ΣτΕ: Το πρόστιμο των 375.329 ευρώ στον Αλ. Μητρόπουλο έχει παραγραφεί |
Οριστικά
και αμετάκλητα έχει παραγραφεί το πρόστιμο των 375 χιλιάδων ευρώ που
είχε επιβληθεί στον Αλέξη Μητρόπουλο για φορολογικές παραβάσεις του
1999, έκρινε η 7μελής σύνθεση του Β' τμήματος του Συμβουλίου της
Επικρατείας.
Με τη συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να ανοίξει ο δρόμος για
όλους όσοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους και τους έχουν καταλογιστεί πρόστιμα για υποθέσεις που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου, καθώς αποτελεί πλέον (η απόφαση) ισχυρό νομικό όπλο.
Χιλιάδες λοιπόν πολίτες οι οποίοι ξέχασαν να δηλώσουν εισοδήματα ή είναι σε λίστες, θα ευνοηθούν...
Με την ίδια απόφαση το ανώτατο δικαστήριο οριοθετεί και το χρόνο παραγραφής στα 10 έτη για τις φορολογικές παραβάσεις, κρίνοντας ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν αρχικά με το νόμο 3888/2010 και στη συνέχεια με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012 αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Αναφορικά με την επίμαχη υπόθεση, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Βουλής είχε προσφύγει στο ΣτΕ και ζητούσε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου (677/2015 και 3792/2015) με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της υπ΄ αριθμ. 482/2013 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999.
Το πρόστιμο που είχε επιβληθεί αρχικά ανερχόταν σε 942.136,60 ευρώ, αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, περιορίσθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 1623/2016 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι οι δύο εν λόγω Εφετειακές αποφάσεις έκριναν μη νομίμως για την 10ετή παραγραφή που παρατάθηκε.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας υπογραμμίζουν:
«Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄αόριστον εν αμφιβόλω».
Και συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας:
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».
Ως προς την περίπτωση του κ. Μητρόπουλου, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «μπορούσε η φορολογική αρχή να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ, διαπιστούμενες από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου(2000) που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η αποδοθείσα στον κ. Μητρόπουλο παράβαση (1999), εντός δεκαετίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου(2000), συμπληρούμενης στις 31.12.2010».
απο το thepressroom.gr
Με τη συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να ανοίξει ο δρόμος για
όλους όσοι έχουν δεχθεί φορολογικούς ελέγχους και τους έχουν καταλογιστεί πρόστιμα για υποθέσεις που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου, καθώς αποτελεί πλέον (η απόφαση) ισχυρό νομικό όπλο.
Χιλιάδες λοιπόν πολίτες οι οποίοι ξέχασαν να δηλώσουν εισοδήματα ή είναι σε λίστες, θα ευνοηθούν...
Με την ίδια απόφαση το ανώτατο δικαστήριο οριοθετεί και το χρόνο παραγραφής στα 10 έτη για τις φορολογικές παραβάσεις, κρίνοντας ότι η παράταση των προθεσμιών παραγραφής που επήλθαν αρχικά με το νόμο 3888/2010 και στη συνέχεια με τους νόμους 4002/2011 και 4098/2012 αντιβαίνει στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που επιβάλλουν τη σαφή διατύπωση των κανόνων δικαίου.
Αναφορικά με την επίμαχη υπόθεση, ο πρώην Αντιπρόεδρος της Βουλής είχε προσφύγει στο ΣτΕ και ζητούσε να αναιρεθούν δύο αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου (677/2015 και 3792/2015) με τις οποίες είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της υπ΄ αριθμ. 482/2013 πράξης του προϊσταμένου της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, με την οποία του επιβλήθηκε το επίμαχο πρόστιμο των 375.329,08 ευρώ για παράβαση του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων κατά το έτος 1999.
Το πρόστιμο που είχε επιβληθεί αρχικά ανερχόταν σε 942.136,60 ευρώ, αλλά με απόφαση της επιτροπής διοικητικής επίλυσης φορολογικών διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/94, περιορίσθηκε στο ποσό των 375.329,08 ευρώ.
Το Β΄ Τμήμα του ΣτΕ εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 1623/2016 απόφασή του, με την οποία κρίθηκε ότι οι δύο εν λόγω Εφετειακές αποφάσεις έκριναν μη νομίμως για την 10ετή παραγραφή που παρατάθηκε.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας υπογραμμίζουν:
«Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους. Η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί η κατάσταση του φορολογουμένου, όσον αφορά την εκ μέρους του τήρηση των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας, να μην μπορεί να τίθεται επ΄αόριστον εν αμφιβόλω».
Και συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας:
«Συνακόλουθα, για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και περαιτέρω για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του ΚΒΣ, απαιτείται να εφαρμόζεται προθεσμία παραγραφής, η οποία προκειμένου να εκπληρώνει τη συνιστάμενη στη διασφάλιση της ως άνω αρχής λειτουργίας της, πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων και να είναι επαρκώς προβλέψιμη από τον ενδιαφερόμενο, δύναται δε, κατ΄ εξαίρεση -υπό τον όρο της συνδρομής ειδικώς τεκμηριωμένων περιστάσεων- οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, να παραταθεί.
Η παραγραφή αυτή πρέπει, επίσης, να έχει συνολικά εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε αφενός να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο της εκ μέρους των φορολογουμένων τήρησης των φορολογικών τους υποχρεώσεων, χωρίς όμως να ενθαρρύνει απραξία των φορολογικών αρχών και αφετέρου να μην αφήνει τους μέν φορολογουμένους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη φορολογική υποχρέωση και την κτήση του διαφυγόντος τη φορολογία περιουσιακού οφέλους, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας είσπραξης τυχόν βεβαιουμένων ποσών προστίμων».
Ως προς την περίπτωση του κ. Μητρόπουλου, οι σύμβουλοι Επικρατείας, επισημαίνουν ότι «μπορούσε η φορολογική αρχή να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής προστίμου για παραβάσεις του ΚΒΣ, διαπιστούμενες από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση της μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου(2000) που έπεται εκείνης στην οποία αφορά η αποδοθείσα στον κ. Μητρόπουλο παράβαση (1999), εντός δεκαετίας από το τέλος της ανωτέρω διαχειριστικής περιόδου(2000), συμπληρούμενης στις 31.12.2010».
απο το thepressroom.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου