Ο ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, κάθε
ἄνθρωπος, ὁπουδήποτε καὶ ἂν κατοικῇ καὶ ὅποια γλῶσσα καὶ ἂν λαλῇ καὶ
ὅ,τι μόρφωσι κι ἂν ἔχῃ, δὲν εἶνε τώρα ὅπως βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ
Δημιουργοῦ. Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο αὐτό.
Διότι στὰ ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς μας συνέβη κάποτε ἕνας φοβερὸς σεισμός, τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἔφθειρε τὴν ἀνθρωπίνη φύσι.
Μέσα μας ὑπάρχει τὸ κακό, τὸ μικρόβιο τῆς διαφθορᾶς. Ὅπως ἡ
χελώνα ὅπου κι ἂν πάῃ φέρνει μαζὶ τὸ καύκαλό της, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, φέρνει μαζί του τὴν κακία, τὰ πάθη καὶ ἐλαττώματά του, ποὺ εἶνε πολλά.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φοβερὰ πάθη, ποὺ πολὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα, εἶνε ἡ πλεονεξία. Τὴν εἰκόνα της ζωγραφίζει μπροστά μας σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
Διότι στὰ ἔγκατα τῆς ὑπάρξεώς μας συνέβη κάποτε ἕνας φοβερὸς σεισμός, τὸ λεγόμενο προπατορικὸ ἁμάρτημα, ποὺ ἔφθειρε τὴν ἀνθρωπίνη φύσι.
Μέσα μας ὑπάρχει τὸ κακό, τὸ μικρόβιο τῆς διαφθορᾶς. Ὅπως ἡ
χελώνα ὅπου κι ἂν πάῃ φέρνει μαζὶ τὸ καύκαλό της, κατὰ παρόμοιο τρόπο καὶ ὁ ἄνθρωπος, ὅ,τι κι ἂν κάνῃ, φέρνει μαζί του τὴν κακία, τὰ πάθη καὶ ἐλαττώματά του, ποὺ εἶνε πολλά.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φοβερὰ πάθη, ποὺ πολὺ ταλαιπωρεῖ τὴν ἀνθρωπότητα, εἶνε ἡ πλεονεξία. Τὴν εἰκόνα της ζωγραφίζει μπροστά μας σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ὁμιλεῖ γιὰ ἕνα πλεονέκτη
πλούσιο. Δὲν εἶχε ῥευστὸ χρῆμα, εἶχε ὅμως κτήματα πολλά· χωράφια,
ἀμπέλια, ἐλαιῶνες. Καὶ συνέβη ἐκείνη τὴ χρονιὰ νὰ ἔρθῃ πλούσια
σοδειά.
Τὰ χωράφια πράσινη θάλασσα, οἱ ἐλιὲς ἔσπαζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ καρποῦ, τ᾽ ἀμπέλια γεμᾶτα σταφύλια, τὰ ὀπωροφόρα δέντρα κατάφορτα.
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ μπροστὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία;
Νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό.
Γιατὶ ἂν ὁ οὐρανὸς δὲν ἔβρεχε κι ὁ ἥλιος δὲν ἔστελνε τὶς ἀκτῖνες του κι ὁ δροσερὸς ἀέρας δὲ φυσοῦσε, ἂν δηλαδὴ δὲν ὑπῆρχαν οἱ κατάλληλες συνθῆκες, τίποτα δὲ θὰ φύτρωνε. Χάρις στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὰ κτήματά του ἀπέδωσαν. Θά ᾽πρεπε λοιπὸν νὰ πῇ ἕνα «Δόξα σοι ὁ Θεός», ἕνα εὐχαριστῶ.
Δὲν τὸ λέει. Εἶνε ἀχάριστος.
Τὰ χωράφια πράσινη θάλασσα, οἱ ἐλιὲς ἔσπαζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ καρποῦ, τ᾽ ἀμπέλια γεμᾶτα σταφύλια, τὰ ὀπωροφόρα δέντρα κατάφορτα.
Τί ἔπρεπε νὰ κάνῃ μπροστὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ εὐλογία;
Νὰ δοξάσῃ τὸ Θεό.
Γιατὶ ἂν ὁ οὐρανὸς δὲν ἔβρεχε κι ὁ ἥλιος δὲν ἔστελνε τὶς ἀκτῖνες του κι ὁ δροσερὸς ἀέρας δὲ φυσοῦσε, ἂν δηλαδὴ δὲν ὑπῆρχαν οἱ κατάλληλες συνθῆκες, τίποτα δὲ θὰ φύτρωνε. Χάρις στὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τὰ κτήματά του ἀπέδωσαν. Θά ᾽πρεπε λοιπὸν νὰ πῇ ἕνα «Δόξα σοι ὁ Θεός», ἕνα εὐχαριστῶ.
Δὲν τὸ λέει. Εἶνε ἀχάριστος.
Καὶ μόνο ἀχάριστος; Εἶνε καὶ
σκληρός. Ὅπως πάνω στὸ γρανίτη λουλούδι δὲ φυτρώνει, ἔτσι καὶ στὴν
καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀνθίζει καμμιά εὐγένεια, ἀγάπη,
εὐσπλαχνία. Εἶνε ἀπάνθρωπος, δὲ βλέπει κανέναν ἄλλο, δὲν ἐνδιαφέρεται τί
γίνεται δίπλα του.
Τὸν ἀπασχολεῖ ποῦ θ᾽ ἀποθηκεύσῃ τοὺς καρπούς, γιατὶ οἱ ἀποθῆκες του εἶνε μικρές, κ᾽ εἶνε στενοχωρημένος. Bραδιάζει κι ὅλοι πᾶνε γιὰ ὕπνο· τὰ πουλιὰ στὰ δέντρα, τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας καὶ στὴν κούνια, ἀκόμα κι ὁ κακοῦργος στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς.
Ἕνας δὲν κοιμᾶται· ὁ πλεονέκτης. Μεσάνυχτα καὶ πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα τὸν τρώει ἡ ἀγωνία. Ἔχει πρόβλημα νὰ λύσῃ. Ποιό;
«Τί νὰ κάνω;…», λέει (Λουκ. 12,17). Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας φτωχὸς οἰκογενειάρχης, ποὺ παλεύει μέρα καὶ νύχτα νὰ τὰ βγάλῃ πέρα στὶς δύσκολίες τῆς ζωῆς; Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας ἄρρωστος, ποὺ βογγάει στὸ κρεβάτι καὶ γιατρειὰ δὲν ἔχει; Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας κατάδικος φυλακισμένος γιὰ χρέη; Νὰ τὸ λέγανε οἱ δυστυχισμένοι ποὺ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε; «Τί νὰ κάνω;»· τὸ λέει ἕνας πλούσιος, ὁ πλεονέκτης πλούσιος.
Καὶ δὲν τὸ λέει μόνο αὐτός· τὸ λένε ὅλοι οἱ ὅμοιοί του.
Διότι ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, ἔχει καὶ σήμερα τὴν ἐφαρμογή της.
Καὶ οἱ σημερινοὶ πλούσιοι τὴν ἴδια ἀγωνία ἔχουν.
«Τί νὰ κάνουμε;», ρωτοῦν, εἴτε ἔχουν κτήματα εἴτε ἔχουν χρήματα. Τί νὰ τὸ κάνουν τὸ χρῆμα τους; Νὰ τὸ κρύψουν σὲ χρηματοκιβώτια στὸ σπίτι;
Ν᾽ ἀνοίξουν λάκκο νὰ τὸ θάψουν;
Νὰ τὸ καταθέσουν σὲ ταμιευτήρια καὶ τράπεζες, μὲ ἐνδεχόμενο αὔριο νὰ χάσῃ τὴν ἀξία του; Νὰ τὸ κάνουν ῥάβδους χρυσοῦ, πρᾶγμα δύσκολο; Ν᾽ ἀγοράσουν οἰκόπεδα ἢ διαμερίσματα ἢ πολυκατοικίες, ποὺ μπορεῖ νὰ πέσουν μ᾽ ἕνα σεισμό; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2). Μεγάλη ἡ ἀγωνία τοῦ πλούτου.
Ἀλλὰ ὁ πλεονέκτης πλούσιος δὲν εἶνε μόνο ἀχάριστος οὔτε μόνο σκληρός· εἶνε καὶ ἀχόρταγος.
Προσπαθεῖ ὄχι μόνο νὰ ἀσφαλίσῃ τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσῃ.
Ἔφθασε νὰ ἔχῃ ἕνα ἑκατομμύριο; θέλει νὰ τὸ κάνῃ δύο.
Ἔφθασε τὰ δύο ἑκατομμύρια; θέλει νὰ τὰ κάνῃ τέσσερα. Ἔγιναν τέσσερα; πάει νὰ τὰ κάνῃ ὀχτώ, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἕνα σισύφειο λίθο, ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, κυλάει ἀκαταπαύστως ὁ πλεονέκτης.
Ὑπάρχει μία σπάνια ἀσθένεια ποὺ λέγεται ὑδρωπικία.
Ὁ ὑδρωπικὸς ὅσο πίνει νερὸ τόσο περισσότερο διψάει· καὶ ὁ πλεονέκτης ὅσο περισσότερα χρήματα ἀποκτᾷ τόσο περισσότερα θέλει. Διψᾷ τὰ χρήματα.
Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλα νερά· ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ, Χόρτασα, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς· μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν χορταίνει. Φοβερὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, τῆς ὁποίας ζωηρὰ εἰκόνα ζωγράφισε ὁ Κύριός μας στὴν σημερινὴ παραβολή.
Ἂν ἐρευνήσουμε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε μιὰ ῥοπὴ στὴν πλεονεξία. Ἔπρεπε νὰ ἀρκούμεθα σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία εἶνε αὐτὸ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο ὅταν λέει· «…Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. 6,11). Τί μεγάλος λόγος αὐτός!
Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὸ ψωμὶ τῆς αὐριανῆς ἡμέρας, γιὰ τὰ ἀναγκαῖα, ὁ κόσμος θὰ ἦταν εὐτυχισμένος. Λίγοι σκέπτονται ἔτσι· οἱ περισσότεροι θέλουν τὰ περισσότερα, κυνηγοῦν τὰ πλούτη.
Νά κι ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Ἐξασφάλισε ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια. Καὶ ὅμως δὲν ἔζησε οὔτε μιὰ μέρα, οὔτε μιὰ νύχτα. Ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ λύσῃ σωστὰ τὸ πρόβλημά του.
Εὔκολη ἦταν ἡ λύσι.
Πῶς; Χρειαζόταν ἀποθῆκες, μὰ ἀποθῆκες ὑπῆρχαν.
Ποιές ἦταν οἱ ἀποθῆκες;
Τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων. Ἐκεῖ θὰ τὰ ἀσφάλιζε ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Ἂν μοίραζε στοὺς φτωχοὺς μὲ φιλανθρωπία καὶ δικαιοσύνη τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε (σιτάρι, καλαμπόκι, ἐλιὲς κ.τ.λ.), θὰ εἶχε λύσει τὸ πρόβλημα καὶ θὰ ἦταν ἕνας εὐεργέτης τοῦ λαοῦ. Δὲν ἤθελε ὅμως τὴ λύσι αὐτή. Βρῆκε ἄλλη. Ποιά· «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας», θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ θὰ ἀσφαλίσω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· «Ψυχή,… ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,18-19).
Ἔτσι σκεπτόταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, χωρὶς ὅμως νὰ ὑπολογίσῃ ὅτι ὑπεράνω ὅλων εἶνε ὁ Θεός.
Καὶ τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ἔπεσε ἀστροπελέκι – κεραυνός, ἡ θεία ἀπόφασι· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20)· ἀπόψε, ὄχι ἄγγελοι πτερωτοί, ἀλλὰ δαίμονες σκοτεινοὶ θ᾽ ἁρπάξουν τὴν ψυχή σου, κι αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιόν θ᾽ ἀνήκουν;
Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος, τὸ ἄδοξο τέλος τοῦ πλεονέκτου πλουσίου, ποὺ καὶ σήμερα πολλοὶ τοῦ μοιάζουν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
Τὸν ἀπασχολεῖ ποῦ θ᾽ ἀποθηκεύσῃ τοὺς καρπούς, γιατὶ οἱ ἀποθῆκες του εἶνε μικρές, κ᾽ εἶνε στενοχωρημένος. Bραδιάζει κι ὅλοι πᾶνε γιὰ ὕπνο· τὰ πουλιὰ στὰ δέντρα, τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας καὶ στὴν κούνια, ἀκόμα κι ὁ κακοῦργος στὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς.
Ἕνας δὲν κοιμᾶται· ὁ πλεονέκτης. Μεσάνυχτα καὶ πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα τὸν τρώει ἡ ἀγωνία. Ἔχει πρόβλημα νὰ λύσῃ. Ποιό;
«Τί νὰ κάνω;…», λέει (Λουκ. 12,17). Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας φτωχὸς οἰκογενειάρχης, ποὺ παλεύει μέρα καὶ νύχτα νὰ τὰ βγάλῃ πέρα στὶς δύσκολίες τῆς ζωῆς; Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας ἄρρωστος, ποὺ βογγάει στὸ κρεβάτι καὶ γιατρειὰ δὲν ἔχει; Νὰ τό ᾽λεγε ἕνας κατάδικος φυλακισμένος γιὰ χρέη; Νὰ τὸ λέγανε οἱ δυστυχισμένοι ποὺ δὲν ἔχουν ψωμὶ νὰ φᾶνε; «Τί νὰ κάνω;»· τὸ λέει ἕνας πλούσιος, ὁ πλεονέκτης πλούσιος.
Καὶ δὲν τὸ λέει μόνο αὐτός· τὸ λένε ὅλοι οἱ ὅμοιοί του.
Διότι ἡ παραβολὴ αὐτή, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος πρὶν δυὸ χιλιάδες χρόνια, ἔχει καὶ σήμερα τὴν ἐφαρμογή της.
Καὶ οἱ σημερινοὶ πλούσιοι τὴν ἴδια ἀγωνία ἔχουν.
«Τί νὰ κάνουμε;», ρωτοῦν, εἴτε ἔχουν κτήματα εἴτε ἔχουν χρήματα. Τί νὰ τὸ κάνουν τὸ χρῆμα τους; Νὰ τὸ κρύψουν σὲ χρηματοκιβώτια στὸ σπίτι;
Ν᾽ ἀνοίξουν λάκκο νὰ τὸ θάψουν;
Νὰ τὸ καταθέσουν σὲ ταμιευτήρια καὶ τράπεζες, μὲ ἐνδεχόμενο αὔριο νὰ χάσῃ τὴν ἀξία του; Νὰ τὸ κάνουν ῥάβδους χρυσοῦ, πρᾶγμα δύσκολο; Ν᾽ ἀγοράσουν οἰκόπεδα ἢ διαμερίσματα ἢ πολυκατοικίες, ποὺ μπορεῖ νὰ πέσουν μ᾽ ἕνα σεισμό; «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (᾿Εκκλ. 1,2). Μεγάλη ἡ ἀγωνία τοῦ πλούτου.
Ἀλλὰ ὁ πλεονέκτης πλούσιος δὲν εἶνε μόνο ἀχάριστος οὔτε μόνο σκληρός· εἶνε καὶ ἀχόρταγος.
Προσπαθεῖ ὄχι μόνο νὰ ἀσφαλίσῃ τὰ ὑπάρχοντά του, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ πολλαπλασιάσῃ.
Ἔφθασε νὰ ἔχῃ ἕνα ἑκατομμύριο; θέλει νὰ τὸ κάνῃ δύο.
Ἔφθασε τὰ δύο ἑκατομμύρια; θέλει νὰ τὰ κάνῃ τέσσερα. Ἔγιναν τέσσερα; πάει νὰ τὰ κάνῃ ὀχτώ, καὶ οὕτω καθ᾽ ἑξῆς. Ἕνα σισύφειο λίθο, ποὺ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι, κυλάει ἀκαταπαύστως ὁ πλεονέκτης.
Ὑπάρχει μία σπάνια ἀσθένεια ποὺ λέγεται ὑδρωπικία.
Ὁ ὑδρωπικὸς ὅσο πίνει νερὸ τόσο περισσότερο διψάει· καὶ ὁ πλεονέκτης ὅσο περισσότερα χρήματα ἀποκτᾷ τόσο περισσότερα θέλει. Διψᾷ τὰ χρήματα.
Ἡ θάλασσα μπορεῖ νὰ πῇ στὰ ποτάμια, Φτάνει, δὲν θέλω ἄλλα νερά· ὁ χάρος μπορεῖ νὰ πῇ, Χόρτασα, δὲν θέλω ἄλλους νεκρούς· μὰ ὁ πλεονέκτης δὲν χορταίνει. Φοβερὸ τὸ πάθος τῆς πλεονεξίας, τῆς ὁποίας ζωηρὰ εἰκόνα ζωγράφισε ὁ Κύριός μας στὴν σημερινὴ παραβολή.
Ἂν ἐρευνήσουμε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας, θὰ δοῦμε ὅτι ὅλοι ἔχουμε μιὰ ῥοπὴ στὴν πλεονεξία. Ἔπρεπε νὰ ἀρκούμεθα σ᾽ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε. Ἡ μεγαλύτερη φιλοσοφία εἶνε αὐτὸ ποὺ διδάσκει ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο ὅταν λέει· «…Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. 6,11). Τί μεγάλος λόγος αὐτός!
Ἂν οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονταν μόνο γιὰ τὸ ψωμὶ τῆς αὐριανῆς ἡμέρας, γιὰ τὰ ἀναγκαῖα, ὁ κόσμος θὰ ἦταν εὐτυχισμένος. Λίγοι σκέπτονται ἔτσι· οἱ περισσότεροι θέλουν τὰ περισσότερα, κυνηγοῦν τὰ πλούτη.
Νά κι ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Ἐξασφάλισε ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια. Καὶ ὅμως δὲν ἔζησε οὔτε μιὰ μέρα, οὔτε μιὰ νύχτα. Ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ λύσῃ σωστὰ τὸ πρόβλημά του.
Εὔκολη ἦταν ἡ λύσι.
Πῶς; Χρειαζόταν ἀποθῆκες, μὰ ἀποθῆκες ὑπῆρχαν.
Ποιές ἦταν οἱ ἀποθῆκες;
Τὰ στομάχια τῶν πεινασμένων. Ἐκεῖ θὰ τὰ ἀσφάλιζε ἑκατὸ τοῖς ἑκατό. Ἂν μοίραζε στοὺς φτωχοὺς μὲ φιλανθρωπία καὶ δικαιοσύνη τὰ ἀγαθὰ ποὺ εἶχε (σιτάρι, καλαμπόκι, ἐλιὲς κ.τ.λ.), θὰ εἶχε λύσει τὸ πρόβλημα καὶ θὰ ἦταν ἕνας εὐεργέτης τοῦ λαοῦ. Δὲν ἤθελε ὅμως τὴ λύσι αὐτή. Βρῆκε ἄλλη. Ποιά· «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας», θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ χτίσω μεγαλύτερες καὶ θὰ ἀσφαλίσω ἐκεῖ ὅλα τὰ ἀγαθά μου, καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου· «Ψυχή,… ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,18-19).
Ἔτσι σκεπτόταν ὁ ἄνθρωπος αὐτός, χωρὶς ὅμως νὰ ὑπολογίσῃ ὅτι ὑπεράνω ὅλων εἶνε ὁ Θεός.
Καὶ τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα ἔπεσε ἀστροπελέκι – κεραυνός, ἡ θεία ἀπόφασι· «Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (ἔ.ἀ. 12,20)· ἀπόψε, ὄχι ἄγγελοι πτερωτοί, ἀλλὰ δαίμονες σκοτεινοὶ θ᾽ ἁρπάξουν τὴν ψυχή σου, κι αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες σὲ ποιόν θ᾽ ἀνήκουν;
Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος, τὸ ἄδοξο τέλος τοῦ πλεονέκτου πλουσίου, ποὺ καὶ σήμερα πολλοὶ τοῦ μοιάζουν καὶ τὸν ἀκολουθοῦν.
* * *
Πλεονέκτης, ἀγαπητοί μου, δὲν
εἶνε μόνο ὁ πλούσιος· εἶνε κ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει λίγα καὶ ὡς μόνο στόχο
του ἔχει θέσει νὰ τὰ αὐξήσῃ μὲ κάθε τρόπο. Τὸ μικρόβιο τῆς πλεονεξίας
ὑπάρχει, ἐνδημεῖ, καὶ εἶνε πηγὴ κακῶν.
Ἡ πλεονεξία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἡσυχία, τὴν ἀνάπαυσι.
Χαλάει φιλίες, χωρίζει ἑταιρεῖες μεγάλες καὶ μικρές.
Τί λέω; – ἡ πλεονεξία χωρίζει ἀδέρφια, ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς.
Ἡ πλεονεξία σπρώχνει σὲ ἐγκλήματα μεγάλα. Ποιός δημιούργησε τὰ πενήντα ἑκατομμύρια νεκροὺς τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου; ρωτῆστε τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανά, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.
Ρωτῆστε ὅλους· γιατί ἔγιναν οἱ πόλεμοι αὐτοὶ καὶ γιατί θὰ γίνῃ ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος; Γιὰ τὰ ἰδανικά; Ψέμα, μεγάλο ψέμα. Γιὰ τὰ κάρβουνα καὶ τὰ πετρέλαια. Κράτη πλεονεκτικά, μὲ ἐκτάσεις ἀπέραντες καὶ ἀγαθὰ ἀμύθητα, δὲν ἀρκοῦνται σ᾽ αὐτά, ἀλλὰ ζητοῦν νὰ κατακτήσουν ὁλόκληρη τὴ σφαῖρα.
Ἡ πλεονεξία θεραπεύεται ἆραγε;
Οἱ ψυχολόγοι λένε ὅτι εἶνε ἀνίατη ἀσθένεια. Ἀνοίγω ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐκεῖ βλέπω ὅτι εἶνε δυσίατη ἀλλ᾽ ὄχι ἀνίατη.
Ὑπάρχει φάρμακο. Πῶς ὀνομάζεται; Ὅσοι μέσα μας αἰσθανόμεθα τὸ πάθος αὐτό, τρέξτε στὸ φαρμακεῖο ν᾽ ἀγοράσουμε τὸ φάρμακο τὸ σωτήριο· παρέχεται δωρεάν. Ποιό εἶνε; Μία λέξις· ἐλεημοσύνη!
Ἡ πλεονεξία λέει· Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς. Ἡ ἐλεημοσύνη τί λέει· Δῶσε, ἄνοιξε τὸ χέρι, τὸ πορτοφόλι, τὴν καρδιά σου καὶ σκόρπισε. Ὁ ἐλεήμων «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 111,9· Β΄ Κορ. 9,9). Ποιός ὅμως δίνει;
Τὸ τέλος τῶν πλεονεκτῶν δὲν εἶνε μόνο ἐμφύλιοι σπαραγμοί, κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις ποὺ ἀνατρέπουν καθεστῶτα πλεονεξίας· εἶνε πρὸ παντὸς ἡ τιμωρία του Θεοῦ. Διότι ὅσο ἀγαπητὸς εἶνε ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος, τόσο μισητὸς εἶνε ὁ πλεονέκτης. Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατατάξῃ ὁ Χριστός.
Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ ἐρευνήσουμε τὸν ψυχικό μας κόσμο καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι ἐλεήμονες. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας νὰ δίνουμε. Τὸ δίδειν εἶνε τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τὸ ἁρπάζειν καὶ κλέπτειν καὶ πλεονεκτεῖν εἶνε τοῦ διαβόλου.
Ἡ πλεονεξία ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν ἡσυχία, τὴν ἀνάπαυσι.
Χαλάει φιλίες, χωρίζει ἑταιρεῖες μεγάλες καὶ μικρές.
Τί λέω; – ἡ πλεονεξία χωρίζει ἀδέρφια, ποὺ μπορεῖ νὰ φτάσουν μέχρι τὸν Ἄρειο Πάγο γιὰ ἕνα κομμάτι γῆς.
Ἡ πλεονεξία σπρώχνει σὲ ἐγκλήματα μεγάλα. Ποιός δημιούργησε τὰ πενήντα ἑκατομμύρια νεκροὺς τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου παγκοσμίου πολέμου; ρωτῆστε τὶς χῆρες, τὰ ὀρφανά, τοὺς τάφους τῶν νεκρῶν.
Ρωτῆστε ὅλους· γιατί ἔγιναν οἱ πόλεμοι αὐτοὶ καὶ γιατί θὰ γίνῃ ὁ τρίτος παγκόσμιος πόλεμος; Γιὰ τὰ ἰδανικά; Ψέμα, μεγάλο ψέμα. Γιὰ τὰ κάρβουνα καὶ τὰ πετρέλαια. Κράτη πλεονεκτικά, μὲ ἐκτάσεις ἀπέραντες καὶ ἀγαθὰ ἀμύθητα, δὲν ἀρκοῦνται σ᾽ αὐτά, ἀλλὰ ζητοῦν νὰ κατακτήσουν ὁλόκληρη τὴ σφαῖρα.
Ἡ πλεονεξία θεραπεύεται ἆραγε;
Οἱ ψυχολόγοι λένε ὅτι εἶνε ἀνίατη ἀσθένεια. Ἀνοίγω ὅμως τὸ Εὐαγγέλιο κ᾽ ἐκεῖ βλέπω ὅτι εἶνε δυσίατη ἀλλ᾽ ὄχι ἀνίατη.
Ὑπάρχει φάρμακο. Πῶς ὀνομάζεται; Ὅσοι μέσα μας αἰσθανόμεθα τὸ πάθος αὐτό, τρέξτε στὸ φαρμακεῖο ν᾽ ἀγοράσουμε τὸ φάρμακο τὸ σωτήριο· παρέχεται δωρεάν. Ποιό εἶνε; Μία λέξις· ἐλεημοσύνη!
Ἡ πλεονεξία λέει· Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς. Ἡ ἐλεημοσύνη τί λέει· Δῶσε, ἄνοιξε τὸ χέρι, τὸ πορτοφόλι, τὴν καρδιά σου καὶ σκόρπισε. Ὁ ἐλεήμων «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 111,9· Β΄ Κορ. 9,9). Ποιός ὅμως δίνει;
Τὸ τέλος τῶν πλεονεκτῶν δὲν εἶνε μόνο ἐμφύλιοι σπαραγμοί, κοινωνικὲς ἐπαναστάσεις ποὺ ἀνατρέπουν καθεστῶτα πλεονεξίας· εἶνε πρὸ παντὸς ἡ τιμωρία του Θεοῦ. Διότι ὅσο ἀγαπητὸς εἶνε ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος, τόσο μισητὸς εἶνε ὁ πλεονέκτης. Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατατάξῃ ὁ Χριστός.
Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, νὰ μᾶς φωτίσῃ νὰ ἐρευνήσουμε τὸν ψυχικό μας κόσμο καὶ νὰ γίνουμε ὅλοι ἐλεήμονες. Καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά μας νὰ δίνουμε. Τὸ δίδειν εἶνε τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ τὸ ἁρπάζειν καὶ κλέπτειν καὶ πλεονεκτεῖν εἶνε τοῦ διαβόλου.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 19-11-1978
augoustinos-kantiotis.gr
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Κωνσταντίνου & Ἑλένης Ἀμυνταίου τὴν 19-11-1978
augoustinos-kantiotis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου