Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Οι ομοιότητες της φούσκας «Dotcom» του 2000, με τη φούσκα της Τεχνητής Νοημοσύνης

Αυτά που συμβαίνουν σήμερα με τις εταιρίες Τεχνητής Νοημοσύνης, μοιάζουν με ντοκιμαντέρ, σχετικό με το «κραχ των Dotcom» του 2000 – όπου όμως οι εμπλεκόμενοι παράγοντες σήμερα είναι πολύ πιο χρεωμένοι από τότε, ενώ οι χρηματοπιστωτικοί μεσάζοντες είναι πολύ λιγότερο αξιόπιστοι, από ότι ήταν τότε. 

Άλλωστε, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς επίσης μετά την οικονομική κρίση του 2019 που συγκαλύφθηκε από τον COVID-19 και αργότερα από τον πόλεμο της Ουκρανίας, ενδεχομένως επίσης σήμερα από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν στηριχτεί στα θηριώδη ελλείμματα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ, τα οποία έχουν αυξήσει το χρέος τους στα 36,2 τρις $ από 10,3 τρις $ το 2008 – καθώς επίσης σε έναν κολοσσιαίο ισολογισμό της Fed. 

Φαίνεται δε ότι, υπάρχει μια ακόμη φούσκα στον ήδη μακρύ κατάλογο αυτών που δημιουργήθηκαν μετά τη μαζική απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών – η οποία είναι πολύ πιθανόν να σκάσει σύντομα. 
Δυστυχώς σε μία εποχή που τα αμερικανικά μονοπώλια και ολιγοπώλια απομυζούν τη δημιουργική ενέργεια της οικονομίας των ΗΠΑ, καταστρέφοντας το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας – ενώ η αμερικανική κοινωνία είναι διχασμένη και στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου.

.

Ανάλυση

Εισαγωγικά στα θετικά της Τεχνητής Νοημοσύνης, δεν αναπτύσσεται μόνο ραγδαία, αλλά, επί πλέον, αποτελεί το μοχλό μιας νέας παγκόσμιας μετατόπισης ισχύος – αφού τόσο οικονομικά, όσο και στρατιωτικά, αμφισβητεί ριζικά τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας και του πολέμου. Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται ότι, όσοι υστερούν στον αγώνα της Τεχνητής Νοημοσύνης, όχι μόνο θα χάσουν αγορές αλλά και γεωπολιτική επιρροή – σε μία εποχή που λαμβάνει χώρα ένας μετασχηματισμός ιστορικής σημασίας.

Ειδικότερα, από οικονομικής πλευράς οι ΗΠΑ και η Κίνα εμπλέκονται σε έναν αγώνα δρόμου, για τεχνολογίες αιχμής Τεχνητής Νοημοσύνης – όπου το 2023, η Κίνα επένδυσε πάνω από 50 δις $ στην έρευνα Τεχνητής Νοημοσύνης και στην κατασκευή δικών της τσιπ (αύξηση 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος). Έτσι, το τεχνολογικό χάσμα της με τις ΗΠΑ συρρικνώνεται ραγδαία – ενώ για τα μοντέλα γενετικής Τεχνητής Νοημοσύνης, απέχει μόνο λίγους μήνες.

Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους απαντούν με ελέγχους εξαγωγών και με δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις – όπου μόνο ο νόμος «CHIPS and Science» για τη στήριξη του κλάδου, ανέρχεται σε 280 δις $. Ο αγώνας δρόμου λοιπόν για την κυριαρχία, σε έναν κλάδο του οποίου ο παγκόσμιος όγκος αγοράς θα μπορούσε να αυξηθεί στα 13 τρις $ έως το 2030, είναι εντελώς ανοιχτός – επίσης όμως, εξαιρετικά επικίνδυνος.

Από στρατιωτικής πλευράς τώρα, η ανατρεπτική δύναμη της Τεχνητής Νοημοσύνης είναι ιδιαίτερα εμφανής στον πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη – όπου στην Ουκρανία, χιλιάδες ημιαυτόνομα και αυτόνομα drone λειτουργούν καθημερινά. Το κόστος κατασκευής τους, το οποίο κυμαίνεται από 400 έως 1.000 δολάρια ανά μονάδα, τα καθιστά κατά πολύ φθηνότερα από τους παραδοσιακούς κατευθυνόμενους πυραύλους – ή από τα επανδρωμένα συστήματα.

Η Ρωσία και η Ουκρανία δε, παράγουν έως και δύο εκατομμύρια drone ετησίως η καθεμία – ενώ τα νέα συστήματα λειτουργούν με ακρίβεια, είναι δικτυωμένα και συχνά χωρίς GPS ή ασύρματη συνδεσιμότητα. Πρόκειται δηλαδή για δυνατότητες που καθιστούν τα παραδοσιακά συστήματα όπλων μεγάλης κλίμακας όλο και πιο απαρχαιωμένα.

Η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, πειραματίζονται ήδη με σμήνη drone ελεγχόμενα από την Τεχνητή Νοημοσύνη – καθώς επίσης με συστήματα «Loyal Wingman» που θεωρούνται οι προάγγελοι μιας νέας εποχής στον πόλεμο (εικόνα). Ο όρος αυτός αναφέρεται στην ιδέα της επέκτασης των δυνατοτήτων των αεροσκαφών που ελέγχονται από άνθρωπο, μέσω της ανάπτυξης αυτόνομων συστημάτων που μπορούν να εκτελούν διάφορες λειτουργίες – όπως επιτήρηση, αναγνώριση, ηλεκτρονικό πόλεμο, ακόμη και επιθετικές αποστολές.

Βέβαια, η συγκεκριμένη τεχνολογική πρόοδος εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους – αφού ο παγκόσμιος ανταγωνισμός εξοπλισμών για αυτόνομα οπλικά συστήματα έχει ξεκινήσει προ πολλού, χωρίς να υπάρχουν διεθνείς κανονισμοί. Η γραμμή δε μεταξύ των συστημάτων «human-in-the-loop» (ανθρώπου-εντός-κυκλώματος), όπου οι άνθρωποι λαμβάνουν την τελική απόφαση και των πλήρως αυτόνομων οπλικών συστημάτων, γίνεται όλο και πιο θολή (εικόνα). Αυτό που δοκιμάζεται στην ανατολική Ουκρανία πρακτικά, θα μπορούσε να φέρει επανάσταση στον πόλεμο παγκοσμίως – με απρόβλεπτες συνέπειες.

Συμπερασματικά, η Τεχνητή Νοημοσύνη λειτουργεί ως δύναμη διπλής παγκόσμιας «αναστάτωσης» – οικονομικά ως βασική τεχνολογία μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής τάξης και στρατιωτικά ως κινητήρια δύναμη μιας ριζικά αλλαγμένης μορφής πολέμου. Οι υπερδυνάμεις δε ΗΠΑ και Κίνα, τοποθετούνται με προγράμματα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων – ενώ η ΕΕ κινδυνεύει να μείνει ακόμη πιο πίσω σε αυτόν τον κρίσιμο μελλοντικό τομέα, τόσο οικονομικά, όσο και από άποψη πολιτικής ασφαλείας.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος

Συνεχίζοντας με το ουσιαστικό θέμα μας, πριν από την κατάρρευση του χρηματιστηρίου στις αρχές της δεκαετίας του 2000, γνωστής ως φούσκα των «dotcom», κατά την οποία ο δείκτης Nasdaq κατέρρευσε από τις 5.000 μονάδες κάτω από τις 1.000 (την Παρασκευή 13.6.25 έκλεισε στις 19.406 μονάδες!), σημειώθηκε μία μαζική υπερανάπτυξη συνδέσεων οπτικών ινών – γεγονός που οδήγησε σε μία τεράστια πλεονάζουσα χωρητικότητα, καθώς επίσης σε πολύ μεγάλες ποσότητες αχρησιμοποίητων «σκοτεινών» καλωδίων οπτικών ινών.

Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς, εάν θα επαναληφθεί σήμερα η τότε μαζική εταιρική νοοτροπία αγέλης – με κριτήριο τις κολοσσιαίες επενδύσεις των OpenAI, Google, Meta, Apple, Microsoft και xAI. Επί πλέον, εάν θα εξελιχθεί η Nvidia στη Cisco εκείνης της εποχής – όταν η απίστευτη αύξηση του τζίρου της εξανεμιστεί, αφού οι αγοραστές συνειδητοποιούν ήδη ότι, απλά δεν υπάρχει αρκετή κερδοφόρα ζήτηση που να πλησιάζει στην αξιοποίηση της εγκατεστημένης υπολογιστικής ισχύος της.

Όλα αυτά τα ερωτήματα τώρα, οδηγούν άμεσα στο αμερικανικό μοντέλο Τεχνητής Νοημοσύνης – το οποίο είναι προϊόν της μονοπωλιακής νοοτροπίας και κερδοσκοπίας των ηγετών (CEO) των αμερικανικών εταιρειών. Πόσο μάλλον όταν η γνήσια καινοτομία έχει προ πολλού εξαφανιστεί – έχοντας αντικατασταθεί από τη μονοπωλιακή και ολιγοπωλιακή κερδοσκοπία.

Περαιτέρω, το αμερικανικό μοντέλο περιλαμβάνει την ανάπτυξη μίας τεράστιας υπολογιστικής ισχύος Τεχνητής Νοημοσύνης, πίσω από ένα μεγάλο «Paywall» – από ένα σύστημα δηλαδή που περιορίζει την πρόσβαση σε διαδικτυακό περιεχόμενο, συνήθως σε έναν ιστότοπο, απαιτώντας από τους χρήστες να πληρώσουν συνδρομή ή τέλος, ως προϋπόθεση της πρόσβασης τους.

Το «Paywall» αυτό, υποστηρίζεται από δικηγόρους πνευματικής ιδιοκτησίας – επιτρέποντας στους παρόχους, σε έναν αποκλειστικό κύκλο εταιρειών δηλαδή που μπορούν να χρηματοδοτήσουν τέτοιες γιγάντιες υπολογιστικές εγκαταστάσεις, να δημιουργούν μονοπωλιακά/ολιγοπωλιακά κέρδη. Επομένως, είναι εύλογο πως αυτή η προσέγγιση θα εμποδίσει τη γενική κοινωνική αποδοχή της Τεχνητής Νοημοσύνης – λόγω των υψηλών τιμών και των περιορισμών χρήσης.

Το πρόβλημα τώρα για τους Αμερικανούς προμηθευτές είναι το ότι, οι Κινέζοι ανταγωνιστές τους έχουν θέσει ως στόχο να υπονομεύσουν ριζικά αυτό το μοντέλο – με μια στρατηγική μοντέλων Τεχνητής Νοημοσύνης χαμηλής υπολογιστικής ικανότητας, χαμηλού κόστους και ανοιχτού κώδικα.

Αυτή η στρατηγική, όπου ο ανοιχτός κώδικας θυμίζει την Microsoft και την τεράστια επιτυχία της, παρακάμπτει τους περιορισμούς των ΗΠΑ στις εξαγωγές τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης υψηλής τεχνολογίας – ενώ παράλληλα διευκολύνει την ταχεία υιοθέτηση μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης από προμηθευτές λογισμικού, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις (αν και, παρά τους περιορισμούς, η Huawei είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική στον χώρο των τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης).

Για την κοινωνία βέβαια στο σύνολό της, το μεγαλύτερο όφελος έγκειται στην ευρεία υιοθέτηση νέων τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης – όχι σε μερικές υπέρογκες χρεώσεις και στον περιορισμό της χρήσης. Η κινεζική στρατηγική λοιπόν, θα μπορούσε να συγκριθεί παραστατικά με το «αφήστε χίλια λουλούδια να ανθίσουν» – ενώ το σχέδιο των ΗΠΑ είναι να αφήσουν μερικά λουλούδια και να στερήσουν από όλα τα άλλα τα θρεπτικά τους συστατικά.

Εάν επικρατούσε τώρα η κινεζική στρατηγική, οι τεράστιες επενδύσεις από τα μονοπώλια των ΗΠΑ θα αποδεικνύονταν ως ένας λανθασμένος υπολογισμός του ανταγωνισμού – με τελικό αποτέλεσμα την κατάρρευση τους.

Εν τούτοις, τα μονοπώλια των ΗΠΑ συμπεριφέρονται όπως όλα τα μονοπώλια – με την έννοια πως ήδη πιέζουν για την απαγόρευση των κινεζικών μοντέλων και υπηρεσιών Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως του Deepseek στις ΗΠΑ, με το πρόσχημα της «εθνικής ασφάλειας». Με δεδομένο όμως τον πολλαπλασιασμό τέτοιων χαμηλού κόστους μοντέλων στην Κίνα, οι ΗΠΑ θα πρέπει τελικά να απαγορεύσουν όλα τα κινεζικά μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης – κάτι πολύ δύσκολο, εάν όχι ανέφικτο.

Το ενδεχόμενο αυτό θα ήταν φυσικά θετικό για τα μονοπώλια, αλλά πολύ κακό για την ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ στο σύνολό τους –  αφού θα έμεναν πίσω από τις εξελίξεις, όπως έχει ήδη συμβεί με τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Τίθεται επί πλέον το ερώτημα, σχετικά με το πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποτρέψουν τη χρήση εργαλείων που βασίζονται στην Τεχνητή Νοημοσύνη, από άλλες χώρες – οι οποίες χρησιμοποιούν κινεζικό λογισμικό ανοιχτού κώδικα.

Συνεχίζοντας, στις 13 Μαΐου το Γραφείο Βιομηχανίας και Ασφάλειας του Υπουργείου Εμπορίου των ΗΠΑ, ισχυρίστηκε ότι, η χρήση των τσιπ Τεχνητής Νοημοσύνης Ascend της Huawei οπουδήποτε στον κόσμο, παραβίαζε τους ελέγχους εξαγωγών των ΗΠΑ – ενώ προειδοποίησε για πιθανές συνέπειες σε  όποιον χρησιμοποιεί αμερικανικά τσιπ τεχνητής νοημοσύνης για την εκπαίδευση και την εξαγωγή συμπερασμάτων από κινεζικά μοντέλα Τεχνητής Νοημοσύνης.

Εν προκειμένω, η πρώτη δήλωση αναγνωρίζει έμμεσα ότι, η Huawei έχει παρακάμψει τους τεχνολογικούς ελέγχους των ΗΠΑ –  αναπτύσσοντας ένα ανταγωνιστικό τσιπ τεχνητής νοημοσύνης. Η δεύτερη πως τα κινεζικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης είναι τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο, με τα αμερικανικά μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης – γεγονότα που σημαίνουν ότι, η προειδοποίηση των ΗΠΑ είναι μια πράξη απελπισίας και όχι ισχύος.

Το αποτέλεσμα δε αυτών των δηλώσεων θα είναι να προσπαθήσει η Κίνα να απεξαρτηθεί ακόμη περισσότερο από την αμερικανική υψηλή τεχνολογία – κάτι που θα βλάψει περαιτέρω τους Αμερικανούς κατασκευαστές τσιπ. Εκτός αυτού, η προσπάθεια επιβολής μονοπωλιακών συνθηκών στην τεχνητή νοημοσύνη στον πλανήτη, θα οδηγήσει πολλές άλλες χώρες να αμφισβητήσουν την εξάρτησή τους από τα αμερικανικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και την πνευματική ιδιοκτησία – να προσπαθήσουν δηλαδή να ανεξαρτητοποιηθούν.

Κραχ Dotcom 2.0;

Περαιτέρω, ταυτόχρονα το τρένο της τεχνητής νοημοσύνης στις ΗΠΑ έχει βαλτώσει – αφού ορισμένες εταιρείες έχουν αρχίσει να μειώνουν τις επενδύσεις τους σε κέντρα δεδομένων, ενώ η Κίνα αναφέρει υπερπροσφορά τσιπ Nvidia υψηλής τεχνολογίας.

Επομένως, όταν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί και το φαινόμενο του «Dark Computing» (=περιλαμβάνει διάφορες ιδέες και συμφραζόμενα που σχετίζονται με τις λιγότερο ορατές ή πιο προβληματικές πτυχές της πληροφορικής – ενώ μπορεί να περιλαμβάνουν το Dark Web, τα Dark Data, τη Dark πλευρά του cloud Computing και τις προκλήσεις του Dark silicon) γίνει πιο εμφανές, οι προηγούμενες επενδύσεις και η φούσκα της χρηματιστηριακής αγοράς, θα οδηγήσουν γρήγορα σε μια αυτοτροφοδοτούμενη κατάρρευση – όπως της φούσκας «Dotcom».

Εν προκειμένω μια εταιρεία όπως η Nvidia, μπορεί να έχει σήμερα λόγο τιμής προς κέρδη (Ρ/Ε) «μόνο» 36 – γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι, η εταιρεία είναι φθηνή σε σχέση με τα κέρδη της. Εάν όμως αυτοί που αγοράζουν τα προϊόντα της πάψουν να το κάνουν, τα κέρδη της θα μειωθούν ραγδαία – αυξάνοντας πολύ γρήγορα τον λόγο P/E.

Σε μία τέτοια περίπτωση, η Nvidia θα γίνει απότομα πολύ ακριβή, σε σχέση με τα κέρδη της – υπενθυμίζοντας πως οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των εισηγμένων εταιρειών τηλεπικοινωνιών στο χρηματιστήριο, μειώθηκαν από περίπου 120 δις $ το 2000 σε λιγότερες από τις μισές το 2002, μετά το σπάσιμο της φούσκας (πηγή). Τόσο γρήγορα λοιπόν μπορεί να καταρρεύσει ο τζίρος ενός κλάδου και μίας εταιρίας – ενώ τα κέρδη της ακόμη πιο γρήγορα.

Από την άλλη πλευρά, η Cisco την εποχή του 2000 χρηματοδότησε μεγάλο μέρος της ανάπτυξής της, μέσω δανείων σε εταιρείες που αγόραζαν το προϊόν της – κάτι που «συμβαδίζει» σήμερα με την πολύ στενή σχέση, μεταξύ της Nvidia και της Coreweave, όπου η Nvidia διέσωσε την αρχική δημόσια προσφορά της Coreweave με μια επένδυση 250 εκ. $.

Επιπλέον, η OpenAI εξαρτάται από τη χρηματοδότηση της Softbank για να συνεχίσει την τεράστια επέκταση της – από μία εταιρία δηλαδή που συνεχώς παράγει ζημίες από τις επενδύσεις στην τεχνολογία. Με δεδομένο δε το ότι, η OpenAI δεν φαίνεται να γίνεται σύντομα κερδοφόρα, ενώ η Softbank έχει ήδη εξαντλήσει τη δανειοληπτική της ικανότητα για να χρηματοδοτήσει τις αρχικές της δεσμεύσεις προς την OpenAI, προφανώς η κατάσταση είναι κρίσιμη και για τις δύο εταιρίες – όπου τυχόν κατάρρευση τους θα συμπαρέσυρε πολλές άλλες.

Εύλογα τώρα, τα μονοπώλια που δεν μπορούν να αποκομίσουν μονοπωλιακά κέρδη από τις τεράστιες επενδύσεις τους σε υπολογιστική ισχύ, θα αναγκαστούν να διαγράψουν αυτές τις επενδύσεις – κάτι που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε σημαντικές οικονομικές απώλειες. Πιθανότατα λοιπόν, τα επιχειρηματικά μοντέλα των καθαρών παρόχων τεχνητής νοημοσύνης, όπως των OpenAI και xAI, θα αποδειχθούν εντελώς μη βιώσιμα – με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή τους αξία να μειωθεί ραγδαία.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, τα παραπάνω μοιάζουν με ντοκιμαντέρ, σχετικό με το «κραχ των Dotcom» του 2000 – όπου όμως οι εμπλεκόμενοι παράγοντες σήμερα είναι πολύ πιο χρεωμένοι από τότε, ενώ οι χρηματοπιστωτικοί μεσάζοντες είναι πολύ λιγότερο αξιόπιστοι, από ότι ήταν τότε.

Εξέλιξη ελλειμμάτων προϋπολογισμού των ΗΠΑ

Άλλωστε, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς επίσης μετά την οικονομική κρίση του 2019 που συγκαλύφθηκε από τον COVID-19 και αργότερα από τον πόλεμο της Ουκρανίαςενδεχομένως επίσης σήμερα από τον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν στηριχτεί στα θηριώδη ελλείμματα του προϋπολογισμού των ΗΠΑ (γράφημα), τα οποία έχουν αυξήσει το χρέος τους στα 36,2 τρις $ από 10,3 τρις $ το 2008 – καθώς επίσης σε έναν κολοσσιαίο ισολογισμό της Fed (ανάλυση).

Φαίνεται δε ότι, υπάρχει μια ακόμη φούσκα στον ήδη μακρύ κατάλογο αυτών που δημιουργήθηκαν μετά τη μαζική απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, τις τελευταίες δεκαετίες – η οποία είναι πολύ πιθανόν να σκάσει σύντομα. Δυστυχώς σε μία εποχή  που τα αμερικανικά μονοπώλια και ολιγοπώλια απομυζούν τη δημιουργική ενέργεια της οικονομίας των ΗΠΑ, καταστρέφοντας το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας – ενώ η αμερικανική κοινωνία είναι διχασμένη και στα πρόθυρα ενός εμφυλίου πολέμου.

Με δεδομένο δε τον πλήρη έλεγχο που ασκούν οι Ολιγάρχες στο αμερικανικό κράτος, δεν μπορούν να ληφθούν μέτρα αποφυγής της επόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα ακολουθήσει το επόμενο κραχ – ενώ θεωρείται σίγουρο πως δυστυχώς οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να υστερούν σε σχέση με την Κίνα, η οποία ελέγχει αυστηρά το χρηματοπιστωτικό της τομέα και επιβάλλει πειθαρχία στους ηγέτες των εταιρειών της, όπως στο παράδειγμα της Alibaba, όταν είναι απαραίτητο.


https://analyst.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου