Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Κυριακὴ ΙΓ΄Λουκᾶ (Λουκ. 18,18-27) -Toῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου -Οι ηθικες μας ελλειψεις

«Ἔτι ἕν σοι λείπει…» (Λουκ. 18,22)

Ενας πλούσιος, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ πρόσωπο τῆς περικοπῆς τοῦ εὐαγγελίου. Εἶ­νε νέος καὶ ἀηδιάζει τὴν πεζότητα, θέλει νὰ πετά­ξῃ ψηλά, νοσταλγεῖ τὴν αἰωνιότητα.
 Ἔτσι πλησι­ά­ζει τὸ Χριστό. Ἀκοῦστε τὴν ἐξομολόγησί του·  
Κύριε! Ἀπὸ μικρὸς προσπάθησα νὰ ζήσω κα­τὰ τὶς θεῖες ἐντολές. Δὲν μόλυνα τὰ χέρια μου μὲ αἷμα, δὲν προσέβαλα τὴν
οἰκογενεια­κὴ τιμὴ ἄλλου, δὲν ἔ­κλεψα, δὲν ψευδώρκησα, τίμησα τοὺς γο­νεῖς. Ἀλλ᾿ αὐτὰ ἆ­ραγε ἀρκοῦν γιὰ νὰ πάρω εἰσιτήριο γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή; Μή­πως ἔ­χω κάποια ἔλ­λειψι; «Τί ἔτι ὑστερῶ;» (Ματθ. 19,20).
Ὁ Κύριος διακρίνει στὸ βυθὸ τῆς ψυχῆς του ἕνα φρικτὸ νόσημα, τὴ φιλαργυρία.
Καὶ ὁ Ἰατρὸς συνιστᾷ τὸ φάρμακο, τὴν ἀγάπη, ποὺ θυ­σιάζει τὰ πάντα γιὰ τοὺς ἀδελφούς.
«Πάν­τα ὅ­σα ἔ­χεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς» (Λουκ. 18,22). 
Νά τὸ δραστικὸ φάρμακο. Ἀλ­λ᾽ ὁ νέος διστάζει. Ὁ λόγος τοῦ φαίνεται βαρύς· ἑ­κούσια πενία, φάρμακο πολὺ πικρό. Δὲν θὰ τὸ πάρῃ. Προ­τίμησε τὸ χρυσὸ παρὰ τὸ Χριστό. Καὶ χάθηκε. Ἂς φοβηθοῦμε, ἀδελφοί, μήπως χαθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς. Γιατὶ κ᾽ ἐμεῖς ἔχουμε ἐλλείψεις καὶ δὲν φροντίζουμε γιὰ διόρθω­­σι. Ὡς ἔνοχοι ποὺ εἴ­μαστε, ἂς πλησιάσουμε τὸν Κύ­ριο κι ἂς ρωτήσουμε· «Κύριε, ἐσὺ ποὺ διέκρινες στὴν καρ­διὰ τοῦ νέου τὴ φιλαργυρία, φανέρωσε καὶ σ᾽ ἐ­μᾶς ποιά πάθη, ποιές ἐλλείψεις ἔχει ὁ χαρα­κτήρας μας. Κύριε, σὲ τί ὑ­­στεροῦμε;».

* * *


Θὰ μιλήσω, ἀδελφοί μου, παραβολικά. 
Κάποιος εἶνε ἀδιάθετος. Νιώθει ἀν­ορεξία, κόπωσι, ζάλη. Πόνους ὅ­μως δὲν ἔχει. Δὲν εἶ­νε τίποτα, λέει, θὰ πε­ράσῃ. Ἀλλ᾿ ἡ ἀδιαθεσία συνεχίζεται πολ­λὲς μέρες. Τὸν πιάνει ἀυπνία. Ἀρχίζει πιὰ ν᾽ ἀνησυχῇ κ᾽ ἔτσι πάει στὸ ἰατρεῖο. ―Για­τρέ, εἶνε τώρα μερικὲς βδομά­δες ποὺ δὲ νιώθω κα­λά. Ὁ γιατρὸς ἐξετάζει, ἀκροάζεται, μετράει σφυγμούς, ἀλλὰ δὲ βρίσκει κάτι. ―Περίεργο, λέει, ὅ­λα ἐν τάξει· ἀλλ᾿ ἂς ἐξε­τάσουμε καλύτερα. Κάνει ἀ­κτινογραφία καὶ ἀναλύσεις, καὶ τώρα βρίσκε­ται, ὅτι κάπου στὸν ὀργανισμὸ ἄρ­χισε νὰ πλέ­κῃ θανα­τηφόρο δίχτυ τὸ μικρό­βιο μιᾶς νό­σου, ποὺ καὶ τ᾽ ὄνομά της ἀκόμα τρομο­κρατεῖ. Ὁ γιατρὸς εἰ­δοποιεῖ· ―Βρέθηκε τὸ μικρόβιο. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως· τὸ κακὸ εἶνε στὴν ἀρχή· θὰ σοῦ δώσω ἀγωγὴ καὶ θὰ σωθῇς. Αὐτὰ εἶνε ἕνα παράδειγμα, μιὰ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νομίζει ὅτι εἶνε ψυχικὰ ὑγιής. Ἐξετάζει ἐπιπόλαια τὸν ἑαυτό του καὶ λέει· Εἶ­μαι ἐν τάξει! Νὰ τὸν πιστέψουμε, νὰ τοῦ ἐκ­δώσουμε πιστοποιητικὸ ψυχικῆς ὑγείας, νὰ τὸν ἀνακηρύξουμε καὶ ἅγιο; Πόσο ἀπατᾶται ὁ δυσ­τυχής! Ἐνῷ λέει ὅτι εἶνε ἐν τάξει, τὸν πιάνει στενοχώρια, δὲ μένει εὐ­χαριστημένος μὲ τὸν ἑαυτό του. ―Κάτι ἔχω, μονολογεῖ, ποὺ δὲ μ᾽ ἀ­­φή­­νει νὰ χαρῶ… 
Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ ἐπισκε­φθῇ ἕνα ψυχικὸ ἰατρεῖο, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἵδρυσε ἐδῶ στὴ γῆ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. 
Ποιό εἶνε τὸ ἰα­τρεῖο; Εἶνε –μὴ εἰρωνευ­θῆτε– τὸ ἐξομολογητή­ριο.
Ἐκεῖ ἕνας ἐπιστήμονας τῶν ψυχῶν, σεβάσμιος πνευματικὸς πατέρας, ποὺ ἐκπαιδεύ­τηκε χρόνια στὴν τέχνη τῆς διαγνώσεως καὶ θερα­­πείας τῶν ψυχικῶν νόσων, τὸν δέχεται.
 ―Τί πρέπει νὰ κάνω, πάτερ, γιὰ νὰ βρῶ τὴ γαλήνη;
 Καὶ ὁ πνευματικὸς ἰατρός, ἀ­φοῦ ἀκροᾶ­ται, «ἀκτινοσκοπεῖ», ἀναλύει τὰ ψυ­χικὰ φαινόμενα καὶ τὰ διάφορα περιστατικὰ τοῦ βίου, μετὰ ἀπὸ κοπιώδη καὶ ἐ­πιμελῆ ἔρευνα ἀποφαίνεται· 
―Παιδί μου, στὸ βάθος τῆς ψυχῆς σου μὲ τὸ φακὸ τοῦ Εὐαγγελίου διέκρι­να ἕνα πλέγμα κακίας· ὀνομάζεται θυμός. 
Μὲ τὴν πα­ραμικρὴ ἀφορμή, γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαν­τα πράγματα, χάνεις τὴν ἠρεμία σου, ἐξάπτεσαι, γίνεσαι ἔξαλλος, φαρμακώ­νεις τὴ ζωή σου, ἀναστατώνεις τὸ περιβάλλον, δημιουργεῖς ἔχθρες, ἐπεκ­τείνεις τὸ μῖσος. 
Ἔχεις, παιδί μου, τόσα καλά, ἀλλὰ ὁ θυμὸς θὰ σὲ φάῃ, θὰ γίνῃ ὁ νεκροθάφτης σου. Εἶ­νε μία σοβαρὴ ἔλ­λειψις τοῦ χαρακτῆρος σου, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος σοῦ ἀπευθύνει τὴ στι­γμὴ αὐτὴ τὴν παρατήρησι· «Ἔ­τι ἕν σοι λείπει», ἐκρίζωσε τὸ θυμό, καὶ φύτεψε τὸ δένδρο τῆς πραότητος, ποὺ κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιά του θὰ βρῇ ἀνάπαυσι ἡ ψυχή σου.  
Αὐτὰ θὰ πῇ στὸν ἕνα ὁ πνευματικός. 
Στὸν δεύτερο ποὺ θὰ ἔρθῃ καὶ θὰ ρωτήσῃ ―«Τί ἔτι ὑστερῶ;», ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ μὲ στοργή· ―Τὸ ἐλάττωμά σου εἶνε ἡ κοσμικότης, ἡ κλίσι πρὸς τὶς τέρψεις καὶ διασκεδάσεις. Ἀπὸ κοσμικὸ κέντρο σὲ κοσμικὸ κέντρο, ἀπὸ χορὸ σὲ χορό, ἀπὸ θέατρο σὲ θέατρο… τί κερδίζεις; Τὸν καιρό σου χάνεις. Καὶ μόνο αὐτό; Τὸ μυαλό σου γεμίζει μὲ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θύελλα καὶ δὲ σ᾽ ἀφήνουν νὰ ἠ­ρε­μήσῃς. Ἄσε τὴν τύρβη τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ζῆ­σε μὲ πνευματικότητα, γίνε ἐσωτερικώτερος, καὶ θὰ δοκιμάσῃς χαρὰ ἀνώτερη, τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου. Στὸν τρίτο, ποὺ ἔρχεται συντετριμμένος, ὁ πνευματικὸς θὰ πῇ· ―Παιδί μου, ἔχεις κάνει ὣς τώρα πολλὰ καλά. Ἀλλὰ τί τὸ ὄφελος; Ἕ­να κα­κὸ τείνει νὰ σὲ ὑποτάξῃ, νὰ ἀχρηστεύσῃ ὅλες τὶς καλωσύ­νες σου. Στὰ βάθη σου ἀναπτύχθηκε καρκίνωμα ποὺ ὁλοένα ἁπλώνεται κι ἀ­πομυζᾷ τοὺς χυμοὺς τῆς ψυχῆς· εἶνε ἡ μνησικακία. Κάποιος σοῦ ἔκανε κακὸ κ᾽ ἐσὺ ἀ­πὸ τότε δὲ θέλεις νὰ τὸ ξεχάσῃς· ἡ ἀνάμνησί του εἶνε ζω­ηρή. Τὴν εἰκόνα τῆς ἀδικίας σοῦ φρεσκάρει συνεχῶς ὁ Ἑωσφόρος. Γι᾿ αὐ­τὸ ἀκοῦς τὸ ὄνο­μα τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ ταράζεσαι, διψᾷς ἐκδίκησι. Εἶνε ἀνάγκη ν᾽ ἀντιδράσῃς. Τὸ φάρμακο ποὺ σοῦ δίνω εἶνε δοκιμασμένο, φέρνει ἀποτε­λέσματα. Λέγεται συγ­χώρησις· πρέπει νὰ δο­θῇ μὲ ὅλη τὴν καρδιά, γιὰ νὰ μὴ μείνῃ μόριο μνησικακίας. Ἔτσι ἀνακαλύπτονται τὰ πάθη. 
Διότι οἱ ἠθι­­κὲς ἐλλείψεις εἶνε δυσδιάκριτες ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους καὶ ζοῦμε σὲ ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ ἐξερεύνησε τὸ Βόρειο Πόλο, δὲν ἔχει ἐξερευνήσει τὸν ἑαυτό του, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶνε ἄγνωστος.
 Δὲν γνωρίζει τὴν ψυχική του κατάστασι. Ἡ ὑπερηφάνεια, μὲ τὴν ὁποία ἀνατρέφεται ἀπὸ παιδί, σκεπάζει μὲ πέπλο τὶς ἠθικὲς ἐλλείψεις καὶ δημιουργεῖ τὴν αὐ­ταπάτη, ὅτι καλύτερος ἄνθρωπος δὲν ὑ­πάρχει.
 Πῶς θὰ διαλυθῇ ἡ αὐταπάτη; 
Ἄριστο μέσο, ποὺ ἀνοίγει τὰ μάτια νὰ δοῦμε τὰ βάθη μας, εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Μὲ τὸ μυστήριο αὐ­τὸ ὁ ἄνθρωπος πλησιάζει τὸν Κύριο καὶ λέει· Κύριε, ἀγνοῶ τὸν ἑαυτό μου. Ζῶ στὸ σκοτά­δι. Ἡ ὑπερήφανη ἰδέα ποὺ ἔχω γιὰ ἀ­σή­μαντα ἔρ­γα μου, οἱ ἔπαινοι, οἱ κολακεῖες, τὰ ψέματα τῶν γύρω, ὅλ᾿ αὐτὰ μὲ τυφλώνουν. Σύ, ὁ καρδιογνώ­στης, γνωρίζεις καὶ τὴ δική μου καρδιά, ποιά εἶ­νε τὰ πάθη καὶ τὰ ἐλαττώματά της. Αὐτὴ τὴν ἱ­ερὴ στιγμὴ θέτω τὸν ἑαυτό μου ὑπὸ τὴν ἔ­ρευνα τοῦ πνευματι­κοῦ. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὴ μυστι­κὴ πληγή μου. Ὑπόδειξε τί δίαιτα πρέπει ν᾿ ἀ­κολουθήσω, ποιά φάρμακα νὰ πάρω γιὰ νὰ ξαναβρῶ τὴν ψυχική μου ὑγεία. Εἶνε αὐτὴ τόσο πολύτιμη, ὥστε ὅ,τι διατάζεις θὰ τὸ κάνω.  
Καὶ ὁ Κύριος διὰ τοῦ πνευματικοῦ ἀπαντᾷ· ―Παιδί μου, σὲ ἐξέτασα. Ἔχεις ῥωγμὲς – ἐλ­λείψεις ποὺ σὲ ἀσχημίζουν. Ἀλλὰ μὴ φοβᾶ­σαι. Πίστευε σ᾽ ἐμένα. Ἐγώ, ποὺ ἔδωσα τὴ θεραπεία σὲ σωματικῶς ἀνιάτους, θὰ δώσω καὶ σ᾽ ἐσένα τὴν ψυχι­κὴ ὑγεία ποὺ ποθεῖς. Ἀρκεῖ νὰ ἐκτελέ­σῃς τὴ συνταγὴ ποὺ σοῦ δίνει ἐκ μέρους μου ὁ πνευ­ματικός. Ὑπ᾽ αὐτὸ τὸν ὅρο, θ᾽ ἀναλάβῃς, θὰ νι­κήσῃς τὰ πάθη, θὰ βγῇς ἀπὸ τὸ θεραπευτή­ριό μου ὑγιὴς καὶ θὰ φωνάξῃς· «Τὰ ἀδύνατα πα­­ρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. 18,27).

* * *


Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ὅσοι βαπτισθήκαμε κι ἀνήκουμε στὴν Ἐκκλησία, θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε ἅγιοι. Δυστυχῶς, ὅπως δείχνει ἡ ἔ­ρευνα τοῦ ἐ­ξομολογητηρίου, εἴμαστε ἀτελεῖς. 
Ὁ καθένας μας ἔ­χει κάποια ἔλλειψι, τὴν ἀχίλλειο πτέρνα, τὴν ἀδύνατη πλευρά του. Ἀλλὰ ἡ θρησκεία μας εἶνε ἡ ἰδεώ­δης· μᾶς δείχνει τὴν κορυφὴ τῶν Ἱμαλαΐων τῆς ἀρετῆς καὶ λέει· Ἐμπρός, βαδίζετε διαρκῶς πρὸς τὰ ἄνω, «γίνεσθε τέλειοι» (Α΄ Κορ. 14,20). Ναί, ὁ Κύριος, τὸ πρότυπο τῆς τε­λειότητος, θέλει νὰ γί­νουμε κ᾽ ἐμεῖς «τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδε­νὶ λειπόμενοι» (Ἰακ. 1,4). Καμ­μιά ἔλλειψι νὰ μὴν παρου­σιάζῃ ὁ χαρακτή­ρας μας. Ὅπως μία μικρὴ ῥωγμὴ στὰ ὕ­φα­λα τοῦ πλοίου μπορεῖ νὰ τὸ βυθίσῃ, ἔτσι κ᾽ ἕ­να μι­κρὸ ἐλάττω­μα ποὺ μένει ἀπολέμητο μπο­­ρεῖ νὰ μᾶς καταστρέψῃ. Ὁ Ἰούδας ἕνα ἐλάττωμα εἶ­χε, τὴ φιλαρ­γυρία· τὸ ἄφησε, γιγαντώθηκε καὶ τὸν ἔπνιξε. Ἂς προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας.
 Γιατὶ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ θὰ στηθῇ ἡ πλάστιγγα τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ θὰ μᾶς ζυγίσῃ μὲ ἀκρίβεια, κι ἀλλοίμονο σ᾽ ὅποιον δώσῃ τὴν ἔνδειξι «μανή, θεκέλ, φάρες»· αὐτὸς μετρήθηκε, ζυγίστηκε, βρέθηκε λειψός (Δαν. 5,25-28). Λειψὸς στὰ ἔργα ἀγάπης πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Λειψός, ἐνῷ τοῦ δόθηκαν τόσες εὐκαιρίες νὰ διορθωθῇ. Κύριε, τρέμω. Δὲν θέλω νὰ βρεθῶ λειψὸς τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Σὰν τὸ Δαυῒδ πέφτω καὶ παρακα­λῶ· «Γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀ­ριθμὸν τῶν ἡμερῶν μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑ­στερῶ ἐγώ» (Ψαλμ. 38,5). Ἀξίωσέ με, πρὶν κλείσω τὰ μά­τια, νὰ γνωρίσω τὸν ἑ­αυτό μου, ν᾽ ἀνα­πληρώσω ἐλ­λείψεις, νὰ ἐκπληρώσω καθήκοντα, καὶ γαλή­νι­ος νὰ πορευθῶ στὴ χώρα τῆς αἰωνιότητος, γιὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ γλυκειὰ ἐκείνη φωνή· «Εἴσ­ελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. 25,21).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία μεταδόθηκε ἀπὸ τὸν ῾Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ Λαρίσσης τὸ 1949 στὴν καθαρεύουσα. Μεταγλώττισις καὶ σύντμησις 27-11-2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου