Τον Απρίλιο του 2010, το World Economic
Outlook (WEO) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου εξέφρασε μια αισιόδοξη
εκτίμηση για την παγκόσμια οικονομία, που περιέγραφε μια ανάκαμψη πολλών
ταχυτήτων αρκετά ισχυρή ώστε να υποστηρίξει περίπου 4,5% ετήσια αύξηση
του ΑΕΠ για το προβλέψιμο μέλλον – υψηλότερο ρυθμό από ότι κατά την
περίοδο της φούσκας 2000-2007.
Όμως, από
τότε, το ΔΝΤ έχει
σταθερά μειώσει τις προσδοκίες γύρω από τις οικονομικές προβλέψεις του. Πράγματι, ο ρυθμός ανάπτυξης που αναμένεται φέτος είναι 3,3% – που αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στην πιο πρόσφατη έκθεση WEO – και πιθανώς να μην επιτευχθεί καν.
σταθερά μειώσει τις προσδοκίες γύρω από τις οικονομικές προβλέψεις του. Πράγματι, ο ρυθμός ανάπτυξης που αναμένεται φέτος είναι 3,3% – που αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στην πιο πρόσφατη έκθεση WEO – και πιθανώς να μην επιτευχθεί καν.
Η
επίμονη αισιοδοξία εκφράζει τη σοβαρά λανθασμένη διάγνωση των
προβλημάτων της παγκόσμιας οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, οι οικονομικές
προβλέψεις έχουν υποτιμήσει πολύ την σοβαρότητα της κρίσης στην
ευρωζώνη, καθώς και τις επιπτώσεις της στον υπόλοιπο κόσμο. Και οι
προοπτικές ανάκαμψης εξακολουθούν να εξαρτώνται από τις αναδυόμενες
οικονομίες, ακόμη και αν και αυτές βιώνουν μια απότομη επιβράδυνση.
Η
πρόβλεψη του WEO για ενίσχυση της ανάκαμψης φέτος συνεχίζει την
λανθασμένη διάγνωση.
Η ανακοίνωση της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το περασμένο καλοκαίρι ότι η ΕΚΤ θα κάνει
«ό, τι χρειάζεται» για να διατηρήσει το ευρώ καθησύχασε τις
χρηματοπιστωτικές αγορές.
Όμως, καθώς η πίεση από τις αγορές έχει
χαλαρώσει, το ίδιο έχει γίνει και με το κίνητρο των Ευρωπαίων ηγετών για
την αντιμετώπιση των προβλημάτων με την υποκείμενη οικονομική και
πολιτική δυναμική της ευρωζώνης.
Η εύκολη ρευστότητα της ΕΚΤ διατηρεί
πλέον εν ζωή μια τεράστια μερίδα του τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης.
Η
ευρωζώνη λειτουργεί υπό το πρόσχημα ότι δημόσια και ιδιωτικά χρέη θα
αποπληρωθούν αν και, σε πολλές χώρες, η αγωνία είναι τώρα μεγαλύτερη από
ότι ήταν κατά την έναρξη της κρίσης, σχεδόν πριν από πέντε χρόνια.
Ως
αποτέλεσμα, οι τράπεζες, οι οφειλέτες και οι κυβερνήσεις παρασύρουν ο
ένας τον άλλο σε ένα φαύλο κύκλο. Οι πολιτικοί έχουν επιδεινώσει την
κατάσταση με την υπερβολική δημοσιονομική λιτότητα, η οποία έχει
υπονομεύσει την αύξηση του ΑΕΠ, παραλείποντας να συρρικνώσει το δημόσιο
χρέο. Και δεν επίκειται αποφασιστική δράση με στόχο την επούλωση των
ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα.
Επιπλέον,
τα προβλήματα της Ευρώπης δεν είναι πλέον δικά της και μόνο. Σε
εκτεταμένο περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο τα εμπορικά δίκτυα της
Ευρώπης μεταφέρουν τα εσωτερικά της προβλήματα παρεμποδίζοντας το
παγκόσμιο εμπόριο και, με τη σειρά της, την παγκόσμια οικονομική
ανάπτυξη. Το 2012, το παγκόσμιο εμπόριο αυξήθηκε μόνο κατά 2,5%, ενώ το
παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε κατά ένα απογοητευτικό 3,2%.
Περιόδοι
κατά τις οποίες το εμπόριο αναπτύσσεται με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι η
παραγωγή είναι σπάνιες, και αντικατοπτρίζουν σοβαρή πίεση στην παγκόσμια
οικονομία.
Αν και το τραύμα δεν είναι πλέον έντονο, όπως ήταν το 2009,
οι πληγές παραμένουν – και αναπαράγουν νέες παθολογίες.
Δυστυχώς, η
κατάσταση επιτρέπει σε πολιτικά συμφέροντα να επισκιάσουν οποιαδήποτε
αίσθηση του κατεπείγοντος όσον αφορά την ανάγκη να αποκατασταθούν τα
προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας.
Σε
αυτό το ζοφερό φόντο, είναι εύκολο να χαρεί κανείς με την επιτυχία των
αναδυόμενων αγορών. Εξάλλου, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες
οικονομίες αναπτύσσονται πολύ πιο γρήγορα από ότι οι προηγμένες χώρες.
Αλλά ακόμα οι πιο δυναμικές αγορές του κόσμου – όπως η Κίνα, η Βραζιλία
και η Ινδία – βιώνουν μια απότομη επιβράδυνση που δεν μπορεί να
αγνοηθεί.
Για παράδειγμα η Ινδία,
όπου η ανάπτυξη τρέχει με ετήσιο ρυθμό 4,5%, κάτω από το 7,7% της
ετήσιας ανάπτυξης το 2011. Τ ΔΝΤ προβλέπει ότι η οικονομία της Ινδίας θα
ανακάμψει αργότερα το 2013, αλλά η βάση για αυτή την αισιοδοξία είναι
ασαφής, δεδομένου ότι όλοι οι δείκτες μέχρι τώρα δείχνουν μια ακόμα
θλιβερή χρονιά.
Η ανθεκτικότητα των
αναδυόμενων οικονομιών, η οποία ξεχωρίζει στις οικονομικές προβλέψεις
κατά τα τελευταία χρόνια, πρέπει να επαναξιολογηθεί,. Όπως και οι
προηγμένες οικονομίες, οι αναδυόμενες βιώσαν μια άνθηση την περίοδο
2000-2007. Αλλά, σε αντίθεση με τις προηγμένες οικονομίες, διατήρησαν
υψηλούς ρυθμούς αύξησης και σχετική σταθερότητα, ακόμη και στο
αποκορύφωμα της κρίσης. Αυτό θεωρήθηκε ως ισχυρό στοιχεία της νέας
οικονομικής δύναμης τους. Στην πραγματικότητα, ήταν σε μεγάλο βαθμό
αποτέλεσμα των μαζικών δημοσιονομικών κινήτρων και της πιστωτικής
επέκτασης.
Πράγματι, καθώς οι
επιπτώσεις των προγραμμάτων τόνωσης απομακρύνονται, νέες αδυναμίες
έρχονται στο φως, όπως η συνεχιζόμενη αύξηση του πληθωρισμού στην Ινδία
και η κακή κατανομή πιστώσεων στην Κίνα. Δεδομένου αυτού, η εκτίμηση ότι
οι αναδυόμενες οικονομίες θα ανακτήσει τα παρελθόνται επίπεδα ανάπτυξης
φαίνεται τραβηγμένη.
Οι οικονομικές
προβλέψεις στηρίζονται στην υπόθεση ότι οι οικονομίες θα θεραπεύσουν
τελικά τον εαυτό τους. Αλλά οι δυνατότητς αυτο-ίασης των οικονομιών
εργάζονται αργά.
Πιο προβληματική, μια λανθασμένη διάγνωση μπορεί να
οδηγήσει σε θεραπείες που επηρεάζουν τη διαδικασία επούλωσης.
Υπερβολικά
αισιόδοξες οικονομικές προβλέψεις που βασίζονται σε εσφαλμένη εκτίμηση
των παθήσεων της παγκόσμιας οικονομίας απειλούν τις προοπτικές ανάκαμψης
– με δυνητικά εκτεταμένες επιπτώσεις.
Στην
Ευρώπη, οι πληγές των τραπεζών πρέπει να επουλωθούν – αδύναμες τράπεζες
θα πρέπει να κλείσουν ή να συγχωνευθούν με ισχυρότερες τράπεζες – ώστε
να αρχίσει η ανάκαμψη. Αυτό θα απαιτούσε μια εκτεταμένη ανταλλαγή
ιδιωτικών χρεών με μετοχές.
Για την παγκόσμια οικονομία, η δυσφορία
αντικατοπτρίζεται στην αναιμική ανάπτυξη του εμπορίου που απαιτεί
συντονισμένα φορολογικά κίνητρα από τις μεγάλες οικονομίες του κόσμου.
Σε αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος μιας άλλης παγκόσμιας ύφεσης θα
συνεχίσει να αυξάνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου