Σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία ή την
Ισπανία, η Ελλάδα κύλισε πιο βαθιά στην οικονομική κρίση επειδή
περνούσε συγχρόνως μια εξίσου βαθιά πολιτική κρίση, σύμφωνα με όσα
εκτιμά ο Johanes Beker, επικεφαλής του γερμανικού Institute of Public Economics (IPE).
Όπως σημειώνει, σε συνέντευξή του στη
Deutsche Welle, οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν διότι δεν ανέλαβαν την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή δεν τις ενστερνίσθηκαν.
Απέτυχαν όμως και οι εταίροι επειδή πίεσαν την Ελλάδα να κάνει πράγματα που δεν ήθελε.
Ο Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί λάθος ότι δεν έγινε νωρίς κούρεμα του ελληνικού χρέους, ενώ τονίζει ότι το Βερολίνο έκανε μεγάλα λάθη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παραμένει αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές εδώ και εννιά χρόνια.
Τόσο η Γερμανία όσο και το Δ.Ν.Τ. θα πρέπει να εστιάσουν στο πώς η χώρα θα μπορέσει στο κοντινό μέλλον να χρηματοδοτήσει μόνη τις ανάγκες της, υποστηρίζει.
Για τον ίδιο λόγο εκτιμά ότι πρέπει να επιτευχθεί επιτακτικά συμβιβασμός μεταξύ Δ.Ν.Τ. και Βερολίνου.
«Πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιτευχθεί συμβιβασμός.
Αλλά αυτό δεν εξαρτάται από την Ελλάδα.
Η απόρριψη του κουρέματος από το Βερολίνο είναι λάθος.
Η γερμανική κυβέρνηση, ιδίως ενόψει των εκλογών θα πρέπει να πει στους γερμανούς ψηφοφόρους την αλήθεια και όχι να αρνείται το κούρεμα και να διατείνεται ότι μπορεί να πάρει πίσω τα χρήματα που έχει δανείσει στην Ελλάδα».
Σε αυτό το σημείο σημειώνει ότι η συμμετοχή του Δ.Ν.Τ. ήταν μια σωστή επιλογή λόγω της εμπειρίας του στη διαχείριση κρίσεων:
«Μέχρι στιγμής το Δ.Ν.Τ. έχει παίξει ένα θετικό ρόλο ως τρίτο μέρος, ασκώντας κριτική στους άλλους αλλά αποδεχόμενο και τα δικά του λάθη.
Εάν αποχωρήσει, υπάρχει ο κίνδυνος επιπλέον πολιτικοποίησης της κρίσης».
Σε ό,τι αφορά στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%, ο έμπειρος οικονομολόγος πιστεύει ότι «δεν είναι σε καμία περίπτωση ρεαλιστικά.
Το Δ.Ν.Τ. το έχει πει ξεκάθαρα, πολλοί οικονομολόγοι το έχουν επίσης επισημάνει. Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα είναι εφικτά αλλά όχι στο ύψος του 3,5%». Θέτοντας έναν πρακτικά ανέφικτο στόχο η Ελλάδα θα συνεχίσει να πιέζεται, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που έχει ανάγκη είναι να εστιάσει στην εξεύρεση πόρων από τις αγορές προκειμένου να χρηματοδοτήσει αυτόνομα τις ανάγκες της.
Καταλήγοντας, αναφορικά με την επαναφορά της συζήτησης περί Grexit, εκτιμά ότι παραμένει ρεαλιστικό σενάριο, μόνο αν το θέλουν η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός:
«Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη».
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί ώστε η Ελλάδα να μπορεί να συνεχίσει εντός της ευρωζώνης.
Προσωπικά πιστεύω ότι οι Έλληνες χωρίς το ευρώ θα είχαν καλύτερες προοπτικές αλλά πιστεύω επίσης ότι μπορούν οι ίδιοι να αξιολογήσουν τι είναι καλύτερο γι αυτούς.
Για μια Ελλάδα όμως εντός της ευρωζώνης απαιτείται ακόμη πολλή δουλειά, ώστε η παραμονή αυτή να μην σημαίνει παράταση της οικονομικής κρίσης αλλά μια καλύτερη ζωή για τους Έλληνες».
Όπως σημειώνει, σε συνέντευξή του στη
Deutsche Welle, οι ελληνικές κυβερνήσεις απέτυχαν διότι δεν ανέλαβαν την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή δεν τις ενστερνίσθηκαν.
Απέτυχαν όμως και οι εταίροι επειδή πίεσαν την Ελλάδα να κάνει πράγματα που δεν ήθελε.
Ο Γερμανός οικονομολόγος θεωρεί λάθος ότι δεν έγινε νωρίς κούρεμα του ελληνικού χρέους, ενώ τονίζει ότι το Βερολίνο έκανε μεγάλα λάθη, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παραμένει αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές εδώ και εννιά χρόνια.
Τόσο η Γερμανία όσο και το Δ.Ν.Τ. θα πρέπει να εστιάσουν στο πώς η χώρα θα μπορέσει στο κοντινό μέλλον να χρηματοδοτήσει μόνη τις ανάγκες της, υποστηρίζει.
Για τον ίδιο λόγο εκτιμά ότι πρέπει να επιτευχθεί επιτακτικά συμβιβασμός μεταξύ Δ.Ν.Τ. και Βερολίνου.
«Πιστεύω ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να επιτευχθεί συμβιβασμός.
Αλλά αυτό δεν εξαρτάται από την Ελλάδα.
Η απόρριψη του κουρέματος από το Βερολίνο είναι λάθος.
Η γερμανική κυβέρνηση, ιδίως ενόψει των εκλογών θα πρέπει να πει στους γερμανούς ψηφοφόρους την αλήθεια και όχι να αρνείται το κούρεμα και να διατείνεται ότι μπορεί να πάρει πίσω τα χρήματα που έχει δανείσει στην Ελλάδα».
Σε αυτό το σημείο σημειώνει ότι η συμμετοχή του Δ.Ν.Τ. ήταν μια σωστή επιλογή λόγω της εμπειρίας του στη διαχείριση κρίσεων:
«Μέχρι στιγμής το Δ.Ν.Τ. έχει παίξει ένα θετικό ρόλο ως τρίτο μέρος, ασκώντας κριτική στους άλλους αλλά αποδεχόμενο και τα δικά του λάθη.
Εάν αποχωρήσει, υπάρχει ο κίνδυνος επιπλέον πολιτικοποίησης της κρίσης».
Σε ό,τι αφορά στο θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%, ο έμπειρος οικονομολόγος πιστεύει ότι «δεν είναι σε καμία περίπτωση ρεαλιστικά.
Το Δ.Ν.Τ. το έχει πει ξεκάθαρα, πολλοί οικονομολόγοι το έχουν επίσης επισημάνει. Μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα είναι εφικτά αλλά όχι στο ύψος του 3,5%». Θέτοντας έναν πρακτικά ανέφικτο στόχο η Ελλάδα θα συνεχίσει να πιέζεται, ενώ στην πραγματικότητα αυτό που έχει ανάγκη είναι να εστιάσει στην εξεύρεση πόρων από τις αγορές προκειμένου να χρηματοδοτήσει αυτόνομα τις ανάγκες της.
Καταλήγοντας, αναφορικά με την επαναφορά της συζήτησης περί Grexit, εκτιμά ότι παραμένει ρεαλιστικό σενάριο, μόνο αν το θέλουν η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός:
«Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις οι Έλληνες θέλουν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη».
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνουν συμβιβασμοί ώστε η Ελλάδα να μπορεί να συνεχίσει εντός της ευρωζώνης.
Προσωπικά πιστεύω ότι οι Έλληνες χωρίς το ευρώ θα είχαν καλύτερες προοπτικές αλλά πιστεύω επίσης ότι μπορούν οι ίδιοι να αξιολογήσουν τι είναι καλύτερο γι αυτούς.
Για μια Ελλάδα όμως εντός της ευρωζώνης απαιτείται ακόμη πολλή δουλειά, ώστε η παραμονή αυτή να μην σημαίνει παράταση της οικονομικής κρίσης αλλά μια καλύτερη ζωή για τους Έλληνες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου