουργεί γραφειοκρατικά και να αντιδρά αργά. Αυτή είναι μία κρίση που δεν επιδέχεται τέτοιες συμπεριφορές. Γι’ αυτό η κοινή επιστολή Σταϊκούρα-Σκρέκα για την οποία γράψαμε χθες έχει ιδιαίτερη σημασία. Πολύ σωστά υποδεικνύει άμεσα και μεσοπρόθεσμα μέτρα, καθώς είναι πολύ πιθανό ότι η κρίση δεν θα είναι παροδική. Ακόμη κι αν είναι, όμως, το μοντέλο της εξάρτησης από την καθημερινή αγορά, σε βάρος της σταθερότητας και της σιγουριάς που δίνουν τα μακρόχρονα συμβόλαια, δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε το ενδεδειγμένο για την Ευρώπη.
Στην Γερμανία οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι επιλέγουν να συνεργαστούν με τους Σοσιαλδημοκράτες, επειδή οι Χριστιανοδημοκράτες δεν συζητούσαν την αλλαγή του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας. Ίσως εδώ να υπάρχει μικρή ελπίδα απομάκρυνσης από τις πολιτικές όπου η Γερμανία επιχείρησε με τα οικονομικά όπλα να πετύχει αυτά που δεν της έδωσαν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου